Η ΠΡΩΤΟΠΟΡΙΑΚΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ ΥΛΙΚΩΝ ΚΑΤΑΣΚΕΥΩΝ


Άποψη αρχαίας δεξαμενής της Καμίρου. Ο παχύς μαντρότοιχος στο μέσον είναι μεταγενέστερη προσθήκη. Σκυρόδεμα (τσιμέντο) του 1000 π.Χ. ίδιας ποιότητας με το σημερινό και αδιαπέραστο από την ραδιενέργεια.

 Έχει καλλιεργηθεί η άποψη ότι οι τεχνολογικές γνώσεις των αρχαίων Ελλήνων ήταν ελάχιστες υπολιπόντων κατά πολύ των επιστημονικών τους θεωριών. Όμως ένα πλήθος ιστορικών μαρτυριών, που συστηματικά αποσιωπώνται, καταδεικνύουν το εντελώς αντίθετο. Ακόμη και κάποια διασωθέντα μνημεία της αρχαιότητας παρουσιάζουν ως προς την τεχνολογία τους και τις ιδιότητές τους εκπληκτικά επίπεδα γνώσεως, που είναι γνωστά σε λίγους ερευνητές σήμερα.
Παράδειγμα αποτελούν οι αποδείξεις για την επιστήμη της Χημείας, ένα γνωστικό κλάδο του αρχαίου Ελληνικού πολιτισμού με τεχνολογικές εφαρμογές που δεν υπολείποντο σε τίποτε των σημερινών, κλάδο που εν τούτοις είναι λησμονημένος από το διεθνές ακαδημαϊκό κατεστημένο. Ο Ιωάννης Τσαγκάρης, καθηγητής της Χημείας στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, είναι απ’ τους ελάχιστους ερευνητές , που εδώ και χρόνια προσπαθεί να ανασύρει απ’ την ιστορία την θαμμένη γνώση των προγόνων μας.



 Ακολουθεί  η συνέντευξη   ΚΕΦ1  που παραχώρησε ο καθηγητής κ. Τσαγκάρης  που φωτίζει άγνωστες πτυχές της Χημικής επιστήμης στην αρχαία Ελλάδα,- ΚΑΙ   ΚΕΦ. 2    καθώς και η συνέντευξη του κ. Ευσταθιάδη του μηχανικού που έκανε την μελέτη του αρχαίου σκυροδέματος.

ΚΕΦ. 1

Τσιμέντο καλύτερο από το σημερινό στην αρχαία Ρόδο

ΕΡΩΤΗΣΗ: Κύριε Τσαγκάρη, ελάχιστα γνωρίζουμε σήμερα για τις Χημικές γνώσεις των αρχαίων Ελλήνων. Ποια είναι η κυρίαρχη άποψη που προβάλλεται σχετικά με την γέννηση αυτής της επιστήμης;

ΑΠΑΝΤΗΣΗ : Οι περισσότεροι και σήμερα δέχονται, ότι η Χημεία έχει τις ρίζες της στην Αίγυπτο, που διέσωσαν οι Άραβες αλχημιστές και κατόπιν οι αλχημιστές του Μεσαίωνα. Η Ελληνική συμβολή δεν ήταν καθόλου γνωστή παλαιότερα, αλλά και σήμερα δεν προβάλλεται επαρκώς. Εκείνος που ανέδειξε την καταλυτική συνεισφορά των Ελλήνων στην γένεση αυτής της επιστήμης ήταν ο Γάλος χημικός Marcelin Berthelot γύρω στα 1888. Ο Μπερτελώ μελέτησε αρχαία και μεσαιωνικά κείμενα καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι οι χημικές γνώσεις των αρχαίων Ελλήνων ήταν μεγάλες και πέρασαν στην Αλεξάνδρεια της Ελληνιστικής εποχής. Στην Ελλάδα συνεχιστής των απόψεων του Μπερτελώ και πρωτεργάτης της ανάδειξης της Ελλάδος ήταν ο Μιχαήλ Στεφανίδης από την Λέσβο, καθηγητής της Ιστορίας των Φυσικών Επιστημών στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.

ΕΡΩΤΗΣΗ : Πέρα από τις ιστορικές πηγές, που ερεύνησαν αυτοί οι δύο επιστήμονες, υπάρχουν αρχαιολογικά κατάλοιπα, που να καταδεικνύουν ένα μέρος της γνώσης αυτής;

ΑΠΑΝΤΗΣΗ : Βεβαίως. Για παράδειγμα στην Ρόδο ήκμασε η πόλη Κάμιρος, απ’ τους Ομηρικούς χρόνους μέχρι το 400 π.Χ. , όταν ο μεγάλος αρχιτέκτονας και πολεοδόμος Ιππόδαμος έκτισε την πόλη της Ρόδου και τότε η Κάμιρος παρήκμασε.
Στην ακρόπολη λοιπόν της Καμίρου σώζεται σήμερα κτίσμα μιας μεγάλης δεξαμενής από μπετόν, χωρητικότητας 600 κυβικών μέτρων που χρονολογείται γύρω στο 500 π.Χ. Είναι πράγματι από μπετόν με προδιαγραφές, σύσταση, ποιότητα, ποιοτική αντοχή και ελαστικότητα όμοια με τις σημερινές, σύμφωνα με εργασία του κ .Ευσταθιάδη.
Ο Ε. Ευσταθιάδης είναι ένας πολύ καλός μηχανικός – συνταξιούχος νομίζω τώρα – με μεγάλη πείρα στα μπετόν – μπετόν αρμέ, διευθυντής του Κέντρου Ερευνών Δημοσίων έργων του ΥΠΕΧΩΔΕ. Η αξιέπαινη αυτή εργασία του έγινε το 1978, η οποία δεν αμφισβητείται πειραματικώς και αποδεικνύει ότι το μπετόν της δεξαμενής της Καμίρου είναι όμοιο και ίσως καλύτερο από το σημερινό τύπου “πόρτλαντ”.  Το εύρημα αυτό, που έχει ασφαλώς τεράστιο επιστημονικό, ιστορικό και δημοσιογραφικό ενδιαφέρον, δυστυχώς δεν προεβλήθη απ’ το Ελληνικό κράτος.

Το τεμάχιο αυτό του σκυροδέματος από την δεξαμενή της Καμίρου απεκόπη για περαιτέρω μελέτη από τον κ. Ευστ. Ευσταθιάδη και φυλάσσεται έως σήμερα επιμελώς από τον ίδιο

Τσιμέντο του 1000 π.Χ. αδιαπέραστο από την ραδιενέργεια

ΕΡΩΤΗΣΗ : Είχατε αναφερθεί και στα μεταλλεία του Λαυρίου…

ΑΠΑΝΤΗΣΗ : …Να σας πω και για το Λαύριο. Το 1992 η Αμερικανίδα φυσικοχημικός Μάρθα Μπουντγουαίη έκανε μία ανακοίνωση σε συνέδριο στην Βοστώνη, στην οποία έλεγε ότι το κονίαμα της κατασκευής των επιχρίσεων των αρχαίων μεταλλευτικών δεξαμενών του Λαυρίου είναι αδιαπέραστο από την ραδιενέργεια. Πρόκειται για ένα είδος τσιμέντου που χρησιμοποιούσαν οι Έλληνες 3000 χρόνια πρίν – τουλάχιστον. Μάλιστα η κυρία Μπουντγουαίη συνέστησε να χρησιμοποιηθεί το υλικό αυτό ως μέσο επιχρίσεως των δεξαμενών αποθήκευσης πυρηνικών αποβλήτων!



Αρχαιοελληνικές εγκαταστάσεις στα μεταλλεία του Λαυρίου 


ΕΡΩΤΗΣΗ : Κύριε Τσαγκαράκη, μας αναφέρετε σπουδαία πράγματα, που όμως ελάχιστοι γνωρίζουν.

ΑΠΑΝΤΗΣΗ : Σας είπα : Αν δεν ήταν ο Μπερτελώ και ο Στεφανίδης – θα προσθέσω και τον καθηγητή μου στο Πολυτεχνείο Προκόπη Ζαχαρία, ο οποίος και με δίδαξε τις γνώσεις αυτές – ίσως να μην γνωρίζαμε τίποτα σήμερα. Μάλιστα ο Στεφανίδης με σειρές βιβλίων του απεδείκνυε, ότι στην αρχαία Ελλάδα υπήρχαν οι “χυμευταί”, κάτι αντίστοιχο των σημερινών χημικών ή χημικών μηχανικών. Ο καθηγητής Ζαχαρίας υποστήριξε, ότι η Χημεία έπρεπε να γράφεται με υ και να αναφέρεται και ως “Χυμευτική”.

ΕΡΩΤΗΣΗ : Πως το δικαιολογούσε αυτό;

ΑΠΑΝΤΗΣΗ : Οι αρχαίοι έλεγαν, πως, για να γίνει μία χημική πράξη, έπρεπε οι ουσίες να περάσουν από την κατάσταση του “χύματος”, που ήταν η λεπτή λειοτρίβηση της ύλης, πολύ λεπτή όπως το αλεύρι, για να αναμειχθεί με άλλο “χύμα” και με την διαδικασία της μεταλλοίωσης, της μεταβολής δηλαδή, θα δώσει ένα άλλο προϊόν. Η πράξη αυτή λεγόταν “χυμίζειν” ή ακριβέστερα “χυμεύειν” . Αυτοί που έκαναν την εργασία αυτή, που κατεύθυναν τους εργάτες, ονομάζονταν “χυμευταί”.

ΕΡΩΤΗΣΗ : Μπορείτε να μας αναφέρετε κάποια ονόματα Ελλήνων χυμευτών που διασώθηκαν;

ΑΠΑΝΤΗΣΗ : Είναι αρκετά. Σας αναφέρω τον Θεόδωρο τον Σάμιο (6ος π.Χ. αιών), τον Γλαύκο τον Χίο (6ος – 5ος π.Χ.), τον Αρχύτα τον Ταραντίνο, που ανακάλυψε, που ανακάλυψε και την πρώτη πετομηχανή (αεριωθούμενο) κ.λ.π.


ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΠΑΡΕΝΘΕΤΙΚΑ 

Ο Θεόδωρος (ο Σάμιος) γεννήθηκε στη Σάμο κατά τον 6ο αιώνα π.Χ. Όπως λένε οι πιο βάσιμες μαρτυρίες, ήταν γιος του γνωστού γλύπτη της εποχής  Τηλεκλή.
Ενας εκ των δυναμικότερων και πιο παραγωγικών δημιουργών στον τομέα του της τότε Ιωνίας και   κατά πολλές μαρτυρίες  σημαντικών αρχαίων ιστορικών, όπως του Ηροδότου και των  Ρωμαίων Βιτρουβίου και Πλινίου,  όπως επίσης και του Παυσανία. Ο Θεόδωρος εφηύρε τον τόρνο, το γωνιόμετρο, τα κλειδιά αποκοχλίωσης, ακόμα και το αλφάδι.
Λέγεται ότι εγχάραξε και το δακτυλίδι του Πολυκράτη. Κατά τον Παυσανία λέγεται ότι ήταν πρωτοπόρος  στην ανακάλυψη νέων μεθόδων χύτευσης χαλκού, της γνωστής ως τεχνική χαμένου κεριού. Ο δε Πλίνιος ονομάζει τον Θεόδωρο εφευρέτη της κλειδαριάς και του κλειδιού.

Συνεργάστηκε με τον Σάμιο γλύπτη Ροίκο και μαζί επέφεραν πολλές αλλαγές στον τομέα της γλυπτικής και μεθόδους χύτευσης. Εφεραν την  επιβολή οργανικής δομής στον ιωνικό αρχιτεκτονικό ρυθμό, μαζί δημιούργησαν νέους ναούς μεγάλων διαστάσεων, μαζί κατασκεύασαν τον μεγαλειώδη  δίπτερο ναό στο Ηραίο της Σάμου, που ήταν και η αιτία να εκδώσει ο Θεόδωρος το πρώτο αρχιτεκτονικό σύγγραμμα, αλλά δυστυχώς σήμερα δεν σώζεται.

Οπως επίσης συνεργάστηκε με τους αρχιτέκτονες Μεταγένη και Χερσίφρονα που μαζί κατασκεύασαν τον πρώτο αρτεμίσιο ναό στην Εφεσο. Η συμβολή του Θεοδώρου στο συγκεκριμένο έργο ήταν άκρως πολύτιμη γιατί τους έδωσε πολύτιμες πληροφορίες περί θεμελίωσης του οικοδομήματος επάνω    σε ελώδες έδαφος. Ο Θεόδωρος κατασκεύασε έναν χρυσό κρατήρα στα ανάκτορα του βασιλιά Κροίσου και έναν τεράστιο κρατήρα 600 αμφορέων,  δηλαδή  είχε χωρητικότητα 1.800 λίτρων περίπου. Οσο αβάσιμες  και αν τύχει να βρεθούν οι πληροφορίες των ιστορικών της μεταγενέστερης εποχής του, ένα είναι το βέβαιο: Ο Θεόδωρος  δεν ήταν ένας απλός γλύπτης, ειδάλλως δεν θα άφηνε τόσο έντονα τη σφραγίδα του. Και μόνο να φανταστούμε ότι χάρη σε αυτόν υπάρχουν ακόμα και σήμερα ορισμένα εργαλεία και τεχνικές που χρησιμοποιούνται παγκοσμίως που κάνουν τη ζωή μας πιο εύκολη, είναι αρκετό για να τον κατατάξουμε στην κατηγορία των μεγάλων και πρωτοπόρων εφευρετών και αρχιτεκτόνων της αρχαίας Ελλάδος.


Ο Γλαύκος ο Χίος ( Γλαῦκος) ήταν Έλληνας μεταλλουργός, γνωστός ως ο εφευρέτης της τέχνης της συγκόλλησης μετάλλων (Αρχαία Ελληνικά: σιδήρου κόλλησις).

Το πιο γνωστό έργο του ήταν μια σιδηροκολλημένη βάση που υποστήριζε ένα ασημένιο κρατήρα. Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, αυτός ο κρατήρας προσφέρθηκε από τον Αλυάττη Β΄, το Λυδό, βασιλιά και πατέρα του Κροίσου, στο Μαντείο των Δελφών.[1] Η βάση, ίσως χωρίς τον ο κρατήρας, αναφέρεται σε περιγραφή του Παυσανία,[2] και από τον Αθήναιο,[3] που λέει ότι διακοσμούνταν με μικρές φιγούρες από ζώα, έντομα και φυτά. Ίσως αυτός ο χαρακτηρισμός οδήγησε τον Meyer[4] και άλλους σε λάθος χαρακτηρισμό της έννοιας "κόλλησις", ως ένα είδος χαρακτικής σε χάλυβα, η οποία τώρα ονομάζεται δάμασκηνος επένδυση. Στην πραγματικότητα δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι το "κόλλησις" σήμαινε μια τεχνική που συνδέει τα μέταλλα, χωρίς τη βοήθεια καρφιών, γάντζων, ή και των δυο.[5] Ο Πλούταρχος μιλά επίσης για αυτό το δίσκο, ως περιβόητο και περίφημο.[6]

Η παροιμία "Γλαύκου τέχνη" χρησιμοποιήθηκε σκόπιμα από κάποιους ότι αναφέρεται στον Γλαύκο τον Χίο, ενώ θα μπορούσε να αναφέρεται στην εξαιρετική τεχνική γραφής που εφευρέθηκε από τον Γλαύκο τον Σάμιο.[7] Βλ. Στέφανος ο Βυζάντιος (s. v. Αἰθάλη) και Σούδας (s. v. γλαῦξ ἴπταται), που φαίνεται να συγχέουν αυτά τα δύο πρόσωπα με το όνομα Γλαύκος. Ένα σχολιαστής για τον Πλάτωνα ξεχωρίζει τους δύο.[8]

Ο Γλαύκος τοποθετείται χρονικά από τον Ευσέβιο στο 2ο έτος της 22ης Ολυμπιάδας (691 π.Χ.). Όμως, ο Αλυάττης Β΄ βασίλεψε 617-560 π.Χ, αλλά οι ημερομηνίες δεν τόσο είναι αντιφατικές, καθώς δεν υπάρχει τίποτα στα κείμενα του Ηροδότου που να αποκλείει την υπόθεση ότι η βάση σιδήρου είχε κατασκευαστεί πριν από τον Αλυάττη και κατόπιν στάλθηκε στους Δελφούς.


Αρχύτας ο Ταραντίνος ο Έλληνας Επιστήμων, που κατασκεύασε το πρώτο αεριωθούμενο αεροπλάνο στην ιστορία και «έφερε» τη «βιομηχανική» επανάσταση πολύ νωρίτερα από την ώρα που επρόκειτο να γίνει στο μέλλον, έστω και αν έζησε εκατοντάδες χρόνια πριν.


Άγνωστος για τους περισσότερους ανθρώπους, αφού δεν υπάρχει γι αυτόν αναφορά ούτε στα σχολικά μας βιβλία, αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερα μυαλά που ανέδειξε ποτέ η Ελλάδα στην ιστορία της. Αναφερόμενος ως ο τελευταίος των Πυθαγορείων, γεννήθηκε στον Τάραντα το 428 πΧ, ενώ σκοτώθηκε σε τραγικό ναυάγιο στην Αδριατική θάλασσα, το 366 πΧ.
Πολύπλευρη προσωπικότητα, εκλέχτηκε 7 συνεχόμενες φορές στρατηγός και ουδέποτε ηττήθηκε σε μάχη. Η διακυβέρνηση του μπορεί να χαρακτηρισθεί ως μία εφαρμογή της πυθαγόρειας ηθικής στην πολιτεία. Η πολιτεία του Αρχύτα δεν στηριζόταν στην ισότητα των μέτρων και των σταθμών, αλλά στην γεωμετρική ισότητα, που συνδέεται με την δικαιοσύνη και τη λογιστική.

Αξιοσημείωτες είναι και οι παιδαγωγικές του αντιλήψεις, σύμφωνα με τις οποίες η μάθηση προέρχεται από τη μεθοδολογία της μετάδοσης γνώσεων και της δημιουργικής ανακάλυψης. Ερεύνησε το πρόβλημα των μουσικών τόνων και διέκρινε τρία γένη μουσικών συμφωνιών : το εναρμόνιο, το χρωματικό και το διατονικό, που ταυτίζονται με τους τρεις μέσους : τον αριθμητικό, τον γεωμετρικό και τον αρμονικό (αντίστροφον), ενώ αιτιολόγησε την παραγωγή των ήχων ως απόρροια της σύγκρουσης των σωμάτων. Ήταν ακόμα φιλόσοφος , αστρονόμος, είχε έφεση στα μαθηματικά αλλά το σημαντικότερο ήταν η ιδιοφυΐα και η ανεξάντλητη εφευρετικότητά του στη μηχανική.. Στα μηχανικά προβλήματα του Αριστοτέλη είναι φανερή η επίδραση των αντίστοιχων εργασιών του Αρχύτα. 
Πρώτος αυτός ανακάλυψε την τροχαλία τον κοχλία (τη βίδα) τη παιδική ροκάνα και πιθανόν να γνώριζε την χρήση των πολύσπαστων. Είχε την τιμή να είναι μαθητής του Πλάτωνα και έγινε ιδιαίτερα γνωστός, όταν ως κυβερνήτης του Τάραντα προσέφερε σε αυτόν προστασία, εξαιτίας του κατατρεγμού του από το Διονύσιο των Συρακουσών. Ήταν επίσης δάσκαλος του Ευδόξου του Κνίδιου.
Το γεγονός όμως που τον καθιστά αθάνατο στην ιστορία, είναι η πνευματώδης λύση ενός εκ των τριών γνωστών προβλημάτων της αρχαιότητας που δεν είναι δυνατόν να λυθούν μόνο με κανόνα και διαβήτη. Πρόκειται για το Δήλιο πρόβλημα (ο Διπλασιασμός, δηλαδή, του κύβου), το οποίο συνίσταται στην κατασκευή ενός κύβου με διπλάσιο όγκο από ένα γνωστό κύβο πλευράς α. Ο απλός διπλασιασμός του μήκους της ακμής του κύβου οδηγεί σε οχταπλασιασμό του όγκου. Έδωσε την επίλυση θεωρώντας 3 στερεά, τον ορθό κανονικό κύλινδρο ,τον ορθό κυκλικό κώνο και το στερεό που παράγεται, αν ο κύκλος στραφεί γύρω από μία εφαπτομένη του. Το γεγονός αυτό, αποδεικνύει τη μεγάλη εξοικείωσή του με τα σχήματα. Εφηύρε ακόμα μια μέθοδο επίλυσης της τετραγωνικής ρίζας.
Ανακατασκευή από το αξιόλογο μουσείο Αρχαίας ελληνικής Τεχνολογίας

