Πανεπιστήμια στην Ανατολική Ρωμαϊκη Αυτοκρατορία ΤΑ ΠΡΩΤΑ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ


Το Πανεπιστήμιο της Κωνσταντινουπόλεως (Νέα Ρώμη) πού λεγόταν επίσης Πανεπιστήμιο Σπουδών της αίθουσας του Ανακτόρου της Μαγναύρας, κατά τη διάρκεια της βυζαντινής αυτοκρατορίας αναγνωρίστηκε ως πανεπιστήμιο το 848, έστω και εάν τα δυτικοευρωπαϊκά κράτη δεν το αναγνώρισαν ποτέ ως πανεπιστήμιο! Όπως τα περισσότερα μεσαιωνικά πανεπιστήμια, υπήρξε ένα ακαδημαϊκό ίδρυμα για πολλά χρόνια, προτού ακόμα αναγνωριστεί σαν πανεπιστήμιο, η γέννηση της Σχολής της Κωνσταντινουπόλεως έλαβε χώρα επί βασιλείας Θεοδοσίου του Β’ (408 – 450), στις 27 Φεβρουαρίου του έτους 425. Το πανεπιστήμιο αυτό περιλάμβανε τις σχολές της ιατρικής, της φιλοσοφίας , των νομικών και της δασοκομίας. Οι σχολές της οικονομίας πού ήσαν ποικίλες εκείνη την εποχή, τα πανεπιστήμια, τα πολυτεχνεία, οι βιβλιοθήκες και οι ακαδημίες καλών τεχνών ήσαν ανοιχτές στη Πόλη, καταστώντας τη Κωνσταντινούπολη κέντρο της διανόησης του Μεσαιωνικού Κόσμου.
Η λαμπρότερη, αλλά και η πιο συκοφαντημένη περίοδος της ιστορίας του ελληνισμού, είναι αυτή της αποκαλούμενης βυζαντινής αυτοκρατορίας, όπως την βάπτισαν κάποιοι δυτικοί συγγραφείς διαστρέφοντας το πραγματικό όνομα της μοναδικής αυτοκρατορίας στον κόσμο που έζησε πάνω από χίλια χρόνια, δηλαδή της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Την ίδια περίοδο που στην δυτική Ευρώπη, που σήμερα προβάλετε σαν η πιο εξελιγμένη περιοχή της ανθρωπότητας, οι κάτοικοι ζούσαν κάτω από φρικτές συνθήκες σκοταδισμού και αγνοούσαν βασικά πολιτιστικά στοιχεία, στην Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία το πνευματικό επίπεδο είχε φτάσει σε ύψιστα επίπεδα. Ο αρχαίος ελληνικός πολιτισμός είχε μετουσιωθεί με την χριστιανική διάσταση που είχε αποκτήσει, στο ελληνορθόδοξο χριστιανικό πρότυπο, το οποίο καθοδήγησε την αυτοκρατορία σε όλη την διάρκεια της ζωής της.






ΑΡΘΡΑ ΚΑΙ ΣΥΓΓΡΑΦΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ  ΣΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΡΩΜΗΟΣΥΝΗΣ 

Ένας από του μεγαλύτερους πνευματικούς φάρους της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας,
ουσιαστικά το πρώτο πανεπιστήμιο σε ολόκληρη την Ευρώπη, ήταν το πανεπιστήμιο της Κωνσταντινούπολης, (Νέα Ρώμη) της βασιλίδας των πόλεων, το γνωστό από την πρώτη του περίοδο σαν «Πανδιδακτήριο», το οποίο από τον ένατο αιώνα όταν μεταφέρθηκε στα ανάκτορα της Μαγναύρας έγινε πιο γνωστό σαν Πανεπιστήμιο της Μαγναύρας.

Το Πανδιδακτήριο ιδρύθηκε από τον αυτοκράτορα Θεοδόσιο Β’, το 425 και έκτοτε η λειτουργία του τελούσε υπό την αιγίδα των εκάστοτε αυτοκρατόρων. Λειτούργησε σχεδόν αδιάλειπτα μέχρι το 1453 και ανέδειξε πολλούς πνευματικούς ανθρώπους στον χώρο των επιστημών αλλά και της θεολογίας. Ένας από τους ανθρώπους που συντέλεσε στην ίδρυση του ήταν η Πουλχερία, αδελφή του αυτοκράτορα Θεοδοσίου, μια ευσεβής και θεοσεβούμενη γυναίκα καθώς και η Ευδοκία, (Αθηναΐς), σύζυγός του αυτοκράτορα, μαζί με τον έπαρχο του Πραιτορίου, Κύρο Πανοπολίτη, γνωστό τότε Έλληνα ποιητή και φιλόσοφο.[Ο Κύρος o Πανοπολίτης (Φλάβιος Ταύρος Σέλευκος Κύρος Ιέραξ) ήταν  λόγιος και αξιωματούχος από την Πανόπολη της Αιγύπτου, που άκμασε περί τα μέσα του 5ου μ.Χ. αιώνα. Αναδείχθηκε έπαρχος της Κωνσταντινούπολης, ύπατος και πατρίκιος, ενώ αργότερα έγινε επίσκοπος Κοτυαίου της Φρυγίας, αν και ορισμένοι θεωρούν πως ήταν παγανιστής. Κατά μία παράδοση ήταν ο πατέρας του Παύλου Σιλεντιάριου. Περιλαμβανόταν στον Κύκλο του Αγαθία και στην Παλατινή Ανθολογία σώζονται έξι επιγράμματά του, στα οποία αναφέρεται ως Κύρος από υπάρχων ή Κύρος ο ποιητής.]

Η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία με πρωτεύουσα Μητρόπολη την Νέα Ρώμη -Κωνσταντινούπολη το έτος 565.

Στις 27 Φεβρουαρίου του 425, εκδόθηκε το πρώτο σχετικό διάταγμα από τον Θεοδόσιο το Β’ που ρύθμιζε τις λεπτομέρειες λειτουργίας της Σχολής. Τα πρώτα μαθήματα που διδάσκονταν στο «Πανδιδακτήριο», που λειτουργούσε πλέων σαν ανεξάρτητο πνευματικό ίδρυμα την ίδια περίοδο που στην υπόλοιπη Ευρώπη δεν υπήρχε ουσιαστικά καμία πνευματική αλλά και συγγραφική δραστηριότητα, (ήταν δηλαδή η εποχή του σκότους του ευρωπαϊκού μεσαίωνα), ήταν γραμματική, ρητορική, φιλοσοφία, διαλεκτική, δίκαιο, αριθμητική, γεωμετρία, αστρονομία και μουσική.

Στην εποχή του Ιουστινιανού αναβαθμίστηκε η Νομική Σχολή, η οποία απέκτησε πενταετή διάρκεια σπουδών και ανεξαρτητοποιήθηκε, ενώ την ίδια περίοδο στην Πατριαρχική Σχολή διδασκόταν η θεολογία. Κατά την διάρκεια της βασιλείας του αυτοκράτορα Φωκά, (602-610), το Πανδιδακτήριο διέκοψε τη λειτουργία του αλλά γρήγορα επαναλειτούργησε υπό τον αυτοκράτορα Ηράκλειο, (610-641), ο οποίος μετά το 610 είχε καλέσει στην Κωνσταντινούπολη τον Στέφανο τον Αλεξανδρέα για να εποπτεύσει στην αναδιοργάνωση του Πανεπιστημίου.
Το Πανεπιστήμιο της Μαγναύρας βελτιώθηκε τον 10ο αιώνα με πρωτοβουλίες του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου του Πορφυρογέννητου, ο οποίος ενίσχυσε ηθικά αλλά και υλικά τους διδάσκοντες και τους σπουδαστές.
Αναφέρεται ότι την εποχή εκείνη δίδασκαν τριάντα καθηγητές, δεκαπέντε στην ελληνική γλώσσα, γραμματική και φιλολογία, ενώ άλλοι δεκαπέντε δίδασκαν στη λατινική γλώσσα, ρωμαϊκή φιλολογία, φιλοσοφία και νομικά.

Τον 11ο αιώνα ο αυτοκράτωρ Κωνσταντίνος ο Μονομάχος ενδιαφέρθηκε για την διεύρυνση των σπουδών στο Πανεπιστήμιο της Μαγναύρας και ίδρυσε δυο σχολές, το «Διδασκαλείον των Νόμων» και το «Γυμνάσιον», (φιλοσοφική). Στο Γυμνάσιον διδάσκονταν όλες οι επιστήμες, εκτός από τα νομικά που σπούδαζαν οι μελλοντικοί νομικοί, δικαστές και υπάλληλοι στο «Διδασκαλείο των Νόμων». Στο Γυμνάσιο, δηλαδή στη φιλοσοφική σχολή, διευθυντής, («Ύπατος των Φιλοσόφων»), τοποθετήθηκε ο Μιχαήλ Ψελλός και μετέπειτα ο Ιωάννης ο Ιταλός.

Στο Διδασκαλείο των Νόμων διευθυντής έγινε ο Ιωάννης Ξιφιλίνος, Νομοφύλαξ του κράτους. Μετά την μαύρη περίοδο της φραγκοκρατία και την ανακατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους Βυζαντινούς, το 1261, ο Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγος, (1261-1282), ανέθεσε την διεύθυνση του πανεπιστημίου της Μαγναύρας στο Γεώργιο Ακροπολίτη, μεγάλο Λογοθέτη, ως καθηγητή της αριστοτελικής φιλοσοφίας και στον Γεώργιο Παχυμέρη, τη διδασκαλία της λεγόμενης «τετρακτύος», (δηλαδή αριθμητική, γεωμετρία, αστρονομία και μουσική) στο αποκαλούμενο «Οικουμενικόν Διδασκαλείον».

Πολλά ήταν τα μεγάλα πνευματικά ονόματα που λάμπρυναν με την παρουσία τους το πανεπιστήμιο της Μαγναύρας. Αρκεί μόνο να αναφέρουμε ότι κατά τον 9ο αιώνα πολλοί ιστορικοί συγκαταλέγουν και τον Θεσσαλονικέα ιεραπόστολο των Σλάβων, Κύριλλο- Κωνσταντίνο, (περίπου 827-869), καθώς και τον λόγιο, μετέπειτα μέγα Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, Φώτιο, (δύο πατριαρχίες: 858-867 και 877-886). Ειδικά για τον Κύριλλο έχουμε πληροφορίες ότι ανέλαβε για ένα σύντομο χρονικό διάστημα την έδρα της φιλοσοφίας στην Μαγναύρα, ενώ ο Βρετανός ιστορικός D. Nicol, αναφέρει ότι «διαδέχθηκε τον φίλο του Φώτιο στην έδρα της φιλοσοφίας», στο ίδιο πανεπιστήμιο. Όσον αφορά τον Μέγα πατριάρχη Φώτιο, υπάρχουν αντικρουόμενες απόψεις για το αν πραγματικά δίδαξε στο πανεπιστήμιο της Μαγναύρας.

Ο πνευματικός φάρος της Κωνσταντινούπολης, της βασιλίδας των πόλεων και η μέγιστη πνευματική κίνηση που είχε αναπτυχθεί με το πανεπιστήμιο της Μαγναύρας, έσβησαν οριστικά με την πτώση της Πόλης στον Μωάμεθ τον πορθητή. Παρ όλα αυτά οι σπίθες δεν έπαψαν να σιγοκαίουν και κατά την περίοδο της δουλείας. Η εκκλησία και η ορθόδοξη πιστή, ήταν αυτές που διέσωσε την ταυτότητα μας στους σκοτεινούς χρόνους της δουλείας, μακριά από τον «θανατηφόρο εναγκαλισμό» της παπικής εκκλησιάς που προσπάθησε τα τελευταία χρόνια της ανατολικής αυτοκρατορίας να στραγγαλίσει οριστικά την ελληνική ορθοδοξία. Δυστυχώς όμως ότι διασώθηκε τετρακόσια και πλέων χρόνια σκλαβιάς, κινδυνεύει σήμερα να χαθεί οριστικά από την νεοελληνική «εκσυγχρονιστική λαίλαπα».

 Κοινωνία και εκπαίδευση στην Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία 

Η βυζαντινή κοινωνία σε αντίθεση των δυτικοευρωπαϊκών του ανωτέρου μεσαίωνα, ήταν υψηλά μορφωμένη και πράγματι η βυζαντινή αυτοκρατορία κατείχε ένα υψηλό επίπεδο αλφαβητισμού σε σύγκριση με τον υπόλοιπο κόσμο. Το γεγονός ότι η βυζαντινή κοινωνία ήταν καλλιεργημένη οφειλόταν στο προαιώνιο εκπαιδευτικό σύστημα πού υπήρχε στην Ελλάδα. Όντως η Κωνσταντινουπολίτικη Σχολή αποτελούσε μια συνέχεια των ακαδημιών της αρχαίας Ελλάδας.

Διδαχή -«Βυζαντινή» ζωγραφική απόδοση σε κώδικα -Φίλιππος  Αλέξανδρος Βουκεφάλας 

Η στοιχειώδης εκπαίδευση ήταν ευρέως διαδεδομένη και διαθέσιμη ακόμα και σε κάθε χωριό και στις τοπικές κοινωνίες για αμφότερα τα φύλα. (Οι βυζαντινοί δεν έκλειναν στο σπίτι τις γυναίκες τους, να παχαίνουν και να είναι αποκλεισμένες από τον έξω κόσμο όπως έκαναν αργότερα οι Οθωμανοί). Έτσι εξηγείται και γίνεται εύληπτη η διαιώνιση του πανεπιστημίου σπουδών της Κωνσταντινουπόλεως.
Η Σχολή της Πόλης δεν υπήρξε η μοναδική της βυζαντινής αυτοκρατορίας. Πριν την μουσουλμανική κατάκτηση της Βορείου Αφρικής και της Εγγύς Ανατολής, υπήρξαν σχολές επίσης στις μεγάλες επαρχιακές πόλεις της αυτοκρατορίας όπως της Αλεξάνδρειας της Αιγύπτου και της Αντιοχείας της Συρίας.Το ανώτερο εκπαιδευτικό ίδρυμα της Πόλης ιδρύθηκε στις 27 Φεβρουαρίου του 425 από τον βυζαντινό αυτοκράτορα Θεοδόσιο τον Β’, πού του έδωσε (;)    το όνομα Πανδιδακτήριον, η σχολή εγκαινιάσθηκε κοντά στην Αγορά των βοοειδών (Forum Boarium). Η πρώτη σχολή της Κωνσταντινουπόλεως περιλάμβανε 31 έδρες για τις σχολές των νομικών, φιλοσοφίας, ιατρικής, αριθμητικής, γεωμετρίας, αστρονομίας, μουσικής, ρητορικής (μάθημα πού δεν διδάσκεται σήμερα γι αυτό οι σημερινοί Έλληνες δεν ξέρουν να μιλήσουν ιδιαίτερα στα τηλεοπτικά κανάλια και «γαυγίζουν» όλοι καλύπτοντας ο ένας τη φωνή του άλλου!) και άλλες διδασκαλίες, 15 έδρες για τη σχολή των λατινικών και 16 για τη σχολή των ελληνικών.

Βυζαντινό ίσως και Εκπαιδευτικό χειρόγραφο  μηχανικής 

Το έτος 849 η σχολή αναδιοργανώθηκε από τον μελλοντικό αντιβασιλέα του θρόνου Μιχαήλ τον Γ’ τον λεγόμενο Βάρδα (856-866), πού αναγνώρισε επισήμως τη σχολή με το τίτλο του Πανεπιστημίου.Τα κυριότερα μαθήματα του Πανεπιστημίου καθώς και τα πιο δημοφιλή πού επέλεγαν οι φοιτητές ήσαν, η ρητορική, η φιλοσοφία και το δίκαιο. Σκοπός του πανεπιστημίου ήταν να μορφώσει άτομα ικανά, πού θα μπορούσαν να αναλάβουν γραφειοκρατικές θέσεις, ή να γίνουν άνθρωποι του κράτους ή της εκκλησίας.

Υπ’αυτή την έννοια το πανεπιστήμιο της Κωνσταντινουπόλεως υπήρξε το αντίστοιχο λαϊκό της θεολογικής σχολής. Το πανεπιστήμιο διατήρησε έναν ενεργό ρόλο στη φιλοσοφική παράδοση του πλατωνισμού και του αριστοτελισμού, ο πρώτος των οποίων αντιπροσωπεύει το μακροβιότερο παράδειγμα αδιάκοπης συνέχισης της πλατωνικής σχολής πού παρέμεινε ενεργός για σχεδόν δύο χιλιετίες, έως τον 15ο αιώνα. Το Πανεπιστήμιο εξαφανίστηκε την ημέρα της Άλωσης της Πόλης στις 29 Μαΐου 1453.Το πανεπιστήμιο θα κλείσει στις 29 Μαΐου 1453, από τον Μεχμέτ τον Καταστροφέα (ή «Μωάμεθ τον Πορθητή»), στη θέση του οποίου ανέγειρε ένα δικό του πανεπιστήμιο πού αρχικά λειτούργησε ως ισλαμική ιερατική σχολή (Μεντρεσές), αλλά κατόπιν με τη προσέλευση ξένων (δυτικών καθηγητών) πού κάλεσε ο Μεχμέτ δημιουργήθηκαν και άλλες σχολές όπως η ιατρική αλλά πλήρως «απαγκιστρωμένες» από το ελληνικό πρωτότυπο και φυσικά δεν χάρηκε ποτέ την αίγλη του ελληνικού Πανδιδακτηρίου.

Ο Μιχαήλ  Γ΄ανάμεσα σε μαθητές 
Μάρκο Πόλο ο εξερευνητής και διπλωμάτης πρέσβης του Δογικού κράτους της Γαληνοτάτης Δημοκρατίας της Ενετίας στη Κίνα, Ταταριστάν, Μοσκοβία και Κωνσταντινούπολη. Σπούδασε οικονομικά, εμπορευματολογία, ρητορική της διπλωματίας σύμφωνα με τα αριστοτελικά πρότυπα. Ήταν δεινός γνώστης της ελληνικής γλώσσας, φίλος και ενθαρρυντής του συμπατριώτη του Πέτρου του Απονενσιανού. (και πράκτορας της Ενετίας εν γνώσει της βυζαντινής αντικατασκοπείας!)

Το Πανεπιστήμιο – Πανδιδακτήριο της Κωνσταντινουπόλεως υπέστη τη λαίλαπα της περιόδου της εικονομαχίας το 730. Τότε θανατώθηκαν εικονολάτρες καθηγητές, το πανεπιστήμιο περιήλθε σε χάος και πυρπολήθηκε. Οι εικονολάτρες καθηγητές σπίλωσαν τη μνήμη του Λέοντος Γ’ του Ισαύρου (717-741) τον οποίο θεώρησαν υπεύθυνο για «την έλλειψη εκπαίδευσης στην αυτοκρατορία».

Βυζαντινοί Εικονομάχοι καλύπτουν την εικόνα του Χριστού με ασβέστη.
«Ψαλτήρι Χλουντόφ»  (περί το 830). Μόσχα, Ιστορικό Μουσείο.

Ο Λέων ο Ίσαυρος όμως ήταν σοφός αυτοκράτορας και προέβη στην εικονοκλαστία (δηλαδή το σπάσιμο των εικόνων των εικονολατρών, μια εντελώς παγανιστική συμπεριφορά της αμόρφωτης μάζας των χριστιανών, οι οποίοι με τις προκαταλήψεις τους έξυναν τις εικόνες των αγίων και προσλάμβαναν σαν θαυματουργό φάρμακο τη κονιορτοποιημένη βαφή με αποτέλεσμα να πεθαίνουν από Σατουρνισμό – μολυβδίαση – καθώς η βαφή περιείχε μόλυβδο πού από τότε ήταν σημαντικό συστατικό της βαφής των αγιογράφων, αλλά και ισχυρό δηλητήριο για όποιον κατάπινε τη βαφή), τόσο για λόγους προάσπισης της υγείας αλλά και για το φαινόμενο της μαζικής αποχής των νέων από το στρατό με το πρόσχημα των σπουδών! (Οι γενόμενοι ιερομοναχοί απαλλάσσονταν από τη στρατιωτική θητεία. Στη Δύση, μόνον οι ιερομοναχοί μπορούσαν να σπουδάσουν, και το έκαναν για να αποφύγουν το στρατό, με τη διαφορά ότι στο Βυζάντιο οι σπουδές ήσαν δωρεάν χρηματοδοτούμενες από τους φόρους).

Έτσι η αυτοκρατορία επί Λέοντος Ισαύρου βρέθηκε με περισσότερους μοναχούς παρά στρατιώτες! Το κράτος αντιλήφθηκε τι συνέβαινε και έδρασε κεραυνοβόλα, διώκοντας τους «ιερομοναχούς» και τραβώντας τους έξω από τα μοναστήρια κατατάσσοντάς τους στο στρατό δια της βίας! Επί Ισαύρων το Πανεπιστήμιο μεταρρυθμίστηκε και μετονομάστηκε σε «Οικουμενικόν Διδασκαλείον». Στο Πανεπιστήμιο δεν διδασκόταν η θεολογία, αλλά στην Πατριαρχική Σχολή. Ποτέ οι Ίσαυροι δεν έκλεισαν το πανεπιστήμιο και αντιθέτως έδωσαν μεγάλη σημασία στη μόρφωση και την προώθησαν με τις μεταρρυθμίσεις τους. Όσοι επικαλούνται το αντίθετο ψεύδονται αισχίστως!
Το Πανδιδακτήριο αναγνώριζε διατριβές φοιτητών πού υποβάλονταν από τους ιδίους με νομοθετικό ή ρητορικό περιεχόμενο πού ονομάζονταν «δρακτά ή δράγματα» και που ενέκρινε καθηγητής της σχολής. Το σύστημα αυτό το μιμήθηκαν στη συνέχεια (13ο αιώνα) τα δυτικοευρωπαϊκά πανεπιστήμια επεκτείνοντας τη διατριβή σε όλες τις σχολές και το εξακολουθούν μέχρι σήμερα.Εξετάζονται διατριβές, ενώ περιφέρεται ο «οβολοσυλλέκτης διδάκτρων» για την είσπραξη της συμμετοχής των παρισταμένων απ’όπου θα βγει ο μισθός του καθηγητού (στο βάθος καθήμενος στη έδρα) καθώς και η συντήρηση της αίθουσας.
Ο οβολοσυλλέκτης ήταν ο οικονομικός διαχειριστής και λογιστής των εσόδων-εξόδων των δυτικοευρωπαϊκών Πανεπιστημίων (Ιταλίας, Γαλλίας). Μάλιστα έφερε και ειδική στολή (όπως και σήμερα!).

Το μάθημα-μελέτη κρατούσε πολλές ώρες και γινόταν διάλειμμα μόνον για το συσσίτιο πού παρείχετο από το πανεπιστήμιο (μόνον στους εγγεγραμμένους σ’αυτό, φοιτητές ή καθηγητές) και περιλαμβανόταν στην τιμή της «οβολοείσπραξης».
Το μενού ήταν όπως και των μοναστηριών (συνήθως ο μάγειρας ήταν φραγκισκανός ή δομινικανός μοναχός με υπηρέτες κατάδικους πρόσφατης αποφυλάκισης από τα κάτεργα) και συνίστατο από ψωμί, πυτιούχο τυρί και prebogion ένα είδος χορταρικού με το οποίο σιτίζονταν οι νορμανδοί (ιδιαίτερα οι ιππότες του 12ου αιώνα) πού κατέκτησαν όλη την Δ.Ευρώπη. Το κρέας σπάνιζε στους ακαδημαϊκούς κύκλους της εποχής. Εισήχθη στο μενού αργότερα (15ος αιώνας).


ΤΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΤΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗΣ ΤΩΝ ΜΕΣΩΝ ΧΡΟΝΩΝ

Η ΣΧΟΛΗ ΤΩΝ ΜΑΓΓΑΝΩΝ

 Υπάρχει, επίσης, με την εικασία που θέλει τους πολέμαρχους αυτοκράτορες της Μακεδονικής δυναστείας να αμελούν την λειτουργία του πανεπιστημίου, ελλείψει οικονομικών μέσων ή άλλων δικαιολογιών.
Στην Νεαρά του Κωνσταντίνου Θ' του Μονομάχου (1042­-1055), έργο που συντάχθηκε από τον Ιωάννη Μαυρόποδα και περιλαμβάνεται στην συλλογή των έργων του, την οποία εξέδωσε ο Paulus de Lagarde από τον ελληνικό κώδικα του Βατικανού Νο 676, διαβάζουμε: «δεινόν γαρ και τω όντι και σχέτλιον ταις μεν άλλαις επιστήμαις και τέχναις, όσαι τε λογικαί, και των βαναύσων ενίαις, και χώρας ιδίας και καθηγεμόνας αποτέταχθαι, προεδρίας τε κεκληρώσθαι και σιτήσεις προσαφωρίσθαι και τι γαρ ου προσείναι καλόν εις παραμυθίαν των μετιόντων, το δε πάντων μεν μαθημάτων αναγκαιότατων, πάντων δε σπουδασμάτων βιωφιλέστατον, ου χωρίς τάλλα πάντα περιττά και ανόητα (τι γαρ όφελος τούτων, ευνομίας αποιχομένης;), τούτο δη καθ' άπερ αλλόφυλον της πολιτείας απελήλασθαι και μήτε τόπον έχειν οικείον εν αυτή γινωσκόμενον μήτε τάξιν τινα, μη βαθμόν, μη προνόμιον, αλλ' όλως ημέλησθαι και απερρίφθαι και οιωνεί τι φαύλον τεχνύδριον ασυντελές παντελώς προς την ανθρωπίνην ζωήν αδιατύπωτον ούτω και αδιάρθρωτον μένειν, ελεούμενον μάλλον ή θαυμαζόμενον, και θρήνου μάλλον ή ζήλου νομιζόμενον άξιον47;». Με την νεαρά αυτή ιδρύθηκε νομική σχολή το 1045 μ.Χ. στην Κωνσταντινούπολη. 
Στο παραπάνω εδάφιο ο συντάκτης θεωρεί αδικαιολόγητη την ανυπαρξία νομικής σχολής, ενώ υπήρχε σχολή για τις άλλες επιστήμες και τέχνες.Η έμμεση αυτή μαρτυρία μας πληροφορεί, ότι η σχολή διέθετε και δική της περιουσία (χώρας), προφανώς από δωρεές, για να μπορεί να συντηρείται, οπότε η διάθεση πόρων για τις εκστρατείες των προηγούμενων αυτοκρατόρων δεν επηρέαζε αναγκαστικά την λειτουργία της. 
Επίσης υπήρχαν σχολάρχες (καθηγεμόνας), οι οποίοι κατείχαν τιμητικά αξιώματα (προεδρίας). Υπήρχε κρατική μέριμνα (σιτήσεις, τι γαρ ου προσείναι καλόν) για καθηγητές και σπουδαστές (μετιόντων). 
 Έχουμε, λοιπόν, κανονική λειτουργία πανεπιστημίου, με όλα τα προβλεπόμενα. Εξάλλου, όσο και αν θέλει να πιστέψει κανείς την προσωπική εξομολόγηση του Μιχαήλ Ψελλού, ότι ήταν αυτοδίδακτος, ότι η φιλοσοφία εξέλιπε στα χρόνια που προηγήθηκαν και αυτός την αναγέννησε48, κάτι τέτοιο είναι απίθανο. Είναι γνωστή επιδεκτικότητα του.

Αγ.Γεώργιος Μαγγάνων δεξιά επάνω στην φωτό και τα περιμετρικά κτήρια της Μονής όπου ήταν η πανεπιστημιακή σχολή -.Οι Ίσαυροι (717-802) φαίνεται πως ονόμασαν τη σχολή «Οικουμενικόν Διδασκαλείον».Κατά τον 9ο αιώνα, ο Βάρδας (842-867), θείος του αυτοκράτορα Μιχαήλ Γ' και Καίσαρας μετά το 862, εγκατέστησε αυτό το Πανδιδακτήριο στο ανάκτορο της Μαγναύρας για να διδάσκεται η «έξω σοφία» ή «θύραθεν παιδεία», κάτω από τη διεύθυνση του Λέοντος του Μαθηματικού από τη Θεσσαλία (790 - 869). Ο Λέων ο μαθηματικός δίδαξε την τετρακτύ (αριθμητική, γεωμετρία, αστρονομία και μουσική). Η φοίτηση ήταν δωρεάν. Λόγω της θέσης του ήταν γνωστό και ως Πανδιδακτήριο της Μαγναύρας.

Παράλληλα με την ήδη υπάρχουσα σχολή, δημιουργήθηκε από τον Κωνσταντίνο Θ', και νομική σχολή, το «Διδασκαλείο των Νόμων» ή «Μουσείο Νομοθετικής». Δεν μπορεί να εννοηθεί ως τμήμα της ήδη υπάρχουσας σχολής, αλλά ως ξεχωριστό τμήμα εφόσον προβλεπόταν ξεχωριστός σχολάρχης. Έτσι, ως σχολάρχης της φιλοσοφικής, ορίσθηκε από τον Κωνσταντίνο Θ' ο Μιχαήλ Ψελλός (1018­1081 ή 1096), με τον τίτλο «Ύπατος των φιλοσόφων», ενώ κατά την ιδρυτική νεαρά, σχολάρχης της νομικής ορίζεται ο Ιωάννης Ξιφιλίνος (1005 ή 1008-­1075), με τον τίτλο «Νομοφύλαξ» ή «Εξηγητής των Νόμων». «εξηγητήν και διδάσκαλον τοις νόμοις παρασχομένη Ιωάννην τον λογιώτατον ιλλούστριον, κριτήν επί του ιπποδρόμου και εξάκτωρα, τον Ξιφιλίνον επικλήν, ος ουκ αφανώς ουδ' ασήμως ουδ' αμυδρώς επεδείξατο την εαυτού πολυμάθειαν, αλλά δημοσία και φανερώς εν αυταίς ταις των πραγμάτων πείραις εξέλαμψεν, ομοίως μεν ταις της λογιότητος, ομοίως δε και ταις της των νόμων ειδήσεως τέχναις κεκοσμημένος, και μηδέν προτιμότερον μηδέποτε θέμενος των ημετέρων κκελέυσεων49».
Μετά την τελευτή του προστάτης τους αυτοκράτορα, Ξιφιλίνος και Ψελλός, κατηγορήθηκαν ως αιρετικοί και έλαβαν την άγουσαν προς κάποιο μοναστήρι του Ολύμπου της Βιθυνίας. Τον Μιχαήλ Ψελλό διαδέχθηκε στην θέση του «Ύπατου των φιλοσόφων» ο Ιωάννης Ιταλός. Ανακλήθηκαν αμφότεροι με την άνοδο στον θρόνο του Κωνσταντίνου Ι' Δούκα (1059-­1067), μαθητή του Ψελλού. Ο Ξιφιλίνος τότε ανέλαβε τον πατριαρχικό θρόνο ως Ιωάννης Η'.


Η νομική σχολή στεγάστηκε στον χώρο της Ιεράς Μονής Αγίου Γεωργίου Μαγγάνων. «έσται γαρ από της παρούσης μετά της εξ ουρανού βοηθείας και συνεργείας ανειμένον μεν τοις νόμοις εις παιδευτήριον το κάλλιστον σχεδόν και τερπνότατον οίκημα του ευαγούς ημών οίκου, ον επί κρείττοσιν ελπίσι κατασκευάσαντες, θεώ των πάντων ημίν των αγαθών δοτήρι καθιερώσαμεν, και των εν μάρτυσιν περιώνυμον, τον και κλήσει και πράγματι τροπαιοφόρον Γεώργιον οιωνεί τινα μέγαν οικοδεσπότην αυτή και οικιστήν τε και φύλακα λαμπρώς επεστήσαμεν, ω και τον εκείσε θείον ναόν ου της μαρτυρικής χωρίς (οίμαι) συνευδοκίας άμα και αντιλήψεως εκ καινής ανηγείραμεν και εις ιερόν φροντιστήριον τον οίκον κατασκευάσαμεν».