Το πιο αξιομνημόνευτο από τα μηχανεύματα του όμως είναι η κατασκευή της πρώτης ιπτάμενης μηχανής στην γνωστή ιστορία. Την ονόμασε περιστερά ή πετομηχανή και λειτουργούσε με ένα σύστημα αεροπροώθησης. Αποτελούταν από ένα αλλά ισχυρό κέλυφος που είχε την μορφή περιστεριού και έφερε εσωτερικά την κύστη ενός μεγάλου ζώου. Η μηχανή αυτή, στο πείραμα του πέταξε 200 μέτρα αλλά όταν έπεσε στη γη δεν μπόρεσε να ξανασηκωθεί. Πιθανόν να πετούσε χάρις έναν μηχανισμό συμπίεσης αέρα, όπως επισημαίνει ο Χ. Λάζος στο βιβλίο του. Εδώ παρατηρείται μια πρώιμη χρήση, της δύναμης του αέρα γεγονός το οποίο έχει καταγραφεί και έχει διασωθεί στη φιλολογική γραμματεία.

Πρέπει να σημειωθεί τέλος, ότι δίχως αυτόν, κινητήρες εσωτερικής καύσης, ατμομηχανές, ανυψωτικά μηχανήματα, εργοστάσια και γενικά ότι άλλο επίτευγμα συναρμολογείται με κοχλίες ή και βίδες δεν θα μπορούσε να υπάρξει. Ας μην αγνοούμε επομένως, αυτόν που τις ανακάλυψε…
Πηγές: Χρήστος Δ. Λάζος Μηχανική και Τεχνολογία στην αρχαία Ελλάδα εκδόσεις αίολος, Δημήτρης Τσιμπουράκης Η γεωμετρία στην αρχαία Ελλάδα εκδόσεις ατροπός



Πως έγινε στάχτη η Ελληνική Επιστήμη

ΕΡΩΤΗΣΗ : Γιατί δεν υπάρχουν στα αρχαία κείμενα οι λέξεις χυμευτική και χυμευτής ;

ΑΠΑΝΤΗΣΗ : Διότι τα σχετικά βιβλία κάηκαν το 323 στη Βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας. Στην Αίγυπτο την εποχή αυτή οι Ελληνομεμφίτες είχαν αποκτήσει τεράστιο πλούτο, λόγω της ικανότητάς τους να μετατρέπουν διάφορα ευγενή μέταλλα σε χρυσό, τα οποία πούλαγαν σε υψηλές τιμές, και έτσι αποτέλεσαν απειλή για την οικονομία της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας.

ΕΡΩΤΗΣΗ : Μπορούσαν δηλαδή να φτιάχνουν χρυσό;

ΑΠΑΝΤΗΣΗ : Όχι. Ουσιαστικά πρόκειται για επιχρυσώσεις. Τις γνώσεις αυτές τις είχαν πάρει από τους Έλληνες χυμευτάς, που με τον Μ. Αλέξανδρο έφτασαν εκεί. Έτσι ο Διοκλητιανός διατάζει, όλα τα βιβλία που περιείχαν τις λέξεις “Χυμεία” και “Χυμευτική” να καούν, όπως και έγινε. Τα έκαψαν και στο Σεράπειο και στην Βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας.
Οι στρατιώτες έμπαιναν ακόμη και σε σπίτια, όπου είχαν πληροφορίες ότι υπήρχαν τέτοια βιβλία. Και ξέρετε πως σώθηκαν μερικά; Κάποιοι χυμευτές πέθαναν πριν τον διωγμό, ήταν Αιγύπτιοι με Ελληνική μόρφωση.
Όπως ξέρετε μέσα στην μούμια έβαζαν και τα αγαπημένα αντικείμενα του νεκρού. Έτσι στις Θήβες της Αιγύπτου τον 19ο αιώνα βρέθηκαν δύο μούμιες, που περιείχαν χειρόγραφα Χυμευτικής, τα οποία μεταφέρθηκαν στο μουσείο Λέυντεν της Ολλανδίας, που αναφέρουν εκπληκτικά πράγματα : Παρασκευή χρωμάτων, γυαλιών, τεχητών πολύτιμων λίθων, επιχρυσώσεις, όπως ακριβώς κάνουν σήμερα, και ονομασίες στοιχείων όπως π.χ. η σημερινή σόδα ήταν το “νίτρον” αρχαίων Ελλήνων. Αυτά διάβασε ο Μπερτελώ και πείσθηκε, πως η σημερινή επιστήμη της Χημείας προέρχεται απ’ τους αρχαίους Έλληνες.

Το “λεξικό της Σούδας” - και όχι του “Σουΐδα”, όπως το λένε – αναφέρει, ότι σύμφωνα με το διάταγμα του Διοκλητιανού στην Αλεξάνδρεια, και πιθανώς και σε άλλες πόλεις της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, κατακάηκαν .........“ΤΑ ΠΕΡΙ ΧΥΜΕΙΑΣ ΚΑΙ ΧΡΥΣΟΥ ΤΟΙΣ ΠΑΛΑΙΟΙΣ ΑΥΤΩΝ ΓΕΓΡΑΜΜΕΝΑ ΒΙΒΛΙΑ ΠΡΟΣ ΜΗΚΕΤΙ ΠΛΟΥΤΕΙΝ ΑΙΓΥΠΤΙΟΙΣ ΕΤΙ ΤΟΙΑΥΤΗΣ ΠΕΡΙΓΙΓΝΕΣΘΑΙ ΤΕΧΝΗΣ, ΜΗΔΕ ΧΡΗΜΑΤΩΝ ΑΥΤΟΥΣ ΘΑΡΡΟΥΝΤΑΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΝ ΡΩΜΑΙΟΥΣ ΑΝΤΑΙΡΕΙΝ” [= τα περί χημείας και χρυσού βιβλία που είχαν γράψει οι αρχαίοι, για να μην πλουτίζουν πια οι Αιγύπτιοι ασχολούμενοι με την τέχνη αυτή και με τα χρήματα να αποκτούν θάρρος, για να επαναστατούν εναντίον των Ρωμαίων].

ΕΡΩΤΗΣΗ : Ασφαλώς οι χημικές γνώσεις των Ελλήνων θα επηρέασαν τις φιλοσοφικές τους αντιλήψεις για την ουσία της ύλης;

ΑΠΑΝΤΗΣΗ : Βεβαίως. Οι χυμευτές, αυτοί οι πρακτικοί φιλόσοφοι, ήταν κατά κάποιο τρόπο η πειραματική πλευρά και ταυτόχρονα η εφαρμογή της επιστημονικής θεωρίας.

Η απάτη του δόγματος “Εξ ανατολών το φως”

ΕΡΩΤΗΣΗ : παρ’ όλη αυτή την πληρότητα η κατεστημένη άποψη διεθνώς μιλά για την γέννηση του Πολιτισμού αλλού και όχι στην Ελλάδα.

ΑΠΑΝΤΗΣΗ : Ακούστε, τα πράγματα είναι απλά. Η επιστημονική γνώση είναι καθαρή Ελληνική σκέψη. Από την ιστορική πλευρά υπάρχουν πολλά κείμενα αρχαίων συγγραφέων, ενώ αντίθετα κείμενα Περσών, Βαβυλωνίων, Χαλδαίων, Αιγυπτίων, Φοινίκων δεν υπάρχουν. Η παλαιά Διαθήκη είναι το μόνο κείμενο που αναφέρεται στην ύλη, όμως καθαρά θεοκρατικά. Οι Ελληνικές αντιλήψεις αντίθετα συμβαδίζουν με τις σημερινές κατακτήσεις της επιστήμης. Αυτά σκοπίμως αποκρύπτονται διεθνώς από ανθελληνικά κέντρα και από θεωρίες όπως του Μπερνάλ ή του Χάντινγκτον.
Καταλαβαίνετε πως αν δεν υπήρχε ο Μπερτελώ, δεν θα ξέραμε τίποτε για την συμβολή των Ελλήνων στην Χημεία. Αυτό ακριβώς συμβαίνει με όλες τις επιστήμες.

ΕΡΩΤΗΣΗ : Υπάρχει σε κάποιο Ελληνικό πανεπιστήμιο έδρα Ιστορίας της Χημείας, ώστε να ανασκευαστούν οι κατασκευασμένες απόψεις;

ΑΠΑΝΤΗΣΗ : Όχι. Υπήρχε όσο ζούσε ο Στεφανίδης και την κρατούσε γιατί ήταν ο Στεφανίδης. Προσπαθούμε σήμερα να την καθιερώσουμε και πάλι. Εγώ θέλω να κάνω το χρέος μου στην επιστήμη που υπηρετώ. Να καταδείξω δηλαδή την συμβολή των προγόνων μας. Αν ήμουν γιατρός θα το έκανα στην Ιατρική.

ΚΕΦ.2 


Στον λόφο όπου εντοπίζεται η ακρόπολη της αρχαίας Καμίρου στην Ρόδο, πλησίον του ναού της Αθηνάς Καμιράδος, βρίσκεται αρχαιότατη δεξαμενή χωρητικότητας 600 περίπου κυβικών μέτρων. Η δεξαμενή αυτή, το κτίσιμο της οποίας χρονολογείται κατά προσέγγιση στο 900 π.Χ., είναι κατασκευασμένη από ένα υλικό σκληρό και αδιάβροχο, η παρουσία του οποίου προέτρεψε προ πολλών ετών τον επίτιμο διευθυντή του τ. Υπουργείου Δημοσίων Έργων κ. Ευστάθιο Ευσταθιάδη, που βρισκόταν για επαγγελματικούς λόγους στην Ρόδο, να λάβει δείγματα του υλικού αυτού και να προχωρήσει σε χημική ανάλυσή τους. Όπως τελικά διεπίστωσε, πρόκειται για ένα μείγμα αδρανούς υλικού, το οποίο συνιστά έναν τύπο σκυροδέρματος (τσιμέντου), που ελάχιστα διαφέρει από το εν χρήσει σημερινό (τύπου πόρτλαντ). Ο κ. Ευσταθιάδης συνέγραψε και ειδική μονογραφία για το θέμα με πληθώρα ιστορικών, τεχνικών και χημικών πληροφοριών.

Ακολουθεί η συνέντευξη που παραχώρησε ο κ. Ευσταθιάδης 

ΕΡΩΤΗΣΗ : Θα ήθελα να μας πείτε, κ. Ευσταθιάδη, εάν υφίστανται διαφορές μεταξύ του σκυροδέματος που ανακαλύψατε στην Κάμιρο και του σημερινού εν χρήσει μπετόν.


ΑΠΑΝΤΗΣΗ : Ουσιαστικά δεν έχουν καμία απολύτως διαφορά. Η τεχνολογία του σημερινού μπετόν, που χρησιμοποιείται στα οποιαδήποτε έργα, οικοδομές, λιμάνια, γέφυρες, αεροδρόμια κλπ, είναι ακριβώς ίδια με αυτήν του αρχαίου Ελληνικού μπετόν.
Μία μικρή ωστόσο αλλά αξιοπρόσεκτη και σημαντική υπέρ του αρχαίου Ελληνικού σκυροδέματος διαφορά είναι, ότι οι αρχαίοι πρόσεξαν να δώσουν στην τσιμεντένια μεμβράνη, που παρεμβάλλεται μεταξύ όλων των κόκκων της συνθέσεως του μπετόν, λίγο μεγαλύτερο πάχος απ’ ότι βλέπει κανείς στο σημερινό μπετόν.
Αυτό αποτελεί μία από τις αποδείξεις της σοφίας των αρχαίων Ελλήνων μηχανικών.

ΕΡΩΤΗΣΗ : Εκτός απ΄ το συγκεκριμένο δείγμα της Καμίρου, ενδέχεται το σκυρόδεμα να ήταν γνωστό και εν χρήσει και σε άλλα μέρη του Ελλαδικού χώρου;

ΑΠΑΝΤΗΣΗ : Είχα παρακαλέσει το Υπουργείο Πολιτισμού να μου υποδείξει θέσεις κι άλλων αρχαίων κατασκευών, κυρίως δεξαμενών. Πράγματι μου είχε στείλει ένα πίνακα με υπάρχουσες δεξαμενές και σε άλλα μέρη του Ελλαδικού χώρου. Η διατήρηση όμως της στεγανοποίησης των αυτών δεν ήταν τόσο καλή, όσο αυτή της προτύπου κατασκευής της Καμίρου.


Ιζηματική διάταξη των στοιχείων του αρχαίου τσιμέντου της Καμίρου σε γυάλινο σωλήνα. (φωτ. Ε. Ευσταθιάδη)

ΕΡΩΤΗΣΗ : Γνωρίζουμε, κ. Ευσταθιάδη ότι το τσιμέντο είναι εφεύρεση των τελευταίων εκατό ετών από τους Άγγλους. Πως συνέβαινε οι αρχαίοι Έλληνες να γνωρίζουν ένα πανομοιότυπο υλικό στην εποχή τους;


ΑΠΑΝΤΗΣΗ : Οι τεχνικοί είχαν την σοφία, παράλληλα με όλες τις άλλες φιλοσοφικές τοποθετήσεις τους, να παρατηρήσουν ότι το χώμα της Σαντορίνης, που είχε βγει από το ηφαίστειο, έχει ιδιαίτερες ιδιότητες, που το κάνουν να διαφέρει από όλα τα γνωστά ανά τον Ελλαδικό χώρο εδάφη.

Πειραματίστηκαν επάνω σ’ αυτό, αφού τους κίνησε την περιέργεια, και κατέληξαν όχι μόνο να το χρησιμοποιούν αναμιγνύοντάς το με ασβέστη, ο οποίος τους ήταν ήδη από παλαιότερα γνωστός, αλλά και να παράγουν μία “λάσπη”, η οποία άντεχε περισσότερο στο νερό και μπορούσε να πήξει μέσα σε αυτό, σε αντίθεση με άλλα κοιτάσματα από φυσική άμμο και ασβέστη.
Αλλά εν συνεχεία, αφού επεξέτειναν τις μελέτες τους, διεπίστωσαν ότι το λεπτότατο υλικό της “Θηραϊκής γης”, που υφίσταται σε πολύ μικρό ποσοστό, ίσως κάτω του 20%, είναι και το πλέον ουσιώδες.
Γι’ αυτό το λόγο επινόησαν κάποια γνωστή μόνο σ’ αυτούς μέθοδο την οποία εφήρμοσαν σε εκτεταμένη κλίμακα για την παραγωγή των γεωδών χρωστικών υλών, τις οποίες χρησιμοποιούσαν για την βαφή και ζωγραφική των αρχαίων Ελληνικών αγγείων.
Κατασκεύαζαν έτσι αυτά τα απαράμιλλα έργα τέχνης, η αντοχή των οποίων ακόμα και μέσα στην θάλασσα με την πάροδο όχι μόνο των αιώνων αλλά και των χιλιετιών παραμένει αναλλοίωτη.

ΕΡΩΤΗΣΗ : Είναι γνωστό ότι η παρασκευή τσιμέντου σήμερα προϋποθέτει την καύση των συστατικών σε καμίνους. Αυτό συνέβαινε και τότε;

ΑΠΑΝΤΗΣΗ : Σε ότι αφορά την παραγωγή, η διαφορά με το σημερινό τσιμέντο είναι ότι σε όλη την υφήλιο παρασκευάζεται μέσα σε απλές καμίνους, στις οποίες προσθέτουν το μίγμα των πρώτων υλών, το οποίο ψήνεται εκεί, ενώ στην αρχαία Ελλάδα θεωρώ ότι χρησιμοποιούσαν διπλές καμίνους.
Η μία εξ’ αυτών δεν ήταν άλλη από το ηφαίστειο, όπου στα έγκατα της γης ψηνόταν το φυσικό γεώδες υλικό, που κατόπιν χρησιμοποιούσαν ως πρώτη ύλη, για να παρασκευάσουν το τσιμέντο. Το δεύτερο καμίνι ήταν το τεχνητό, όπου έψηναν τον ασβεστόλιθο και έβγαζαν ασβέστη.
 Σε συνδυασμό τώρα της μεθόδου της “υδαταιώρησης” του επεξεργασμένου υλικού του ηφαιστείου, της αναμίξεως δηλαδή της Θηραϊκής γης με νερό και της αφαιρέσεως του νερού μετά από εικοσιτετράωρη καθίζηση, πετύχαιναν την λήψη του ανωτάτου στρώματος της στάθμης, που αποτελεί και το ένα συστατικό του τσιμέντου.
Το δεύτερο συστατικό, όπως είπαμε, ήταν ο ασβέστης που ψηνόταν σε δεύτερο καμίνι.
Τα δύο αυτά υλικά σε ορισμένη αναλογία μεταξύ τους και με την προσθήκη νερού δίνουν ένα κράμα, που έχει τις ίδιες χημικές ιδιότητες με το σημερινό τσιμέντο “Portland”.
 Επομένως η μόνη ουσιαστική διαφορά του αρχαίου τσιμέντου με το σημερινό τσιμέντο είναι, ότι το πρώτο παρήγετο με βάση την εμπνευσμένη τεχνολογία των αρχαίων Ελλήνων τεχνικών.


ΠΑΓΚΟΣΜΙΩΣ ΠΡΩΤΟΠΟΡΙΑΚΗ Η ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ ΥΛΙΚΩΝ ΚΑΤΑΣΚΕΥΩΝ ΚΑΙ ΟΙ ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ ΤΗΣ ΣΤΑ ΤΕΧΝΙΚΑ ΕΡΓΑ 

1. Αρχαίο ελληνικό τσιμέντο
2. Αρχαίο ελληνικό μπετόν 3000 χρόνων
3. Βυζαντινά κεραμοκονιάματα και κεραμομπετόν και εφαρμογές τους στην κατασκευή «υποθερμαινόμενων δαπέδων»



ΕΥΣΤΑΘΙΟΣ ΕΥΣΤΑΘΙΑΔΗΣ 
Χημικός Μηχανικός Ε.Μ.Π., απόφοιτος έτους 1945 τ. Επιμελητής Ε.Μ.Π. 
Επίτιμος Γενικός Διευθυντής Υ.ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε 


Φωτ. 1: Ε. Ευσταθιάδη: Αυτούσιο δείγμα αρχαίου ελληνικού μπετόν. Από την υδατοδεξαμενή της πόλης της αρχαίας Καμείρου της νήσου Ρόδου 


Το περιεχόμενο της εργασίας αφορά και στοχεύει ουσιαστικά στην ανάδειξη- παρουσίαση και υπογράμμιση της υψηλής στάθμης της εξειδικευμένης «αρχαίας ελληνικής τεχνολογίας υλικών κατασκευών». 
Η εξειδικευμένη «αρχαία ελληνική τεχνολογία υλικών κατασκευών» ξεκινά από τους αρχαίους Έλληνες μηχανικούς της αρχαϊκής και κλασσικής περιόδου, με την παγκοσμίως πρωτοποριακή παραγωγή ελληνικού δυαδικού υδραυλικού τσιμέντου και μπετόν και συνεχίζοντας την εξελικτική πορεία της ανά τους αιώνες, φθάνει κληρονομούμενη από γενεάς εις γενεά, στους Έλληνες μηχανικούς της Βυζαντινής περιόδου.