Κ. Παπαρρηγόπουλος  «Ιστορία του Ελληνικού΄Έθνους » σελ.116

Φαίνεται δηλ. ότι ο χώρος ανακαινίσθηκε, για να στεγάσει την σχολή. Παράλληλα η νεαρά επαγγέλεται και την ίδρυση νομικής βιβλιοθήκης: «τούτο δ', ότι φυλάξει και τας βίβλους των νόμων, ας εκ της εκείσε βιβλιοθήκης παρά του ευλαβεστάτου βιβλιοφύλακος εις ελευθέραν λήψεται χρήσιν και προς το δοκούν αυτώ μεταχειριείται, δηλ. τας χρειωδεστέρας και προς την διδασκαλίαν των νόμων χρησιμοτέρας ˙ ». Από το απόσπασμα αυτό δεν συνάγεται, ότι ο «νομοφύλαξ» ήταν και ο «βιβλιοφύλαξ».

Ειδικά προνόμια καθιερώθηκαν για τον «νομοφύλακα»: «τοιούτοις δε χρήσεται δικαίοις και προνομίοις˙ εναριθμήσεται μεν τοις μεγαλοδόξοις συγκλητικοίς, έξει δε και καθέδραν ευθύς μετά τον επί των κρίσεων, ω και προς το ημέτερον κράτος συνεισελεύσεται, καθ' ας κακείνος ημέρας, και της ημετέρας ομιλίας και όψεως ωσαύτως αξιωθήσεται, ως καντεύθεν η προθυμότερος, τω της τιμής υπερέχοντι διαφερόντως εναβρυνόμενος. Και ρόγαν ανά παν έτος λήψεται εξ ημετέρων χειρών λίτρας τέσσαρας και βλαττίον και βαΐον, σιτηρέσιον δε χάριν έξει τάδε και τάδε». Οι διαλέξεις του νομοφύλακος δίδονταν δωρεάν προς πάντα μαθητή, «αναργύρως δε πάσι και αμισθί διαλέξη». 

Επιτρεπόταν, όμως να δέχεται δώρα, από γόνους πλούσιων οικογενειών, «πλην ει μήπου τις τούτων εξ ευδαίμονος ορμώμενος οίκου, ευγενώς τον διδάσκαλον φιλοφρονήσασθαι βούλοιτο ˙ τότε γαρ ουχ όπως απαγορεύομεν την λήψιν του διδομένου, αλλά δη και προσεπαινούμεν,...». Η νομική αυτή σχολή υπήρξε το εκκολαπτήριο των δημόσιων λειτουργών. 
Η νεαρά, μετά την έκθεση του δύσκολου εγχειρήματος της νομικής μόρφωσης και τον έπαινο των φιλοπονούντων, υποσχόταν: «...ως ουκ εις κενόν ουδ' εις μάτην τα της σπουδής υμίν έσται, αλλ' αυτοί τε τον βίον ευκλεέστερον ζήσεσθε, και πολλών μερών άρξετε της ημετέρας ηγεμονίας ˙ δήλον γαρ ως τους όνομα και δόξαν λαμπράν επί νομοθεσία λαβόντας και η βασιλεία ημών και οι μεθ' ημάς αεί βασιλεύσοντες προκρινούμεν των άλλων εν ταις διανομαίς των αρχών, και αντίδοσιν πρέπουσαν υμίν αντιδώσομεν της αγαθής προαιρέσεως».

Η νομική αυτή σχολή της Κωνσταντινούπολης υπήρξε πρότυπο για την ίδρυση παρόμοιων σχολών στην Ευρώπη, με πρώτη την νομική σχολή της Μπολόνια (έτος ίδρ. 1088 μ.Χ.). Δεν είναι τυχαίο ότι η αναβίωση των νομικών σπουδών ξεκινά για την Ευρώπη την εποχή αυτή, στην πόλη της Μπολόνια. 
Εν συντομία, οι παράγοντες που είχαν καθοριστική επίδραση προς αυτήν την κατεύθυνση είναι οι εξής: στην Ιταλία η συνέχεια της ρωμαϊκής κυριαρχίας, επέτρεψε την επιβίωση των αστικών κέντρων, την εποχή που τα αντίστοιχα ευρωπαϊκά εξαφανίστηκαν υπό την βαρβαρική κυριαρχία. Αυτά μετά την οριστική πτώση και του τελευταίου ρωμαϊκού οχυρού στους Νορμανδούς το 1071 μ.Χ. προεξήρχαν στην αστική ανάπτυξη της δυτικής Ευρώπης και στην αντίστοιχη οικονομική.

Οι συντεχνίες των εμπόρων (Universitas Mercatorum Italiae Nundinas Campaniae ac Regni Franciae Frequentantium)50 , μετέφεραν τους κανόνες της επιχειρηματικής δραστηριότητας (τον άγραφο lex mercatorum), της οποίας η ορθή λειτουργία έθετε επιτακτική την ανάγκη της δημιουργίας του κατάλληλου νομικού πλαισίου, που θα καθόριζε συναλλαγές, συμβόλαια, πιστώσεις κ.τ.λ. Ή της αντιγραφής του.

Κ. Παπαρρηγόπουλος  «Ιστορία του Ελληνικού΄Έθνους » σελ.114

Το έτοιμο νομικό πλαίσιο βρήκαν οι Δυτικοί στον Πανδέκτη του Ιουστινιανού. Ο πρώτος καθηγητής στην Δύση που ασχολήθηκε με αυτόν ήταν ο Irnerius (1055-­1125)-51, διδάσκαλος της ρητορικής της λατινικής γλώσσας. 
Η γλωσσική μεθοδολογία του, έγινε το πρότυπο της διαδικασίας προσέγγισης των ρωμαϊκών νομικών κειμένων από τους δυτικούς σχολαστικούς του μεσαίωνα (glossators). Επομένως, δύσκολα μπορεί να σταθεί συμπέρασμα για την επιβίωση νομομαθών στην Δύση, απλά και μόνο από την μελέτη του κειμένου του Πανδέκτη, εφόσον αυτό προσεγγίστηκε αρχικά με φιλολογική ερμηνευτική και όχι νομική. Από διδάσκαλος της ρητορικής ο Irnerius έγινε νομοδιδάσκαλος, και magister. Συν τω χρόνω δημιουργήθηκε και η universitas magistrorum et scolarium και προέκυψε στη Δύση το πανεπιστήμιο. Ύλη, τίτλοι, ακόμη και αυτοκρατορική προστασία αντιγράφηκαν από τα αντίστοιχα βυζαντινά. 

Η Authentica Habita (αυτοκρατορικό προνόμιο), που δόθηκε από τον Φρειδερίκο Α' Βαρβαρόσσα το 1155 μ.Χ. στους σπουδαστές της Μπολόνια, είναι το πρώτο Δυτικό αυτοκρατορικό διάταγμα και αφορούσε την νομική κατοχύρωση και προστασία τους-52. Χρειάστηκαν άλλα 58 χρόνια, για να παραχωρηθεί το άσυλο στο πανεπιστήμιο του Παρισιού το 1208 μ.Χ. μετά από εξαετή αντιπαράθεση με την Αγία Έδρα.


Ακόμη και η επίδοση διπλωμάτων στους σπουδαστές ξεκίνησε από την Κωνσταντινούπολη...!
Ακόμη και η επίδοση διπλωμάτων στους σπουδαστές ξεκίνησε από την Κωνσταντινούπολη, όπως μας δείχνει η προαναφερθείσα νεαρά: «και μη μόνον αυτούς (συμβολαιογράφους και δικηγόρους) πάντα τρόπον εκπονείν και μανθάνειν επιμελώς τα των νόμων παρά τω λογιοτάτω νομοφύλακι, αλλά μηδ' εντάττεσθαι πρότερον τοις τοιούτοις συστήμασι, πριν αν ούτος αυτός ο διδάσκαλος αυτοίς επιμαρτυρήσοι, και την εκείνων υπόληψιν επί τε τη των νόμων μαθήσει και τη λοιπή δεξιότητι ­ γλώττης άμα φωνή και χειρός γραφή ­ βεβαιώσοι».


Στο νοσοκομείο γινόταν η πρακτική εξάσκηση των σπουδαστών της ιατρικής. 
Το συγκρότημα των Μαγγάνων περιελάμβανε εκτός της Μονής του Αγίου Γεωργίου του Τροπαιοφόρου και της νομικής σχολής, νοσοκομείο και ανάκτορο. Στο νοσοκομείο αυτό γινόταν η πρακτική εξάσκηση των σπουδαστών της ιατρικής.


.Τριδιάστατη αναπαράσταση του χώρου .Ο Ιερός ναός του Αγ. Γεωργίου του Τροπαιοφόρου ,των Μαγγάνων και τα κτήρια της Μονής στην Κωνσταντινούπολη όπου εβρίσκετο η Νομική πανεπιστημιακή Σχολή .
Την πρόνοια των Μαγγάνων είχε αναθέσει ο Κωνσταντίνος Θ' στον Κωνσταντίνο Λειχούδη, μετέπειτα πατριάρχη Κωνσταντίνο Γ' (1059-­1063), κατά τον Ζωναρά: «τη δ' εκκλησία τον πρόεδρον και πρωτοβεστιάριον Κωνσταντίνον τον Λειχούδην αντικατέστησεν (ο Ισαάκιος Α' Κομνηνός), άνδρα ταις των κοινών πραγμάτων επί μακρόν εμπρέμψαντα διοικήσεσι και ανέγκλητον διαμείναντα, ώπερ ο Μονομάχος και την των Μαγγάνων ανέθετο πρόνοιαν και τα περί της ελευθερίας αυτών ενεπίστευσεν έγγραφα53».

Ο αυτοκράτορας Νικηφόρος Γ' Βοτανειάτης έδωσε τα βασιλικα ανάκτορα για να στεγασθεί το Πανεπιστήμιο...!
 Στο απόσπασμα αυτό μνημονεύεται φοροαπαλλαγή της περιοχής. Η ακριβής έννοια της λέξης πρόνοια δεν έχει διαλευκανθεί 54. Ίσως εννοείται η ηγουμενία της Μονής. Από τον ίδιο ιστορικό μαθαίνουμε, ότι στην συνέχεια ο αυτοκράτορας Νικηφόρος Γ' Βοτανειάτης (1078­-1081) χορήγησε με χρυσόβουλο την Μονή του Αγίου Γεωργίου με το ανάκτορο και την Μονή του Εβδόμου στην σύζυγό του Μαρία της Αλανίας, χήρα του Μιχαήλ Ζ' Δούκα του Παραπινάκη (1071­-1078): «ήδη γαρ ειλήφει (Μαρία η Αλανή) ταύτα ( τα ανάκτορα των Μαγγάνων) και την μονήν, αλλά μέντοι και την του Εβδόμου διά χρυσοσημάντου του Βοτανειάτου γραφής»(XVIII.21).


Ο αυτοκράτορας Νικηφόρος Γ' Βοτανειάτης

Η μέριμνα των επόμενων αυτοκρατόρων για την παιδεία αναφέρεται επίσης στον Ζωναρά. Για τον Ισαάκιο Α' Κομνηνό (1057-­1059) αναφέρει: «εβασίλευσε δε δύο ενιαυτούς και μήνας τρεις δραστήριος ων και το ήθος σοβαρόν ενδεικνύμενος, προς πράξεις οξύτατος, στρατηγικότατος τα πολέμια, λόγοις μεν ουχ ωμιληκώς, προσέχων δ' αυτοίς και τους τούτων τροφίμους προσδεχόμενος55». 
Για τον Κωνσταντίνο Ι' Δούκα (1059-­1067) αναφέρει περίπου τα ίδια: «λόγοις δε ουχ ωμιληκώς ηγάπα τούτους και τους λογίους εσέβετο, και έλεγε βούλεσθαι μάλλον εκ λόγων ή της βασιλείας γνωρίζεσθαι56».
Μέριμνα για την ανώτατη παιδεία της Κωνσταντινούπολης έλαβε και ο Αλέξιος Α' Κομνηνός (1081­ -1118), όπως μας εκμυστηρεύεται η κόρη του Άννα Κομνηνή: «επεί δε τα ωδί παιδείας εύρεν απάσης ενδεώς έχοντα και τέχνης λογικής, του λόγου πόρρω που απελαθέντος, αυτός, ει που σπινθήρες τινες ήσαν τούτου υπό σποδιά κρυπτόμενοι, αναχωνύειν ηπείγετο, και τους όσοι περί τα μαθήματα επιρρεπώς είχον, (ήσαν γαρ τινες και ούτοι βραχείς και μέχρι των Αριστοτελικών εστηκότες προθύρων,) τούτους προς μάθησιν οτρύνων ουκ ενεδίδου, προηγείσθαι δε την των θείων μελέτην της Ελληνικής παιδείας επέτρεπε-57». Εδώ συναντάται για ακόμη μια φορά το εγκωμιαστικό σχήμα που θέλει τον αυτοκράτορα να ανασταίνει μια νεκρή παιδεία. Ίσως δεν πρέπει να δοθεί προσοχή σε αυτό, αλλά απλώς να υπολογιστεί, ότι ο Αλέξιος Α' ανήκει στην μακρά σειρά των αυτοκρατόρων που μερίμνησαν για την εκπαίδευση των στελεχών της κυβέρνησής του.

Πέραν, όμως από το εκπαιδευτικό θέμα ο Αλέξιος κλήθηκε ν' αντιμετωπίσει και το πρόβλημα που δημιούργησε η παρουσία του Ιωάννη του Ιταλού (1025­-1090) στην Κωνσταντινούπολη. Αυτός γεννήθηκε στην Καλαβρία και σπούδασε στην Νότια Ιταλία, κυρίως Αριστοτέλη. Στην Κωνσταντινούπολη ήλθε το 1055 μ.Χ. και γνώρισε την πλατωνική φιλοσοφία από τον Μιχαήλ Ψελλό. Στην συνέχεια διαδέχθηκε τον διδάσκαλό του στην θέση του «Ύπατου των φιλοσόφων» στο Πανδιδακτήριον.

Ο Μιχαήλ Ψελλός ο Νεώτερος (1018-1078)συνομιλεί με το μαθητή του αυτοκράτορα Μιχαήλ τον Ζ’ τον Δούκα.Ο Μιχαήλ Ψελλός, το φωτεινότερο πνεύμα της εποχής του, εκτός από τη φιλοσοφία και τις τρεις τεχνικές επιστήμες εδίδαξε και τις τέσσερις μαθηματικές επιστήμες. Ανέπτυξε θέματα της φυσικής (για την ύλη, το χρώμα, την κίνηση, την ηχώ, τη βροχή, την βροντή και την αστραπή) στο ογκώδες έργο του «Διδασκαλία παντοδαπή» και αλλού.

Η προσπάθειά του να εισαγάγει φιλοσοφικές πλάνες στα δόγματα της Ορθόδοξης Εκκλησίας, αλλά και δυτικίζουσες αιρετικές διδασκαλίες, όπως η προσωρινότητα της κολάσεως και η μη προσκύνηση των εικόνων, αντιμετωπίστηκε από σύνοδο το 1082 μ.Χ. Την Σύνοδο συγκάλεσαν ο αυτοκράτορας Αλέξιος Κομνηνός και ο πατριάρχης Ευστράτιος Γαρίδας (1081-­1084) και προήδρευσε ο μητροπολίτης Ηρακλείας Θεόφιλος.
 Ενώπιον της Συνόδου ο Ιωάννης Ιταλός δεν αποκήρυξε τις ιδέες του αλλά έκανε μια ασαφή ομολογία πίστεως, με αποτέλεσμα την καθαίρεσή του από την θέση που κατείχε στο Πανδιδακτήριο. 
Το Συνοδικό της Ορθοδοξίας αναθεματίζει 11 από τις κακοδοξίες του. Ακολούθησε και δεύτερη δίκη ενώπιον μεικτού δικαστηρίου, με κατήγορο τον ίδιο τον Αλέξιο Κομνηνό.

Με όλα τα παραπάνω μπορεί να ξαναδιβασθεί το απόσπασμα της Αλεξιάδας, το οποίο μέσα στο έργο εμπλέκεται με την παραπάνω υπόθεση του Ιωάννη του Ιταλού, και να βγει το συμπέρασμα ότι αυτό που εννοεί η Άννα Κομνηνή, δεν αφορά την ίδια την εκπαίδευση, εφόσον το πανδιδακτήριο λειτουργούσε κανονικά, αλλά ότι δεν υπήρχε κάποιος ικανός να αντιμετωπίσει τον φιλόσοφο, και τον ρόλο αυτό ανέλαβε ο πατέρας της, κι έτσι τον εμφανίζει τελικά υπέρμαχο της Ορθοδοξίας.
 Γι' αυτό και το απόσπασμα ξεκινά: «αλλά ταύτα μεν ήσαν προ του αναχθήναι τον εμόν πατέρα εις την της βασιλείας περιωπήν˙», ενώ η εξιστόρηση του περιστατικού τελειώνει έτσι: «και μεγάλως η του βασιλέως ψυχή εδάκνετο, εις έντεκα τινα κεφάλαια τα δογματισθέντα κακώς παρά του Ιταλού συνεκεφαλαιώσατο και τω βασιλεί εξαπέστειλαν. Ο δε αυτοκράτωρ αυτά ταύτα τα κεφάλαι τον Ιταλόν αναθεματίσαι επ' άμβωνος εν τη μεγάλη εκκλησία εκέλευσεν ανακεκαλυμένη τη κεφαλή, του πλήθους άπαντος ακροωμένου και επιλέγοντος αυτοίς το ανάθεμα».

Με πολύ απλό τρόπο εξηγεί την αιτία της καταδίκης ο καθηγητής Ν. Ματσούκας: «Ο σοφός μαθητής του Ψελλού δεν φιλοσόφησε για την παίδευση, αλλά για να εξηγήσει και να υποκαταστήσει τα δόγματα της εκκλησίας, όπως λόγου χάρ είναι το δόγμα της υποστατικής ένωσης των δύο φύσεων του Χριστού. 
Αν ο φιλοσοφικός του στοχασμός επιχειρούσε να περιγράψει τις προεκτάσεις αυτού του δόγματος στη ζωή των ανθρώπων, να τις αναλύσει και να τις ερμηνεύσει δεν θα είχε ν' αντιμετωπίσει καμιά δίωξη ˙ αν με άλλα λόγια ακολουθούσε την πρότροπή του Αγίου Γρηγορίου του Ναζιανζηνού και φιλοσοφούσε περί Χριστού παθημάτων. 
Όμως επιχείρησε να υποκαταστήσει κατά κάποιο τρόπο μια εμπειρία χαρισματικής ζωής με το φιλοσοφικό στοχασμό, που τον χρησιμοποίησε "μη δια απίδευσιν μόνον ταύτα παιδευομένοις"58».

Ο Λέων παρίσταται εδώ ... εν κινήση μεταξύ του αυτοκράτορα και του άραβα ηγεμόνα Άλ -Μαμούν, δεξιά , που τον ήθελε στην αυλή του αλλά αρνήθηκε κατηγορηματικά ο αυτοκράτωρ Θεόφιλος, αριστερά  -Μία από τις κυριότερες μορφές της αναγεννήσεως των γραμμάτων και των επιστημών ήταν ο Λέων ο Φιλόσοφος ή Μαθηματικός.Χωρίς τον Λέοντα τον Μαθηματικό θα ήταν αδιανόητη η αναγέννηση των μαθηματικών σπουδών στη Δύση.
Ο Ευάγγελος Σταμάτης γράφει: «Ο Λέων αυτός είναι ο επινοήσας τα γράμματα διά τας αλγεβρικάς πράξεις…».

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Η άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους της Δ' Σταυροφορίας σήμανε μια προσωρινή διακοπή της παραδοσιακής πανεπιστημιακής εκπαίδευσης στην Πόλη, αλλά όχι και στη Ρωμηοσύνη. Στα ρωμαίικα κράτη που διαμορφώθηκαν, πρώτο μέλημα των Ρωμηών ήταν να συνεχίσουν την εκπαιδευτική τους παράδοση.

Έτσι στην αυτοκρατορία της Νίκαιας προστάτες των γραμμάτων αναδείχθηκαν ο Ιωάννης Γ' Δούκας Βατάτζης (1222-­1254) και ο Θεόδωρος Β' Λάσκαρης (1254-­1258). Δημιουργήθηκε ανώτατη σχολή, στην οποία δίδαξαν ο Θεόδωρος Εξαπτέρυγος (1180­-1236) και Νικηφόρος Βλεμμύδης (1197­-1269). Ο τελευταίος, αν και δεν πρόλαβε να μορφωθεί στην Κωνσταντινούπολη, ως μεταγενέστερος, σπούδασε σε σχολές της Μικράς Ασίας, γεγονός που δείχνει την υψηλή ποιότητα της γνώσης που παρέχονταν εκεί. Μαθητής του υπήρξε ο Γεώργιος Ακροπολίτης59 και ο αυτοκράτορας της Νίκαιας Θεόδωρος Β' Λάσκαρης. Για τον τελευταίο αναφέρεται στην Χρονική Συγγραφή του Ανωνύμου, την οποία εξέδωσε ο Κωνσταντίνος Σαθάς: «Τότε και τον του χριστομάρτυρος ήρξατο Τρύφωνος κτίσαι ναόν, και εις ο νυν οράται κάλλος και μέγεθος ήγαγε, και σχολεία γραμματικών και ρητόρων έταξεν εν αυτώ, διδασκάλους επιστήσας, και μαθητάς αποτάξας, εκ βασιλικών θησαυρών τα σιτρέσια τούτους έχειν διορισάμενος φιλοτίμως60».

ΑΛΕΞΙΟΣ Γ' ΚΟΜΝΗΝΟΣ
Στην αυτοκρατορία της Τραπεζούντας, ο Αλέξιος Α' Μέγας Κομνηνός (1204­-1222) αναδείχθηκε προστάτης των γραμμάτων 6 . Δεν μπορεί ν' αποδοθεί σ' αυτόν η ίδρυση σχολείων όλων των βαθμίδων, ειδικά στην πόλη αυτή με την εκπαιδευτική παράδοση. Χαρακτηριστική είναι η μαρτυρία του Αρμένιου Ανανία του Σιρακινού 62 στην αυτοβιογραφία του. Αυτός έζησε στο πρώτο μισό του Ζ' αι. και θεωρείται ο πατέρας των θετικών επιστημών στην Αρμενία, εισηγητής των μαθηματικών, της κοσμογραφίας και του χρονολογικού συστήματος. Σύμφωνα, λοιπόν, με τον βιογράφο του, ο Ανανίας σπούδασε θετικές επιστήμες στην Τραπεζούντα, κοντά στον φημισμένο διδάσκαλο Τυχικό 63. Ο Τυχικός παρέδιδε τα μαθήματά του στο «μαρτύριο του Αγίου Ευγενίου», προστάτη Αγίου της πόλεως. Πολλοί νέοι ερχόταν και από την Κωνσταντινούπολη, για να παρακολουθήσουν τις διαλέξεις του. Φαίνεται, όμως, ότι η προεξάρχουσα θέση της Τραπεζούντας, στην διδασκαλία των θετικών επιστημών, δεν διατηρήθηκε. 
Έτσι τον Ι' αι. ο Άγιος Αθανάσιος ο Αθωνίτης, γεννημένος στην πόλη αυτή περίπου το 925 μ.Χ. αφού έλαβε την στοιχειώδη εκπαίδευση, αναγκάστηκε να μεταβεί στην Κωνσταντινούπολη, για να συνεχίσει τις σπουδές του 64. Μπορούμε, λοιπόν, ν' αποδώσουμε την αναδιοργάνωση της ανώτατης σχολής των θετικών επιστημών στον Αλέξιο Α'. Η σχολή αυτή λειτούργησε από το 1204 έως το 1261 μ.Χ. Οπότε και η πόλη κατελήφθη από τους Οθωμανούς.

Ο Μέγας Φώτιος, Πατριάρχης Κων/πόλεως, θεολόγος, φιλόλογος και φιλόσοφος, αλλά και γεωγράφος, αρχαιολόγος, μαθηματικός και ιατρός (πανεπιστήμων άνθρωπος)

Από τους σημαντικούς λόγιους που σπούδασαν ή δίδαξαν στην Τραπεζούντα σημειώνουμε τους εξής:
Γνωστός διδάσκαλος της σχολής ήταν ο Χοιροβοσκός

Ο Ιωάννης Ξιφιλίνος, υπήρξε επιτομιστής του Δίωνα Κασσίου. Η επιτομή του αποτελεί βασική πηγή της χαμένης ιστορίας του Δίωνα Κασσίου. Ήταν απόφοιτος της Μαγναύρας.

Λίγα γνωρίζουμε για τον Αλέξιο Μακρεμβολίτη. Ότι γνωρίζουμε προέρχεται από από τα γραπτά του. Ανήκε στη πολιτική αριστοκρατία της Κωνσταντινούπολης προερχόμενος από οικογένεια πολύ μορφωμένη. Πιθανολογείται ότο ο Αλέξιος σπούδασε στο Πανεπιστήμιο της Κωνσταντινούπολης και υπήρξε συγγραφέας, φιλόσοφος και βυζαντινός πολιτικός πού έζησε τον 14ο αιώνα στη Κωνσταντινούπολη και απεβίωσε μεταξύ του 1449 και του 1353.

Ο Βάρδας (816-866), αντιβασιλέας της βυζαντινής αυτοκρατορίας από το 856 έως το 866,, οργάνωσε τη σχολή της Μαγναύρας, η οποία αποτέλεσε σταθμό για τη βυζαντινή εκπαίδευση.

Ο Γέωργιος Γεμιστός ή Πλήθων (Κωνσταντινούπολις 1355 – Μυστράς 1452) υπήρξε νεωπλατωνικός βυζαντινός φιλόσοφος πού επηρέασε την ουμανιστική κουλτούρα της πρώϊμης ιταλικής Αναγέννησης.

Ο αστρονόμος Γρηγόριος Χιονιάδης (13ος­14ος αι.)

Ο ιατρός Γεώργιος Χρυσοκόκκης, με γνώσεις μαθηματικών, αστρονομίας, γεωγραφίας

Ο λόγιος Μητροπολίτης Ιωσήφ Λαζαρόπουλος

Ο λόγιος κληρικός και αξιωματούχος Κωνστανίνος Λυκίτης (13ος­14ος αι.), με πεδίο έρευνας την οπτική

Ο Μανουήλ Τραπεζούντιος, μαθηματικός του 14ου , ο οποίος κατά πολλούς ίδρυσε αστεροσκοπείο στην Τραπεζούντα. Πεδίο έρευνας η τριγωνομετρία.

Ο χρονογράφος του κράτους της Τραπεζούντας Μιχαήλ Πανάρετος, συγγραφέας του Χρονικού περί των Μεγάλων Κομνηνών για την περίοδο 1204­1390, και με τον συνεχιστή μέχρι το 1426

Ο μητροπολίτης Νίκαιας και στη συνέχεια καρδινάλιος της δυτικής εκκλησίας Βησσαρίων (1389­)65.

Φανταστικό απέδειξε η σύγχρονη έρευνα το πρόσωπο του Θεωνά, το έργο του χαλκευμένο, αποκύημα του περιβόητου πλαστογράφου του 19ου αι. Κωνσταντίνου Σιμωνίδη66.
Στο δεσποτάτο της Ηπείρου την καλλιέργεια των γραμμάτων σηματοδοτεί η παρουσία του λόγιου Κωνστατίνου Ερμονιακού. Αυτός δίδαξε στην Άρτα στις αρχές του 14ου αι.

Αν λάβουμε υπόψη μας, ότι στις δύσκολες ώρες της Ρωμανίας, που ακολούθησαν την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους, το 1204 μ.Χ. οι τοπικοί Ρωμηοί βασιλείς που αναδείχθηκαν, έδειξαν ιδιαίτερη φροντίδα για την παιδεία, καταλήγουμε σε χρήσιμα συμπεράσματα.
Η μέριμνα για την παιδεία κάθε βαθμίδας, αποτελούσε τομέα της πολιτικής των αυτοκρατόρων της Ρωμανίας, μέχρι την οριστική κατάλυση της αυτοκρατορίας από τους Οθωμανούς. Και η παιδεία αυτή ήταν πολύ συγκεκριμένη.
Ήταν η συνέχεια εκπαιδευτικής παράδοσης των αρχαίων Ελλήνων, μια κληρονομιά, της οποίας η διαφύλαξη ήταν ευθύνη τους. Βέβαια, δεν την διαφύλαξαν, ως αρχειακό τμήμα κάποιας βιβλιοθήκης, αλλά ως ζωντανή μαθησιακή διαδικασία. Την ενστερνίστηκαν, την προσάρμοσαν, την ανέπτυξαν και την μετέδωσαν. Μέσα από αυτή την διαδικασία αναδείχθηκαν μεγάλοι λόγιοι και επιστήμονες των Μέσων Χρόνων, με εμβέλεια μεγαλύτερη των ορίων της αυτοκρατορίας και διαχρονική αξία.
Η φροντίδα που επέδειξαν προσωπικά οι αυτοκράτορες, σε ελάχιστες περιπτώσεις έγινε επέμβαση, αλλά ήταν το ζητούμενο της αναζήτησης της αλήθειας, που ακύρωνε τέτοιου είδους ενέργειες και επανέφερε την ορθή γραμμή, στιγματίζοντας οποιαδήποτε παρεμβατική συμπεριφορά ως τυραννία. Αυτό εφαρμόστηκε σε όλους τομείς της επιστήμης, κυρίως στην ιστοριογραφία, την οποία ως επιστήμη παρέλαβαν από την Αρχαία Ελλάδα και ως τέτοια την διατήρησαν.
Συνεπώς, δεν έχουν καμιά δόση αντικειμενικότητας οι απόψεις, που θέλουν την ιστοριογραφία της μακράς αυτής περιόδου, να είναι κατευθυνόμενη και αποκλειστικά αυτοκρατορική και πρωτευουσιάνικη. Είναι πάμπολα τα παραδείγματα, που η ιστορία, είτε γράφτηκε με θουκιδίδεια πρότυπα, είτε πιο εκλαϊκευτικά, στράφηκε, δίκαια ή άδικα, ενάντια της επίσημης πολιτικής, ακόμη και προσωπικά.

Δεν είναι λάθος, λοιπόν, αν ειπωθεί με σιγουριά, ότι η φροντίδα για τις σχολές ανώτατης παιδείας, ήταν κομμάτι της πολιτικής ιδεολογίας της Ρωμανίας. Η ύπαρξη τέτοιου είδους σχολών στην πρωτεύουσα του κράτους συνέβαλε στην αίγλη της Κωνσταντινουπόλεως. Η φήμη των σχολών αυτών καθιστούσε την Πόλη πνευματική πρωτεύουσα. 
Η προσέλευση σπουδαστών από την Δύση, η ζήτηση που είχαν οι Ρωμηοί καθηγητές στην Ανατολή, προσέδιδαν ουσία στον όρο «οικουμενικός». 
Η Κωνσταντινούπολη υπήρξε οικουμενική πνευματική πρωτεύουσα, γι' αυτό και δεν μπορούμε να μιλάμε για Σκοτεινούς Αιώνες στην Ρωμανία. 
Από την άλλη, ο τρόπος με τον οποίο εκδήλωσαν την φροντίδα τους για την εκπαίδευση οι Ρωμηοί αυτοκράτορες, υπήρξε υπόδειγμα για την ανάπτυξη ανάλογων πολιτικών στάσεων έναντι της παιδείας σε όλη την Ευρώπη.
 Κατά συνέπεια, το Πανεπιστήμιο ως θεσμός, όπως το γνωρίζουμε να λειτουργεί σήμερα, γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη.