Αυτοί, όπως οι πρόγονοί τους συμβάλλουν υποδειγματικά, συνεισφέροντας νέες ανά- λογες επινοήσεις στον τομέα αυτό, με την παραγωγή δυαδικού υδραυλικού κεραμοκονι- άματος (κουρασάνι) και κεραμομπετόν για υποθερμαινόμενα δάπεδα (υπόκαυστα) κ.λπ. Τα αξιόλογα αυτά πρωτότυπα θέματα που ανήκουν στην ιστορία της ελληνικής τεχνο- λογίας, υπήρξαν αντικείμενα εργαστηριακών και ερευνητικών μου τεχνολογιών κατά τη διάρκεια της μακρόχρονης ακαδημαϊκής και επαγγελματικής σταδιοδρομίας μου αμέσως μετά τη λήξη του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου, όπως:

Ι. –Η άγνωστη, διεθνώς μέχρι το 1978, γενομένη αποκάλυψή μου, της μεθοδολογίας- Τεχνολογίας, που χρησιμοποιήθηκε από τους αρχαίους Έλληνες μηχανικούς της αρχαϊκής και κλασσικής αρχαιότητας για την παραγωγή «ελληνικού τσιμέντου» σε «δυαδική μορφή», παραγόμενο όμως με άλλη εντελώς διαφορετική τεχνολογία, προσαρμοσμένη στα τότε τεχνολογικά δεδομένα και τις τότε ανάγκες. Σήμερα, η τεχνολογία, αντιθέτως, χρησιμοποιεί βαριές ογκώδεις εγκαταστάσεις, μη αναγκαίες εκείνη την εποχή, προσαρμοσμένη στα διεθνή τεχνολογικά δεδομένα και στις σημερινές πολύ μεγάλες ποσοτικές κυρίως ανάγκες και ταχύτητες προωθήσεως για περαίωση των έργων.

Κοινό γνώρισμα ιδιοτήτων των δύο ως άνω τσιμέντων (αρχαίου ελληνικού δυαδικής μορφής και σημερινού με την ονομασία «τσιμέντο Πόρτλαντ») είναι ότι με την προσθήκη νερού σχηματίζουν και τα δύο τις ίδιες «υδραυλικές χημικές ενώσεις» δηλαδή τα «ένυδρα πυριτικά ασβέστια».

Αναλυτικότερα, σε ό,τι αφορά συγκεκριμένες τεχνολογικές διαφορές μεταξύ τους για την παραγωγή των δύο ως άνω τσιμέντων, διακρίνουμε:


α. Για την παραγωγή του σημερινού τσιμέντου Πόρτλαντ χρησιμοποιούνται διεθνώς από τις τσιμεντοβιομηχανίες δύο βασικές πρώτες ύλες, ο ασβεστόλιθος και η άργιλος σε αναλογία βαρών 75% προς 25% αντίστοιχα. Οι δύο αυτές πρώτες ύλες αλέθονται σε ειδικούς «σφαιροφόρους μύλους» και το μίγμα τους σε λεπτή σκόνη, επειδή μοιάζει με αλεύρι ονομάζεται «φαρίνα». 
Η φαρίνα αυτή διοχετεύεται από μία μεγάλη χοάνη στον αργά περιστρεφόμενο και με κλίση ως προς το οριζόντιο επίπεδο κυλινδρικό μεταλλικό μεγάλου μήκους φούρνο (κάμινο).
 Η κάμινος αυτή εσωτερικά έχει επένδυση από ειδικά πυρότουβλα και έτσι η φαρίνα αυτή ρέει προς το άλλο χαμηλότερο άκρο της καμίνου. 
Στη συνέχεια ψήνεται καθ’ όλη τη διαδρομή της από τα θερμότατα καυσαέρια, που προέρχονται από την καύση του καυσίμου- υγρού ή κονιοποιημένου στερεού- μέσω ενός ακροφυσίου (μπέκ) που ευρίσκεται στο κάτω άκρο της καμίνου.
 Εκεί, αναπτύσσονται υψηλές θερμοκρασίες, μέχρι 1450 οC και τελικά από το κάτω άκρο το χαμηλότερο της καμίνου ρέει και εξέρχεται ψημένο υλικό, με τις πυροχημικές ενώσεις του, στον ελεύθερο αέρα υπό μορφή ερυθρόπυρων βώλων μεγέθους μέχρι πορτοκάλι. ΄Οταν κρυώσει, μεταφέρεται στους «σφαιρόμυλους» όπου αλέθεται σε λεπτότατη σκόνη και αυτή είναι το γνωστό μας σήμερα «τσιμέντο Πόρτλαντ». 

Από την απλοποιημένη αυτή περιγραφή της σημερινής τεχνολογίας για την παραγωγή του σύγχρονου «τσιμέντου Πόρτλαντ» ας συγκρατήσουμε για σύγκρισή της, την εντελώς διαφορετική τεχνολογία που χρησιμοποιείτο στην αρχαιότητα για την παραγωγή του «αρχαίου ελληνικού δυαδικού τσιμέντου». Βασικές λεπτομέρειες δεν υπήρχαν τότε και ήταν 100% περιττές στην επινοηθείσα από εκείνους τους πρωτοπόρους αρχαίους Έλληνες, τεχνολογία τους.

β. Για την παραγωγή του σημερινού τσιμέντου χρησιμοποιείται μόνο μία (1) κάμινος, η περιστρεφόμενη. Αντίθετα για την παραγωγή του αρχαίου ελληνικού δυαδικού τσιμέντου χρησιμοποιούντο δύο (2) κάμινοι και δη πρώτον το ηφαίστειο, που είναι μία αρίστη φυσική και αδάπανη κάμινος, και δεύτερον το ασβεστοκάμινο. Σε καθεμία από τις δύο αυτές κάμινους παραγόταν χωριστά το κάθε ένα από τα δύο χωριστά βασικά συστατικά του δυαδικού τσιμέντου τους και δεν χρειαζόταν περιστρεφόμενη κάμινος.

γ. Για την προετοιμασία των δύο (2) πρώτων υλών (ασβεστόλιθος-και άργιλος) πριν εισαχθούν στην περιστρεφόμενη κάμινο για να ψηθούν σαν μείγμα (φαρίνα) προηγείται πρώτον ξήρανση της αργίλου για να ακολουθήσει η κονιοποίησή της στους σφαιρόμυλους και άλεση επίσης του ασβεστόλιθου στους σφαιρόμυλους.
Ομοίως το τελικό ψημένο υλικό –το κλίνκερ- πρέπει και αυτό να κονιοποιηθεί στους σφαιροφόρους μύλους. Όλα αυτά τα στάδια των εργασιών και των δαπανηρών εγκαταστάσεων δεν χρειάζονταν στο αρχαίο ελληνικό τσιμέντο, δηλαδή ούτε ξηραντήριο ούτε σφαιρόμυλοι.

δ. Το σημερινό τσιμέντο Πόρτλαντ απαιτεί για τη συσκευασία του στεγανούς σάκους για να μη καταστραφεί από την υγρασία του αέρος κατά την αποθήκευσή τους.

Αντίθετα, κανένα από τα δύο χωριστά συστατικά του αρχαίου ελληνικού τσιμέντου δεν υπόκειται σε καταστροφή όταν βραχεί και για το λόγο αυτό δεν χρειαζόταν τότε στεγανή συσκευασία.

Ας δούμε τώρα την εντελώς διαφορετική τεχνολογία παραγωγής τσιμέντου στην αρχαία Ελλάδα και ειδικότερα στη νήσο Θήρα (Σαντορίνη), καθώς επίσης και τις διαφορές της από τη σημερινή τεχνολογία. Για την παραγωγή του δυαδικού τους τσιμέντου, οι Έλληνες τεχνικοί χρησιμοποιούσαν δύο επίσης πρώτες ύλες, τις οποίες υπέβαλαν προηγουμένως σε ενδεδειγμένη επεξεργασία και συγκεκριμένα:

1. Τη φυσική Θηραϊκή γη, η οποία εκτινασσόταν από το ηφαίστειό της και κάλυπτε, με την επενέργεια του ανέμου, ολόκληρη την επιφάνεια της νήσου Θήρας. Το υλικό αυτό ήταν ήδη ψημένο μέσα στα έγκατα της γης. Προερχόταν από φυσικά γαιώδη συστατικά, που είχαν ήδη υποστεί υψηλή θερμική κατεργασία, με σχηματισμό νέων «πυροχημικών ενώσεων» πριν εκτιναχθούν από τα βάθη του ηφαιστείου στον ελεύθερο αέρα. 
Η κοκκομετρική σύσταση της φυσικής αυτής ηφαιστειακής Θηραϊκής γης περιέχει, 20% κατά βάρος περίπου, ιδιαίτερα λεπτότατο συστατικό- που είναι και το σπουδαιότερο.- Το υπόλοιπο αποτελείται από κόκκους διαφόρων μεγεθών ελαφρόπετρας (κισσήρεως), αλλά και κόκκους διαφόρων μεγεθών πυκνών βαρέων ηφαιστειακών πετρωμάτων. 
Από προγενέστερες προφανώς τεχνικές εργασίες τους και από τη μακρά εμπειρία τους οι αρχαίοι ΄Ελληνες μηχανικοί είχαν επισημάνει ότι: το λεπτότατο αυτό φυσικό συστατικό της Θηραϊκής γης, όταν το αναμίγνυαν με ασβέστη, ο οποίος τους ήταν ήδη από παλαιότερα γνωστός, έδινε μετά την πήξη και σκλήρυνσή του μία μάζα η οποία παρουσίαζε καλύτερες ιδιότητες, φυσικές και μηχανικές (τριβής, σκληρότητας κ.λπ.) έναντι άλλων μιγμάτων που περιείχαν όλα τα είδη των συνυπαρχόντων κόκκων βαρέων πετρωμάτων και ελαφρόπετρας στη Θηραϊκή γη.