Σχολές και θετικοί επιστήμονες της
Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας 

ΟΙ ΜΑΘΗΤΕΣ,ΟΙ ΦΙΛΟΣΟΦΟΙ-Αναφέρεται ότι στο Πανδιδακτήριο δίδασκαν τριάντα καθηγητές, δεκαπέντε στην ελληνική γλώσσα, γραμματική και φιλολογία, ενώ άλλοι δεκαπέντε δίδασκαν στη λατινική γλώσσα, ρωμαϊκή φιλολογία, φιλοσοφία και νομικά.Το Πανδιδακτήριο βελτιώθηκε τον 10ο αιώνα με πρωτοβουλίες του Αυτοκράτορα Κωνσταντίνου του Πορφυρογέννητου ο οποίος ενίσχυσε ηθικά αλλά και υλικά διδάσκοντες και σπουδαστές.Τον 11ο ο Κωνσταντίνος ο Μονομάχος μεταρρύθμισε το Πανδιδακτήριο και ίδρυσε δυο σχολές, το «Διδασκαλείον των Νόμων» και το «Γυμνάσιον» (φιλοσοφική). Στο Γυμνάσιον διδάσκονταν όλες οι επιστήμες, εκτός από τα νομικά που σπούδαζαν οι μελλοντικοί νομικοί, δικαστές και υπάλληλοι στο "Διδασκαλείο των Νόμων".Στο Γυμνάσιο, στη φιλοσοφική σχολή, διευθυντής («Ύπατος των Φιλοσόφων») τέθηκε ο Μιχαήλ Ψελλός και μετέπειτα ο Ιωάννης ο Ιταλός.Στο Διδασκαλείο των Νόμων διευθυντής έγινε ο Ιωάννης Ξιφιλίνος, Νομοφύλαξ του κράτους

Κάθε άλλο παρά “παπαδίστικη θεολογία” και τίποτε άλλο διδασκόταν στο Πανδιδακτήριον Κων/πόλεως, μάλιστα η θεολογία δεν αποτελούσε καν αντικείμενο του πανεπιστήμιου.
Ο Παν. Κανελλόπουλος, στην Ιστορία του Ευρωπαϊκού Πνεύματος, τονίζει ότι το πανεπιστήμιο ήταν οργανωμένο σύμφωνα με τα παλαιά πρότυπα των εθνικών ανώτατων σχολών. Διδασκόταν γραμματική, ρητορική (συνδυασμένη μ’ αυτήν ήταν η φιλολογία), διαλεκτική (γενικότερα η φιλοσοφία), καθώς και αριθμητική, γεωμετρία,αστρονομία, μουσική.
Παράλληλα με τους κλάδους αυτούς ίσχυε ως ιδιαίτερο σύστημα γνώσεων η επιστήμη του Δικαίου. Η ιατρική μπορεί να διδασκότανανεξάρτητα, μπορεί όμως και συνδυασμένη μ’ έναν από τους άλλους βασικούς κλάδους τεχνών και επιστημών. Και τώρα το αξιοσημείωτο (γράφει ο Κανελλόπουλος):Περίεργο είναι ότι η θεολογία δεν ήταν κλάδος σπουδών στο κοσμικό πανεπιστήμιο.Λειτουργούσε , ως ιδιαίτερο ίδρυμα που δεν είχε άμεση σχέση με το κράτος, η Πατριαρχική Σχολή, όπως και άλλες σχολές σε μοναστήρια. (Με περιφημότερη την σχολή της μόνης του Στουδίου, στην Κων/πολη.)
Να αναφέρουμε επίσης ότι επί Ιουστινιανού η Νομική Σχολή ανεξαρτητοποιήθηκε και είχε 5ετες πρόγραμμα σπουδών. Αξιοσημείωτο επίσης είναι ότι στο Πανδιδακτήριο η φοίτηση ήταν δωρεάν!
Αυτά για τις σπουδές στην Πόλη την “κοινή των Ελλήνων εστία, διατριβή των μουσών, της επιστήμης απάσης διδάσκαλον, την των πόλεων βασιλίδα”, όπως την χαρακτηρίζει ο Ανδρόνικος Κάλλιστος στην “Μονωδία επί τη δυστυχεί Κωνσταντινουπολει” (μετά την άλωση).

Επειδή αναφέραμε τον Νικηφόρο Γρηγορά, αξίζει να πούμε ότι πρώτος ανακάλυψε το λάθος του Ιουλιανού ημερολογίου, 250 χρόνια περίπου πριν καθιερωθεί στην Δύση το Γρηγοριανό. Άλλοι μεγάλοι θετικοί επιστήμονες… μεγάλες μορφές σαν τον Ιωάννη τον Φιλόπονο (θεμελιωτή της Ουράνιας μηχανικής 10 αιώνες πριν τον Γαλιλαίο, τελειοποίησε όργανα όπως ο αστρολάβος κ.α.),τον Συνεσιο τον Κρηναίο, τον Λέοντα τον Μαθηματικό, τον Ανθέμιο και τον Ισίδωρο κ.α. πολλοί.


 Ι-Μερικές από τις ανώτερες και ανώτατες σχολές επί Βυζαντίου


1. Πανεπιστήμιο της Κωνσταντινουπόλεως 5ος – 15ος αιώνας
 Άκμασε από τον 10-13ο αιώνα. Τότε οι καθηγητές ονομάζονταν “φιλόσοφοι” και“μαΐστροι” και οι έδρες “θρόνοι”. Λειτούργησε μέχρι την Πτώση. Περιελάμβανε αίθουσες διδασκαλίας αλλά και πολυτελείς βιβλιοθήκες.

2. Σχολή της Νίκαιας. Λειτούργησε στην Νίκαια από το 1204 έως το 1261.

3. Πατριαρχική ακαδημία. Ιδρύθηκε τον 13ο αιώνα.

4. Σχολή της Θεσσαλονίκης. Ιδρύθηκε το 1330

5. Σχολή του Μυστρά. Ιδρύθηκε το 1390

6. Σχολή της Μονής του Προδρόμου , ιδρύθηκε από τον Ιωάννη Βατάτζη και με διευθυντή τον Νικηφόρο Βλεμμύδη.

7. Σχολή του Νικηφόρου Γρηγορά ,στην Κωνσταντινούπολη.

8. Ακαδημία των Θετικών επιστημών της Τραπεζούντας. Γνώρισε μεγάλη ανάπτυξη επί Μεγαλοκομνηνων. Καλλιεργήθηκαν κατά την περίοδο 1204-1461 τα μαθηματικά και η αστρονομία. Σύμφωνα με τον Δ. Κωτσακη στο βιβλίο του ” Διδάσκαλοι του γένους και αστρονομία” Α9ήνα 1983, ” κατά πάσα πι9ανότητα , λειτουργούσε κοντά σ’ αυτήν και αστεροσκοπείο” Ο Σ. Πλακιδης γράφει ότι είχαν αναπτυχθεί τόσο πολύ τα μαθηματικά και κυρίως η αστρονομία ώστε πολλοί που ενδιαφερόντουσαν γι’ αυτήν έφευγαν ακόμη και από την Πόλη για να σπουδάσουν στην Τραπεζούντα.

9. Σχολή της Σμύρνης. Ιδρύθηκε από τον Νικηφόρο Βλεμμύδη τον 13ο αιώνα.

10. Σχολή της Καισαρείας

11. Σχολή της Εφέσου
κλπ.
[Σημ. Στους αλχημιστές αυτούς υπάρχουν μερικά χρονολογικά λάθη` εν πάση περιπτώσει.]


ΙΙ-θετικοί επιστήμονες επί Βυζαντίου


1. Ζώσιμος 4ος-5ος αι. Έλληνας Αλχημιστής από την Πανόπολη της Αιγύπτου.
Αυτός πρώτος χρησιμοποίησε την λέξη “Χημεία” από την τέχνη της μαύρης γης της
Αιγύπτου που ονομάζεται “χεμ”. Ένα από τα έργα του “περί ζύθων ποιήσεως” αποτελεί την αρχαιότερη συνταγή Παρασκευής μπύρας.

2.Πελαγιος 4ος-5ος αι. αλχημιστής

3. Δημόκριτος 4ος-5ος αι, αλχημιστής

4. Μαρια η Ιουδαία 4ος-5ος αι. Αλχημίστρια , μαθήτρια του Δημοκρίτου

5. Αστέριος ο Αμασιεύς 5ος αι. συγγραφέας με σπουδές στα μαθηματικά και την αστρονομία.

6. Ιάκωβος 5ος αι. Ιατρός , φαρμακολόγος και βοτανολόγος

7. Προκλος ο Βυζάντιος 5ος-6ος αι. Μαθηματικός και φιλόσοφος

8. Αετιος 5ος-6ος αι. Ιατρός , φαρμακολογος και βοτανολόγος

9. Αμμώνιος 5ος-6ος αι. Φιλόσοφος , μαθηματικός και αστρονόμος

10.Ερμίας ο Αλεξανδρευς 5ος-6ος αι. Φιλόσοφος και μαθηματικός

11.Ασκληπιόδωρος ο Αλεξανδρεύς 5ος-6ος αι. Ιατρός .Μαθηματικός και νεοπλατωνικός φιλόσοφος

12.Δίδυμος 5ος-6ος γεωπόνος

13. Ιωάννης ο Λυδός 490-565 Ιστορικός , νομικός και αστρονόμος από την Φιλαδέλφεια.

14.Ιουλιανός ο αρχιτέκτονας 5ος-6ος αι. Μηχανικός και αρχιτέκτονας. Γνωστός από έναν μηχανισμό άντλησης νερού τον οποίον εφεύρε.

15.Μαρίνος ο Νεαπολίτης 5ος-6ος αι. Νεοπλατωνικός και μαθηματικός. Διάδοχος του Πρόκλου στην Ακαδημία.

16. Σιμπλίκιος 5ος-6ος αι. Φιλόσοφος και μαθηματικός Δίδαξε στην Ακαδημία μέχρι που έκλεισε και μετά το κλείσιμο της πήγε στην Περσία για 5 χρόνια , όπου δίδαξε. Επέστρεψε όμως και δίδαξε στην Κωνσταντινούπολη.

17.Ασκληπιος ο Τραλλειανος 6ος αι. Νεοπλατωνικός και γεωμέτρης

18. Ανθέμιος ο Τραλλειανος 6ος αι. αρχιτέκτονας (Αγια Σοφία) και συγγραφέας

19.Ηλιόδωρος ο Νεοπλατωνικός 6ος αι. Φιλόσοφος ,μαθηματικός και αστρονόμος

20.Ισιδωρος ο Μιλησιος 6ος αι. Αρχιτέκτονας και μαθηματικός Ολοκλήρωσε την Αγια Σοφία.Ίδρυσε στην Πόλη Σχολή Μηχανικών και υπήρξε δάσκαλος τους τελευταίου διευθυντή της Ακαδημίας Αθηνών του Δαμάσκιου.

21.Ισιδωρος ο Μιλησιος ο Νεώτερος 6ος αι. Αρχιτέκτονας και μηχανικός. Ανιψιός του προηγούμενου. Ανοικοδόμησε τον τρούλο της Αγίας Σοφίας όταν έπεσε λόγω σεισμού το 558.

22.Δαμασκιος 6ος αι. Έλληνας νεοπλατωνικός και μαθηματικός , από την Δαμασκό. Τελευταίος διευθυντής της Ακαδημίας.

23.Ευτοκιος 6ος αι. Μαθηματικός

24.Ηρων 6ος αι. Μαθηματικός

25.Ιεροκλης 6ος αι. Γεωγράφος

26. Ιωάννης ο Φιλόπονος 6ος αι. Φιλόσοφος , μαθηματικός και αστρονόμος.Μεγάλη φιλοσοφική και πνευματική διάνοια του Βυζαντίου. Το έργο του άσκησε μεγάλη επίδραση στις φυσικές επιστήμες του μεσαίωνα αλλά και των νεότερων χρόνων.

27.Καισαριος 6ος γεωγράφος

28.Κοσμας ο Ινδικοπλευστης 6ος Γεωγράφος και τοπογράφος

29. Λεοντιος 6ος αι. Μαθηματικός , φιλόσοφος και μηχανικός

30.Διονυσιος ο Μικρός 6ος αι. Αστρονόμος

31. Ολυμπιοδωρος 6ος αι. Νεοπλατωνικός και μαθηματικός

32 Πρόκλος ο Μητροπολίτης 6ος αι. μαθηματικός και αστρονόμος

33. Ρητοριος ο Βυζαντινός 6ος αι. Αστρονόμος.

34. Στέφανος ο Βυζάντιος 6ος αι. Γεωγράφος

35. Σωτηριχος 6ος αι. μαθηματικός και φιλόσοφος

36.Βασσιος Κασσιανος 6ος-7ος αι. Συγγραφέας γεωπονικών και φυσιογνωστικών έργωνΤο έργο του “Γεωπονικά” θεωρείται το καλύτερο της βυζαντινής φυσιογνωμίας και αποτελείται από 26 βιβλία.

37.Αλεξανδρος ο Τραλλειανος 525-605 Ιατρός , φαρμακολόγος και βοτανολόγος
Είναι ο πρώτος που χορήγησε σίδηρο ως εσωτερικό φάρμακο.

38.Τιμοθεος ο Γαζαιος 6ος-7ος αι. Ζωολόγος , γραμματικός

39.Γεωργιος ο Κύπριος 6ος-7ος αι. Γεωγράφος

40. Αριστοφάνης 6ος-7ος αι. ζωολόγος

41. Πισιδης Γεωργιος 6ος-7ος αι. Αστρονόμος , ζωολόγος , βοτανολόγος Πίστευε στην σφαιρικότητα της γης.

42. Καλλίνικος 7ος αι. Έλληνας μηχανικός από την Ηλιούπολη της Συρίας εφευρέτης του “υγρού πυρός”

43. Θεόδωρος ο Καντερβουριας 602-690 Έλληνας και πρώτος αρχιεπίσκοπος Caterbury , από την Ταρσό της Κιλικίας. Σπούδασε μαθηματικά , φιλοσοφία και αστρονομία στην Κωνσταντινούπολη. Είναι ο πρώτος που ίδρυσε βιβλιοθήκες και σχολεία στην Αγγλία , φροντίζοντας να διδάσκονται εκεί η αριθμητική και η ελληνική γλώσσα. Θεωρείται ο ιδρυτής της αγγλοσαξονικής φιλολογίας και ο ιδρυτής των πρώτων μεγαλόπρεπων ναών της ευρύτερης περιοχής του Λονδίνου. Είναι άγιος της καθολικής Εκκλησίας , αν και Έλληνας.

44.Θεοδωρος ο πρωτοσπαθάριος 610-642 Ιατρός και φαρμακολογος έγραψε έργο με συνταγές φαρμάκων

45. Παύλος ο Αιγινήτης 7ος αι. Ιατρός , φαρμακολόγος , ζωολόγος , φυτολόγος από την Αίγινα

46. Στέφανος ο Αλεξανδρευς 7ος αι. αστρονόμος και μαθηματικός , φαρμακολογος

47. Σιμοκαττος θεοφύλακτος 7ος αι. γεωπόνος

48. Θεόφιλος ο Εδεσσηνος 695-785 αστρονόμος και λόγιος. Μετέφρασε τον Όμηρο στα αραβικά

49. Αρεθας 9ος αι. μαθητής του Λέοντος του Μαθηματικού

50. Θεοδηγιος 9ος αι. καθηγητής αστρονομίας και των μαθηματικών στη Σχολή της Μαγναύρας και λόγιος.

51. Θεόδωρος ο Γεωμέτρης 9ος αι. Καθηγητής γεωμετρίας στη Σχολή της Μαγναύρας

52. Λέων ο Μαθηματικός 9ος αι. Γεννήθηκε στην Θεσσαλία , σπούδασε στην Άνδρο και στην Πόλη.Ένας από τους μεγαλύτερους μαθηματικούς , είναι ο πρώτος που εισήγαγε τα γράμματα στην θεωρητική αριθμητική και άλγεβρα. Γεωμέτρης , μηχανικός , αστρονόμος και φιλόσοφος. Πρύτανης της Σχολής της Μαγναύρας δίδαξε σ’ αυτή τετρακτυ (Γεωμετρία , αστρονομία , αριθμητική και μουσική)
Κατασκεύασε τον πρώτο οπτικό τηλέγραφο που αναφέρεται στην Ιστορία ο οποίος
τοποθετήθηκε στην Ταρσό της Κιλικίας. Διέσωσε πολλά αρχαία κείμενα.

 53.Φωτιος ο Α θεολογος, νομικος, ιστορικος, φιλοσοφος, γεωγραφος, αστρονομος, μαθηματικος πατριάρχης Κων/πολεως

54. Κωνσταντίνος ο Σικελός 9οσ-10ος αι. μαθηματικός.

55. Γρηγοριος 10ος αι. καθηγητής αστρονομίας στο Πανεπιστήμιο της Μαγναύρας
Επινόησε έναν βελτιωμένο τύπο αστρολαβουτον οποίον ονόμασε “κόσμημα
μαθηματικόν”. Θεωρείται ο πρόδρομος των αστρονομικών παραδοχών του 14ου-15ου αι.

56. Ήρων ο Βυζαντινός 10ος αι. Μαθηματικός , αρχιτέκτονας και μηχανικός αναφέρεται ως ο επινοητής του “επιμονιδιου φαρμάκου” το οποίο προκαλούσε τόνωση του οργανισμού και καταπράυνση του αισθήματος της πείνας.

57.Νικηφορος Πατρίκιος 10ος αι καθηγητής γεωμετρίας στο πανεπιστήμιο Μαγναύρας

58.Ελευθεριος Ζεβεληνος 11ος αι αστρονόμος

59.Ιωαννης ο Ιταλός 11ος αι. Φιλόσοφος, μαθηματικός

60.Συμεων Σηθης 11ος αι. Αστρονόμος , βοτανολόγος και ιατρός

61.Μιχαηλ Ψελλός 1018 – 1096 φιλόσοφος , μαθηματικός , αστρονόμος , φυσικός , νομικός και φιλόλογος Πρύτανης του Πανεπιστήμιου Κωνσταντινουπόλεως
Σπούδασε στην Αθήνα και στην Πόλη.

62. Μάρκος ο Έλλην 11ος αι. λόγιος και αστρονόμος

63. Μιχαήλ ο Εφεσιος 11ος αι. καθηγητής του πανεπιστήμιου Κων/πολης

64. Ιεροφιλος ο Σοφιστής 12ος αι. Διαιτολόγος , φαρμακολογος

65. Νεόφυτος ο Μοναχός 12ος αι. εισηγητής των “ινδικών αριθμών” στο Βυζάντιο

66.Προδρομος ο Μοναχός 12ος αι. Μαθηματικός , αστρονόμος αλλά και μονάχος ερημίτης δάσκαλος του Νικηφόρου Βλεμμύδη

67.Μιχαηλ ο Ιταλικός 12ος ασχολήθηκε και με αστρονομία.

68. Νικηφόρος Βλεμμύδης 1197-1272 μαθηματικός. Αστρονόμος , γεωγράφος , ιατρός , θεολόγος η μεγαλύτερη πνευματική μορφή του 13ου αιώνα σπούδασε στην Νίκαια 4 χρόνια κλασσικές σπουδές και ιατρική στην Σμύρνη παρακολούθησε μαθήματα αριθμητικής , γεωμετρίας αστρονομίας και οπτικής στη Σκάμανδρο της Τρωάδας. Έγραψε πολλά φυσικομαθηματικά βιβλία.

69. Γεώργιος Ακροπολίτης 1220 – 1282 πολιτικός , μαθηματικός , αστρονόμος ίδρυσε στην Πόλη βιβλιογραφικό εργαστήριο για να αντιγράφονται και να διασώζονται κείμενα και έργα προγενέστερων και αρχαίων.      ΔΕΣ : ΚΑΤΑ ΛΑΤΙΝΩΝ 

70. Νικόλαος Μυρεψος 1222 – 1255 ιατρός, βοτανολόγος Συγγραφέας του έργου “Δυναμερον” που περιλαμβάνει 2656 ιατρικές συνταγές Αυτό το βιβλίο αποτέλεσε μέχρι και τον 15ο αιώνα το επίσημο φαρμακευτικό κώδικα της Δύσης και το επίσημο σύγγραμμα της ιατρικής σχολής του Παρισιού.

71. Μανουήλ Ολοβολος 1240 – 1290 αστρονόμος και μαθηματικός

72. Γεώργιος Παχυμερης 1242 – 1310 μέγας φιλόσοφος , μαθηματικός , αστρονόμος και ιστορικός ασχολήθηκε με τον Διοφαντο. θεωρείται από τους πρώτους βυζαντινούς που ασχολήθηκαν με τα γραμμικά συστήματα. Έγραψε την τετραβιβλο (quadrivium)

73.Μά;(ξ) χιμος Πλανούδης 1255 – 1310 μαθηματικός , αστρονόμος , βιβλιογραφος και φιλόλογος

74. Μανουήλ Βρυέννιος 14ος αι. Αστρονόμος , μαθηματικός , θεωρητικός μουσικός

75. Θεόδωρος Μετοχιτης 1260 – 1332 Πρόδρομος της ανθρωπιστικής αναγέννησης του 15ου αιώνα. Μεγάλη επιστημονική μορφή του Βυζαντίου. Αστρονόμος , μαθηματικός , φιλόσοφος και ιστορικός Γράφει ο Μετοχιτης (τέλη 13ου αιώνα) “… σε μας που έχουμε την ίδια καταγωγή και την ίδια γλώσσα με κείνους (τους αρχαίους Έλληνες) και είμαστε διάδοχοι τους..”

76. Μανουήλ Φίλης 1275 – 1345 βοτανολόγος , ζωολόγος

77.Βαρλαάμ ο Καλαβρός 1290 – 1348 Έλληνας φιλόσοφος , αστρονόμος , μαθηματικός Δάσκαλος του Πετράρχη και του Βοκκακίου. Γράφει ο Βοκκάκιος σε ένα γράμμα του για τον Βαρλαάμ ”..,δεν υπήρχε ανάμεσα στους Έλληνες άλλος άνθρωπος με τόση αληθή σοφία και τόσες αμέτρητες γνώσεις” θεωρείται ένας από τους πρόδρομους της αναγέννησης. Ο Στηβεν Ρανσιμαν (“η τελευταία βυζαντινή αναγέννηση” σελ.82) τον θεωρεί ως έναν από τους ιδρυτές της σύγχρονης άλγεβρας. Ίδρυσε σχολή στην Θεσσαλονίκη στην οποία διδάσκονταν η φιλοσοφία , η αστρονομία και τα μαθηματικά.

78. Νικηφόρος Γρηγορας, από την Ηράκλεια του Πόντου 1295 – 1359 Μεγάλος σοφός της εποχής των Παλαιολόγων. Αστρονόμος και μαθηματικός και πλατωνικός φιλόσοφος. Μελέτησε επισταμένως το ζήτημα του ημερολόγιου και τον καθορισμό της εορτής του Πάσχα. Εξακρίβωσε το σφάλμα κατά τον υπολογισμό της πανσελήνου μετά την εαρινή ισημερία και βάσει αυτού κατάρτισε σχέδιο διόρθωσης του Πασχαλιου. Το σχέδιο το υπέβαλλε προς συζήτηση σε ομάδα σοφών την “Λογικήν Πανηγυριν” και στον αυτοκράτορα Ανδρόνικο Β’ το 1324. Το σχέδιο εγκρίθηκε, αλλά για να μην γίνει σύγχυση μεταξύ των αμαθών και προκαλέσει διχασμό στην εκκλησία , δεν προέβη στην διόρθωση. Έτσι η αλλαγή του ημερολογίου δεν έγινε το 1324,αλλα το 1578 από τον παπα Γρηγόριο τον 13ο και την Δύση.

79. Γρηγόριος Χιονιάδης 13ος-14ος αι. Αστρονόμος και ιατρός στην Τραπεζούντα. Καθηγητής αστρονομίας στην Ακαδημία θετικών επιστήμων Τραπεζούντας.

80. Κωνσταντίνος Λυκιτης 13ος – 14ος αι. Αστρονόμος. Δίδαξε στην Ακαδημία Τραπεζούντας. Μελέτησε και ασχολήθηκε και με την οπτική.

81. Ιωάννης Πεδιασιμος 13ος-14ος αι. Πρύτανης του Πανεπιστήμιου Κων/πολεως. έγραψε έργα με μαθηματικό / γεωδαιτικό περιεχόμενο.

82. Ιωάννης Αβραμιος 14ος αι. Αστρονόμος , ιατρός

83. Ελευθέριος ο Ηλειος 14ος αι. αστρονόμος

84. Θεόδωρος Μελιτηνιωτης 1310 – 1389 Ο μεγαλύτερος ίσως αστρονόμος του Βυζαντίου μετά τον Γρηγορα.

85.Ισαακ Άργυρος 1310 – 1372 μαθηματικός , αστρονόμος.

86. Δημήτριος Κυδωνης 1324 – 1398 πολιτικός , θεολόγος και μαθηματικός μεταλαμπάδευσε στην Δύση πολύτιμες μαθηματικές γνώσεις.

87.Νικολαος Ραβδας 14ος αι. μαθηματικός από την Σμύρνη

88. Μανουήλ Μοσχοπουλος 14ος αι. λόγιος και μαθηματικός

89. Μιχαήλ Βαλσαμων 14ος αι. ιερωμένος. φιλόσοφος και μαθηματικός

90. Γεώργιος Γεωμέτρης 14ος αι. μαθηματικός

91, Δημήτριος ο Πεπαγωμενος 14ος αι. Ζωολόγος , πτηνολογος , φαρμακολογος και ιατρος

92.Ιωαννης Κατραρης 14ος αι. Έζησε στην Θεσσαλονίκη , κωμωδιογράφος και αστρονόμος

93.Νικολαος Καβάσιλας 14ος αι. Μαθηματικός. Αστρονόμος και θεολόγος Σε επιστολή του έδωσε μια ερμηνεία στα αίτια του σχηματισμού του ουράνιου τόξου. Εκτέλεσε πειράματα πάνω στην διάθλαση του φωτός και στην πορεία των ακτινων , μέσα σε μια διάφανη σφαίρα με νερό. Στις εργασίες του Καβάσιλα στηρίχτηκαν οι δυτικοί για να εξηγήσουν το ουράνιο τοξο. Το 1611 ο Μαρξ Αντώνιο ντε ντομινις δημοσίευσε μια εξηγηση για το ουράνιο τόξο που δεν διαφέρει από την εξήγηση του Καβάσιλα 3 αιώνες πριν.

94. Ανδεας Λιβαδηνος 14ος αι. Αστρονόμος , γεωγράφος

95. Μανουήλ ο Τραπεζούντιος 14ος αι. Κληρικός , μαθηματικός και αστρονόμος δίδαξε μαθηματικά στην Ακαδημία θετικών επιστημων Τραπεζούντας. θεωρείται από πολλούς ότι ίδρυσε αστεροσκοπείο στην Τραπεζούντα. Επί εποχής του αναπτύχθηκε στην Ακαδημία η τριγωνομετρία.

96. Νεόφυτος Προδρομηνος 14ος αι. Βοτανολόγος

97.Γεωργιος Χρυσοκοκκης 14ος αι. αστρονόμος. Μαθηματικός και γεωγράφος Δίδαξε αστρονομία στην Ακαδημία Τραπεζούντας.

98.Μανουηλ Χρυσολωράς 14ος-15ος αι. Αστρονόμος , φιλόσοφος

99. Γεώργιος Γεμιστός (Πλήθων) 1355 – 1452 Μεγάλος Βυζαντινός φιλόσοφος , αστρονόμος και μαθηματικός .Γνωστό το έργο του.

100. Ιωάννης Χορτασμένος 1370 – 1437 αστρονόμος , μαθηματικός και γεωγράφος

101. Γεώργιος Αμιρουτσης 15ος αι. μαθηματικός και αστρονόμος Μέγας Λογοθέτης του Δαβίδ Κομνηνού τον οποίον πρόδωσε κατα πολλούς και “τιμήθηκε” από τον Μεχμετ τον τούρκο. 

Τα ονόματα και τα σύντομα βιογραφικά πάρθηκαν από το βιβλίο ”Οι θετικοί επιστήμονες της Βυζαντινής Εποχής” των Β.+Σ.Σπανδαγου και Δ. Τραυλού. εκδόσεις Αίθρα Βυζαντινών επιστήμες απο τον Εριχθόνιο, αναδημοσίευση απο το “Βουλευτήριο” Πανδιδακτήριον Κωνσταντινουπόλεως




Πανδιδακτήριον, αυτό το ανύπαρκτο

Νίκος Σαραντάκος


Το άρθρο δεν αμφισβητεί ότι υπήρξε στην Κωνσταντινούπολη ένα εκπαιδευτήριο, που ιδρύθηκε το 425 από τον Θεοδόσιο τον Β’ και το οποίο αργότερα επεκτάθηκε και έγινε θεσμός αντίστοιχος με τα σημερινά πανεπιστήμια. Τέτοιο ίδρυμα ασφαλώς και υπήρξε -το ερώτημα, στο οποίο εγώ απαντώ αρνητικά, είναι αν το ίδρυμα αυτό είχε, κάποια στιγμή ενόσω λειτουργούσε, την ονομασία «Πανδιδακτήριον».

Όπως όλοι ξέρουμε, Πανδιδακτήριο ονομαζόταν ένα εκπαιδευτικό ίδρυμα που ιδρύθηκε το 425 από τον Θεοδόσιο τον Β’ στην Κωνσταντινούπολη και το οποίο θα μπορούσε να θεωρηθεί αντίστοιχο με τα σημερινά πανεπιστήμια. Έτσι περίπου αρχίζει το σχετικό λήμμα της Βικιπαίδειας, αλλά περίπου ίδιον ορισμό βρίσκουμε και σε συμβατικές εγκυκλοπαίδειες -ας πούμε, στην εγκυκλοπαίδεια του Ηλίου, με την καθαρεύουσα που ήταν επιβεβλημένη στη δεκαετία του 1950, διαβάζουμε ότι το Πανδιδακτήριον ήταν «Ανώτατον εκπαιδευτήριον, είδος Πανεπιστημίου, ιδρυθέν εν Βυζαντίω τω 435 μ.Χ. υπό του αυτοκράτορος Θεοδοσίου Β’ του Μικρού. Είχεν εν όλω τριάκοντα καθηγητάς, διοριζομένους κατόπιν εξετάσεων ενώπιον της Συγκλήτου». Και τα δυο άρθρα συνεχίζουν λέγοντας ότι τον 9ο αιώνα το εκπαιδευτήριο μετεγκαταστάθηκε στη Μαγναύρα, γι’ αυτό και συχνά αναφέρεται ως Πανδιδακτήριο της Μαγναύρας.