Έτσι, οδηγήθηκαν στην αναζήτηση μίας ενδεδειγμένης ευφυούς μεθοδολογίας διαχωρισμού του σπουδαιότατου λεπτότατου συστατικού της Θηραϊκής γης από τις υπόλοιπες συμπαρομαρτούσες κοκκώδεις ελαφρότερες ή και βαρύτερες ύλες, ακόμη και από υπολείμματα φυτικά. Τέλος, κατέληξαν να χρησιμοποιήσουν και εδώ μία γνωστή τους ήδη μεθοδολογία που εφάρμοζαν και στη μεταλλουργία για τον καθαρισμό της πρώτης ύλης (των μεταλλευμάτων), αλλά επίσης και για την παραγωγή των λεπτότατων γαιωδών φυσικών τους χρωστικών πρώτων υλών, ξεχωρίζοντάς τη με τη μέθοδο του υδαταιωρήματος από ακατέργαστες γαιώδεις ποικίλου μεγέθους κόκκων πρώτες ύλες, που τους ήταν απαραίτητες για τη βαφή και ζωγραφική των υπέροχων κεραμικών βάζων και αγγείων τους.
 Η υπέροχη αυτή μεθοδολογία του «υδαταιωρήματος» που εφάρμοζαν στην πράξη για τη λήψη του λεπτότατου συστατικού από τη χονδρόκοκκη Θηραϊκή γη ήταν η εξής:

1. Σε μεγάλα δοχεία ή σε κτιστές στο έδαφος δεξαμενές γεμάτες με θαλασσινό νερό προσέθεταν ποσότητα Θηραϊκής γης και την αναμίγνυαν έντονα, ώστε να προκύψει ένα αιώρημα με διαχωρισμένα όλα τα μεγέθη των κόκκων.

2. Απομάκρυναν τα επιπλέοντα στο νερό συστατικά, δηλαδή την ελαφρόπετρα και τα φυτικά υπολείμματα.

3. Ακολουθούσε αμέσως μετάγγιση του θολού αιωρήματος που περιείχε το λεπτότατο μόνο συστατικό της Θηραϊκής γης σε άλλα δοχεία, ή σε χαμηλότερα κειμένη δεξαμενή. Η μετάγγιση αυτή γινόταν χωρίς να παίρνουν το ανεπιθύμητο βαρύτερο κοκκώδες υλικό που είχε καθιζήσει στον πυθμένα του δοχείου ή της πρώτης υψηλότερα κειμένης δεξαμενής, το οποίο όμως το χρησιμοποιούσαν για άλλες τεχνικές τους εργασίες.

4. Άφηναν σε ηρεμία το θολό υδαταιώρημα επί 24/ωρο. Ακολουθούσε η προσεκτική μετάγγιση και απομάκρυνση μόνο του καθαρού πλέον θαλάσσιου ύδατος, μετά την καθίζηση που είχε μεσολαβήσει του πολύτιμου λεπτότατου συστατικού του αιωρήματος στον πυθμένα της δεξαμενής. Εν συνεχεία, το συνέλεγαν προς φύλαξη, για να χρησιμοποιηθεί ως έχει, ως ένα από τα δύο συστατικά του δυαδικού τσιμέντου τους. Το πολύτιμο αυτό «λεπτότατο συστατικό της Θηραϊκής γης» είναι πλούσιο σε «άμορ- φο πυριτικό οξύ», ή αλλιώς όπως λέγεται σε «δραστικό ή ενεργό πυριτικό οξύ». Αυτό σημαίνει ότι, όταν τούτο αναμιχθεί στο έργο με ένα άλλο και σε κατάλληλη αναλογία υλικό (ο γνωστός τους από παλαιότερες ακόμη εποχές « ασβέστης») και προστεθεί στο μείγμα το αναγκαίο νερό, τότε σχηματίζονται στη μάζα του δυαδικού αυτού μίγματος κατά τη διάρκεια της πήξης και της συνεχιζόμενης με το χρόνο σκλήρυνσής του, νέες σπουδαιότατες χημικές – υδραυλικές όπως ονομάζονται αλλιώς – ενώσεις «ένυδρου πυριτικού μονασβεστίου» CaO ∙SiO2∙2H2O. Είναι δε ακριβώς ίδιες σαν κι αυτές που σχηματίζονται με την προσθήκη νερού στο σημερινό από τις τσιμεντοβι- ομηχανίες παραγόμενο «τσιμέντο Πόρτλαντ».

Μερικές ακόμη επεξηγήσεις εδώ για το σπουδαιότατο αυτό πρώτο συστατικό του αρχαίου ελληνικού δυαδικού τσιμέντου είναι:


• Ότι το πρώτο αυτό συστατικό είναι ψημένο ήδη μέσα στο ηφαίστειο υλικό, όπου λόγω

«πυροχημικών δράσεων» σχηματίστηκε από τα γαιώδη συστατικά του, με τη δράση υψηλών θερμοκρασιών το «ελεύθερο άμορφο πυριτικό ή αλλιώς καλούμενο δραστικό πυριτικό οξύ» και το οποίο επομένως δεν χρειάζεται κανένα δεύτερο ψήσιμο μέσα σε περιστρεφόμενες τεράστιες καμίνους των σημερινών ανά την υφήλιο τσιμεντοβιομη- χανιών.

• Το λεπτότατο αυτό συστατικό που ελαμβάνετο με τη «μέθοδο του υδαταιωρήματος», ήταν τόσο λεπτό, ώστε ήταν περιττή η πρόσθετη άλεσή του, όπως συμβαίνει με τους σημερινούς δαπανηρότατους λόγω φθορών και μεγάλης ποσότητας απαιτούμενης ηλεκτρικής ενέργειας, για τη λειτουργία τους, «σφαιροφόρους μύλους» των τσιμε- ντοβιομηχανιών.

• Σε αντίθεση με το σημερινό τσιμέντο Πόρτλαντ, το οποίο κατά την αποθήκευσή του κ.λπ. πρέπει να προφυλάσσεται αεροστεγώς από τη δράση όχι μόνο του νερού, αλλά ακόμη και από την υγρασία του αέρος, διότι αλλιώς θα καταστραφεί πριν καν χρησι- μοποιηθεί, το λεπτότατο συστατικό του αρχαίου ελληνικού τσιμέντου, δεν υφίσταται καμία απολύτως δυσμενή ποιοτική μεταβολή, ακόμη και αν κορεστεί με νερό και για αυτό το λόγο δεν χρειαζόταν κατά την αρχαία εκείνη εποχή καμία απολύτως στεγανή συσκευασία.

Όπως προαναφέραμε, το δεύτερο συστατικό του αρχαίου δυαδικού ελληνικού τσιμέντου ήταν ο γνωστός τους «ασβέστης» τον οποίο παρήγαγαν με πύρωση του « ασβεστόλιθου» σε απλό καμίνι και τον οποίο με προσεκτική, ολίγο κατ’ ολίγο με νερό διαβροχή, τον μετέτρεπαν στο έργο, λίγο πριν τη χρησιμοποίησή του, αυτόματα με τον τρόπο αυτό σε «σβησμένη κονιοποιημένη άσβεστο» χωρίς δηλαδή την ανάγκη άλεσής του με σφαι- ρόμυλους ή ακόμη με την προσθήκη λίγο περισσότερου νερού τον μετέτρεπαν σε πολτό άσβεστου, που και αυτός δεν χρειάζεται άλεση.

Με την ανάμιξη τώρα στο έργο των δύο χωριστών αυτών βασικών συστατικών του δυ- αδικού τσιμέντου τους και στην ενδεδειγμένη μεταξύ τους αναλογία, που ήταν απόρροια της εμπειρίας του μηχανικού, ή ακόμη απόρροια πειραματικών προ της εκτέλεσης του έργου προδοκιμών, παρήγαγαν επί τόπου το «δυαδικής μορφής ή συστάσεως τσιμέντο τους».
 Από το τσιμέντο αυτό, στη συνέχεια με προσθήκη και άμμου (φυσικής, θαλάσσης ή ποταμού) παρήγαγαν τσιμεντοκονίαμα, ή ακόμη με την προσθήκη επί πλέον και χαλίκων (θαλάσσης ή ποταμού) παρήγαγαν και μπετόν. Η «τεχνολογία του μπετόν» είχε φθάσει σε αξιοθαύμαστα υψηλά επίπεδα με την κατασκευή μεγάλου όγκου στεγανών δεξαμενών, όπως π.χ. αυτή της αρχαίας Καμείρου.

ΙΙ. Η αποκάλυψη:

α. Της ύπαρξης αρχαίου ελληνικού έργου από μπετόν και συγκεκριμένα μίας μεγάλης από μπετόν υδατοδεξαμενής στα ερείπια της αρχαίας πόλεως Κάμειρος στη νήσο Ρόδο και για την οποία δεν είχε αναφερθεί μέχρι το 1978- οπότε δημοσιεύτηκε η ερευνητική εργαστηριακή εργασία μου με τίτλο «ελληνικό μπετόν τριών χιλιετηρίδων»- ότι το υλικό κατασκευής της είναι ένα τεχνολογικά θαυμάσιο, υψηλής ποιότητας καλά μελετημένο στεγανό μπετόν, και

β. Της αξιοθαύμαστης, υψηλής στάθμης τεχνολογίας σκυροδέματος, την οποία είχαν αναπτύξει και προωθήσει οι αρχαίοι Έλληνες μηχανικοί, όταν κατασκεύαζαν στην αρχαία Κάμειρο τη στεγανή από μπετόν υδατοδεξαμενή τους, χωρητικότητας 600 κυ- βικών μέτρων και η οποία, αποτελεί μοναδικό μνημείο, σύμβολο της υψηλής στάθμης τεχνολογίας των υλικών κατά την αρχαία ελληνική περίοδο.

Για το λόγο αυτό είναι απόλυτα αναγκαίο να συντηρηθεί το ταχύτερο με ιδιαίτερα με- γάλη προσοχή και επιμέλεια για να αποφευχθεί η επερχόμενη καταστροφή της από την επιβλαβή δράση των εντονότατων πλέον διαβρωτικών παραγόντων του περιβάλλοντος και να επιζήσει απαραίτητα εκεί στη θέση της για τις επερχόμενες γενεές σαν το τελευ- ταίο υπαρκτό δείγμα του «υπέροχου τεχνικού πνεύματος των άξιων προγόνων μας». 