Αυτά είναι γνωστά πράγματα, τα έχουμε διδαχτεί, τουλάχιστον οι παλιότεροι, στο σχολείο, είναι γνώσεις εδραιωμένες. Γι’ αυτό και αισθάνθηκα μεγάλην έκπληξη όταν πριν από λίγο καιρό, γράφοντας ένα άρθρο για την ανώτατη εκπαίδευση, διαπίστωσα, με πολύ μεγάλη έκπληξη, ότι η λέξη «πανδιδακτήριον» δεν υπάρχει σε καμιά πρωτογενή πηγή, δηλαδή σε κανένα κείμενο της βυζαντινής γραμματείας -αλλά, αν δεν υπάρχει η λέξη «Πανδιδακτήριον» στις πηγές, από πού το βρήκαν οι μεταγενέστεροι λόγιοι και επιστήμονες και αποκαλούν, όλοι τους, «Πανδιδακτήριον» το εκπαιδευτήριο της Κωνσταντινούπολης; Αυτό θα προσπαθήσω να διερευνήσω στο σημερινό άρθρο, το οποίο, πρέπει να το τονίσω, αντλεί το υλικό του σχεδόν αποκλειστικά από τα εξαιρετικά σχόλια που διατύπωσαν πολλοί φίλοι σχολιαστές στο προηγούμενο άρθρο του ιστολογίου, και που θα ήταν κρίμα να μείνουν σε σχετική αφάνεια.
Πριν ξεκινήσω, να το ξεκαθαρίσω. Το άρθρο δεν αμφισβητεί ότι υπήρξε στην Κωνσταντινούπολη ένα εκπαιδευτήριο, που ιδρύθηκε το 425 από τον Θεοδόσιο τον Β’ και το οποίο αργότερα επεκτάθηκε και έγινε θεσμός αντίστοιχος με τα σημερινά πανεπιστήμια. Τέτοιο ίδρυμα ασφαλώς και υπήρξε -το ερώτημα, στο οποίο εγώ απαντώ αρνητικά, είναι αν το ίδρυμα αυτό είχε, κάποια στιγμή ενόσω λειτουργούσε, την ονομασία «Πανδιδακτήριον».
Για να ξεκινήσουμε από την αρχή, το νομοθετικό κείμενο με το οποίο ιδρύθηκε από τον Θεοδόσιο το εκπαιδευτήριο της Κωνσταντινούπολης δεν συντάχθηκε στα ελληνικά, αλλά στα λατινικά, που ήταν ακόμα η επίσημη γλώσσα της αυτοκρατορίας. Περιλαμβάνεται στον Θεοδοσιανό Κώδικα, στο 14ο βιβλίο, στο 9ο κεφάλαιο και στην 3η ενότητα (14.9.3) και μπορείτε να το διαβάσετε εδώ. Απ’ όσο καταλαβαίνω, χρησιμοποιείται ο όρος auditorium για τη σχολή που ιδρύεται.

CTh.14.9.3pr. - Imp. Theodosius a. et Valentinianus caes. Universos, qui usurpantes sibi nomina magistrorum in publicis magistrationibus cellulisque collectos undecumque discipulos circumferre consuerunt, ab ostentatione vulgari praecipimus amoveri, ita ut, si qui eorum post emissos divinae sanctionis adfatus quae prohibemus adque damnamus iterum forte temptaverit, non solum eius quam meretur infamiae notam subeat, verum etiam pellendum se ex ipsa ubi versatur illicite urbe cognoscat. Illos vero, qui intra plurimorum domus eadem exercere privatim studia consuerunt, si ipsis tantummodo discipulis vacare maluerint, quos intra parietes domesticos docent, nulla huiusmodi interminatione prohibemus. Sin autem ex eorum numero fuerint, qui videntur intra capitolii auditorium constituti, ii omnibus modis privatarum aedium studia sibi interdicta esse cognoscant scituri, quod, si adversum caelestia statuta facientes fuerint deprehensi, nihil penitus ex illis privilegiis consequentur, quae his, qui in Capitolio tantum docere praecepti sunt, merito deferuntur. (425 febr. 27).

ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΙΚΑ auditorium in Greek translation and definition "auditorium", Latin-Greek Dictionary online add translation pronunciation: IPA: /aʊ.diːˈtoː.ri.um/
Translations into Greek: ακοή -ακροατήριο -διάδρομος -κοινό -σχολείο -χoλ
Automatic translation: ακροατήριο


Στη συνέχεια, στο Χρονικό του Γεωργίου Μοναχού, εικονόφιλου χρονογράφου, διαβάζουμε ότι κοντά στη Βασιλική κινστέρνα «παλάτιον ην σεμνόν, ενω υπήρχε κατά τύπον αρχαίον οικουμενικός διδάσκαλος έχων μεθ’ εαυτού ετέρους μαθητάς αυτού» και ότι ο εικονομάχος αυτοκράτορας Λέων Γ’ (το θηρίο το ανήμερο, όπως τον αποκαλεί) έκαψε το κτίριο του ιδρύματος, που δεν το ονομάζει, καθώς και τα βιβλία, και γι’ αυτό έμειναν πίσω τα γράμματα στην Κωνσταντινούπολη για μερικά χρόνια. Σε ένα άλλο κείμενο, στα Πάτρια Κωνσταντινουπόλεως του Ψευδο-Κωδινού, έργο του Ι’ αι. κατά την εκτίμηση του εκδότη τους Th. Preger, βρίσκουμε πιθανώς και την ονομασία της σχολής, «οικουμενικόν διδασκαλείον»: «Το δε τετραδήσιον το οκτάγωνον, εις ο ήσαν στοαί οκτώ ήγουν καμαροειδείς τόποι, διδασκαλείον εκείσε ετύγχανεν οικουμενικόν, και οι βασιλεύοντες αυτούς εβουλεύοντο και ουδέν έπραττον χωρίς αυτών”. Αν δεν κάνω λάθος, αυτή είναι η μοναδική αναφορά στη βυζαντινή γραμματεία που δίνει το όνομα της σχολής, οικουμενικόν διδασκαλείον, υπάρχουν όμως πολλές αναφορές σε οικουμενικούς διδασκάλους, π.χ. «Γεωργίου του Χοιροβοσκού Βυζαντίου γραμματικού και οικουμενικού διδασκάλου».

Επομένως, τα μόνα ονόματα που παραδίδονται στη βυζαντινή γραμματεία για τη σχολή της Κωνσταντινούπολης είναι Auditorium και Οικουμενικόν Διδασκαλείον. Λέξη «πανδιδακτήριον» δεν υπάρχει πουθενά, ενώ πρέπει να πούμε ότι και η λέξη «διδακτήριον» στα αρχαία ελληνικά δεν σημαίνει το οίκημα στο οποίο γίνεται διδασκαλία, αλλά την απόδειξη.

Αν όμως είναι έτσι, πώς γεννήθηκε η τόσο ισχυρή πεποίθηση για την ονομασία «Πανδιδακτήριον»;Νομίζω πως έχω την απάντηση, η οποία, πρέπει να το ξαναπώ, είναι καρπός της συλλογικής έρευνας των σχολιαστών του ιστολογίου -είμαι πολύ τυχερός που έχω τόσο εκλεκτούς θαμώνες.

Όπως όλα δείχνουν, η λέξη «Πανδιδακτήριον» γεννήθηκε στα τέλη του 18ου αιώνα, όταν οι νεοέλληνες λόγιοι προσπαθούσαν να αποδώσουν τον νεολογισμό Université, Università, και τις άλλες λέξεις που γεννήθηκαν από το μεσαιωνικό λατινικό Universitas. Κάποιοι χρησιμοποίησαν το αρχαίο «Ακαδημία», αλλά οι περισσότεροι προτίμησαν να προτείνουν νέους όρους, ας πούμε «Καθολικότητες», «Καθολική σχολή», «Πανεπιστημείον», «Παντεπιστημόνιον», «Πανδιδασκαλείον» και βέβαια «Πανεπιστήμιον» (από τον Κοραή), που τελικά επικράτησε. Ένας από τους πρώτους όρους που προτάθηκαν ήταν και το «Πανδιδακτήριον», που τον συναντάμε, ας πούμε, στην προμετωπίδα του βιβλίου Ύμνοι δοξαστικοί, το οποίο τυπώθηκε Εν Βούδα παρά τη τυπογραφία του κατ’ Ουγκαρίαν Βασιλικού Πανδιδακτηρίου το 1797. Σε ένα άλλο βιβλίο, τη Βιογραφία του Μποναπάρτε, σημειώνεται: Εν Βούδα, τύποις του Καισαροβασιλικού Πανδιδακτηρίου, 1800. Μεταφραστής του δεύτερου αυτού βιβλίου είναι ο Κωνσταντίνος Γεωργιάδης Κουτζίκος, που ζούσε τότε στη Βουδαπέστη, οπότε δεν αποκλείεται να είναι αυτός που πρωτοεμπνεύστηκε την απόδοση Πανδιδακτήριο.

Το γεγονός είναι ότι ο όρος Πανδιδακτήριο χρησιμοποιήθηκε αρκετά κατά τον 19ο αιώνα, ως συνώνυμο του Πανεπιστημίου. Πολλές φορές σε κείμενα της εποχής βρίσκει κανείς άλλοτε Πανδιδακτήριον και άλλοτε Πανεπιστήμιον, επειδή θεωρούσαν ότι είναι κακό στιλ να επαναλαμβάνεται πολλές φορές η ίδια λέξη. Όπως παρατηρεί ο Στέφανος Κουμανούδης στη Συναγωγή νέων λέξεων, το Πανδιδακτήριον «το μεταχειρίζονται όμως τινές έτι και νυν, ως παραφραστικόν και οιονεί σεμνότητος πλείονος χάριν και προς αποφυγήν της εν τω λόγω συχνής επαναλήψεως του επισήμως εν τοις ελληνικοίς κώδιξι κυρωθέντος πανεπιστημίου». Για παράδειγμα, στον πρυτανικό λόγο του Καστόρχη το 1872 οι δυο όροι, Πανδιδακτήριον και Πανεπιστήμιον, εναλλάσσονται αδιάφορα.

Ο Θεοδόσιος Β΄,γνωστός και ως Θεοδόσιος ο Νεώτερος
 ή Θεοδόσιος ο Καλλιγράφος, ήταν
 αυτοκράτορας από το 408 έως το 450.

Και φτάνουμε στη μνημειώδη Ιστορία του Ελληνικού Έθνους του Κων. Παπαρρηγόπουλου, που εκδόθηκε τμηματικά γύρω στα 1860-1870. Εκεί, στον δεύτερο τόμο, μέρος Β, σελ. 243 γίνεται λόγος για τη σχολή που ίδρυσε ο Θεοδόσιος Β' . Το σχετικό κεφάλαιο έχει τίτλο «Το εν Κωνσταντινουπόλει Πανδιδακτήριον”. Γράφει ο Παπαρρηγόπουλος: “.. εν έτει 425 ίδρυσεν εν Κωνσταντινουπόλει ανώτατον εκπαιδευτήριον, το οποίον σήμερον ηθέλομεν ονομάσει πανεπιστήμιον και το οποίον περιελάμβανε τριάκοντα καθηγητάς, εξ ων πεντεκαίδεκα εδίδασκον την ελληνικήν γραμματικήν και φιλολογίαν … ”. Και παρακάτω “Καθηγητής εν τω πανδιδακτηρίω τούτω δεν ηδύνατο τις να διορισθή ειμή μετ’ αυστηράν ενώπιον της συγκλήτου επιστημονικήν δοκιμασίαν….”. Ο Παπαρρηγόπουλος ονομάζει ο ίδιος «πανδιδακτήριο» το εκπαιδευτήριο, αλλά δεν λέει πουθενά ότι οι βυζαντινοί το αποκαλούσαν έτσι.

Είναι λοιπόν πολύ πιθανό η σύνδεση του νεολογισμού «Πανδιδακτήριον» με την «βυζαντινή» σχολή να έγινε από όσους διάβασαν απρόσεχτα τον Παπαρρηγόπουλο. Και στη συνέχεια, καθώς δεν ήταν ευχερής η αναδρομή στις πρωτογενείς πηγές, θεωρήθηκε ως κεκτημένη γνώση ότι η ονομασία Πανδιδακτήριον δόθηκε από τους « βυζαντινούς » . Και αυτό επαναλαμβάνεται από τότε, ακόμα και σε συγγράμματα με μεγάλο κύρος. Για παράδειγμα, στο μνημειώδες έργο του Φ. Κουκουλέ «Βυζαντινών βίος και πολιτισμός», στον 6ο τόμο (σελ. 115-125) υπάρχουν δυο άρθρα για την ανώτατη εκπαίδευση, με τη γενική ονομασία “ΠΕΡΙ ΤΟ ΠΑΝΔΙΔΑΚΤΗΡΙΟΝ”. Το πρώτο άρθρο έχει τίτλο ΕΙΣ ΤΟ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΝ ΔΙΔΑΣΚΑΛΕΙΟΝ. Στον τίτλο αυτό υπάρχει υποσημείωση όπου λέει (αντιγράφω): Το Πανεπιστήμιον της Κωνσταντινουπόλεως ήλλασσε κατά καιρούς ονόματα. Επί Κωνσταντίνου του Μεγάλου εκαλείτο μέγα διδασκαλείον, επί Θεοδοσίου του Β’ auditorium ή σχολή του Καπιτωλίου, μετά ταύτα δ’ ελέχθη πανδιδακτήριον και οικουμενικόν διδασκαλείον και κατά τον ΙΕ’ αιώνα καθολικόν μουσείον. Η επί Κωνσταντίνου του Μονομάχου ιδρυθείσα σχολή ωνομάζετο διδασκαλείον των νόμων.

Ο Κουκουλές δεν τεκμηριώνει τις ονομασίες αυτές με παραπομπές στις πηγές. Στο άρθρο αυτό, όπως και στο επόμενο (“Προσόντα, προνόμια και αμοιβαί των καθηγητών του Οικουμενικού Διδασκαλείου”) χρησιμοποιεί αδιάφορα τους όρους Πανεπιστήμιον, Πανδιδακτήριον, Οικουμενικόν διδασκαλείον, σαν να είναι συνώνυμοι. Δεν δίνει πρωτογενή πηγή, μόνο δευτερογενείς, π.χ. Fr. Schemmel, Die Hochschule von Kostantinopel im IV Jahrhundert (Neue Jahrb. fuer das klass. Altertum, 2, 153). Αυτή την πηγή την ελέγξαμε, και δεν έχει καμιά αναφορά σε πανδιδακτήριο (και πώς θα μπορούσε, άλλωστε).

Ρωτήσαμε και βυζαντινολόγο, ο οποίος μας επιβεβαίωσε ότι σε καμιά βυζαντινή πηγή δεν υπάρχει ο όρος «πανδιδακτήριο» -δεν ήταν ανακάλυψη δική μας, δηλαδή. Οι ειδικοί το ήξεραν, αλλά κρατούσαν τη γνώση για τον εαυτό τους, όπως φαίνεται, διότι «όλος ο υπόλοιπος κόσμος» φαίνεται να πιστεύει ότι η λέξη «πανδιδακτήριον» είναι βυζαντινή.

Η λαθεμένη πληροφορία για το «πανδιδακτήριον» δεν βρίσκεται μόνο στις εγκυκλοπαίδειες που παρέθεσα αρχικά, αλλά και σε σχολικά βιβλία (π.χ. Ιστορία των Επιστημών και της Τεχνολογίας της Γ’ Λυκείου: “… Όφείλουμε εδώ να διευκρινίσουμε ότι χρησιμοποιούμε τον όρο «πανεπιστήμιο» συμβατικά, για να δηλώσουμε το κρατικό ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα που κατά καιρούς είχε διάφορες ονομασίες, όπως «αυτοκρατορικό auditorium», «οικουμενικόν διδασκαλείον», «πανδιδακτήριον» κ.ά.”), σε διατριβές (στη σελ. 170: «Ο Θεοδόσιος ο Β’, με προτροπή της μορφωμένης συζύγου του Ευδοκίας, αναδιοργάνωσε το Πανεπιστήμιο που ονομάστηκε Παιδιδακτήριο» -μάλλον τυπογραφικό λάθος), σε ανακοινώσεις σε συνέδρια (Ο αυτοκράτορας Θεοδόσιος Β’ (408-450 μ.Χ.) με εισήγηση της συζύγου του Αθηναΐδας-Ευδοκίας εξέδωσε στις 27 Φεβρουαρίου 425 νόμο που στο πρώτο μέρος του ρύθμιζε την κρατούσα κατάσταση και στο δεύτερο προέβαινε στην αναδιοργάνωση του πανεπιστημίου, του πρώτου κρατικού πανεπιστημίου με το όνομα «Πανδιδακτήριον» και καθόριζε τη σύνθεση του διδακτικού προσωπικού), αλλά και σε ξενόγλωσσες Βικιπαίδειες (enseigna dans un établissement appelé le Πανδιδακτήριον).

Αν πάντως κάποιος έχει στοιχεία για να αντικρούσει τα όσα έγραψα, τον παρακαλώ θερμά να τα παρουσιάσει -όπως επίσης κι αν κάποιος έχει παλαιότερη από το 1797 ανεύρεση του όρου «Πανδιδακτήριον». Από την άλλη πλευρά, αφού σήμερα όλοι σχεδόν πιστεύουν ότι οι βυζαντινοί το έλεγαν Πανδιδακτήριο, κάποιος θα έλεγε ότι κακώς γράφτηκε το άρθρο, και ότι σήμερα η ονομασία του βυζαντινού εκπαιδευτηρίου είναι, όντως, Πανδιδακτήριον, αφού έτσι θέλησαν και το κατασκεύασαν οι νεότεροι. Ή δεν είναι έτσι;
-Νίκος Σαραντάκος «Πανδιδακτήριον, αυτό το ανύπαρκτο»-23 Δεκεμβρίου, 2013


Πανδιδακτήριο
 Στ. Γ. Φραγκόπουλος,

Πανδιδακτήριο ονομαζόταν στην Κωνσταντινούπολη εκπαιδευτικό ίδρυμα (σχολή) ανώτατης εκπαίδευσης, θεωρούμενο με σημερινούς όρους Πανεπιστήμιο. Ιδρύθηκε από τον Αυτοκράτορα Θεοδόσιο Β' το 425 και έκτοτε τελούσε υπό την αιγίδα των Αυτοκρατόρων. Κατά τον 9ο αιώνα εγκαταστάθηκε στον περίβολο του παλατιού, στη Μαγναύρα, αναφερόμενο και ως Πανδιδακτήριο της Μαγναύρας. Η λειτουργία του σταμάτησε οριστικά με την Άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1453.
Στην ίδρυση του Πανδιδακτηρίου, ρόλο έπαιξε η Πουλχερία, αδελφή του Θεοδοσίου και η Ευδοκία (Αθηναΐς), σύζυγός του, μαζί με τον έπαρχο του Πραιτωρίου, Κύρο Πανοπολίτη, Έλληνα ποιητή και φιλόσοφο. Στις 27 Φεβρουαρίου του 425 εκδόθηκε διάταγμα από τον Θεοδόσιο Β΄ που ρύθμιζε όσα αφορούσαν την Σχολή.
Γινόταν διδασκαλία στα μαθήματα: γραμματική, ρητορική, φιλοσοφία, διαλεκτική, δίκαιο, αριθμητική, γεωμετρία, αστρονομία και μουσική. Λειτουργούσε ως ανεξάρτητο ίδρυμα. Στην εποχή του Ιουστινιανού η Νομική Σχολή απέκτησε πενταετή διάρκεια σπουδών και ανεξαρτητοποιήθηκε. Στη σχολή δεν διδασκόταν η θεολογία, η οποία διδασκόταν στην Πατριαρχική Σχολή.
Στο Πανδιδακτήριο οι σπουδαστές υπέβαλαν μελέτη με νομοθετικό ή ρητορικό περιεχόμενο πάνω σε προσχέδιο (δρακτόν ή δράγμα) που είχε εγκρίνει διδάσκαλος της σχολής.
Κατά τη βασιλεία του αυτοκράτορα Φωκά (602-610) το Πανδιδακτήριο διέκοψε τη λειτουργία του, αλλά αναβίωσε από τον Αυτοκράτορα Ηράκλειο (610-641), ο οποίος μετά το 610 είχε καλέσει στην Κωνσταντινούπολη τον Στέφανο τον Αλεξανδρέα.
Αναφέρεται ότι η λειτουργία της σχολής διαταράχθηκε σοβαρά την περίοδο της εικονομαχίας αλλά δεν έκλεισε, ενώ αλλού αναφέρεται ότι δε συνέχισε τη δραστηριότητά της για πολύ μετά τη βασιλεία του Ηρακλείου[ Αθανάσιος Μαρκόπουλος, Βυζαντινή Εκπαίδευση και Οικουμενικότητα (ἐκφωνηθεὶς παρὰ τοῦ Ἀντισυνταγματάρχου κατὰ τὴν Μετακομιδὴν τῇ 22 Ἀπριλίου 1835.), Από «Το Βυζάντιο ως Οικουμένη», εκδ. Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, Διεθνή Συμπόσια 16, Αθήνα 2005, ανακτήθηκε στις 4 Ιουλίου 2009]. Φαίνεται ότι στα πλαίσια της εικονομαχίας (730), έγιναν έκτροπα σε βάρος της εκπαίδευσης και των εκπαιδευτικών και αναφέρεται ότι τότε το Πανδιδακτήριο εγκαταλείφθηκε και ίσως πυρπολήθηκε και θανατώθηκαν καθηγητές αντίθετοι με την αποκαθήλωση των εικόνων. Οι πληροφορίες αυτές μπορεί να είναι μυθοπλασίες ακόμη και αν υπάρχει κάποια αλήθεια, έχοντας στόχο την αμαύρωση της μνήμης του Λέοντα Γ΄ (717-741) το οποίο θεωρούσαν υπεύθυνος για την έλλειψη εκπαίδευσης της αυτοκρατορίας.
 Η εκπαίδευση στο Βυζάντιο, Ιστορία της Τεχνολογίας, Στ. Γ. Φραγκόπουλος, Καθηγητής ΤΕΙ Αθήνας, 






ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ ΚΑΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΣΤΗΝ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ

Θα μάκραινε πολύ ο λόγος, αν ανέφερα όλους τους σπουδαίους εκείνους άνδρες (οι περισσότεροι κληρικοί), που πρόσφεραν πολλά στις θετικές επιστήμες στους βυζαντινούς χρόνους. Τα παραπάνω διαψεύδουν όλους εκείνους που αγωνίζονται να απαξιώσουν το Βυζάντιο. Η αλήθεια είναι, ότι το βαθύτατα Ορθόδοξο Βυζάντιο δεν παραθεώρησε, δεν παραμέλησε τις επιστήμες. Αντίθετα εκαλλιέργησε και περιέβαλε με ιδιαίτερη στοργή τόσο την ανθρωπιστική όσο και την φυσικομαθηματική επιστήμη. Οι δε επιστήμονες του Βυζαντίου, όταν έφυγαν στη Δύση, έγιναν λαμπαδηδρόμοι του επιστημονικού πνεύματος.

Έτσι, συνέβαλαν στην επιστημονική αναγέννηση της Ιταλίας και της Κεντρικής Ευρώπης, μάλιστα δε στον τομέα των φυσικών επιστημών.
Ο Άγγλος Καθηγητής της Μεσαιωνικής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο του Καίμπριτζ, Στήβεν Ράνσιμαν, γράφει «Κατά τους τρεις τελευταίους αιώνες πριν από την πτώση της Κων/πολης, ενώ το Βυζάντιο κατέρρε πολιτικώς, παρουσίαζε μια πολιτιστική άνθηση.Συνέπεια της ανθήσεως αυτής ήταν η έντονη καλλιέργεια των φυσικών επιστημών.Υπήρχε μια διαδοχική σειρά από έξυπνους και εφευρετικούς επιστήμονες, των οποίων όμως οι ανακαλύψεις δεν ήταν δυνατό να εφαρμοσθούν πρακτικά γιατί το κράτος ήταν φτωχό».Ακόμη και την ώρα της πτώσης του το Βυζάντιο σκορπούσε τα φώτα του στη βυθισμένη στο σκοτάδι Δυτική Ευρώπη…




Εκπαίδευση και Σχολεία στο Βυζάντιο 0


Η Εκπαίδευση στο Βυζάντιο δεν ήταν κρατικά οργανωμένη, όπως την εννοούμε σήμερα, ούτε ομοιόμορφη σ? όλη τη διάρκεια των έντεκα και παραπάνω αιώνων ζωής του Βυζαντίου. Ακόμη, το Βυζαντινό Κράτος ποτέ δεν είχε για μεγάλη χρονική διάρκεια την ίδια έκταση ούτε οι πολίτες του είχαν ομοιογένεια. Έτσι, π.χ. κατά την πρώτη περίοδο, ένας υπήκοος του αυτοκράτορα της Κωνσταντινούπολης μπορούσε να έχει γεννηθεί στην Αθήνα που κυριαρχούσε η ελληνική κλασσική παιδεία, ενώ άλλοι ζούσαν σε περιοχές όπου η εκπαίδευση είχε τα τοπικά της χαρακτηριστικά.

Ο θρησκευτικός παράγοντας που η επιρροή του ήταν τόσο έντονη, καθόρισε και το σκοπό της εκπαίδευσης στο Βυζάντιο: Βασική επιδίωξη ήταν η μόρφωση χριστιανών πολιτών, που να είναι σε θέση να εκπληρώνουν τα καθήκοντά τους προς την εκκλησία και την πολιτεία. Επειδή δεν υπήρχε εκ μέρους του κράτους οργανωμένο εκπαιδευτικό σύστημα, ούτε οι πολίτες είχαν υποχρέωση να στέλνουν τα παιδιά τους σε σχολεία, ο καθένας ενδιαφερόταν, ανάλογα με την οικονομική του κατάσταση, για τις σπουδές των παιδιών του, ενώ η πολιτεία και η εκκλησία φρόντιζαν μόνο για εκείνους που ήθελαν να τύχουν αγωγής και παιδείας. Έτσι η εκκλησία αναλάμβανε κυρίως τη στοιχειώδη εκπαίδευση, διδάσκοντας από μικρή ηλικία στα παιδιά τα Ιερά Γράμματα κι έχοντας ως βάση τη θρησκευτική διαπαιδαγώγηση, ενώ η Πολιτεία από την άλλη μεριά, ενδιαφέρθηκε περισσότερο για την «δευτεροβάθμια» εκπαίδευση από όπου θα έβγαιναν καταρτισμένα στελέχη για να υπηρετήσουν τις ανάγκες της διοίκησης του κράτους. Ωστόσο, η εκκλησία ασκούσε με πολλούς τρόπους, όχι μόνο κατά τη διάρκεια των πρώτων αιώνων αλλά και πολύ αργότερα, τον σημαντικό της ρόλο σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης.

Το μεσοδιάστημα της βασιλείας του Ιουλιανού του Παραβάτη αποτελεί τη σύντομη διακοπή αυτής της επίδρασης: Από το δεύτερο έτος της βασιλείας του, ο Ιουλιανός άρχισε την εφαρμογή της εκπαιδευτικής του πολιτικής. Παρέδωσε την εκπαίδευση στους εθνικούς, υποστηρίζοντας την άποψη ότι η αμάθεια και η αγροικία είναι χαρακτηριστικά των χριστιανών. Έτσι, στις 17 Ιουνίου του 362 μ.Χ. σε νόμο-διάταγμά του καθόριζε ότι οι Χριστιανοί είχαν το δικαίωμα να διδάσκονται τα κλασσικά Ελληνικά Γράμματα, όμως έχαναν κάθε δικαίωμα να τα διδάσκουν οι ίδιοι. Κατά τον τρόπο αυτό, για τον χριστιανό διδάσκαλο-καθηγητή της εποχής του Ιουλιανού, διαγράφονταν οι εξής επιλογές: α) να αλλάξει την πίστη του για να μη χάσει τη δουλειά του, β) να διατηρήσει την πίστη του, αλλά να απολέσει τη θέση του, και γ) να προσαρμοστεί υποκριτικά στην απαίτηση του αυτοκράτορα και μεθοδικά να υπονομεύει την πίστη του στους θεούς ή να φανεί ουδέτερος προς την παλιά θρησκεία.
Γενικά, όλοι οι βυζαντινοί είχαν ιδιαίτερη εκτίμηση και σεβασμό προς την εκπαίδευση. Τη θεωρούσαν ως το πρώτο από τα αγαθά που μπορούσαν να κατέχουν και το οποίο δε θα τους «πρόδιδε» ποτέ. Γι? αυτό οι πατέρες φρόντιζαν για την εκπαίδευση των παιδιών τους. Τα παιδιά, μετά από τα έξι ή επτά τους χρόνια πήγαιναν στα σχολεία για να μάθουν τα πρώτα τους γράμματα που ονομάζονταν Προπαιδεία των μαθημάτων και πιο συχνά Ιερά Γράμματα, επειδή οι δάσκαλοι της στοιχειώδους εκπαίδευσης ήταν οι πιο πολλοί κληρικοί και μοναχοί και δίδασκαν το αλφάβητο, τον συλλαβισμό, την ανάγνωση και τη γραφή μέσα από εκκλησιαστικά, ως επί το πλείστον, κείμενα. Οι μαθητές διδάσκονταν, μ? αυτή τη μεθοδολογία, στοιχεία γραμματικής, αριθμητική, αρχαία ιστορία, μυθολογία, ωδική και θρησκευτικά. Εκείνος που δίδασκε τα πρώτα στοιχεία καλούνταν στοιχευτής ή γραμματιστής κι εκείνος που δίδασκε αριθμητική, δηλαδή το «ψηφίζειν», λεγόταν ψηφιστής.
Ειδικά κτίρια για τα σχολεία, και μάλιστα της στοιχειώδους εκπαίδευσης, δεν υπήρχαν. Ως αίθουσες διδασκαλίας χρησίμευαν δωμάτια στον περίβολο των εκκλησιών, σε νάρθηκες, όπως επίσης και σε οικήματα κοντά σε μοναστήρια.

«Εγκύκλια Παίδευση»

Μετά από τρία ή τέσσερα χρόνια το παιδί τέλειωνε το σχολείο του γραμματιστή, δηλαδή της πρώτης βαθμίδας, και όποιος ήθελε και μπορούσε να συνεχίσει τις σπουδές του πήγαινε στο σχολείο του Γραμματικού για την Εγκύκλιο Παίδευση. Η δεύτερη αυτή βαθμίδα ήταν ανώτερη από την προηγούμενη και οι γνώσεις που πρόσφερε ήταν απαραίτητες για κείνον που επεδίωκε να μπει σε κρατική υπηρεσία και με τον καιρό να πάρει ένα ανώτερο αξίωμα στην πολιτεία. Τα τρία, λοιπόν, στάδια της γνώσης και της μόρφωσης οδηγούσαν το μαθητή σε πνευματική και κοινωνική άνοδο και εξέλιξη.

Το πρώτο βασικό στάδιο της διδασκαλίας της γραμματικής είχε ως σκοπό την άριστη κατά το δυνατό γνώση της αρχαίας ελληνικής γλώσσας. Στη συνέχεια οι μαθητές άρχιζαν να μελετούν ποιητές. Από τους ποιητές προτιμούνταν οι επικοί, και κυρίως ο Όμηρος. Επίσης διδάσκονταν Ησίοδο, Πίνδαρο, Αρχίλοχο, τραγικούς (Αισχύλο, Ευριπίδη, Σοφοκλή), και αργότερα και κωμικούς (Αριστοφάνη). Κοντά σε αυτούς μελετούσαν και έργα χριστιανών ποιητών, όπως τα «έπη» του Γρηγορίου του Ναζιανζηνού. Ακολουθούσε η διδασκαλία των πεζών συγγραφέων, Ξενοφώντα, Ηροδότου, Θουκυδίδη, Πλουτάρχου και άλλων, καθώς και της Ιστορίας, Πολιτικής και Εκκλησιαστικής.

Το δεύτερο στάδιο άρχιζε με την Ρητορική, για την οποία οι Βυζαντινοί είχαν εκτίμηση, διότι ήταν πολύ χρήσιμη μάθηση και τέχνη. Ήταν απαραίτητη γνώση τόσο για τους κληρικούς, που θα κήρυτταν το θείο λόγο από τον άμβωνα, όσο και τους πολιτικούς-διπλωμάτες, που θα έπρεπε να πείθουν στις διαπραγματεύσεις τους, και τους δικηγόρους, για να είναι πειστικοί στα δικαστήρια.

Εργαστήριο αντιγραφής σε Μονή
Μικρογραφία από χειρόγραφο της
Αποκάλυψης του 1200 μ.Χ.
Το τρίτο στάδιο αποτελούσε η φιλοσοφία, ως επιστέγασμα της εγκύκλιας μόρφωσης. Σε αυτό διδάσκονταν η Λογική, η Ηθική, η Δογματική και η Μεταφυσική. Στη Φιλοσοφία ανήκαν τα μαθηματικά ή αλλιώς η «Μαθηματική επιστήμη» και η τετρακτύς: η Αριθμητική, η Μουσική, η Γεωμετρία και η Αστρονομία.

Αναγκαίο μάθημα ακόμη ήταν η Οξυγραφία ή Σημειογραφία, δηλαδή στενογραφία και ταχυγραφία, διότι για να γίνει κάποιος γραμματέας (Νοτάριος) στο δημόσιο έπρεπε να ξέρει να γράφει γρήγορα και σωστά ό,τι του υπαγόρευαν.

Η φοίτηση στα σχολεία της εγκύκλιας εκπαίδευσης διαρκούσε τέσσερα έως πέντε χρόνια. Όσοι τελείωναν και ένιωθαν τις δυνάμεις τους αρκετές, είχαν το δικαίωμα να πάνε στην ανώτατη ή πανεπιστημιακή εκπαίδευση για περισσότερες ακόμη σπουδές.

Η εκκλησία και η πολιτεία είχαν πολλές απαιτήσεις από τους δασκάλους και τους καθηγητές. Ζητούσαν να γνωρίζουν πολύ καλά τα αντικείμενα της διδασκαλίας τους, να είναι πράοι και φιλάνθρωποι, πρότυπα αρετής διδάσκοντας με το παράδειγμά τους. Να αγαπούν τους μαθητές και να θυσιάζονται για αυτούς. Αν και οι απαιτήσεις ήταν πολλές, οι αμοιβές ήταν μικρές. Προσπαθούσαν με κάποιους «συνδυασμούς» να βελτιώσουν την κατάστασή τους, όμως έμεναν φτωχοί. Κατά την διάρκεια του σχολικού έτους υπήρχαν πολλές γιορτές που διέκοπταν τα μαθήματα και ξεκούραζαν τους μαθητές.


 
Η Ανώτατη Εκπαίδευση στο Βυζάντιο  

Σπύρος ΠΑΝΑΓΟΠΟΥΛΟΣ
Υπ. Δρ. Βυζαντινής Φιλολογίας και Τέχνης Παν/μίου Πατρών

1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Nα γράψει κανείς για την εκπαίδευση στο Βυζάντιο δεν είναι εύκολο έργο, εφόσον αυτή καλύπτει μία περίοδο 11 αιώνων. Οι πληροφορίες που έχουμε είναι λιγοστές και περιστασιακές και κατανέμονται ανισομερώς σε μία χιλιετία! Υπάρχει μία μακρά περίοδος μετάβασης από τον αρχαίο στο μεσαιωνικό κόσμο, από τις εθνικές θρησκείες στην επικράτηση του Χριστιανισμού και από τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία στο ελληνόφωνο και ορθόδοξο Βυζάντιο. Η παιδεία θα παρακολουθήσει αυτές τις μεταβολές και θα καταλήξει στη διαμόρφωσή της μετά την πτώση της ελληνιστικής ανατολής τον 7ο αιώνα.
Η παρούσα εργασία θα επικεντρωθεί στην εκπαίδευση στο Βυζάντιο και συγκεκριμένα στην ανώτατη εκπαίδευση, στα είδη της και στους δασκάλους που κόσμησαν με την παρουσία τους τα βυζαντινά γράμματα. Καθώς ένας υπήκοος του αυτοκράτορα της Κωνσταντινούπολης μπορούσε να είχε γεννηθεί και εκπαιδευτεί στην Αθήνα, την Αλεξάνδρεια ή την Αντιόχεια, άλλα τόσα ήταν και τα εκπαιδευτικά συστήματα. Ύστερα από μία σύντομη αναφορά στις πρώτες βαθμίδες της βυζαντινής εκπαίδευσης, θα αναφερθούμε στη συνέχεια στην ανώτατη βυζαντινή εκπαίδευση και παιδεία.1

Κατά τους βυζαντινούς χρόνους το εκπαιδεύω λεγόταν «ἀνάγω» και η εκπαίδευση αναγωγή, η φοίτηση στο σχολείο «ἀναγινώσκειν» ή «γραμματίζεσθαι». Εκείνος που δεν έλαβε εκπαίδευση ονομαζόταν ανάγωγος και ο τελείως αγράμματος αναλφάβητος, σε αντίθεση με αυτόν που λεγόταν Γραμματικός ή «πολλὰ γράμματα εἰδώς»2. Αυτός που δεν είχε τύχει επιμελημένης παιδείας χαρακτηριζόταν «ἀνάγωγος» ή «δυσανάγωγος» και ο τελείως αγράμματος «ἀναλφάβητος». Η αγωγή θεωρούταν ότι ήταν «τέχνη τεχνῶν καὶ ἐπιστήμη ἐπιστημῶν».
Η βυζαντινή εκπαίδευση- ή διαφορετικά το βυζαντινό εκπαιδευτικό σύστημα-, διαιρούταν σε τρία είδη: α) κοσμική εκπαίδευση, β) εκκλησιαστική εκπαίδευση και  γ) μοναστική εκπαίδευση.3 Στην παρούσα εισήγηση θα ασχοληθούμε με τα δύο πρώτα είδη εκπαίδευσης και συγκεκριμένα με το ανώτατο στάδιο μόρφωσης. Περιδιαβαίνοντας 11 αιώνες βυζαντινής παιδείας, θα έρθουμε  αντιμέτωποι με το κύριο χαρακτηριστικό της βυζαντινής εκπαίδευσης, το οποίο δεν ήταν άλλο από τη μόρφωση ικανών ανθρώπων που θα επάνδρωναν τη δημόσια διοίκηση ή την ανώτατη εκκλησιαστική ιεραρχία.

ii) ΠΗΓΕΣ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ
Ως πηγές της εκπαίδευσης στο Βυζάντιο έχουμε τα αγιολογικά κείμενα που αναφέρονται στην παιδική ηλικία των οσίων και των αγίων.4 Σημαντικές πληροφορίες μας παρέχουν οι Vitae οσίων ή Αγίων που προέρχονταν από πλούσιες οικογένειες και οι οποίες διέθεταν τα οικονομικά μέσα για την ανατροφή των παιδιών τους. Εντούτοις όμως και Άγιοι που έζησαν την παιδική τους ηλικία σε χωριά της βυζαντινής επικράτειας δεν στερήθηκαν μόρφωσης.5 Εκτός από τους Βίους Αγίων, σημαντικές πηγές για τη Βυζαντινή Εκπαίδευση αποτελούν οι πάπυροι, τα όστρακα και οι πινακίδες από ξύλο ή κερί που παρέχουν πληροφορίες από πρώτο χέρι για διάφορες όψεις της καθημερινής ζωής, περιλαμβανομένης της εκπαίδευσης των παιδιών.6

Μία άλλη σημαντική πηγή για την εκπαίδευση στο Βυζάντιο είναι και οι πρώιμοι Εκκλησιαστικοί Πατέρες που προσπάθησαν να «ιδρύσουν» το χριστιανικό δόγμα συντάσσοντας κανονισμούς για την «κατάλληλη» εκπαίδευση των νεαρών Χριστιανών. Πληροφορίες επίσης μπορούμε να αντλήσουμε από τα ελληνολατινικά και λατινοελληνικά γλωσσάρια του σοφιστή και ρητοροδιδάσκαλου στην Ακαδημία Αθηνών Ιουλίου Πολυδεύκους (2ος μ.Χ. αιώνας), τα οποία περιλάμβαναν ομιλίες σχετικά με τα σχολεία και το εκπαιδευτικό σύστημα. Φυσικά δεν πρέπει να αγνοήσουμε και τα όσα έγραψαν διάφοροι λόγιοι, κληρικοί και λαϊκοί, όπως ο μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Ευστάθιος Κατάφλωρος (1178-1195/6) ή ο φιλόσοφος Μιχαήλ Ψελλός (1018-1096) που είχαν χρηματίσει διδάσκαλοι. Τέλος οι βιογραφίες ή αυτοβιογραφίες ατόμων που διετέλεσαν διδάσκαλοι καθώς και οι επιτάφιοι λόγοι που αναφέρονται σε λογίους άνδρες, οι οποίοι είχαν διαπρέψει στην παιδεία, συμπληρώνουν την εικόνα για το εκπαιδευτικό σύστημα κατά τους μέσους αιώνες.7

iii) ΜΟΡΦΕΣ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ
Η βυζαντινή εκπαίδευση διαιρούταν σε τρία είδη: α) την κοσμική, β) την εκκλησιαστική και γ) τη μοναστική εκπαίδευση. Από τα τρία αυτά είδη, η κοσμική και εκκλησιαστική εκπαίδευση ήταν οργανωμένες, ενώ η μοναστική εκπαίδευση παρεχόταν μέσα στα μοναστήρια και απευθυνόταν κυρίως σε όσους ήθελαν να ακολουθήσουν το μοναστικό βίο. Πρέπει να αναφέρουμε εξαρχής ότι η βυζαντινή εκπαίδευση αποσκοπούσε στην κατάρτιση ικανών στελεχών που θα στελέχωναν τη δημόσια διοίκηση ή την ανώτατη εκκλησιαστική ιεραρχία. 8

ΚΟΣΜΙΚΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ

α) Στοιχειώδης παιδεία

Η στοιχειώδης παιδεία ονομαζόταν από τους Βυζαντινούς «προπαιδεία» ή «προπαιδεία τῶν μαθημάτων», «ἐγκύκλιος παίδευσις9» ή ακόμη «εἰσαγωγικαὶ καὶ στοιχειώδεις τῶν μαθημάτων τέχναι». Η στοιχειώδης εκπαίδευση άρχιζε νωρίτερα από το τέλος της «πρώτης ἡλικίας», η οποία συμπίπτει με την ηλικία των 4 ή 7 ετών.10 Πριν από το τέλος της «πρώτης ἡλικίας», αρκετά παιδιά είχαν τη δυνατότητα αλλά και την ευκαιρία να αρχίσουν άτυπη εκπαίδευση, που περιλάμβανε κυρίως τη διδασκαλία των Θείων Γραφών- στο σπίτι μαζί με τους γονείς τους.11 Για ένα μεγάλο μέρος από αυτούς, η εκπαίδευση άρχιζε και τελείωνε εκεί. Για όσους συνέχιζαν μια τυπική στοιχειώδη εκπαίδευση, η ηλικία ποίκιλε ανάμεσα στα 5 και 8 ετών.
Η διάρκεια της στοιχειώδους εκπαίδευσης δεν καθοριζόταν από κάποιο νόμο, από τη στιγμή που δεν υπήρχαν καθόλου νόμοι για τη λειτουργία των «παιδικών» σχολείων. Το α’ επίπεδο της μάθησης διαρκούσε περίπου μέχρι την ηλικία των δώδεκα ετών, δηλ. την αρχή της εγκυκλίου παιδείας.

 Ενιαίο σχολικό πρόγραμμα για τα κατώτερα σχολεία δεν υπήρχε, ούτε κεντρική αρχή που να εποπτεύει και να κατευθύνει τον τρόπο λειτουργίας τους. Την εποπτεία ασκούσαν οι τοπικές εκκλησιαστικές αρχές και οι διδάσκαλοι στις περισσότερες περιπτώσεις ήταν ιερείς, μοναχοί ή άλλα πρόσωπα της εκκλησίας.

Ως αίθουσες διδασκαλίας χρησιμοποιούνταν διάφορα δωμάτια μέσα στους περιβόλους των ναών, οι νάρθηκες των εκκλησιών, ή τα κελιά ορισμένων μοναστηριών, των οποίων τα Τυπικά επέτρεπαν τη λειτουργία σχολείων στοιχειώδους παιδείας.12
Τα σχολεία στοιχειώδους παιδείας ονομάζονταν «διδασκαλεία», «χαμαιδιδασκαλεία», «παιδαγωγεῖα», «σχολεῖα κάτω παιδεύσεως», «παιδευτήρια», «παλαίστραι» ή «διατριβαί» και αποσκοπούσαν στην παροχή ορισμένων στοιχειωδών γνώσεων και στη θρησκευτική και ηθική αγωγή των παιδιών τους.
Θα λέγαμε ότι η «στοιχειώδης παίδευσις» προετοίμαζε τους μαθητές για να ζήσουν καλύτερα στην κοινωνία έχοντας αποκτήσει τις στοιχειώδεις γνώσεις για τη ζωή τους. Στα σχολεία των «ἱερῶν γραμμάτων»13 φοιτούσαν αγόρια και κορίτσια, εκτός αν αυτά λειτουργούσαν σε κάποιο μοναστήρι, οπότε ανάλογα με το είδος της μονής- ανδρώας ή γυναικείας ήταν και το φύλο του μαθητή.


ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΣΠΟΥΔΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΔΟΥΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ
Ως πρώτα βιβλία χρησίμευαν το Ψαλτήρι και η Βίβλος («Παροιμίαι Σολομῶντος», «Ἐκκλησιαστής», «Ἄσμα Ἀσμάτων», αποσπάσματα από κείμενα προφητών κ.λ.π.). Η σειρά των ιερών γραμμάτων ολοκληρωνόταν με επιλογές από κείμενα των Πατέρων της Εκκλησίας, όπως του Μ. Βασιλείου, Ιωάννου του Χρυσοστόμου κ.λ.π.
Σύμφωνα με το στοιχειώδες αυτό πρόγραμμα οι μαθητές αρχικά μάθαιναν να αναγνωρίζουν και να προφέρουν τα γράμματα του αλφαβήτου. Ακολουθούσε η διδασκαλία της γραφής κατά την οποία ο «γραμματιστής» χάρασσε στην πινακίδα του μαθητή τον «ὑπογραμμόν», δηλ. το γράμμα ή τη λέξη.

Η διδασκαλία της γραμματικής γινόταν από το εγχειρίδιο «Ἐπιμερισμοὶ τοῦ Ψαλτηρίου ἀπὸ φωνῆς  τοῦ ἐπίκλην Χοιροβοσκοῦ14», που αποτελούσε σειρά μαθημάτων στοιχειώδους γραμματικής και ασκήσεων τεχνολογίας από το Ψαλτήρι. Για την εκτέλεση των αριθμητικών πράξεων οι μαθητές χρησιμοποιούσαν τα δάκτυλα των χεριών τους (ἐψήφιζον δακτύλοις) ή ψήφους (ψηφίδας), απ’όπου και το «ψηφίζειν», ή ακόμη και το «ἀβάκιον».
Τα θρησκευτικά αποτελούσαν το κέντρο της στοιχειώδους εκπαίδευσης και διδάσκονταν από τα ιερά κείμενα που χρησίμευαν για ανάγνωση και γραφή.

Για τη μυθολογία χρησιμοποιούσαν τους μύθους του Αισώπου και άλλα κατάλληλα μεταγλωττισμένα θέματα από την ελληνική μυθολογία. Η διδακτέα ύλη της ιστορίας περιλάμβανε των Τρωικό Πόλεμο, τους Μηδικούς Πολέμους, καθώς τη ζωή και το έργο σπουδαίων ιστορικών προσωπικοτήτων.  Τέλος οι μαθητές διδάσκονταν την ψαλτική τέχνη διαβάζοντας το Ψαλτήρι και ψάλλοντας ύμνους και ψαλμούς με τη βοήθεια μουσικού οργάνου.

β) Εγκύκλιος Παιδεία
  Μετά  τη στοιχειώδη παιδεία άρχιζε η εγκύκλιος παιδεία, όπου τα παιδιά πήγαιναν στη «σχολή του γραμματικού» για να συνεχίσουν τις σπουδές τους και να συνεχίσουν αν το επιθυμούσαν στην ανώτατη εκπαίδευση.
Την εγκύκλιο παιδεία οι Βυζαντινοί την ονόμαζαν «θύραθεν παιδεία» ή «έξωθεν παιδεία» ή ακόμη «τὴν παρ’ Ἕλλησι παιδείαν», «τὰ τῶν Ἑλλήνων μαθήματα» ή «γράμματα» και τέλος «ἐγκύκλιον» ή «ἔξωθεν σοφίαν».

Στη σχολή γραμματικού διδάσκονταν κυρίως αρχαία ελληνικά κείμενα ρητορικής, ιστορίας και φιλοσοφίας. Οι μαθητές παρακολουθούσαν το trivium- δηλ. γραμματική,14 ποιητική και ρητορική (όλα τα είδη) και στη συνέχεια ιστορία (πολιτική και εκκλησιαστική), διαλεκτική ή φιλοσοφία (λογική, πρακτική φιλοσοφία[ηθική], δογματική, μεταφυσική) καθώς και τους τέσσερις κλάδους του quadrivium- δηλ. αριθμητική (ψηφίζειν), γεωμετρία (γραμμικήν), αστρονομία και μουσική (αρμονικήν), φυσική, φυσιογνωστικά μαθήματα, γεωγραφία, στενογραφία («ὀξυγραφίαν» ή «σημειογραφίαν») και τέλος καλλιγραφία. Διδασκαλία θεολογικών μαθημάτων εξειδικευμένων γνώσεων γινόταν μόνο στις μονές και στις εξειδικευμένες εκκλησιαστικές σχολές.15

ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΕΣ ΣΧΟΛΕΣ
Εκτός από τη σχολή του γραμματικού, λειτουργούσε στην Κωνσταντινούπολη την εποχή των Μακεδόνων μία ειδική σχολή για «ταβουλλαρίους»16 και «συνηγόρους», την οποία θα μπορούσαμε να εντάξουμε σύμφωνα με τη γνώμη του γράφοντος σε σχολή μεταδευτεροβάθμιας επαγγελματικής εκπαίδευσης.

Οι ταβουλλάριοι ή συμβολαιογράφοι στους οποίους είχε ανατεθεί από το κράτος από τον 6ο αιώνα και μετά η σύνταξη των  συμβολαίων και γενικά των δικαιοπρακτικών εγγράφων των  πολιτών.
Ο προϊστάμενος των ταβουλλαρίων έφερε τον τίτλο του «πριμικηρίου»17  , προερχόταν από τα στελέχη του «συλλόγου» τους και εκλεγόταν με την ψήφο όλων των συναδέλφων του.
Οι υποψήφιοι ταβουλλάριοι έδιναν εξετάσεις σε θέματα νομικά και εγκυκλίου παιδείας ενώπιον όλων των μελών της συντεχνίας, ενώ η εγγραφή του «εἰς τὴν ὁμήγυριν τῶν ταβουλλαρίων» στοίχιζε 32 χρυσά νομίσματα.
Οι συνήγοροι (λατ. advocati) γνωστοί επίσης και ως «σχολαστικοί» ήταν νομικοί σύμβουλοι ή δικηγόροι. Αποτελούσαν ένα είδος δημοσίων υπαλλήλων τους οποίους διόριζε ο Έπαρχος της Πόλης στα πολιτικά δικαστήρια και τους μισθοδοτούσε το κράτος.
Ο προϊστάμενος των συνηγόρων έφερε τον τίτλο του «πριμικηρίου» και διοριζόταν από τον  Έπαρχο της Πόλης. Ο θεσμός των συνηγόρων δεν άκμασε για πολύ. Με την πάροδο των ετών και την ενίσχυση της θέσης των δικαστών ο ρόλος τους υποβαθμίστηκε και ο αριθμός τους περιορίστηκε.

Στη σχολή των ταβουλλαρίων στην οποία φοιτούσαν και οι συνήγοροι, δίδασκαν δύο κατηγορίες εκπαιδευτικών: οι «παιδοδιδάσκαλοι νομικοί» και οι «διδάσκαλοι». Οι πρώτοι ήταν επιφορτισμένοι με τη διδασκαλία των νομικών μαθημάτων τα οποία αποτελούσαν τη βάση του επαγγέλματος.

Οι δεύτεροι δίδασκαν μαθήματα εγκυκλίου παιδείας. Με την ίδρυση του «Διδασκαλείου των Νόμων» από τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Θ’ Μονομάχο, πιθανώς το έτος 1045, η σχολή των ταβουλλαρίων καταργήθηκε.
Από τον 8ο αιώνα και μετά λειτουργούσε στην Κωνσταντινούπολη ειδική σχολή «Νοταρίων» (γραμματέων- γραφέων) και «Ἀσηκρητῶν» (γραμματέων-ταχυγράφων).



ΑΝΩΤΑΤΗ ΠΑΙΔΕΙΑ

Ι) ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Πολύ πριν ιδρυθεί το πρώτο Πανεπιστήμιο στην Κωνσταντινούπολη, πολλές άλλες πόλεις της βυζαντινής αυτοκρατορίας ήταν φημισμένες για τις ανώτερες και ανώτατες σχολές τους, όπως:

α) Στην Αθήνα η Ακαδημία
β) Στην Αλεξάνδρεια, σχολές αστρονομίας, γεωμετρίας και ιατρικής
γ) Στην Αντιόχεια σχολές φιλοσοφίας και ρητορικής
δ) Στη Βηρυτό Νομική Σχόλη
ε) Στην Πέργαμο σχολή Νεοπλατωνικής φιλοσοφίας
στ) Και από τον 4ο αιώνα στην Κωνσταντινούπολη Σχολή Δημόσιας Διοίκησης.18

Από τις αρχές του 6ου αιώνα και μετά ο αριθμός των πανεπιστημιακών σχολών της ανατολικής αυτοκρατορίας άρχισε να μειώνεται, εξαιτίας της πολιτικής του Ιουστινιανού Α’ (527-565 μ.Χ.) κατά των εθνικών αιρετικών και η ισχυροποίηση και επέκταση των Αράβων19.
Πριν περάσουμε στο Πανεπιστήμιο της Κωνσταντινούπολης και στις φάσεις που αυτό διήλθε ανά τους αιώνες, θα αναφερθούμε σε δύο σημαντικά εκπαιδευτικά ιδρύματα, τα οποία υπήρξαν φάροι παιδείας στις επαρχίες της Αυτοκρατορίας.

ΙΙ) ΝΟΜΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΒΗΡΥΤΟΥ
Η Βηρυτός διέθετε μία από τις σπουδαιότερες σχολές Νομικής, που ο Λιβάνιος (4ος αιώνας) την ονόμαζε  «Μητέρα των Νόμων και η οποία διακρινόταν για τον ιστορικό της προσανατολισμό και τις πνευματικές της διακρίσεις.
Η σχολή ήταν στελεχωμένη με ένα διάσημο σώμα καθηγητών και κατάρτιζε άριστους νομικούς και άρτια εκπαιδευμένους διοικητικούς υπαλλήλους με αποτέλεσμα να προσελκύει πλήθος σπουδαστών από όλα τα μέρη της αυτοκρατορίας.

Ο Ιουστινιανός αναγνωρίζοντας την αξία της αποκαλούσε την Βηρυτό «τροφὸ τῶν νόμων» και στήριζε τη σχολή όχι μόνο οικονομικά αλλά και ηθικά. Το 551 μ.Χ. ισχυρός σεισμός κατέστρεψε τη Βηρυτό, η οποία αργότερα μεταφέρθηκε στη Σιδώνα· το πλήγμα που δέχθηκε η πόλη ήταν τόσο μεγάλο ώστε επέδρασε δυσμενώς ακόμη και στη λειτουργία της Νομικής σχολής, η οποία μέχρι και την κατάργησή της το έτος 635 που κατελήφθη από τους Άραβες, δεν μπόρεσε να ανακτήσει την παλιά της δόξα.

Από τους πλέον διακεκριμένους καθηγητές της σχολής που υπήρξαν «διδάσκαλοι» ήταν: ο Δωρόθεος20 που διετέλεσε πρύτανης, Ανατόλιος21 και Θαλλέλαιος,22 ο Τριβωνιανός23, ο διάσημος νομικός σύμβουλος του Ιουστινιανού.
 Οι δύο πρώτοι συμμετείχαν στην επιτροπή που πραγματοποίησε κατ’ εντολή του Ιουστινιανού την κωδικοποίηση των νόμων, ενώ ο τρίτος υπήρξε σχολιαστής και μεταφραστής στα ελληνικά του Codex Justinianus. Άλλοι σπουδαίοι καθηγητές της Νομικής Σχολής ήταν οι Δημοσθένης, Ευδόξιος, Άμβλιχος, Λεόντιος και άλλοι ενώ στη σχολή φοίτησαν χιλιάδες μαθητές.


 ΙΙΙ. ΝΕΟΠΛΑΤΩΝΙΚΗ ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
 Στα τέλη του 4ου αιώνα ιδρύθηκε από τον γηγενή φιλόσοφο των Αθηνών Πλούταρχο24, η Νεοπλατωνική Ακαδημία. Έδρα της είχε την οικία του ιδρυτή της, στις νότιες παρυφές της Ακρόπολης. Από τον 5ο αιώνα η Ακαδημία ανέπτυξε ένα νέο δόγμα, μία ιδιότυπη ειδωλολατρική θεολογία. Μέγιστος διευθυντής υπήρξε ο εκ Κωνσταντινούπολης Πρόκλος (412-485) που διαδέχτηκε το 437 τον φιλόσοφο Συριανό, διάδοχο του Πλουτάρχου.

Στο τρόπο λειτουργίας της σχολής αναφέρεται ο N.G. Wilson: «Η Ακαδημία λειτουργούσε σαν ένα ιδιωτικό σχολείο ή μία ιδιωτική λέσχη. Η διάταξη μερικών μελών της και η απροκάλυπτη αντιχριστιανική τοποθέτησή τους, εξασφάλιζαν τη διατήρηση της φήμης της».
Η φήμη και το πνευματικό μεγαλείο της Ακαδημίας προφανώς ενόχλησαν τον Ιουστινιανό, ο οποίος αν και δεν ήταν αντίθετος στη διδασκαλία των κλασικών ελληνικών γραμμάτων, διαφωνούσε απόλυτα στο να διδάσκονται από ειδωλολάτρες, οι οποίοι όπως επισημαίνει ο G. Downey, « είχαν τελείως αντίθετη φιλοσοφική αντίληψη από την κρατούσα βυζαντινή κοσμοθεωρία». Το κλείσιμο της Νεοπλατωνικής Ακαδημίας είχε πλέον δρομολογηθεί.


IV. ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗΣ
Η Κωνσταντινούπολη όταν έγινε πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας δεν διέθετε εκπαιδευτική παράδοση. Είναι βέβαιο ότι πολλοί γραμματικοί, ρήτορες ίσως και φιλόσοφοι συγκεντρώθηκαν εκεί. Υπάρχουν αρκετοί επιστήμονες που θεωρούν ότι η οργάνωση ανώτερης εκπαίδευσης άρχισε από την εποχή του Μ. Κωνσταντίνου, χωρίς όμως αυτό να επιβεβαιώνεται από τις πηγές.

Γνωρίζουμε πολύ καλά ότι η Κωνσταντινούπολη έγινε πνευματική πρωτεύουσα την εποχή του Κωνστάντιου Β’ (337-361 μ.Χ.), καθώς συγκεντρώθηκαν πολλοί διάσημοι δάσκαλοι που άνοιξαν σχολές και συγκέντρωσαν συστηματικούς μαθητές ή απλώς ακροατές. Σπουδαιότεροι από αυτούς ήταν ο Λιβάνιος και ο Θεμίστιος, καθηγητής της φιλοσοφίας ο οποίος σύμφωνα με τον Κωνστάντιο κατέστησε την Κωνσταντινούπολη, «ἱκανὸν τῆς παιδεύσεως καταγώγιον».30

Το Φιλαδέλφειον και το Καπιτώλιον στην Κωνσταντινούπολη 
Το πρώτο πανεπιστήμιο στην Κωνσταντινούπολη ιδρύθηκε από τον αυτοκράτορα Κωνστάντιο. Ονομάστηκε «Μέγα Διδασκαλείον», στεγαζόταν στο Καπιτώλιο31 και σε αυτό δίδασκαν διαδοχικά οι εθνικοί ρητοροδιδάσκαλοι και σοφιστές, Λιβάνιος και Θεμίστιος.

Στον τομέα της παιδείας άξιος διάδοχος του Κωνσταντίου στάθηκε ο Ιουλιανός (361-363 μ.Χ.) που με την αγάπη του για τα αρχαία γράμματα και την ώθηση που έδωσε στην ανάπτυξη της κλασικής παιδείας κατέστησε οριστικά την Κωνσταντινούπολη, πρωτεύουσα πνευματική πόλη. Ο Ιουλιανός απομάκρυνε τους χριστιανούς γραμματικούς, ρήτορες ή σοφιστές από τη δημόσια εκπαίδευση, γιατί δεν του φαινόταν τίμιο οι άνθρωποι αυτοί να διδάσκουν για «μερικές δραχμές» το αντίθετο από αυτό που πίστευαν: «Αν θέλουν να διδάσκουν, πρέπει πρώτα να πείσουν όντως τους μαθητές τους, ότι ούτε ο Όμηρος, ούτε ο Ησίοδος, ούτε κανείς από τους συγγραφείς που εξηγούν και τους οποίους έχουν καταδικάσει ως ασεβείς, ανόητους και πλανεμένους ως προς τα θεία, είναι πραγματικά τέτοιοι».


 Ο Ιουλιανός πίστευε ότι οι διευθυντές των σπουδών και οι διδάσκαλοι πρέπει να διακρίνονται πρώτα για το ήθος τους κι έπειτα για τις γνώσεις και την ευγλωττία τους32. Ο Ιουλιανός δεν απαγόρευε στους νέους Χριστιανούς να μελετούν τους Έλληνες συγγραφείς:33 «Πραγματικά δεν θα ήταν ούτε φυσικό ούτε λογικό να κλείνουμε τον καλό δρόμο σε παιδιά που δεν ξέρουν ακόμα ποιο δρόμο να ακολουθήσουν. […] Κατά τη γνώμη μου, πρέπει να διαφωτίζουμε τους ανθρώπους που παραλογίζονται, όχι να τους τιμωρούμε».34

Ο αυτοκράτορας Θεοδόσιος Β’ (408-450 μ.Χ.) με εισήγηση της συζύγου του Αθηναΐδας-Ευδοκίας εξέδωσε στις 27 Φεβρουαρίου 425 νόμο που στο πρώτο μέρος του ρύθμιζε την κρατούσα κατάσταση και στο δεύτερο προέβαινε στην αναδιοργάνωση του πανεπιστημίου, του πρώτου κρατικού πανεπιστημίου με το όνομα «Πανδιδακτήριον» και καθόριζε τη σύνθεση του διδακτικού προσωπικού.

Αναλυτικότερα ο νόμος35 του Θεοδοσίου ρύθμιζε τα ακόλουθα:

1) Στο πρώτο μέρος καθόριζε ότι οι ιδιωτικοί καθηγητές που αμείβονταν βέβαια από τους μαθητές τους, μπορούσαν να συνεχίσουν τη διδασκαλία υπό την προϋπόθεση ότι δεν θα είχαν ταυτόχρονα και την ιδιότητα του δημοσίου δασκάλου και δεν θα δίδασκαν σε δημόσιες αίθουσες.