Τη λεπτομερή περιγραφή της τεχνολογίας του μπετόν που επινόησαν, δημιούργησαν, ανέπτυξαν και εφάρμοσαν στα έργα οι πρωτοπόροι επί γης από την αρχαιότητα Έλληνες μηχανικοί και η οποία εμφανίζεται ζωντανά στο έργο της υδατοδεξαμενής αυτής στην αρχαία Κάμειρο της νήσου Ρόδο, την έχω διατυπώσει σε μικρό εγχειρίδιό μου το 1978 με μέριμνα του ΚΕΔΕ (Κεντρικό Εργαστήριο Δημοσίων Έργων) του τ. Υπουργείου Δημοσίων Έργων, ύστερα από την πρωτοδημοσίευσή της στο τριμηνιαίο περιοδικό του εργαστηρίου τούτου. Ανάλογες δε περιληπτικές δημοσιεύσεις ακολούθησαν επίσης στα περιοδικά «ΑΕΡΟΠΟΣ τεύχος Ιανουαρίου 1999» και στο περιοδικό «ΔΑΥΛΟΣ» τεύχος 226, Οκτώβριος 2000, τεύχος 233, Μάιος 2001 και τεύχος 253, Ιανουάριος 2003 και 256, Απρίλιος 2003.


Φωτ. 2: Υδατοδεξαμενή από μπετόν στην αρχαία Κάμειρο της νήσου Ρόδου, με τη λιθοδομή που κτίστηκε αργότερα, κατά τον 3ο π.Χ. αιώνα σαν βάση «Δωρικής Στοάς» πάχους 1.60 μέτρων, μήκους 200 μέτρων και έτσι αχρηστεύθηκε τότε η υδατοδεξαμενή 

Έργα από αρχαίο ελληνικό μπετόν στον Ιλισσό και στην Πάλαιρο Ακαρνανίας. 


Μία απλή υπόμνηση μόνο θα κάνω στο σημείο αυτό και θα αναφερθώ σε ένα υπέροχο ακόμη αρχαίο ελληνικό τεχνικό έργο από μπετόν, που υπήρχε μέχρι το τέλος του 18ου αιώνα μ. Χ., στο κέντρο των Αθηνών, πίσω από τους στύλους του Ολυμπίου Διός και συγκεκριμένα, σε μία ωραιότατη γέφυρα στον ποταμό Ιλισσό, χτισμένη με επί μέρους προκατασκευασμένα κανονικής γεωμετρικής μορφής δομικά στοιχεία, το υλικό των οποίων ήταν ένα αρίστης ποιότητας στεγανό και σημαντικών μηχανικών αντοχών «μπετόν» ανάλογο με εκείνο της μεγάλης και διασωζόμενης μέχρι σήμερα υδατοδεξαμενής από «μπετόν» της αρχαίας Καμείρου στη νήσο Ρόδο.

Το μπετόν της γέφυρας αυτής πρέπει να ήταν αρίστης ποιότητας αλλιώς δεν θα είχε διασωθεί τόσους αιώνες υπερνικώντας τη φθοροποιό δράση του χρόνου και θα συνέχιζε την ύπαρξή της και στο μακρινό μέλλον ακόμη, αν δεν επενέβαινε ατυχώς το ανθρώπινο χέρι να την αποκαθηλώσει για λόγους αναμόρφωσης εκείνης της περιοχής.



Ρωμαϊκής περιόδου  γέφυρα του Ιλισού και τα ερείπια του Παναθηναϊκού Σταδίου. Έργο του Γάλλου αρχιτέκτονα και αρχαιολόγου Julien-David Le Roy | Από έκδοση του 1758

Πληροφοριακά σημειώνω εδώ ότι στην αρχαία αυτή γέφυρα του Ιλισσού ποταμού έχει αναφερθεί ο αείμνηστος καθηγητής Ε.Μ.Π., Χημικός Μηχανικός, Πρόεδρος της Ακαδημίας Αθηνών Αλέξανδρος Βουρνάζος στη « Συνεδρία της 14ης Απριλίου 1927 της Ακαδημίας Αθηνών » όπου κάτω από το μεστό περιεχομένου τίτλο « Εφηρμοσμένη Χημεία» είπε: «Η οικοδομική τέχνη μετεχειρίσθη την θηραϊκή γην προς σκευασίαν κονιαμάτων από εποχής παλαιότατης, και κατά την παράδοσιν η παρά των αρχαίων Ελλήνων ποιηθείσα επί του Ιλισσού γέφυρα εδομήθη δια χαλίκων και κονιάματος θηραϊκής γης, του οποίου η μεταχρόνιος σκληρότης υπήρξε τουλάχιστον ίση προς την των χαλίκων. Φαίνεται όθεν ότι αι αξιόλογοι ιδιότητες της ηφαιστείου γης διεγνώσθησαν από των χρόνων εκείνων»


Ιλισός μπροστά από το Στάδιο, εκεί όπου υπήρχε κάποτε το στρογγυλό κτίριο του Πανοράματος Θών. Φωτογράφος Οδυσσέας Φωκάς, περίπου 1900, αρχείο Εθνικής Πινακοθήκης- Μουσείου Α. Σούτζου

Πρόσθετο, σήμερα στοιχείο της σημαντικότατης εκείνης διατυπώσεως του καθηγητή και δη «κατά την παράδοσιν….» είναι ότι ο «ΔΑΥΛΟΣ» πρωτοποριακά προέβη στη δημοσίευση καταπληκτικής πρωτότυπης εικόνας της γέφυρας αυτής, στο τεύχος 256 (Απρίλιος 2003) και η οποία αποτελεί μεγάλη αρχαιολογική αποκάλυψη για την αξία του απεικονιζόμενου αρχαιοελληνικού τεχνικού έργου από μπετόν εντός της πόλεως των Αθηνών.

 Μελετώντας κανείς την εικόνα της αρχαιοελληνικής αυτής γέφυρας του Ιλισσού ποταμού και τις Αθηναίες με τα καλαμένια πανέρια τους να πλένουν στα νερά του τα υφασμάτινα είδη του νοικοκυριού τους, μπορεί να επεκτείνει τη σκέψη του και να διαβλέψει ότι λίγο μακρύτερα απ’ τη γέφυρα αυτή, προς τα κατάντη, θα είχαν κατασκευάσει και μικρού ύψους φράγμα από καλής ποιότητος μπετόν επίσης, για τη δημιουργία του αναγκαίου εκεί ταμιευτήρος ύδατος κατά την περίοδο των βροχών, για τη μερική κάλυψη των αναγκών τους σε νερό.

Ιλισός (Ιλισσός)  Alfred-de-Curzon 1854-Αθήνα 1852 -1854 περ. Το μονότοξο γεφύρι του Ιλισού κοντά στην Αγία Φωτεινή και το Ολυμπιείον. Μια γυναίκα σε πρώτο πλάνο παίρνει νερό από το ποτάμι. Στην αντίπερα όχθη μια γυναίκα άλλης κοινωνικής τάξης με δυτική ενδυμασία και παρασόλι κατηφορίζει προς τον Ιλισσό. ‘Εργο του Γάλλου ζωγράφου Alfred de Curzon που εκτέθηκε στο Παρίσι στο Salon 1861 δηλαδή τη έκθεση της Σχολής Καλών Τεχνών. Ο Alfred de Curzon επισκέφθηκε την Ελλάδα μεταξύ 1851 και 1854 μαζί με το γάλλο δημοσιογράφο και συγγραφέα Edmond About και τον μετέπειτα διάσημο αρχιτέκτονα Charles Garnier. Τεκμηρίωση: Δέσποινα Δρεπανιά- Η Αθήνα μέσα στο Χρόνο...


Οι εμφανείς κυβόλιθοι των βάθρων των κατακόρυφων επιφανειών του καταστρώματος και των θόλων της γέφυρας ήσαν προκατασκευασμένοι από καλής ποιότητος μπετόν και χρησιμοποιούντο κατά τη δόμησή τους ως ξυλότυπος, ακολουθούσε δε, παράλληλα και σταδιακά, η πλήρωση των βάθρων, των θόλων και του οριζόντιου τμήματος του καταστρώματος της γέφυρας με επίσης καλής ποιότητος μπετόν, με βάση το θηραϊκό τσιμέντο, δηλαδή το «αρχαίο ελληνικό δυαδικής συστάσεως τσιμέντο».
Άλλο ένα ακόμη αξιοσημείωτο παράδειγμα της υψηλής στάθμης της τεχνολογίας στην παραγωγή των αρχαίων ελληνικών τσιμεντοκονιαμάτων και του αρχαίου ελληνικού μπετόν είναι τα δείγματα που προσκόμισε ο κ. Π.Λ. Κουβαλάκης από την αρχαία υδατοδεξαμενή στην πόλη της αρχαίας Παλαίρου (έναντι της νήσου Λευκάδος), την οποία θα ζήλευαν και σήμερα να την είχαν στα καθημερινά έργα τους οι τεχνικοί της πράξεως, παράλληλα με την αξιοθαύμαστη διάρκεια ζωής των προϊόντων, που μετριέται σε χιλιετίες.

ΙΙΙ. Η πραγματοποίηση εργαστηριακής ερευνητικής εργασίας μου που αφορά στο θαυμάσιο για την εποχή του βυζαντινό κεραμοκονίαμα και κεραμομπετόν, το «Κουρασάνι» δηλαδή των Βυζαντινών μηχανικών, την οποία είχα εκτελέσει στα εργαστήρια του Ε.Μ.Π. (κατά τα έτη 1946-1947-1948.
Μετά την ολοκλήρωση της εργαστηριακής αυτής έρευνας προχωρήσαμε με τη συνεργασία του αείμνηστου καθηγητή Περικλή Παρασκευόπουλου στην εφαρμογή της με την κατασκευή σε φυσική κλίμακα του «Υπόκαυστου» των Βυζαντινών μηχανικών, δηλαδή  «υποθερμαινόμενου δαπέδου» σε δωμάτιο των τότε αποθηκών του Υπουργείου Ανοικοδομήσεως.