2) Στο δεύτερο μέρος του νόμου ανέφερε τα μαθήματα που θα διδάσκονταν στο αναδιοργανωμένο πανεπιστήμιο και διόριζε 31 καθηγητές από τους οποίους 16 για την ελληνική φιλολογία, γραμματική, φιλοσοφία και ρητορική και 15 για τη λατινική φιλολογία, γραμματική και νομική. Ως προς τις έδρες, οι λιγότερες ήταν της φιλοσοφίας στην οποία είχε δοθεί μόνο μία.

Η οργάνωση του πανεπιστημίου σε νέες βάσεις είχε ως σκοπό:

1) Να δημιουργήσει «ένα χριστιανικό αντίβαρο», όπως γράφει ο Βρετανός ιστορικός Norwich, «στο τόσο αξιόλογο αλλά ειδωλολατρικό πανεπιστήμιο (Ακαδημία) των Αθηνών, που παρά τις συνεχείς προσπάθειες που είχαν γίνει για να κλείσει, εξακολουθούσε να παραμένει ανοιχτό και να λειτουργεί».36
2) Να τονίσει έστω και με τη μικρή υπεροχή των ελληνικών εδρών, τον κατ’ εξοχήν ελληνικό πολιτιστικό χαρακτήρα της Νέας Ρώμης και κατά συνέπεια του ανατολικού κράτους.

3) Να προσελκύσει για σπουδές στην Κωνσταντινούπολη νέους από την Αρμενία και τις άλλες ανατολικές περιοχές, οι οποίοι μέχρι τότε φοιτούσαν σε σχολές της Συρίας και της Παλαιστίνης. Φαίνεται ότι οι σκοποί του Θεοδοσίου εκπληρώθηκαν γιατί πολλοί νέοι από την Αρμενία όπως μαρτυρούν οι πηγές τις επόμενες δεκαετίες σπούδασαν στην πρωτεύουσα της Αυτοκρατορίας.

4) Τέλος, να αποκτήσει η σχολή πρακτικότερο χαρακτήρα ώστε να παρέχονται στην πολιτεία περισσότεροι «νοτάριοι» (γραμματείς), «συνήγοροι» ή «σχολ αστικοί» (δικηγόροι) και γενικά άτομα ικανά να επανδρώσουν τον κρατικό μηχανισμό. Η ύπαρξη μίας και μόνο έδρας φιλοσοφίας έναντι των άλλων επιστημών, καταδεικνύει την πρόθεση του νομοθέτη.

Η εκλογή των καθηγητών της «Σχολής του Καπιτωλίου» γινόταν με έγκριση της Συγκλήτου. Μεταξύ των πρώτων επιλεγέντων αναφέρονται οι Ελλάδιος, Συριανός, Θεόφιλος, Μαρτίνος, Μάξιμος και Λεόντιος, στους οποίους ο αυτοκράτορας με νόμο της 25ης Μαρτίου 425 μ.Χ. απένειμε  τον ιδιαίτερα τιμητικό τίτλο του «Comes Primi Ordinis». Δεν μπορούσε να διοριστεί καθηγητής χωρίς αυστηρή δοκιμασία. Ο υποψήφιος έπρεπε όχι μόνο να δώσει δείγματα πολυμάθειας, αλλά και να έχει ήθος ανεπίληπτο.

Το πανεπιστήμιο αναδιοργανώθηκε εκ νέου την εποχή του Ιουστινιανού (527-565 μ.Χ.) και ονομάστηκε «Οἰκουμενικὸν Διδασκαλεῖον». Η νομική έγινε χωριστή σχολή με διάρκεια φοίτησης 5 ετών, με συστηματικά διαρθρωμένες παραδόσεις, φροντιστήρια και εξετάσεις και με τη διδασκαλία να γίνεται στη λατινική αλλά και στην ελληνική γλώσσα.

Ως καθηγητές (antecessores) ορίστηκαν οι καλύτεροι νομομαθείς του κράτους ενώ οι έδρες αυξήθηκαν από δύο σε τέσσερις. Οι Σπουδαστές  μελετούσαν το «Corpus Juris Civilis». Οι πρωτοετείς σπουδαστές της Νομικής διδάσκονταν τις «Εισηγήσεις» και το πρώτο μέρος του «Πανδέκτη».37
 Οι δευτεροετείς και τριτοετείς διδάσκονταν το δεύτερο και τρίτο μέρος του «Πανδέκτη». Το τέταρτο έτος ήταν αφιερωμένο σε κατ’ ιδίαν μελέτη καθώς και στη σπουδή του τέταρτου και πέμπτου μέρους του «Πανδέκτη». Τέλος οι σπουδαστές του πέμπτου έτους ασχολούνταν με τη μεθοδική και επισταμένη μελέτη του «Κώδικος».38

Κατά  τη διάρκεια της βασιλείας του Φωκά (602-610 μ.Χ.), λέγεται ότι το πανεπιστήμιο έκλεισε με εντολή του ίδιου του αυτοκράτορα. Στο λόγο του ο Θεοφύλακτος Σιμοκάτης (6ος-7ος αιώνας) στην αρχή του βιβλίου του «Ἱστορίαι», η φιλοσοφία αποτεινόμενη στην ιστορία αναφέρει ότι την εποχή του Φωκά, «τῆς βασιλέως στοᾶς ἐξωστρακίσθην»39.

Ο Γάλλος Βυζαντινολόγος Paul Lemerle, ο οποίος δεν πιστεύει ότι ο Φωκάς έκλεισε πραγματικά το Πανεπιστήμιο, αποδίδει την παράδοση αυτή στον Θεοφύλακτο Σιμοκάτη, ο οποίος στο σύγγραμμά του επιδιώκει να παρουσιάσει «την αντίθεσή του προς το καθεστώς του Φωκά και να υμνήσει την επιστροφή του προηγούμενου καθεστώτος του Μαυρίκιου».40

Πάντως όπως και αν έχει το θέμα, είτε δηλαδή το πανεπιστήμιο έκλεισε είτε περιόρισε τη δραστηριότητά του στα χρόνια του Φωκά, εντούτοις αναβίωσε γρήγορα την εποχή του διαδόχου του Ηρακλείου (610-641 μ.Χ.), οπότε και έλαβε εκ νέου  την ονομασία, «Πανδιδακτήριον». Εντούτοις από την εποχή αυτή οι νομικές σπουδές παύουν πλέον να αποτελούν εξειδικευμένη μορφή εκπαίδευσης, όπως επί Ιουστινιανού και εντάσσονται στο γενικότερο πρόγραμμα των πανεπιστημιακών σπουδών.41

Το σύστημα αυτό θα ισχύσει μέχρι και το 1045, οπότε λειτούργησε και πάλι στο πανεπιστήμιο χωριστή Νομική σχολή.
Δυστυχώς όμως το πανεπιστήμιο δεν λειτούργησε για πολύ. Επειδή οι καθηγητές που σύμφωνα με ανώνυμο συγγραφέα προέρχονταν από την τάξη των μοναχών42, ήταν αντίθετοι στις εικονομαχικές δοξασίες του αυτοκράτορα, ο Λέων Γ’ έκαψε το 727 ή κατά τον Paul Lemerle το 726 το ίδρυμα και τη δημόσια βιβλιοθήκη του, -η οποία υπολογιζόταν σε 36.500 τόμους!- και μαζί του κατά μία εκδοχή όλους τους καθηγητές του πανεπιστημίου.
Ας παρακολουθήσουμε όμως τί αναφέρει ο χρονογράφος Ιωάννης Ζωναράς( 12ος αιώνας) για τη δήθεν πυρπόληση του πανεπιστημίου και των καθηγητών του από τον Λέοντα Γ’:

Οἶκος ἦν ἐν τῇ καλουμένῃ Βασιλικῇ, ἐν ᾧ καὶ βίβλοι τῆς τε θύραθεν σοφίας καὶ τῆς εὐγενεστέρας καὶ θεοτέρας πολλαὶ ἐναπέκειντο. Ἦν δὲ οὖτος ἀνέκαθεν τοῦ προύχοντος ἐν λόγοις κατοικήτηριον, ὃν οἰκουμενικὸν ἐκάλουν διδάσκαλον· ὃς καὶ δώδεκα εἶχεν ἑτέρους συνοικοῦντας αὐτῷ, κακείνους τῆς λογικῆς παιδείας μετέχοντας κατὰ τὸ ἀκρότατον. […] Παρ’ αὐτοῖς ἐφοίτων οἷς ἔμελλε λογικῆς παιδείας καὶ γνώσεως, οὓς καὶ ὁ βασιλεύων συμβούλους ἐν τοῖς πρακτέοις πεποίητο. Τούτους οὖν εἰ ἕλοι καὶ τῆς αὐτοῦ ποιήσαιτο γνώμης, ἔκρινε τὸ πᾶν κατεργάσεσθαι. Καὶ τοὺς ἄνδρας μεταστειλάμενος τὴν περὶ τῶν σεβαστῶν εἰκόνων γνώμην αὐτοῦ τὴν πονηρᾶν αὐτοῖς ἐκοινώσατο. Οἱ δὲ οὐχ ὅσον οὐχ ὡμοδόξουν αὐτῷ, ἀλλὰ καὶ αὐτὸν μεταστήσαι τῆς γνώμης ταύτης ἐπεχείρουν ὁλοσχερῶς, πῇ μὲν καταψῶντες τὸν θῆρα τὸν λεοντώνυμον καὶ κατεπάδοντες καὶ διελέγχοντες τὴν ἀσέβειαν. Ὁ δὲ ὡσεὶ ἀσπὶς ἔβυε τὰ ὦτα καὶ φωνῆς ἐπαδόντων οὐκ ἢκουεν οὐδ’ ἐφαρμακεύετο παρὰ τῶν σοφῶν. Πολλάκις οὖν αὐτοῖς προσῳμιληκὼς καὶ τὴν αὐτῶν μετάθεσιν ἀπογνούς, τοὺς μὲν ἀφῆκεν εἰς τὴν σφετέραν πορευθῆναι διατριβήν, τὸν οἶκον ἐκείνον δηλαδὴ τὸν βασίλειον, αὐτὸς δὲ  κελεύσας εὔπρηστον ὕλην συναχθῆναι πολλὴν καὶ πέριξ τοῦ οἴκου τεθεῖσαν ἀναφθῆναι νυκτός, οὕτω καὶ τὸν οἶκον σὺν ταῖς βίβλοις καὶ τοὺς σοφοὺς ἐκείνους ἄνδρας καὶ σεβασμίους κατεύκασεν».43

Ο χρονογράφος Θεοφάνης ο Ομολογητής (760-818 μ.Χ.) θρηνώντας για την πυρπόληση και καταστροφή του πανεπιστημίου γράφει: «Τὰ παιδευτήρια σβεσθῆναι καὶ τὴν εὐσεβῆ παίδευσιν τὴν ἀπὸ τοῦ ἐν ἁγίοις Κωνσταντίνου τοῦ μεγάλου καὶ μέχρι νῦν κρατήσασαν, ἦς καὶ μετὰ ἄλλων πολλῶν καλῶν καθαιρέτης ὁ σαρακηνόφρων οὗτος Λέων γέγονεν».44

Επίσης τα Πάτρια Κωνσταντινουπόλεως (10ος αιώνας), χωρίς να μνημονεύουν την καταστροφή του καθιδρύματος, σημειώνουν ότι το «Πανδιδακτήριον» (το αναφέρει ώς ΔΙΔΑΣΚΑΛΕΊΟΝ) παρέμεινε «εἰς τὸ τετραδήσιον τὸ Ὀκτάγωνον» μέχρι «τοῦ δεκάτου χρόνου Λέοντος τοῦ Συρογενοῦς», δηλαδή μέχρι το 727 μ.Χ.

Τὸ δὲ Τετραδήσιον τὸ Ὀκτάγωνον [...] διδασκαλεῖον ἐκεῖσε ἐτύγχανεν οἰκουµενικόν· καὶ οἱ
βασιλεύοντε̋ αὐτοὺ̋ ἐβουλεύοντο καὶ οὐδὲν ἔπραττον χωρὶ̋ αὐτῶν· ἐξ οὗ καὶ ἐξ αὐτῶν
ἐγένοντο πατριάρχαι καὶ ἀρχιεπίσκοποι. [...] διήρκεσε ἔτη υιδ´ (414 χρόνια ) µέχρι τοῦ δεκάτου χρόνου Λέοντο̋ τοῦ Συρογενοῦ̋ τοῦ πατρὸ̋ Καβαλλίνου. Παρατραπεὶ̋ δὲ τῆ̋ θεία̋ χάριτο̋ καὶ
γυµνωθεὶ̋ τοῦ θεοῦ διὰ τὸ µὴ συγκοινωνεῖν αὐτῷ τοὺ̋ µοναχοὺ̋ τῇ µαταίᾳ αὐτοῦ βουλῇ
πλησθεὶ̋ ὀργῆ̋ φρύγανα καὶ ξύλα ἀθροίσα̋ κατέκαυσεν ἐκεῖσε τοὺ̋ διδάσκοντα̋ δεκαὲξ
µοναχού̋. -Patria III, § 31.


Τέλος ο ανώνυμος συγγραφέας της Συνόψεως Χρονικής (13ος αιώνας), αναφερόμενος στην αντιδικία του Λέοντα με τους «διδασκάλους» του πανεπιστημίου σχετικά με το θέμα των εικόνων ιστορεί τα εξής: ο αυτοκράτορας αφού απέτυχε να πείσει τους «ἱεροὺς ἐκείνους καὶ λογίους ἄνδρας» τους «γνώσει καὶ ἀρετῇ τῶν ἄλλων ἐξοχωτάτους» να αποδεχθούν την «ἑαυτοῦ κακοδοξίαν» τον «μέγιστον καὶ περιφανῆ βασιλικὸν οἶκον» όπου βρισκόταν εγκατεστημένο το «Πανδιδακτήριον» «καὶ ταῖς ἐν αὐτῷ ἀποτεθησαυρισμέναις ἱεραῖς βίβλοις τῆς θείας Γραφῆς καὶ τῆς ἔξωθεν σοφίας» καθώς και όλους όσοι «πᾶσαν λογικὴν ἐπιστήμην […] καὶ τὴν ἐκκλησιαστικὴν ἅπασαν θεοσοφίαν, τοὺς μανθάνειν βουλομένους […] ἐδίδασκον ἀμισθί», «πυρὶ συγκατακαίει καὶ παντελεῖ ἀφανείᾳ παραδίδει, ὁ τοῦ αἰωνίου πυρὸς ἄξιος».

Ωστόσο στις μέρες μας αμφισβητείται σοβαρά ο ισχυρισμός των βυζαντινών ιστορικών και χρονογράφων ότι ο Λέων Γ’ παρέδωσε εσκεμμένα στο πυρ το πανεπιστήμιο και τη βιβλιοθήκη και προκάλεσε το θάνατο των πανεπιστημιακών καθηγητών. Αναφέρει συγκεκριμένα η ιστορικός Αικατερίνη Χριστοφιλοπούλου: «Ἡ πυρπόλησις του Πανδιδακτηρίου τῆς Κωνσταντινουπόλεως μετὰ τῶν ἐν αὐτῷ διδασκόντων καὶ τῆς συνεχομένης βιβλιοθήκης παραδιδομένη ὑπὸ μεταγενεστέρων χρονογράφων θεωρεῖται σήμερον ὡς κακόβουλος ἐπινόησις τῆς ἀντιπάλου παρατάξεως (τῶν εἰκονοκλαστῶν)»45. Ο Paul Lemerle υποστηρίζει ότι « Τὸ ὁλοκαύτωμα ἑνὸς ἰδρύματος ἀνώτερης ἐκπαίδευσης μὲ τοὺς καθηγητές του καὶ τὴ  βιβλιοθήκη του, ποὺ δῆθεν τὸ διέταξε ὁ Λέων Γ’ το 726, εἶναι ἕνας μύθος που δημιουργήθηκε ἀργότερα ἀπὸ τὴν ταραγμένη φαντασία τῶν λαϊκῶν καὶ μοναστικῶν εἰκονολατρικῶν κύκλων, μέσα στὸν ἐνθουσιασμό τους γιὰ τὸν θρίαμβο τῶν εἰκόνων». Και καταλήγει: « καὶ κυρίως ὁ Λέων Γ’, στὴν πρώτη περίοδο τῆς βασιλείας του, δεν ὑπήρξαν οἱ διῶκτες ποὺ θέλει νὰ παρουσιάσει ἡ ὀρθόδοξη πίστη».46

Μύθος λοιπόν, ιστορικό γεγονός ή εγκληματική πράξη που αποδίδεται στον Λέοντα Γ’; Η απάντηση μοιάζει να είναι αρκετά δύσκολη.  Αν ακόμη θεωρηθεί ως αποκύημα της φαντασίας των εικονολατρών δεν παύει να κρύβει κάποιον πυρήνα αλήθειας.
Κατά την άποψη του γράφοντος, δεν αποκλείεται να καταστράφηκαν πραγματικά το πανεπιστήμιο και η βιβλιοθήκη από φωτιά είτε τυχαία είτε κατά τη διάρκεια των διαφόρων εσωτερικών συγκρούσεων και ταραχών, όπως συμβαίνει σε τέτοιου είδους περιπτώσεις. Πάντως φαίνεται δύσκολο ο Λέων Γ’ να προέβη ηθελημένα σε μια τέτοια παράλογη πράξη.
Το πανεπιστήμιο λειτούργησε πάλι με μέριμνα του «καίσαρος» Βάρδα, θείου του αυτοκράτορα Μιχαήλ Γ’ (842-867 μ.Χ.), λίγο μετά το 843 ή κατά τον Ch. Diehl το 850 ή κατά τον Paul Lemerle το 855 με 856.47 Ο Βάρδας στελέχωσε το Πανεπιστήμιο (Πανδιδακτήριον) με κατάλληλο διδακτικό προσωπικό και το εγκατέστησε σε αίθουσες του ανακτόρου της Μαγναύρας48, τμήμα του οποίου είχε φροντίσει να διατεθεί γι’ αυτόν τον σκοπό.

Πρώτος καθηγητής διορίστηκε ο Λέων49, ο φιλόσοφος ή Μαθηματικός (790-869) που είχε προηγουμένως διδάξει ιδιωτικά και δημόσια στην Κωνσταντινούπολη για 15 έως 20 έτη (820-838 περίπου) και είχε αποκτήσει μεγάλη φήμη λόγω της ευρείας μόρφωσής του. Για τον Λέοντα ο Αββασίδης χαλίφης Al Mamûn (818-833), ο οποίος είχε πληροφορηθεί την ύπαρξή του από έναν βυζαντινό μαθητή του φιλοσόφου, αιχμάλωτου των Αράβων, προσέφερε στον αυτοκράτορα Θεόφιλο (829-842) το ποσό των 20 κεντηναρίων χρυσού προκειμένου να τον «δανειστεί» για μερικούς μήνες. Ο Λέων προτίμησε όμως να αποποιηθεί την προσφορά και να τον διορίσει δημόσιο διδάσκαλο στην πρωτεύουσα, όπου ο Λέων έδινε τακτικά διαλέξεις στην εκκλησία των Σαράντα Μαρτύρων. Ο Λέων υπήρξε μία από τις σημαντικότερες μορφές στον χώρο των γραμμάτων  τον 9ο αιώνα. Υπήρξε μία μορφή πανεπιστήμονα που ασχολήθηκε με τη φιλοσοφία, τα μαθηματικά, την γεωμετρία, την αστρονομία και την αστρολογία, ενώ του αποδίδονται και διάφορες πρακτικές εφαρμογές.

Μεταξύ των καθηγητών της Μαγναύρας κατά τον 9ο αιώνα πολλοί ιστορικοί συγκαταλέγουν και τον Θεσσαλονικέα ιεραπόστολο των Σλάβων Κύριλλο- Κωνσταντίνο (περίπου 827-869) καθώς και τον λόγιο, μετέπειτα  Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, Φώτιο (δύο πατριαρχίες: 858-867 και 877-886). Για τον Κύριλλο ο Βρετανός ιστορικός Norwich μας πληροφορεί ότι: « ανέλαβε για ένα σύντομο χρονικό διάστημα την έδρα της φιλοσοφίας στην Μαγναύρα»51 ενώ ο D. Nicol αναφέρει ότι «διαδέχθηκε τον φίλο του Φώτιο στην έδρα της φιλοσοφίας» στο ίδιο πανεπιστήμιο.52

Αναφορικά με τον Φώτιο, η άποψη ότι διετέλεσε καθηγητής στο πανεπιστήμιο της Μαγναύρας ή ότι δίδαξε ιδιωτικά, βρίσκει αντίθετο τον Paul Lemerle: «Όσο είναι βέβαιο ότι ο Λέων υπήρξε εξ  επαγγέλματος καθηγητής, άλλο τόσο είναι βέβαιο ότι ο Φώτιος δεν υπήρξε ποτέ κάτι τέτοιο. Όσα και αν λέγονται και αν επαναλαμβάνονται για το αντίθετο δεν στηρίζονται πουθενά, και μου φαίνεται ότι αν ο Φώτιος είχε, έστω και για ένα διάστημα διδάξει επαγγελματικά, θα σωζόταν τουλάχιστον κάποια μαρτυρία. Δεν σώζεται καμία».53

Το ενδιαφέρον του Βάρδα για τους σπουδαστές ήταν πολύ μεγάλο. Ο ιστορικός Ιωσήφ Γενέσιος (10ος αιώνας) γράφει ότι: «ἐφ’οἷς ἐκ φιλοπονίας ἐπιχωριάζων συχνῶς καὶ τῶν μαθητιώντων ἑκάστου τὸ ἐπιτήδειον ἐννοῶν χρησταῖς ἐλπίσιν ὑπέτρεφεν»54. Χάρη στο Πανεπιστήμιο της Μαγναύρας και στην ιδιαίτερη μέριμνα που έδειξε γι’ αυτό ο Βάρδας αναγεννήθηκαν τα γράμματα και οι επιστήμες που είχαν παραμεληθεί και παρακμάσει όπως λέγει ο χρονογράφος Γεώργιος Κεδρηνός, «τῇ τῶν κρατούντων ἀγροικίᾳ καὶ ἀμαθείᾳ» (επειδή οι κρατούντες ήταν αγροίκοι και αμαθείς).
Μεγάλο ενδιαφέρον για το Πανεπιστήμιο της Μαγναύρας έδειξαν επίσης οι αυτοκράτορες της Μακεδονικής Δυναστείας (867-1059), Βασίλειος Α’ (867-886), Λέων ΣΤ’ (886-912) και Κωνσταντίνος Ζ’ Πορφυρογέννητος (913-959).
Ο τελευταίος μάλιστα για τις ανανεωτικές του πρωτοβουλίες εξυμνήθηκε από τους βυζαντινούς ιστορικούς και χρονογράφους στην εποχή του. Στο προοίμιο των «Γεωπονικῶν»55 ο ανώνυμος συγγραφέας του απευθυνόμενος στον Πορφυρογέννητο: «Πρῶτα μὲν γὰρ φιλοσοφίαν τε καὶ ῥητορικὴν ἤδη παρερρυκηίας καὶ πρὸς ἀχανῆ βυθὸν τῆς λήθης καταδεδυκυίας εὐμηχάνως καὶ συνετῶς ἀνείλκυσας, τὴν κραταιάν σου χεῖρα ταύταις προσεπιδούς. Ἔπειτα δὲ καὶ πᾶσαν ἀλλην ἐπιστήμην τε καὶ τέχνην πρὸς καινισμὸν ἐπανήγαγες»56

Την εποχή του Κωνσταντίνου Ζ’ στο πανεπιστήμιο υπήρχαν τέσσερις έδρες: της φιλοσοφίας, της γεωμετρίας, της αστρονομίας και της ρητορικής, ενώ διδάσκονταν συμπληρωματικά η αριθμητική, η γραμματική, η νομολογία, η ιατρική και η μουσική. Ο ίδιος αυτοκράτορας είχε μεριμνήσει ώστε το πανεπιστήμιο να επανδρωθεί με αξιόλογους καθηγητές.
Ο Πορφυρογέννητος, όπως αναφέρουν οι Συνεχιστές του Θεοφάνη του Ομολογητή, «παιδευτὰς δὲ ἀρίστους προκέκρινεν· εἰς Κωνσταντῖνον πρωτοσπαθάριον τὸν τηνικαῦτα μυστικὸν τὸ τῶν φιλοσόφων παιδοτριβεῖον δέδωκεν, εἰς δὲ τὸ τῶν ῥητόρων Ἀλέξανδρον μητροπολίτην Νικαίας, εἰς δὲ τὸ τῆς γεωμετρίας Νικηφόρον πατρίκιον τὸν γαμβρὸν Θεοφίλου ἐπάρχου τοῦ Ἐρωτικοῦ, εἰς δὲ τὸ τῶν ἀστρονόμων Γρηγόριον ἀσηκρήτιν»57.
Ο Κωνσταντίνος Ζ’ έδειχνε μεγάλο ενδιαφέρον για την πρόοδο των σπουδαστών και άλλοτε τους προσκαλούσε να γευματίσουν μαζί του, άλλοτε επισκεπτόταν ο ίδιος το πανεπιστήμιο ενώ άλλοτε τους βοηθούσε οικονομικά και τους απηύθυνε παραινέσεις: Καὶ πολλὴν ἐπιμέλειαν καὶ σπουδὴν εὶς τοὺς φοιτητὰς ὁ αὐτοκράτωρ ἐποιεῖτο, ὁμοδιαίτους καὶ ὁμοτραπέζους τούτους καθ’ ἑκάστην ποιῶν καὶ ἀργύρια παρέχων, καὶ ὁμιλίας μετ’ αὐτῶν προσηνεῖς ποιούμενος».

Η συνέχιση της λειτουργίας του ανώτατου εκπαιδευτικού ιδρύματος της χώρας μετά τον θάνατο του Κωνσταντίνου Ζ’ Πορφυρογέννητου είναι αβέβαιη. Οι στρατιωτικοί αυτοκράτορες που ακολούθησαν, απασχολημένοι με την επέκταση και τη σταθεροποίηση των συνόρων της αυτοκρατορίας, παραμέλησαν για ένα περίπου αιώνα την παιδεία. Ο Βασίλειος ο Β’ για παράδειγμα που ύψωσε την Βυζαντινή Αυτοκρατορία στο απόγειο της δόξας της, δεν είχε πνευματικά ενδιαφέροντα και δεν ασχολούνταν με τα γράμματα, ούτε εκτιμούσε τη μόρφωση. Ο Βασίλειος, γράφει ο χρονογράφος Ιωάννης Ζωναράς, «οὐδὲ τῶν λογίων ἀνδρῶν ἐπεστρέφετο, αλλὰ καὶ τοὺς λόγους ἥγητο περιττόν τι χρῆμα καὶ οὒκ ὀνήσιμον· ὅθεν ἀπολεξάμενος ἑαυτῷ οὔτε τῷ γένει οὐτε μέντοι ἐν λόγῳ τὸ ἐπίσημον ἔχοντας, ἐκείνοις τάς τε βασιλείους ἐπιστολὰς ἐνεχείρισε καὶ ἐκοινώνει τῶν βουλευμάτων, καὶ αὐτὸς ἐκείνοις ἀφελῶς τὰς γραφὰς ὡς ἔτυχεν ὑπηγόρευεν».58

Η αδιαφορία που έδειξαν οι «Μακεδόνες» αυτοκράτορες της περιόδου μέσα 10ου- μέσα 11ου αιώνα για την καλλιέργεια των γραμμάτων και την προαγωγή της γνώσης, σε συνάρτηση με τον περιορισμό ή την περικοπή της χρηματοδότησης των δημοσίων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων εγκυκλίου και ανώτατης παιδείας που επιβλήθηκε προς αντιμετώπιση των  μεγάλων στρατιωτικών δαπανών, οδήγησαν πολλά από αυτά τα ιδρύματα στον μαρασμό και στην αναστολή της λειτουργίας τους. Ωστόσο οι ιδιωτικοί διδάσκαλοι και οι εκκλησιαστικές σχολές εξακολούθησαν να διδάσκουν, ενώ οι Βυζαντινοί λόγιοι συνέχισαν το πνευματικό τους έργο, δραστηριότητες που καρποφόρησαν αργότερα κατά την πνευματική αναγέννηση των μέσων του 11ου αιώνα.

Οι σπουδές αναζωπυρώθηκαν μεταξύ των ετών 1045-1047 όταν ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Θ’ Μονομάχος (1042-1055) ίδρυσε δύο ανώτατες σχολές, τη Φιλοσοφική και τη Νομική. Ο αυτοκράτορας, μνημονεύει ο ιστορικός Μιχαήλ Ατταλειάτης (11ος αι.), « μουσεῖον τῆς νομοθετικής ἀναγείρας καὶ νομοφύλακα προστησάμενος. Ἀλλὰ καὶ τοῦ τῆς φιλοσοφίας οὐρανοβάμονος ἐπεμελήθη μαθήματος, πρόεδρον τῶν φιλοσόφων προχειρισάμενος ἄνδρα τῶν καθ’ἡμᾶς διαφέροντα γνώσει, καὶ τοὺς νέους πρὸς ἄσκησιν τῶν σοφῶν λόγων καὶ μαθημάτων προυτρέψατο σὺν τῷ εὐμαρεῖ τῶν διδασκάλων, καὶ γερῶν τούτους ἐν τῷ δημηγορεῖν βασιλικῶν ἀξιῶν».59

Την περίοδο μέσα 11ου αρχές 13ου αιώνα ενδιαφέρον για τα γράμματα έδειξαν οι αυτοκράτορες Ισαάκιος Α’ Κομνηνός (1057-1059), Κωνσταντίνος Ι’ Δούκας (1059-1067) και Αλέξιος Α’ Κομνηνός (1081-1118).60 Κατά τον χρονογράφο Ιωάννη Ζωναρά (12ος αι.) ο Ισαάκιος Α’ «λόγοις μὲν οὐχ ὡμιληκώς, προσέχων δ’αὐτοῖς καὶ τοὺς τούτων τροφίμους προσδεχόμενος». (Μολονότι ο ίδιος δεν είχε αποκτήσει μόρφωση φρόντιζε τα γράμματα και συναναστρεφόταν τους λογίους). Αλλά και ο Κωνσταντίνος Ι’, όπως αναφέρει ο ίδιος συγγραφέας, «λόγοις δὲ οὐχ ὁμιληκὼς ἡγάπα τούτους καὶ τοὺς λογίους ἐσέβετο καὶ ἔλεγε βούλεσθαι μᾶλλον ἐκ λόγων ἢ τῆς βασιλείας γνωρίζεσθαι». (Παρόλο που δεν είχε λάβει μόρφωση, αγαπούσε τα γράμματα και σεβόταν τους λογίους λέγοντας πως προτιμούσε να ξεχωρίζει για την παιδεία παρά για το αξίωμά του).

Τέλος ο Αλέξιος Α’, αναφέρει η κόρη του Άννα Κομνηνή, όταν ανέλαβε την εξουσία, «ἐπεὶ δὲ τὰ ὡδὶ παιδείας εὗρε ἁπάσης ἐνδεῶς ἔχοντα καὶ τέχνης λογικῆς, τοῦ λόγου πόρρω ποὺ ἀπελαθέντος, αὐτὸς εἴ που σπινθῆρές τινὲς ἦσαν τούτου ὑπὸ σποδιᾷ κρυπτόμενοι, ἀναχωννύειν ἠπείγετο. Καὶ τοὺς ὅσοι περὶ τὰ μαθήματα ἐπιρρεπῶς εἶχον (ἦσαν γάρ τινες καὶ οὗτοι βραχεῖς, καὶ οὗτοι μέχρι τῶν Ἀριστοτελικῶν ἑστηκότες προθύρων), τούτους πρὸς μάθησιν ὀτρύνων, οὐκ ἐνεδίδου, προηγεῖσθαι δὲ τὴν τῶν θείων βίβλων μελέτην τῆς ἑλληνικῆς παιδείας ἐπέτρεπε».61 Ο Αλέξιος μερίμνησε επίσης για τη δημιουργία «σχολής γραμματικού» στο ορφανοτροφείο που είχε ήδη συστήσει. Ωστόσο ο Ιωάννης Ζωναράς θέλοντας ίσως να παρουσιάσει τους επαίνους της Άννας για τον πατέρα της ως υπερβολικούς, διατείνεται ότι ο Αλέξιος, «λόγους οὐχ ὡς ἔδει τιμῶν» (Στα γράμματα δεν έδινε την αξία που έπρεπε). Οι υπόλοιποι αυτοκράτορες της δυναστείας των Κομνηνών και εκείνοι της δυναστείας των Αγγέλων κράτησαν έναντι των γραμμάτων στάση αδιάφορη και σε ορισμένες περιπτώσεις εχθρική.

Κατά τη διάρκεια της φραγκοκρατίας (1204-1261) η πανεπιστημιακή μόρφωση συνεχίστηκε στην ελληνική αυτοκρατορία της Νίκαιας. Στην κατακτημένη Κωνσταντινούπολη, η ελληνική παιδεία περιορίστηκε στις εκκλησιαστικές σχολές που λειτουργούσαν σε διάφορες  μονές, όπως στη μονή του Ακαταλήπτου Χριστού και στη Μονή της Χώρας. Οι σχολές αυτές φαίνεται ότι είχαν περιλάβει στην ύλη της εκτός από θεολογικά μαθήματα και κάποια μαθήματα της θύραθεν παιδείας. Αντίθετα στη Νίκαια ιδρύθηκαν σχολές υψηλού επιπέδου από ανθρώπους των γραμμάτων που στην πλειονότητά τους είχαν σπουδάσει στην Κωνσταντινούπολη πριν από το 1204.

 Οι πιο γνωστοί από αυτούς υπήρξαν ο αρμενικής καταγωγής Μιχαήλ Σεναχηρείμ, ερμηνευτής και υπομνηματιστής του Ομήρου, ο Θεόδωρος Εξαπτέρυγος (1180-1236), διδάσκαλος της ποίησης και της ρητορικής και ο μεταγενέστερος τους Νικηφόρος Βλεμμύδης (1197-1269) που σπούδασε σε διάφορες σχολές της Μικράς Ασίας μέχρι το 26ο έτος της ηλικίας του. Ο χαρακτήρας του Βλεμμύδη ήταν ιδιαίτερα εριστικός και μολονότι είχε ευρύτατη μόρφωση και τα συγγράμματα του εκτείνονταν σε όλους τους τομείς της βυζαντινής γραμματολογίας, οι σχέσεις του με τους άλλους λογίους της εποχής του αλλά και με τους μαθητές του ήταν εξαιρετικά δύσκολες. Δίδαξε θεολογία, φιλοσοφία, ιατρική και ρητορική. Μεταξύ των μαθητών του συγκαταλέγονταν ο πολιτικός, ιστορικός, και διδάσκαλος Γεώργιος Ακροπολίτης και ο αυτοκράτορας Νικαίας Θεόδωρος Β’ Λάσκαρις.

Οι ηγεμόνες της Αυτοκρατορίας της Νίκαιας, Ιωάννης Βατάτζης (1222-1254) και Θεόδωρος Β’ Λάσκαρις (1254-1258) υπήρξαν μεγάλοι προστάτες των γραμμάτων και της παιδείας. Ίδρυσαν σχολές όχι μόνο στη Νίκαια αλλά και σε άλλες πόλεις της Αυτοκρατορίας, μεριμνώντας για την κάλυψη των δαπανών λειτουργίας τους και των εξόδων διδασκόντων και διδασκομένων. Ο ανώνυμος συγγραφέας της «Συνόψεως Χρονικής» (13ος αι.) αναφέρει ότι ο Θεόδωρος Β’ ανήγειρε στη Νίκαια τον Ναό του «Χριστομάρτυρος Τρύφωνος  […] καὶ σχολεῖα γραμματικοῦ καὶ ῥητόρων ἔταξεν ἐν αὐτῷ, διδασκάλους ἐπιστήσας καὶ μαθητὰς ἀποτάξας, ἐκ βασιλικῶν θησαυρῶν τὰ σιτηρέσια τούτους ἔχειν διορισάμενος φιλοτίμως»62.
Ένας άλλος λόγιος, ο μαθητής και προστατευόμενος του Γεωργίου Ακροπολίτη, Γεώργιος ο Κύπριος που ως Γρηγόριος Β’ διετέλεσε Πατριάρχης Κωνσταντινούπολης (1283-1289), αναφέρει στην αυτοβιογραφία του ότι στη Νίκαια παρεχόταν κανονικά η κατά παράδοση «ἐγκύκλιος παιδεία» και αποκαλεί την πόλη «θαυμασίαν καὶ πολυέραστον τῶν λόγων πηγήν». Η έλλειψη βιβλίων, ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα της περιόδου αυτής, αντιμετωπίστηκε με την αποστολή του Νικηφόρου Βλεμμύδη το 1239-1240 στον Άθω, στη Θεσσαλονίκη, στη Λάρισα και στην Αχρίδα προς αναζήτηση χειρογράφων για τη βιβλιοθήκη που είχε ιδρύσει ο Βατάτζης στη Νίκαια.

Στην ελληνική αυτοκρατορία της Τραπεζούντας η δυναστεία των Μεγάλων Κομνηνών (1204-1261) προστάτευσε και προήγαγε την παιδεία. Στην ανύψωση της παιδείας στην Τραπεζούντα συνετέλεσαν επίσης και οι λόγιοι που είχαν σπουδάσει στην Κωνσταντινούπολη και είχαν κατά καιρούς μεταβεί στην πρωτεύουσα των Μεγάλων Κομνηνών. Στην κατηγορία αυτή ανήκουν ο σκευοφύλακας Λάζαρος, ο χρονογράφος Μιχαήλ Πανάρετος (14ος αιώνας), ο ιατροφιλόσοφος, θεολόγος και πολιτικός Γεώργιος Αμιρούτζης (15ος αι.) και ο πολυγραφότατος Βησσαρίων (1403-1472) αρχικά μητροπολίτης Νίκαιας και από το 1439 καρδινάλιος της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας.

Ο ιδρυτής της αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας Αλέξιος  Α’ Μέγας Κομνηνός (1204-1222), μερίμνησε ώστε η νέα πρωτεύουσα του κράτους του να αποκτήσει σχολεία όλων των βαθμίδων της εκπαίδευσης. Σημαντικότερη όλων υπήρξε η ανωτέρα σχολή θετικών επιστημών, η οποία λειτούργησε κατά το διάστημα 1204-1461. Στη σχολή δίδαξαν διακεκριμένοι λόγιοι όπως ο ιατρός και αστρονόμος Γρηγόριος (ή Γεώργιος) Χιονιάδης (μέσα 13ου-μέσα 14ου αιώνα) πριν από την προχείρισή του σε επίσκοπο Ταυρίδας (1305-1310), ο κληρικός Μανουήλ (14ος αι.), ο πρωτονοτάριος και πρωτοβεστιάριος Κωνσταντίνος Λυκίτης (14ος αι.) κ.α.63
Στο Δεσποτάτο της Ηπείρου η παρουσία του «γραμματικού» και ποιητή Κωνσταντίνου Ερμονιακού στην Άρτα στις αρχές του 14ου αιώνα μαρτυρεί τη λειτουργία σχολείου της «θύραθεν παιδείας» στην πόλη κατά την περίοδο αυτή. Ο Ερμονιακός έγινε κυρίως γνωστός από τη διασκευή σε δημώδη γλώσσα των «Τρωικών Πολέμων», την οποία εκπόνησε κατόπιν εντολής του δεσπότη της Ηπείρου, Ιωάννη Β’ Κομνηνού Αγγέλου Δούκα (1323-1335) με βάση την «Ιλιάδα» και τις «Αλληγορίες στην Ιλιάδα» του Ιωάννη Τζέτζη (1110-1180).
Στη λατινική Κωνσταντινούπολη ο Φράγκος αυτοκράτορας Βαλδουίνος Α’ (1204-1205) προσπάθησε να ιδρύσει λατινικό πανεπιστήμιο, όμως το αίτημά του δεν ικανοποιήθηκε επειδή αντέδρασε το πανεπιστήμιο των Παρισίων.64

Με την εκδίωξη των Λατίνων και την ανάκτηση της Κωνσταντινούπολη από τον καίσαρα Αλέξιο Στρατηγόπουλο στις 25 Μαΐου 1261, ο αυτοκράτορας Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγος (1259-1282) επανίδρυσε το φιλοσοφικό τμήμα του Πανεπιστημίου. Ως πρώτος «Ύπατος των Φιλοσόφων» διορίστηκε ο πολιτικός και ιστορικός Γεώργιος Ακροπολίτης (1217-1282), μαθητής του Νικηφόρου Βλεμμύδη, ο οποίος δίδασκε μαθηματικά στους σπουδαστές της φιλοσοφίας με βάση τον Ευκλείδη και τον Νικόμαχο65 και χρησιμοποιούσε ως χώρο διδασκαλίας τα υπερώα της Αγίας Σοφίας. Επόμενος «Ύπατος των Φιλοσόφων» υπήρξε ο Ιωάννης Πεδιάσιμος (13ος -14ος αιώνας), μαθητής  του Γεωργίου Ακροπολίτη και από το έτος 1284 «Χαρτοφύλαξ Βουλγαρίας». Ο Πεδιάσιμος που δίδαξε και στην Αχρίδα, συνέγραψε ένα μεγάλο αριθμό έργων, πιθανόν για παιδαγωγικούς λόγους σχετικά με τη μυθολογία, τη γεωμετρία, τη μουσική, την αστρονομία, την ιατρική και τη συλλογιστική.

Ο διάδοχος του Μιχαήλ, αυτοκράτορας Ανδρόνικος Β’ Παλαιολόγος (1282-1328), αναδιοργάνωσε το Πανεπιστήμιο και περιέλαβε σε αυτό Νομικό τμήμα με το όνομα «Βασιλικόν» ή «Καθολικὸν Μουσεῖον». Διευθυντής του «Μουσείου» ανέλαβε ο Θεόδωρος Υρτακηνός (13ος -14ος αιώνας), ο οποίος δίδαξε γραμματική και ρητορική. Το 1348 διορίστηκε στο Νομικό τμήμα ως «αντικήνσωρ» (νομοδιδάσκαλος) ο Κωνσταντίνος Αρμενόπουλος66 (1320-1380 ή 1383), τελευταίος Έλληνας νομομαθής της βυζαντινής περιόδου. Ο Αρμενόπουλος δίδαξε νομικά μέχρι το έτος 1350 οπότε αναδείχθηκε «Κριτής του Δρόμου» (ανώτατος δικαστής).

Στις αρχές του 15ου αιώνα επί αυτοκράτορα Μανουήλ Β’ Παλαιολόγου (1391-1425) το «Καθολικὸν Μουσεῖον» αναδιοργανώθηκε και πάλι και στεγάστηκε σε χώρους του «Ξενῶνος τοῦ Κράλη»67 στη μονή του Αγίου Ιωάννη της Πέτρας. Την εποχή αυτή έρχονταν να σπουδάσουν στην Κωνσταντινούπολη Ιταλοί και άλλοι δυτικοευρωπαίοι. Ανάμεσά τους ήταν πολλοί ανθρωπιστές που επέστρεφαν στις χώρες τους μεταδίδοντας τις ελληνικές ιδέες και απόψεις. Όπως γράφει ο σοβιετικός ιστορικός Μ. Λεφτσένκο, «Το Βυζάντιο εξακολουθούσε να κρατεί, όπως κα στα πριν χρόνια, τον ρόλο του κέντρου της πνευματικής ακτινοβολίας.

 Όπως και στους πιο καλύτερους καιρούς οι σχολές της Κωνσταντινούπολης τραβούσαν τη νεολαία όχι μόνο από τις χώρες που μιλούσαν την ελληνική γλώσσα, μα και από τις χώρες της χριστιανικής Ανατολής και ακόμη της Ιταλίας, όπου ξυπνούσε η ουμανιστική κίνηση».68 Ο πάπας Πίος Β’ (1458-1464) θαύμαζε την ελληνική διανόηση και αποκαλούσε την Κωνσταντινούπολη «οἶκο τῶν γραμμάτων καὶ ἀκρόπολη τῆς ὑψηλῆς φιλοσοφίας».
Ένας από τους σπουδαιότερους διδασκάλους του «Μουσείου» υπήρξε ο λόγιος και διπλωμάτης Μανουήλ Χρυσολωράς (1350-1415). Την περίοδο 1411-1413 ο Χρυσολωράς εγκαταστάθηκε στη Ρώμη όπου ασπάστηκε τον καθολικισμό και προχειρίστηκε καρδινάλιος από τον πάπα Ιωάννη ΚΓ’ (1410-1415). Εξίσου σημαντικός υπήρξε και ο Ιωάννης Αργυρόπουλος (1415-1487) που δίδαξε την ελληνική γλώσσα και την αριστοτελική φιλοσοφία στο Καθολικό Μουσείο από το 1448-1452, στην Πλατωνική Ακαδημία της Φλωρεντίας από το 1456-1470 και στη Ρώμη από το 1471 μέχρι το θάνατό του.
Το πανεπιστήμιο της Κωνσταντινούπολης συνέχισε να λειτουργεί μέχρι την άλωση της Πόλης το 1453. Τελευταίος διδάσκαλος του Μουσείου υπήρξε ο Μιχαήλ Αποστόλης (1442-1480), ανθρωπιστής, θεολόγος και κωδικογράφος που διαδέχθηκε το 1452 τον Ιωάννη Αργυρόπουλο. Ο Αποστόλης δίδαξε  μέχρι την άλωση της πόλης το 1453, οπότε και πιάστηκε αιχμάλωτος. Έναν χρόνο αργότερα εξαγόρασε την ελευθερία του, πιθανόν με τη βοήθεια του Βησσαρίωνα. Ο Αποστόλης μετά την απελευθέρωσή του έζησε για λίγο στην Ιταλία και κατόπιν πήγε στην Κρήτη όπου και δίδαξε ιδιωτικά μέχρι τον θάνατό του.

ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΣΧΟΛΗ :Ο κοσμήτοράς της έφερε τον τίτλο «Ὕπέρτιμος», «Ὕπατος» ή «Πρόεδρος τῶν φιλοσόφων». Φαίνεται ότι οργανώθηκε στις βάσεις του πανεπιστήμιου της Μαγναύρας. Η Σχολή είχε τρεις κύκλους διδασκαλίας. Στον πρώτο οι σπουδαστές διδάσκονταν γραμματική, κλασική φιλολογία, ρητορική και διαλεκτική. Στον δεύτερο κύκλο αριθμητική, γεωμετρία, μουσική, αστρονομία και ιατρική. Οι σπουδές ολοκληρώνονταν με τη διδασκαλία στον τρίτο κύκλο, της θύραθεν φιλοσοφίας, την οποία οι Βυζαντινοί θεωρούσαν ως κορωνίδα των επιστημών.60
Πρώτος «Ύπατος των Φιλοσόφων» διορίστηκε το 1045 ο πολιτικός, φιλόσοφος και ιστορικός Κωνσταντίνος (Μιχαήλ) Ψελλός (1018-1096) Δίδαξε φιλοσοφία και έντεκα ακόμη μαθήματα, μεταξύ των οποίων γεωγραφία, μουσική και αστρονομία. Δέκα χρόνια αργότερα, το έτος 1054, αναγκάστηκε να παραιτηθεί και να καρεί μοναχός. Τον διαδέχθηκε ο μαθητής του, φιλόσοφος, Ιωάννης Ιταλός (1025-1082).
Ο χώρος όπου λειτούργησε η σχολή μας είναι άγνωστος. Από τα βυζαντινά όμως κείμενα που αναφέρονται στην ανώτατη παιδεία επί Κωνσταντίνου Θ’, μπορούμε να συμπεράνουμε ότι δεν συστεγάστηκε με τη Νομική Σχολή, αλλά εγκαταστάθηκε σε χωριστό κτίριο, ίσως στις ίδιες αίθουσες του ανακτόρου της Μαγναύρας όπου είχε λειτουργήσει το πανεπιστήμιο του Καίσαρος Βάρδα. Η Φιλοσοφική Σχολή λειτούργησε μέχρι τις αρχές του 13ου αιώνα συγκεντρώνοντας σπουδαστές όχι μόνο από περιοχές του βυζαντινού κράτους, αλλά και ξένους από ανατολή και δύση. Έκλεισε τον Απρίλιο του 1204, όταν η Κωνσταντινούπολη κατελήφθη από τους Σταυροφόρους.

ΝΟΜΙΚΗ ΣΧΟΛΗ: «Διδασκαλεῖον τῶν Νόμων» ἢ «Μουσεῖον τῆς Νομοθετικῆς»
Ο κοσμήτοράς της έφερε τον τίτλο «Νομοφύλαξ» ή «Εξηγητής των Νόμων». Συγκροτήθηκε με «Νεαρά»61 που ίσως συνέταξε ο λόγιος Ιωάννης Μαυρόπους (1000-1081), μητροπολίτης Ευχαΐτων την περίοδο 1049-1075. Το τμήμα του νομοθετήματος κάλυπταν οι παράγραφοι 8-12. Τη «Νεαρά» εκφώνησε ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Θ’ πιθανόν το έτος 1045.
Ο αυτοκράτορας εγκατέστησε το «Διδασκαλεῖον τῶν Νόμων» στο συγκρότημα της μονής του Αγίου Γεωργίου, «τοῦ εὐαγοῦς οἴκου τῶν Μαγγάνων», από του οποίου το εισόδημα όρισε να χρηματοδοτείται η λειτουργία του: «Ἔσται γὰρ ἀπὸ τῆς παρούσης εἰς παιδευτήριον τὸ κάλλιστον σχεδὸν καὶ τερπνότατον οἴκημα τοῦ ἐυαγοῦς ἡμῶν, ὃν ἀπὸ τοῦδε διδασκαλεῑον μὲν νόμων […] κληθήσεται».62

Η Νομική Σχολή ασχολούταν με τη μελέτη του δικαίου και την ερμηνεία των νόμων και μεριμνούσε για την ένταξη των αποφοίτων της στις δημόσιες υπηρεσίες καθώς και στους συλλόγους των «ταβουλλαρίων» και των «συνηγόρων» ή «σχολαστικών» Η κατεύθυνσή της ήταν πρωτίστως πρακτική. Γράφει για το διδασκαλείο των νόμων η ιστορικός Αικατερίνη Χριστοφιλοπούλου: «Τὸ διδασκαλεῖο τῶν νόμων δὲν εἶχε τὸν θεωρητικὸ χαρακτήρα μίας πανεπιστημιακῆς σχολῆς ὅπως οἱ παλαιότερες στὴν Κωνσταντινούπολη ἢ στὴν Βηρυτό. Τώρα ὅλο καὶ περισσότεροι ἐρευνητὲς δέχονται ὅτι πρόκειται γιὰ σχολὴ διοικήσεως γιὰ τὴν ἰκανοποίηση πρακτικῶν σκοπῶν, τὴν στελέχωση τῶν κρατικῶν ὑπηρεσιῶν, τὴν κατάρτιση συμβολαιογράφων και δικηγόρων, τῶν ὁποίων τὶς ἐπιτυχεῖς σπουδὲς θα πιστοποιοῦσε ὁ νομοφύλαξ».63

Ο κοσμήτορας της Σχολής είχε σημαντικά καθήκοντα και έπρεπε να γνωρίζει όχι μόνο την ελληνική γλώσσα αλλά λόγω της νομικής επιστήμης και τη λατινική. Το αξίωμα του «Νομοφύλακος» ήταν σπουδαίο. Ο κάτοχός του ανήκε στην τάξη των «συγκλητικών» και ιεραρχικά κατατασσόταν αμέσως μετά τον «ἐπὶ τῶν κρίσεων»64 αξιωματούχο. Μπορούσε να παρουσιάζεται ενώπιον του αυτοκράτορα τις ίδιες με εκείνον ημέρες και είχε το δικαίωμα να συνδιαλέγεται απευθείας με τον ηγεμόνα. Σύμφωνα με την ιδρυτική Νεαρά, «Ὁ Νομοφύλαξ ἐναριθμηθήσεται μὲν τοῖς μεγαλοδόξοις συγκλητικοῖς, ἕξει δὲ καὶ καθέδραν εὐθὺς μετὰ τὸν ἐπὶ τῶν Κρίσεων, ᾧ καὶ πρὸς τὸ ἡμέτερον κράτος συνεισελεύσεται, καθ’ ἃς κακεῖνος ἡμέρας, καὶ τῆς ἡμετέρας ὁμιλίας καὶ ὄψεως ὡσαύτως ἀξιωθήσεται» (παρ. 11). Ο κάτοχος του αξιώματος έπαιρνε ως αμοιβή «ῥόγαν ὰνὰ πᾶν ἔτος λίτρας τέσσαρας καὶ βλατίον καὶ βαΐον, σιτηρεσίων χάριν»65 (παρ. 11).

Ως πρώτος «Νομοφύλαξ» διορίστηκε ο «Κριτὴς ἐπὶ τοῦ Ἱπποδρόμου»66α και «Ἐξάκτωρ»66β Ιωάννης Ξιφιλίνος από την Τραπεζούντα ο οποίος αργότερα επρόκειτο να διατελέσει Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως. Ο Ξιφιλίνος βαθύς γνώστης της Θεολογίας και του Δικαίου, αναδείχθηκε σε λαμπρό διδάσκαλο των νόμων διαμορφώνοντας έναν προσωπικό τρόπο διδασκαλίας και έρευνας. Αντί να εκθέτει από έδρας κατά τρόπο δογματικό τις νομικές του γνώσεις, προτιμούσε τη διδασκαλία με παραδείγματα « αἰτιολογῶν ἅπαντα» όπως αναφέρει ο Μιχαήλ Ψελλός. Προσπαθούσε να διεγείρει το ενδιαφέρον των ακροατών του εφιστώντας την προσοχή τους στο βαθύτερο νόημα που εμπεριείχε η προσφερόμενη νέα γνώση, επιδιώκοντας έτσι να καταδείξει τη μεγάλη αξία της νομικής επιστήμης. «Τὶς δὲ», διερωτάται ο Μιχαήλ Ψελλός, «τὴν νομικὴν ἐπιστήμην οὕτως ὡς ἐκείνος (sc. ὁ Ξιφιλῖνος) ἐσέμνυνεν;». Ο Ιωάννης Ξιφιλίνος υπήρξε επίσης ο δημιουργός της βιβλιοθήκης της Νομικής Σχολής και εκείνος που μεριμνούσε για την όσο το δυνατόν καλύτερη ανάπτυξή της. Επικεφαλής της βιβλιοθήκης τέθηκε ένας «βιβλιοφύλαξ» από τον οποίο ο «Νομοφύλαξ» μπορούσε να δανείζεται τα απαραίτητα για την διδασκαλία συγγράμματα. Μπορούμε επίσης να υποθέσουμε, ότι στη βιβλιοθήκη είχαν πρόσβαση και οι φοιτητές της Σχολής προκειμένου να δανείζονται τα απαραίτητα για τις σπουδές τους η αγορά των οποίων ήταν δαπανηρή.

Στους αποφοίτους της Σχολής απονέμονταν πτυχία ή πιστοποιητικά που τα υπέγραφε ο «Νομοφύλαξ». Τα πτυχία βεβαίωναν  τη νομική εκπαίδευση και ευγλωττία των αποφοίτων και αποτελούσαν απαραίτητο αποδεικτικό στοιχείο για όσους επιθυμούσαν να σταδιοδρομήσουν στα δικαστήρια ή σε άλλες κυβερνητικές υπηρεσίες.
Η «Σχολή των Μαγγάνων» αποτέλεσε υπόδειγμα για τη δημιουργία αντίστοιχων σχολών στη δυτική Ευρώπη. Σημειώνει ο Γ. Τσάμπης: « Η Νομική Σχολή του Κωνσταντίνου Θ’ επηρέασε την οργάνωση και λειτουργία της αντίστοιχης Σχολής της Βολωνίας στην Ιταλία, η οποία ιδρύθηκε κατ’ απομίμηση της πρώτης σαράντα περίπου χρόνια αργότερα, και μέσω αυτής και τη σπουδή του δικαίου στη Γαλλία αργότερα αλλά και στη Γερμανία».67 Στην Κωνσταντινούπολη όμως, δεν επρόκειτο να διατηρηθεί επί πολύ. Γύρω στα 1054 ο Ιωάννης Ξιφιλίνος κατηγορήθηκε ως αιρετικός, από κάποιον Οφρυδά. Ο Μιχαήλ Ψελλός προσπάθησε να τον υπερασπιστεί συγκρίνοντας τον Ξιφιλίνο άνθρωπο των γραμμάτων με τον «φαῦλον καὶ τοῦ μηδενὸς ἄξιον» Οφρυδά που κινούσε τη γλώσσα του σαν μυλόπετρα, «ὥσπερ τινὰ μυλιαῖον λίθον βίᾳ τὴν γλῶσσαν μετακινών».68 Η προσπάθεια απέτυχε και ο Ξιφιλίνος αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την Κωνσταντινούπολη και να μεταβεί σε μονή του όρους Ολύμπου της Βιθυνίας69 για να καρεί μοναχός. Ανακλήθηκε στην Κωνσταντινούπολη προκειμένου να πατριαρχεύσει  δέκα περίπου χρόνια μέχρι το 1063.
Μετά την απομάκρυνση του Ξιφιλίνου και τον θάνατο του Κωνσταντίνου Θ’ στις 8 Ιανουαρίου του 1055, οι διάδοχοι αυτοκράτορες παραμέλησαν τη Νομική Σχολή με αποτέλεσμα το ίδρυμα να υποβιβαστεί και τελικά να κλείσει. Στα χρόνια που ακολούθησαν τον θάνατο του Κωνσταντίνου Θ’, «δὲν ὑπάρχουν ἐνδείξεις γιὰ τὴν διατήρηση της Νομικῆς Σχολῆς».70


 ΜΑΘΗΤΕΣ ΚΑΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΙ
 Η φοίτηση στο πανεπιστήμιο της Κωνσταντινούπολης διαρκούσε πέντε χρόνια περίπου και ήταν για όσους είχαν τα απαραίτητα προσόντα και την ικανότητα για σπουδές, δωρεάν. Η ηλικία των σπουδαστών κυμαινόταν μεταξύ 16 και 20 ετών. Σπουδαστές μικρότερης ή μεγαλύτερης ηλικίας ήταν μάλλον σπάνιο φαινόμενο Οι φοιτούντες στο πανεπιστήμιο ονομάζονταν «μαθηταί» αλλά και «φοιτηταί», όπως και οι σπουδαστές της εγκυκλίου παιδείας.
Κατά τη διάρκεια των σπουδών τους οι φοιτητές όφειλαν να διάγουν ανεπίληπτο βίο, να απέχουν από οχλοκρατικές εκδηλώσεις ή θεατρικές παραστάσεις και να είναι ντυμένοι σεμνά. Η εν Τρούλλῳ Πενθέκτη Σύνοδος που συγκλήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το έτος 692 ορίζει για τους φοιτητές της νομικής, στον Κανόνα ΟΑ’ τα ακόλουθα: «Τοὺς διδασκομένους τοὺς πολιτικοὺς νόμους, μὴ δεῖν τοῖς ἑλληνικοῖς ἔθεσι κεχρῆσθαι, μήτε ἐπὶ θεάτρων ἐνάγεσθαι, ἢ τὰς λεγομένας κυλίστρας ἐπιτελεῖν ἢ παρὰ τὴν κοινὴν χρῆσιν στολὰς ἑαυτοῖς περιτιθέναι».71

 Ιατρός στην Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία 

Οι πανεπιστημιακοί δάσκαλοι ονομάζονταν «μάγιστροι» ή «μαγίστορες» ή «μαΐστορες» ή «διδάσκαλοι». Η εκλογή τους γινόταν συνήθως από τη σύγκλητο με αυστηρά κριτήρια και ο διορισμός τους εγκρινόταν από τον αυτοκράτορα. Οι «μάγιστροι» ανάλογα με την ύλη που δίδασκαν καλούνταν «γραμματικοί», «ρήτορες», «φιλόσοφοι» κ.λ.π. Οι σπουδαστές προσφωνούσαν τον διδάσκαλο «λογιώτατον», «ἐπιφανέστατον», «ἐκλαμπρότατον», «μεγαλοεπιφανέστατον», «μεγαλοπρεπέστατον» και με άλλλες παραπλήσιες εκφράσεις.
Ο κοσμήτορας ανάλογα με το τμήμα που διηύθυνε έφερε κατά καιρούς διάφορους τίτλους. Έτσι ο κοσμήτορας του φιλοσοφικού τμήματος ονομαζόταν «Ὑπατος» ή «Ὑπέρτιμος τῶν Φιλοσόφων», «Μέγας Φιλόσοφος», «Προστάτης τῆς Φιλοσόφου Σχολῆς», «Μέγας Διδάσκαλος» «Διδάσκαλος τῶν Διδασκάλων», «Οἰκουμενικός» ή «Καθολικὸς Διδάσκαλος» και τέλος «Ἀρχιδιδάσκαλος». Ο κοσμήτορας του νομικού τμήματος ονομαζόταν «Νομοφύλαξ». Εκτός από τους «διδασκάλους» υπήρχαν και οι «ὑπογραμματεῖς», δηλαδή οι επίκουροι καθηγητές, από τους οποίους επιλέγονταν οι «διδάσκαλοι».72
Ο τίτλος και η θέση του «μαΐστορος» ήταν ισόβιοι και οι κάτοχοί του θεωρούνταν ιερά και απαραβίαστα πρόσωπα. Σύμφωνα με τον Θεοδοσιανό Κώδικα όσοι προσέβαλλαν διδάσκαλο του Auditorium εάν ήταν ελεύθεροι πολίτες έπρεπε να πληρώσουν στο δημόσιο ταμείο 100.000 νομίσματα της εποχής του Θεοδοσίου Β’ (408-450). Εάν ήταν δούλοι έπρεπε να μαστιγωθούν από τον κύριό τους ενώπιον του υβρισθέντος. Τέλος εάν ως κύριοι δούλου ανέχονταν την προσβλητική συμπεριφορά τούτου, καταδικάζονταν να καταβάλουν στο δημόσιο ταμείο 20.000 νομίσματα.73
Οι «μαΐστορες» απαλλάσσονταν από τα καθήκοντά τους μόνο αν έδειχναν ανικανότητα και αδιαφορία τους στην τέλεση των καθηκόντων τους, αν η διαγωγή τους ήταν επιλήψιμη και αν παράβαιναν τους νόμους. Οι καθηγητές του πανεπιστημίου όφειλαν να έχουν προσόντα παρόμοια με εκείνα των δασκάλων της εγκυκλίου διδασκαλίας.74 Οι σχέσεις τους με τους συνανθρώπους τους έπρεπε να είναι άψογες ενώ η παρακολούθηση εκ μέρους τους θεατρικών παραστάσεων ή ιπποδρομιακών αγώνων, αλλά και η παρουσία τους σε χώρους διασκέδασης αμφίβολης σοβαρότητας και ηθικής απαγορευόταν αυστηρά.