Η έρευνά μου αυτή αλλά και η περιγραφή κατασκευής υποθερμαινόμενου δαπέδου αναφέρεται σε συνέντευξή μου στο περιοδικό «ΔΑΥΛΟΣ» τεύχος 253, Ιανουάριος 2003.

Πρέπει να σημειώσουμε εδώ ότι τόσο η τεχνολογία παραγωγής του κεραμοκονιάματος και του κεραμομπετόν - «κουρασάνι» - όσο και η εφαρμογή της στην πράξη για την κατασκευή «υποθερμαινόμενων δαπέδων» κ.λπ. είναι και αποτελούν αξιοθαύμαστα προϊόντα επινοήσεως- ιδίως για την εποχή εκείνη- των Βυζαντινών μηχανικών.

Σε γενικές γραμμές οι οδηγίες για μία τέτοια κατασκευή μπορούν συνοπτικά να δοθούν ως εξής :

1. Σε ισόγειο δωμάτιο (χωρίς δάπεδο) θα πρέπει να επιλεγούν οι θέσεις στο μέσο δύο απέναντι παράλληλων τοίχων, όπου στη μια πλευρά θα κτισθεί χαμηλά, σε επαφή με το έδαφος, μια πολύ απλή εστία καύσεως με πυρότουβλα οριζόντια και κατακόρυφα, και σε σχήμα « L » σε επαφή με την τοιχοποιία. Η εστία αυτή δεν θα φέρει άνωθεν της καπνοδόχο.

2. Η καπνοδόχος θα κατασκευαστεί στο μέσο της απέναντι πλευράς του δωματίου, ώστε τα καυσαέρια να διέρχονται υποχρεωτικά κάτω από το κατάλληλα υπερυψωμένο γι΄ αυτό δάπεδο που θα κατασκευασθεί και επί του οποίου πρέπει να προβλεφθεί ανοιγόμενο κάλυμμα τόσο για την τροφοδοσία της εστίας, όσο και για την απομάκρυνση της τέφρας.

3. Επάνω στο έδαφος και σε επαφή και με τις τέσσερις εσωτερικές πλευρές της τοιχοποιίας θα κτισθεί δρομική οπτοπλινθοδομή από συμπαγείς (χωρίς οπές – για λόγους μεγαλύτερης αντοχής στη φωτιά και διάρκειας ζωής) οπτόπλινθους σε ύψος περί τα 30 εκ. Ως κονίαμα μπορεί να χρησιμοποιηθεί αργιλλοπηλός.

4. Θα κτισθούν παράλληλες δρομικές σειρές οπτοπλινθοδομών όπως η προηγούμενη περιμετρική, με τα ίδια υλικά και το ίδιο ύψος, που θα έχουν κατεύθυνση από τον τοίχο της εστίας προς τον τοίχο όπου είναι η καπνοδόχος. Τα άκρα των σειρών αυτών δεν θα φθάνουν στις τοιχοποιίες, αλλά θα αφήνουν και στις δύο πλευρές καπναγωγό κενό. Η απόσταση μεταξύ των παράλληλων αυτών σειρών θα είναι κατά 5 περίπου εκατοστά μικρότερη του μήκους των συμπαγών τούβλων, για το λόγο ότι, όταν τοποθετηθούν τα τούβλα αυτά εγκάρσια επάνω στις δομημένες δρομικές σειρές σαν καπάκια, για να σχηματιστούν από κάτω οι παράλληλοι καπναγωγοί, να δύνανται να εδράζονται κατά 2,5 περίπου εκατοστά επάνω στις δρομικές σειρές.

5. Επάνω στην όλη αυτή, έστω και επιφανειακά ανώμαλη κατασκευή, θα επιστρωθεί κεραμομπετόν πάχους 12 εκ., για την κατασκευή του οποίου θα χρησιμοποιηθούν αμιγή κεραμικά αδρανή. Καλό θα είναι να ενισχυθεί το όλο μείγμα κατά την παρασκευή του και με λίγο τσιμέντο, για ταχύτερη ανάπτυξη αντοχών, εφ΄ όσον τούτο είναι επιθυμητό.

6. Μετά την ανάπτυξη των αντοχών η επιφάνεια δύναται να λειανθεί με μηχανικά μέσα όπως τα μωσαϊκά και να στιλβωθεί.


Φωτ. 3: Ε. Ευσταθιάδη: Κοκκομετρημένο αδρανές υλικό από το αρχαίο ελληνικό μπετόν της υδατοδεξαμενής της πόλης Κάμειρος της νήσου Ρόδου.) 

Η εφαρμογή του κεραμοκονιάματος - κουρασάνι - είχε επεκταθεί κατά τη Βυζαντινή περίοδο και σε άλλες ακόμη δομικές εργασίες και ας ληφθεί υπόψη ότι αποτελούσε συγχρόνως «υδραυλικών ιδιοτήτων κονίαμα» όταν δεν υπήρχε ακόμη τότε το σχετικά πρόσφατα βιομηχανικό προϊόν - το τσιμέντο Πόρτλαντ. Για το λόγο αυτό το συναντά κανείς και σε κατασκευές επιχρισμάτων, κονιαμάτων δομήσεως τοιχοποιιών, ακόμη και στην κατασκευή φούρνων αρτοποιίας και ιδιαίτερα στην κατασκευή εσωτερικού δαπέδου του θερμαινόμενου θαλάμου των φούρνων αρτοποιίας κ.λπ. 

Πρέπει να σημειώσουμε ότι το κεραμοκονίαμα και το κεραμομπετόν είναι υδραυλικών ιδιοτήτων υλικά, τα οποία αποτελούνται από κεραμικής συστάσεως αδρανή (κεραμική σκόνη, κεραμική άμμο, κεραμικά σκύρα) τα οποία με την προσθήκη ασβέστου και της αναγκαίας ποσότητας νερού σχηματίζουν στη μάζα τους, κατά τη διάρκεια της πήξεως και σκληρύνσεως σημαντικές «υδραυλικές ενώσεις» από «ένυδρα πυριτικά μονασβέστια», δηλαδή ενώσεις σαν κι’ αυτές του τσιμέντου Πόρτλαντ, η δημιουργία δε τούτων οφείλεται στην ύπαρξη άμορφου- δραστικού- πυριτικού οξέος που ενυπάρχει στα κεραμικής συστάσεως αδρανή και της χημικής δράσεως επ’ αυτού της ασβέστου που προσθέτουμε για να παραχθεί το κονίαμα.

Τη χημική αυτή δράση μπορούμε να την παραστήσουμε ως εξής:


Η ύπαρξη του άμορφου πυριτικού οξέος στη μάζα της κεραμοκόνεως, οφείλεται στην «πυροχημική δράση» που λαμβάνει χώρα κατά τη διάρκεια της «οπτήσεως» (ψησίματος) των κεραμουργικών προϊόντων (τούβλα, κεραμίδια), όταν ψήνονται μέσα στην κάμινο, οπότε στη θερμοκρασία περίπου των 400 οC διασπάται από το σύνθετο μόριο της αργίλου - που είναι η πρώτη ύλη των κεραμουργικών προϊόντων - ένα ελεύθερο μόριο πυριτικού οξέος, το οποίο όμως ευρίσκεται σε «άμορφο κατάσταση»

Την πυροχημική αυτή δράση μπορούμε να την παραστήσουμε ως εξής:


Θα σημειώσουμε ακόμη εδώ ότι το κεραμοκονίαμα και το κεραμομπετόν, όπως επίσης και τα αυτούσια κεραμουργικά προϊόντα (τούβλα, κεραμίδια) έχουν πρόσθετα και μία άλλη ακόμη ιδιότητα και συγκεκριμένα ικανοποιητική «θερμοχωρητικότητα», πράγμα το οποίο σημαίνει ότι, όταν θερμαίνονται αποταμιεύουν στη μάζα τους θερμότητα, την οποί- α αποδίδουν στην ατμόσφαιρα, όταν παύσει η λειτουργία της θερμαντικής πηγής.

Τα Λουτρά με  υπόκαυστον του ρωμαίικου «βυζαντινού » μοναστηρίου της Κασαριανής 

Την ιδιότητα αυτή την εκμεταλλεύτηκαν ευφυώς οι Βυζαντινοί μηχανικοί, με την κατασκευή των υπερθερμαινόμενων δαπέδων τους, που λειτουργούσαν τότε σαν τους θερμικούς ηλεκτρικούς θερμοσυσσωρευτές των τελευταίων δεκαετιών.

Από τα προεκτεθέντα αναδεικνύεται η πρωτοποριακή σε παγκόσμια κλίμακα ανάπτυξη της εξειδικευμένης «τεχνολογίας των υλικών» για την κατασκευή έργων από τα βάθη ήδη των χιλιετιών στην αρχαία Ελλάδα. Έτσι επισφραγίζεται η εικόνα της υψηλής στάθμης τόσο της «τεχνολογίας» όσο και της «τεχνικής», παράλληλα με όλες τις άλλες λαμπρές δραστηριότητες του αρχαιοελληνικού πνεύματος, που είναι πασίγνωστες.


ΠΗΓΕΣ ΑΠΟ
  • ΚΕΦ. 1  [Παν. Λ. Κουβαλάκης - Περιοδικό ΔΑΥΛΟΣ τ. 226 (Οκτώβριος 2000)]
  • ΚΕΦ. 2 [Μάριος Μαμανέας - Περιοδικό ΔΑΥΛΟΣ τ. 226 (Οκτώβριος 2000)]
  • ΜΑΪΟΣ-ΙΟΥΝΙΟΣ 2004 ΤΕΧΝΙΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ

ΠΡΩΤΗ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΡΧΑΙΟΓΝΩΜΩΝΑ ΣΤΟ ΕΛΛΗΝΩΝ ΔΙΚΤΥΟ 










ΕΙΚΟΝΕΣ ΑΡΧΑΙΟΓΝΩΜΩΝ

ΓΙΑ ΝΑ ΔΕΙΤΕ ΚΑΝΟΝΙΚΑ ΤΗΝ ΕΙΚΟΝΑ ΣΤΟ ΚΙΝΗΤΟ ΚΛΙΚ ΕΠΑΝΩ ΤΗΣ