Ο ιστορικός Κεκαυμένος (11ος αι.) αναφερόμενος γενικά στους εκπαιδευτικούς δίνει τις ακόλουθες συμβουλές: «Εἰ μὲν γὰρ γραμματικὸς εἶ ἢ φιλόσοφος, σπούδασον ἵνα καὶ διὰ τοῦ σχήματός καὶ τῶν ῥημάτων καὶ διὰ τῆς ἐνεργείας καὶ αὐτῶν τῶν πραγμάτων δείξεις τὴν ἐπιστήμην σου καὶ ὅτι ἡ μελέτη καὶ ἡ σχολή σου οὺκ εἰς κενὸν γέγονεν. Ἔσο δὲ οἰκονομικὸς και πολιτικός. Οὐ λέγω δὲ πολιτικὸς οἷον μῖμος καὶ παιγνιώτης, ἀλλὰ πολιτικός, λέγω, διδάξαι δυνάμενος πόλιν ὁλκληρον ἀγαθοεργεῖν καὶ ἀναστεῖλαι ἐξ αὐτῆς κακόν, ἵνα οὺ μόνον οἱ ὁρῶντες σε ἀγάπην καὶ τιμὴν ἔχωσι πρός σε, ἀλλὰ καὶ οἱ ὰκούοντες τὴν ἀρετὴν σου καὶ τὴν σύνεσίν σου. Καὶ σπούδασον τὴν γνῶσιν σου φανερὰν πᾶσιν ποιὴσαι δι’ ἔργων».75
Οι πανεπιστημιακοί διδάσκαλοι αμείβονταν πλουσιοπάροχα. Μέχρι τον 5ο αιώνα επειδή δεν θεωρούνταν κρατικοί υπάλληλοι, πληρώνονταν από την πόλη με ένταλμα που υπέγραφε ο αυτοκράτορας. Από τον 5ο αιώνα την αμοιβή και τη σίτισή τους κατέβαλλε η πολιτεία. Ο Ιωάννης Ζωναράς (12ος αι.) μας πληροφορεί ότι στις αρχές του 8ου αιώνα οι καθηγητές του πανεπιστημίου της Βασιλικής Στοάς επιπλέον του μισθού τους «καὶ σιτήσεις ἀνεῖντο δημόσιαι»76.

Ο ιστορικός Ιωσήφ Γενέσιος (10ος αι.) αναφερόμενος στους καθηγητές του πανεπιστημίου της Μαγναύρας, γράφει: «Καὶ τούτους ταῖς βασιλικαῖς δωρεαῖς ἐπαρκεῖν».77 Η Νεαρά με την οποία ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Θ’ Μονομάχος ίδρυσε το Νομικό τμήμα της Σχολής των Μαγγάνων όριζε στην παράγραφο 11 ότι ο ετήσιος μισθός του «Νομοφύλακος» θα ήταν τέσσερις λίτρες χρυσού και ότι ο κάτοχος του αξιώματος θα λάβαινε επιπλέον ως επίδομα και πολύτιμα υφάσματα.




ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ
α) Στοιχειώδης εκπαίδευση
Η δεύτερη μορφή της βυζαντινής εκπαίδευσης και η πλέον σημαντική στο Βυζάντιο, ήταν η εκκλησιαστική εκπαίδευση. Οι μονές μεριμνούσαν για την παροχή κάποιας μορφής στοιχειώδους εκπαίδευσης στους δόκιμους ή αρχάριους μοναχούς, οι οποίοι συνήθως ήταν έφηβοι.78 Οι μαθητές της κατηγορίας αυτής διδάσκονταν την ιερή ακολουθία, το Ψαλτήρι, την Αγία Γραφή και για πρακτικούς λόγους, ορθογραφία, γραμματική, στενογραφία και καλλιγραφία, προκειμένου να εργαστούν ως γραμματείς ή αντιγραφείς. Εφόσον διέθεταν τα κατάλληλα προσόντα, εκπαιδεύονταν στη μουσική ώστε να γίνουν ψάλτες, στη μετρική και ποιητική για να συνθέτουν ύμνους και τέλος στην αγιογραφία. Η εκπαίδευση «ἀνήβων»79 αρρένων, τέκνων λαϊκών στις μονές, απασχόλησε σοβαρά την Εκκλησία και τα μοναστήρια. Ιεράρχες όπως ο Μέγας Βασίλειος (329-379), θεωρούσαν την παρουσία λαϊκών μαθητών στις μοναστηριακές σχολές στοιχειώδους εκπαίδευσης επικίνδυνη και απρόσφορη.80 Υπάρχουν όμως τυπικά μονών, όπως εκείνο της Θεοτόκου Κοσμοσωτείρας παρά την Αίνον81, τα οποία προκειμένου να προστατεύσουν την αδελφότητα από σεξουαλικούς πειρασμούς, απαγορεύουν αυστηρά την παρουσία «ἀνήβων» στα μοναστήρια. Βέβαια υπήρχε και η μέση λύση, όπως εκείνη που εφάρμοσε η μονή του Στουδίου στην Κωνσταντινούπολη, η οποία είχε δημιουργήσει τις αίθουσες διδασκαλίας εντός του περιβόλου του ιερού καθιδρύματος., αλλά σε οικήματα που  απείχαν από τα κεντρικά συγκροτήματα της μονής. Πάντως σε κάθε περίπτωση η διδασκαλία για λόγους αποφυγής σκανδαλισμού μοναστών και λαϊκών, γινόταν από μοναχούς μεγάλης ηλικίας.
β) Δευτεροβάθμια εκπαίδευση
Από τον 10ο αιώνα, η Εκκλησία αρχίζει να οργανώνει τη λειτουργία δευτεροβάθμιων εκκλησιαστικών ιερατικών σχολών, που ως σκοπό είχαν την εκπαίδευση των μελλοντικών κληρικών. Πάντως μόνο από το 1100 και μετά αναφέρεται πλήρες σύστημα δευτεροβάθμιας θρησκευτικής  εκπαίδευσης. Την περίοδο αυτή υπήρχαν στην Κωνσταντινούπολη ιερατικές σχολές που στεγάζονταν σε μονές και στα υπερώα ή στους νάρθηκες των ναών. Οι σχολές αυτές συντηρούνταν από την Εκκλησία και το διδακτικό τους προσωπικό αποτελούνταν κυρίως από μοναχούς ή κληρικούς. 
Τέτοιες σχολές στις οποίες διδάσκονταν θεολογικά μαθήματα ειδικότερων γνώσεων, λειτουργούσαν:
α) Στους Ναούς: της Θεοτόκου Μαρίας της Διακονίσσης, του Αγίου Πέτρου, του Αγίου Θεοδώρου των Σφωρακίου, της Θεοτόκου των Χαλκοπρατείων και των Τεσσαράκοντα Μαρτύρων.
β) Στις Μονές του Ακαταλήπτου Χριστού και της Χώρας.
Μετά την εκδίωξη των Λατίνων από την Κωνσταντινούπολη τον Ιούλιο του 1261 και τη μερική ανασύσταση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, οι δευτεροβάθμιες ιερατικές σχολές αναδιοργανώθηκαν. Γνωρίζουμε ότι κατά το δεύτερο μισό του 13ου-αρχές 14ου αιώνα ο λόγιος και βιβλιογράφος Μάξιμος (Μανουήλ) Πλανούδης (1255-περίπου 1305), ηγούμενος της μονής των Αγίων Πέντε (Αρμενίων) Μαρτύρων στο όρος Αυξέντιος, δίδαξε αρχικά στη σχολή της Μονής της Χωράς και από το 1301 μέχρι το θάνατό του στη σχολή της Μονής του Ακαταλήπτου Χριστού. Σε δευτεροβάθμια ιερατική σχολή δίδαξε επίσης και ο κληρικός της βασιλικής σχολής, Γεώργιος από την Κύπρο (1241-1290), ο οποίος αργότερα ως Γρηγόριος Β’, διετέλεσε οικουμενικός πατριάρχης την περίοδο 28 Μαρτίου 1283- Ιούνιος 1289.

«Οικουμενική» ή «Πατριαρχική Σχολή» ή «Πατριαρχική Ακαδημία»
Παράλληλα με τα εκπαιδευτικά ιδρύματα λειτουργούσε στην Κωνσταντινούπολη και η «Πατριαρχική Σχολή»82 ή «Ακαδημία», η οποία υπαγόταν απευθείας στο Οικουμενικό Πατριαρχείο.83 Οι πληροφορίες μας για τη σχολή είναι περιορισμένες. Στην  αρχή της ίδρυσής της φαίνεται ότι λειτουργούσε στα υπερώα της Αγίας Σοφίας ως ιερατική σχολή κατώτερης βαθμίδας και οι σπουδές περιορίζονταν στην εξήγηση της Αγίας Γραφής σε νέους που προορίζονταν για την ιεροσύνη. Επί Κωνσταντίνου Θ’ Μονομάχου (1042-1055) προστέθηκε στο πρόγραμμα σπουδών η φιλοσοφία και η ρητορική. Την εποχή των Κομνηνών (1081-1185), η Πατριαρχική Σχολή άρχισε να προσομοιάζει με πανεπιστήμιο επειδή η ύλη που διδασκόταν εκεί ήταν εφάμιλλη εκείνης του ανώτατου εκπαιδευτικού ιδρύματος της πόλης. Την περίοδο αυτή ο κύκλος των μαθημάτων της Πατριαρχικής Σχολής περιελάμβανε, εκτός των θεολογικών μαθημάτων, ρητορική, ανώτερα μαθηματικά, φιλοσοφία, αστρονομία, λογική και στοιχεία ιατρικής. Η Πατριαρχική Ακαδημία διαμορφώθηκε σε ένα αυτοτελές εκπαιδευτικό ίδρυμα όχι μόνο θεολογικού αλλά και ευρύτερου προσανατολισμού, το οποίο περιελάμβανε και τους τρεις κύκλους της βυζαντινής παιδείας, δηλαδή τη στοιχειώδη, την εγκύκλιο και την ανώτατη. Έτσι στη σχολή γίνονταν δεκτοί όχι μόνο νέοι απόφοιτοι της εγκυκλίου παιδείας αλλά και «ἄνηβοι» και έφηβοι οι οποίοι ανάλογα με τις γνώσεις τους εντάσσονταν στον αντίστοιχο κύκλο σπουδών.
Τον 11ο αιώνα η Σχολή εγκαταστάθηκε στα κτίσματα που βρίσκονταν στον περίβολο της μεγαλοπρεπούς εκκλησίας των Αγίων Αποστόλων την οποία είχε ανεγείρει εκ νέου ο Ιουστινιανός το 550 μ.Χ. Το περιβάλλον με τα δένδρα, τα λουλούδια, τα συντριβάνια και τις κιονοστοιχίες ήταν, όπως αναφέρει ο μητροπολίτης Εφέσου Νικόλαος Μεσαρίτης (1212-1220) ιδιαίτερα ειδυλλιακό.84 Στα κεντρικά κτίσματα βρίσκονταν οι αίθουσες διδασκαλίας της ανώτατης παιδείας ενώ στα ακριανά οι αίθουσες της στοιχειώδους και της εγκύκλιας παιδείας. Η Πατριαρχική Σχολή έπαιξε σημαντικό ρόλο στο εκπαιδευτικό σύστημα της πρωτεύουσας μέχρι και την κατάληψη της Πόλης από τους Φράγκους το 1204, οπότε και έπαυσε να λειτουργεί.



Επανιδρύθηκε μετά την Άλωση Κωνσταντινουπόλεως (ως συνέχεια της Οικουμενικής Πατριαρχικής Σχολής που ιδρύθηκε τον 4ο αιώνα από τον Μεγάλο Κωνσταντίνο) από τον Πατριάρχη Γεννάδιο Σχολάριο, ο οποίος κάλεσε τον Θεσσαλονικέα φιλόσοφο Ματθαίο Καμαριώτη και του ανέθεσε την ανασυγκρότηση της διαλυμένης Πατριαρχικής Ακαδημίας. Αποτελεί ουσιαστικά την ιστορική συνέχεια της Πατριαρχικής Σχολής ή Πατριαρχικής Ακαδημίας ή Μεγάλου Βήματος που ιδρύθηκε τον 9ο αιώνα. Από τότε, μέχρι και το 1821 (οπότε και έκλεισε για 4 συνεχόμενα έτη) άλλαξε αρκετές τοποθεσίες. Το 1825 ξεκινάει πάλι να λειτουργεί αλλάζοντας την ονομασία της από "Πατριαρχική Ακαδημία" σε "Μεγάλη του Γένους Σχολή", την οποία και διατηρεί μέχρι σήμερα.
Στα 500 χρόνια λειτουργίας του άλλαξε αρκετές φορές έδρα. Αρχικά λειτουργούσε εντός του Πατριαρχείου, που την εποχή εκείνη στεγαζόταν στο ναό των Αποστόλων και στην Παμμακάριστο. Κατά καιρούς λειτούργησε σε διάφορες οικίες στο Φανάρι ή στα χωριά του Βοσπόρου. Το πότε έπαψε να λειτουργεί είναι ένα θέμα ανοικτό για τη σύγχρονη έρευνα
Το 1661 ο Μανωλάκης Καστοριανός επανίδρυσε την Πατριαρχική Σχολή της Κωνσταντινούπολης, για την οποία όχι μόνο αγόρασε ειδικό κτίριο στο Φανάρι, αλλά ανέλαβε να χρηματοδοτεί και τρεις δασκάλους.[2]Όμως η χρονολογία αυτή κρίνεται ως επισφαλής από τη νεώτερη έρευνα: συγκεκριμένα ο Παρανίκας στηρίχθηκε σε μια επιστολή του Ευγένιου Γιαννούλη προς τον Μανωλάκη Καστοριανό στην οποία υπάρχει η χρονολογία αυτή, η οποία είναι μεταγενέστερη προσθήκη πιθανότατα με το ίδιο χέρι και είναι λανθασμένη και αμφίβολη.[3]Βρίσκεται μετά την προσφώνηση και όχι στο τέλος της επιστολής.[4] Επί πατριαρχίας Ιωακείμ Γ' αποφασίστηκε η ανέγερση μεγαλοπρεπούς κτιρίου, κοντά στην έδρα του Πατριαρχείου, που θα φιλοξενούσε τη Σχολή. Υπό τη διεύθυνση του Έλληνα αρχιτέκτονα Κωνσταντίνου Δημάδη οι εργασίες ολοκληρώθηκαν μέσα σε μια διετία (1881-1883)



Εκπαιδευτικό προσωπικό της Πατριαρχικής Ακαδημίας.
Την Πατριαρχική Ακαδημία διηύθυνε επιτροπή από δώδεκα ιερωμένους και το διδακτικό προσωπικό ήταν κατά κανόνα διάκονοι που ανήκαν στον κλήρο της Αγίας Σοφίας. Ο διευθυντής της σχολής ονομαζόταν «οἰκουμενικὸς διδάσκαλος». Σύμφωνα με Νεαρά του Αλεξίου Α’ Κομνηνού το 1107, τα μαθήματα της Ερμηνείας της Βίβλου δίδασκαν τρεις καθηγητές: ο «διδάσκαλος του Ψαλτηρίου», ο «διδάσκαλος του Αποστόλου» και ο «διδάσκαλος των Ευαγγελίων» που ήταν συνήθως και «οἰκουμενικός διδάσκαλος». Ωστόσο ήδη από το 1082 και μετά μνημονεύονται επίσης ο «διδάσκαλος της ρητορικής» ή «μαΐστωρ των ρητόρων» και ο «διδάσκαλος των φιλοσόφων».
Όλους τους διδασκάλους πλην εκείνου της ρητορικής, επέλεγε ο πατριάρχης κατόπιν εισήγησης της διοικούσας επιτροπής της Σχολής. Τον «μαΐστορα των ρητόρων» επέλεγε ο ίδιος ο αυτοκράτορας. Ο «μαΐστωρ» εκφωνούσε εγκωμιαστικούς λόγους, που περιλάμβαναν εγκωμιαστικές προσαγορεύσεις προς τον αυτοκράτορα και τον πατριάρχη κατά την εορτή των Θεοφανίων και κατά το Σάββατο του Λαζάρου. Ως πρώτος «μαΐστωρ των ρητόρων» καταγράφεται ο διάκονος της Αγίας Σοφίας, Θεοφύλακτος (1050-1126), ο μετέπειτα αρχιεπίσκοπος Αχρίδας (1089-1118), που υπήρξε μαθητής του Μιχαήλ Ψελλού και διδάσκαλος του Κωνσταντίνου Δούκα (1074-1095).

Οι εκπαιδευτικοί της Πατριαρχικής Σχολής υπάγονταν στο Πατριαρχείο και στο τέλος της σταδιοδρομίας τους διορίζονταν συνήθως σε επισκοπικές έδρες. Γνωρίζουμε τα ονόματα 34 καθηγητών της Σχολής κατά τον 12ο αιώνα, των οποίων τα εκπαιδευτικά και φιλολογικά έργα σώζονται μέχρι σήμερα.
Σημαντικότεροι από αυτούς ήταν:
α) Ο θεολόγος Νικηφόρος Βασιλάκης (1115-1182). Διετέλεσε «διδάσκαλος του Αποστόλου» το 1140 και όπως υποστηρίζει ο ίδιος στα έργα του ήταν πολύ δημοφιλής στους μαθητές του γιατί είχε εισαγάγει νέες μεθόδους διδασκαλίας.

β) Ο λόγιος και ιεράρχης Ευστάθιος ο Κατάφλωρος. Γεννήθηκε το 1115 και πέθανε στη Θεσσαλονίκη το 1195/6. Σπούδασε στην Κωνσταντινούπολη όπου και χειροτονήθηκε διάκονος. Το έτος 1166 διαδέχτηκε στο Αξίωμα του «μαΐστορος των ρητόρων» κάποιον Βασιλίσκο. Υπήρξε εξαίρετος υπομνηματιστής του Ομήρου και όπως αναφέρει ο N.G. Wilson, «ως διδάσκαλος της ρητορικής διάβασε με τους μαθητές του (της Πατριαρχικής Σχολής) έναν αριθμό κλασικών κειμένων και, αν μπορούμε να δεχθούμε ως αληθινό αυτό που λέει στον πρόλογο του υπομνήματός του στην Ιλιάδα, έγραψε το έργο αυτό για να ικανοποιήσει τις απαιτήσεις των σπουδαστών και όχι επειδή του ανατέθηκε από σημαίνοντα μέλη της υψηλής κοινωνίας».85 Ο Ευστάθιος σχολίασε επίσης τον Πίνδαρο, τον Διονύσιο τον Περιηγητή, τον Ιωάννη τον Δαμασκηνό κ.α.
Υπήρξε σπουδαίος συγγραφέας, βαθύς γνώστης και άριστος χειριστής της ελληνικής γλώσσας, αξιόλογος ποιητής και εξαίρετος βιβλιογράφος. Έγραψε ποιήματα που αναφέρονται στην αγροτική ζωή και χειρωνακτική εργασία. Έγραψε εγκωμιαστικούς και πανηγυρικούς λόγους και πρότεινε τρόπους για τη βελτίωση της διαβίωσης των μοναχών. Το έτος 1178 προχειρίστηκε μητροπολίτης Θεσσαλονίκης.

γ) Ο ρήτορας Νικηφόρος Χρυσοβέργης (1160-1213). Διετέλεσε «μαΐστωρ των ρητόρων» την περίοδο 1200-1204 οπότε χειροτονήθηκε μητροπολίτης Σάρδεων.

δ) Ο ρήτορας Μιχαήλ. Αρχικά υπήρξε πρωτέκδικος της Εκκλησίας της Θεσσαλονίκης και μετά την άφιξή του στην Κωνσταντινούπολη, λίγο πριν το 1147, διάκονος της Αγίας Σοφίας. Την ίδια περίπου εποχή διορίστηκε στην Πατριαρχική Σχολή ως «διδάσκαλος του Ευαγγελίου» και αργότερα ως «μαΐστωρ των ρητόρων». Μετά από δεκαετή διδασκαλία ως απλός καθηγητής προήχθη γύρω στο 1157, στο αξίωμα του «οικουμενικού διδασκάλου», όπως ο ίδιος αναφέρει και ανέλαβε τη διεύθυνση της Σχολής.
Ο Μιχαήλ έγινε γνωστός για τους εγκωμιαστικούς του λόγους, μεταξύ των οποίων τρεις προσαγορεύσεις του αυτοκράτορα Μανουήλ Α’ Κομνηνού και για την εγκωμιαστική περιγραφή της Αγίας Σοφίας, την οποία εκφώνησε πιθανόν το 1150 κατά τον ετήσιο εορτασμό των εγκαινίων του Ναού την 23η Δεκεμβρίου. Στην εισαγωγή του εγκωμίου διαβάζουμε:
«Ἔκφρασις τῆς ἁγιωτάτης τοῦ Θεοῦ μεγάλης ἐκκλησίας, λεχθεῖσα ἐν τῷ καιρῷ τῶν ἐγκαινίων τῆς αὐτῆς ἁγιωτάτης ἐκκλησίας παρὰ τοῦ σοφωτάτου διακόνου καὶ διδασκάλου τῶν ἐυαγγελίων κυροῦ Μιχαὴλ τοῦ Θεσσαλονίκης, τοῦ καὶ μαΐστωρος τῶν ῥητόρων γεγονότος».
Μετά την εκδίωξη των Φράγκων και την ανάκτηση της Κωνσταντινούπολης το1261, το Πατριαρχείο μόλις επέστρεψε στην έδρα του, προέβη στη συγκρότηση ανώτερης εκκλησιαστικής σχολής, σκοπός της οποίας ήταν η επιμόρφωση των κληρικών. Η σχολή αυτή που είχε αυστηρά θεολογικό χαρακτήρα, δεν διέθετε ούτε την αίγλη, ούτε την απήχηση, ούτε και την προβολή της πάλαι ποτέ Πατριαρχικής Ακαδημίας και σε καμία περίπτωση δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί ισότιμη εκείνης.86

ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Παραπάνω παρακολουθήσουμε τη βυζαντινή εκπαίδευση σε όλες τις μορφές και σε όλες τις περιόδους. Οι Βυζαντινοί δάσκαλοι συνέχισαν ως την ύστατη ώρα να μελετούν, να αντιγράφουν και να διαφυλάσσουν με πάθος τα αρχαία ελληνικά κείμενα, ακόμη και όταν η άλλοτε πολυάνθρωπη αυτοκρατορία τους κατήντησε  να απαρτίζεται μόνο από την ολιγάνθρωπη πια πρωτεύουσά τους και τον Μυστρά. Η άλωση της Πόλης τον Μάιο του 1453 σήμανε το πολιτικό τέλος της βυζαντινής αυτοκρατορίας. Παράλληλα όμως δήλωνε και την πολιτική διακοπή μιας υπερχιλιετούς πνευματικής παράδοσης, γεγονός που είχε τις πιο οδυνηρές επιπτώσεις στους υπόδουλους Έλληνες. Οι ιστορικοί της αλώσεως θρηνούν για την απώλεια των βιβλίων. Να πώς καταγράφει το γεγονός ο Μιχαήλ Δούκας: «τὰς δὲ βίβλους ἁπάσας ὑπὲρ ἀριθμὸν ὑπερβαινούσας, ταῖς ἀμάξαις φωρτηγώσαντες ἀπανταχοῦ έν ἀνατολῇ καὶ δύσει διέσπειραν δι’ ἑνός νομίσματος δέκα βίβλοι ἐπιπράσοντο. Ἀριστοτελικοί, Πλατωνικοί, θεολογικοί καὶ ἄλλο πᾶν εἶδος βιβλίου».



ΑΝΑΦΟΡΕΣ
1 Χωρίς να απομακρυνθούμε από τον αρχικό μας στόχο που είναι σαφώς η ανώτατη εκπαίδευση στο Βυζάντιο, η σύντομη αναφορά στις πρώτες βαθμίδες ενδείκνυται, έτσι ώστε να έχουμε μία ολοκληρωμένη εικόνα για τη βυζαντινή εκπαίδευση.
2 Κίμων Εμμανουήλ Πλακογιαννάκης, Δημόσιος και ιδιωτικός βίος των Βυζαντινών. Γλώσσα- Γράμματα- Παιδεία- Υμνογραφία- Χρονολογικό σύστημα, Θεσσαλονίκη 2002, σ. 101· Βλ επίσης Φαίδων Κουκουλές, Βυζαντινών βίος και πολιτισμός και πολιτισμός, Τόμος Α1, σσ.37-38.
3 Στο «είδος» της μοναστικής εκπαίδευσης δεν θα αναφερθούμε, καθώς δεν αποτελούσε αυτόνομο είδος, αλλά συμφυρμό κοσμικής-εκκλησιαστικής εκπαίδευσης για την είσοδο ανδρών και γυναικών στο μοναχισμό και τη μετέπειτα ανάληψη της ηγουμενίας των μονών τους.
4 Για την εκπαίδευση των Αγίων στο Βυζάντιο, ως πηγή πληροφοριών μεταξύ άλλων βλ. Nikolaos Kalogeras, Byzantine Childhood Education and its Social Role from the sixth Century until the End of Iconoclasm, PhD Dissertation, University of Chicago, Department of History 2000, σσ. 32-42, 46-49· Harry Magoulias, «Education and Learning in the sixth and seventh Centuries as viewed in the Lives of Saints», The Greek Orthodox Theological Review 21/2(1976), σσ. 11-124.
5  Πρβλ. τον Βίο του Οσίου Θεοδώρου Συκεώτου, γιο μιας πόρνης και ενός ταχυδρόμου (sic), ο οποίος διδάχθηκε τα πρώτα γράμματα στο σχολείο του χωριού του, A. J. Festugiere, Vie de Theodore Saint de Sykeon, Subsidia Hagiographica 48, 2 vols (Brussels 1970).
6  Για παράδειγμα οι πάπυροι παρέχουν πληροφορίες για αριθμητικές πράξεις και γεωμετρία ή γραμματική που διδάσκονταν τα παιδιά. Βλ. B. Boyaval, «Sur quelques exercices d’arithmétique et de geometrie», Echos d’Orient 52(1977), σσ. 311-315· A. Wouters, The Grammatical Papyri from Graeco-Roman Egypt: Contributions to the Study of the ‘Ars Grammatica’ in Antiquity, Brussels 1979· M. Weems, Greek Grammatical Papyri: The School Texts, PhD Dissertation: University of Missouri 1981.
7 Κ. Ε. Πλακογιαννάκης, ό.π., σ. 108.
8 Βλ. το άρθρο, «Η βυζαντινή εκπαίδευση» της Georgina Buckler που περιλήφθηκε στον τόμο των N.H.Baynes - H.ST.L.B. Moss, Βυζάντιο. Εισαγωγή στο βυζαντινό πολιτισμό, Αθήνα 2001 σσ. 209-235.
9 Τη Βυζαντινή περίοδο υπάρχει συγκεχυμένη χαλαρότητα στη βυζαντινή χρήση των εκπαιδευτικών όρων. Το επίθετο «εγκύκλιος» που αρχικά ισοδυναμούσε με τον όρο «παιδεία» ή «παίδευση», η οποία κατά τον Κοϊντιλιανό σήμαινε «γενική μόρφωση», σιγά-σιγά έπαθε συστολή της σημασίας για να σημαίνει «στοιχειώδη εκπαίδευση.
10 Π.χ. ο Γρηγόριος ο Δεκαπολίτης άρχισε την εκπαίδευση όταν ήταν 8 ετών: βλ. Life of Gregorios Dekapolites, 47: Καὶ δὴ ὀκταετῆ γενόμενον εἰς γραμματεῖς τοῦ φοιτᾶν ἐδικαίωσεν. Παρόμοια ο Θεόδωρος ο Συκεών άρχισε τα μαθήματά του στο διδασκαλεῖον της Συκεώνας όταν ήταν οκτώ ετών: Life of Theodoros of Sykeon, 5: Ὀκταετῆ δὲ γενόμενον αὐτὸν ἔδωκεν διδασκάλῳ μαθεῖν γράμματα. Για περισσότερα παραδείγματα βλ. τη διατριβή του Kalogeras 2000, σ. 133.
11 Για παράδειγμα, ο Άγιος Ευτύχιος διδάχθηκε μέχρι την ηλικία των δώδεκα ετών από τον κληρικό παππού του. Οι γονείς της Αγίας Δομνίκης την δίδαξαν να διαβάζει «τις ιερές γραφές». Η μητέρα του Αγίου Θεοδώρου του Στουδίτου (ένατος αιώνας) έκανε το ίδιο βοηθούμενη από την αδελφή της. Η μητέρα του Μιχαήλ Ψελλού (ενδέκατος αιώνας) του διηγούταν ιστορίες από τη Βίβλο κατά τη νύκτα. Βλ. Baynes, Moss 2001, σ. 293.
12 Πλακογιαννάκης, ό.π., σ. 110.
13 Τα πρώτα ή στοιχειώδη γράμματα ονομάζονταν πεζά ή θεία και «ἱερά», γιατί οι μαθητές διδάσκονταν από ιερά κείμενα. Ως πρώτο εγχειρίδιο χρησίμευε το Ψαλτήρι και έπειτα η Βίβλος.
14 Γεώργιος Χοιροβοσκός: Διάκονος στην Κωνσταντινούπολη, που τιμήθηκε με τα αξιώματα του χαρτοφύλακα και του οικουμενικού διδασκάλου. Έζησε πιθανόν μεταξύ του 6ου και 7ου αιώνα. Από τα έργα του διασώθηκαν τα: Υπόμνημα εις τους Ψαλμούς  και  Υπόμνημα εις το Άσμα Ασμάτων ( εκδ. Th. Gaisford,   Georgios Coerobosci dictata in Theodosii canones et epimerismi in psalmos, III, Οξφόρδη 1842, σσ. 1-192.
14 Οι Βυζαντινοί θεωρούσαν πως η Γραμματική είναι «ψυχή του λόγου και όλων των μαθημάτων, ψυχή της Παιδείας». Για τη Γραμματική λέει ο Μιχαήλ Ψελλός «τὴν γραμματικὴν στοιχεῖον πάλαι δοκοῦσαν πάσης παιδεύσεως» (Φ. Κουκουλές, Βυζαντινών βίος και πλιτισμός, τόμος Α1, Αθήνα, σ. 108, σημ. 4) και είχε ως σκοπό να εξελληνίζει τη γλώσσα των Βυζαντινών και να την καθαρίζει από βαρβαρισμούς. Αυτό φαίνεται από τα λόγια του Γρηγορίου του Ναζιανζηνού που έγραφε ότι: «ἡ Γραμματικὴ καθίσταται ἐπίκουρος (βοηθός) τῆς εύγενοῦς ἀρχαίας ἑλληνικῆς γλώσσης».
15 Αν θέλουμε να σχηματοποιήσουμε τα παραπάνω γνωστικά αντικείμενα στα τρία στάδια σπουδών θα λέγαμε τα εξής: α) στο πρώτο και βασικό στάδιο της γραμματικής διδασκόταν η ελληνική γλώσσα και οι κυριότεροι από τους αρχαίους Έλληνες και χριστιανούς ποιητές και πεζογράφους καθώς και πολιτική και εκκλησιαστική ιστορία. Στο δεύτερο στάδιο διδασκόταν η Ρητορική, η οποία ήταν απαραίτητη για τους κληρικούς  που θα κήρυτταν τον Θείο Λόγο και για τους διπλωμάτες. Στο τρίτο και τελευταίο στάδιο διδασκόταν η Φιλοσοφία και οι επιμέρους κλάδους της καθώς και το quadrivium.
16Ταβουλλάριος17 Πριμικήριος ( Primicerius)< primus +cera= καλούνταν ο προϊστάμενος οποιουδήποτε σώματος ή υπηρεσίας και κατά το λεξικό Σούδα (10ος αιώνας), «ὁ πρῶτος τάξεως τῆς τυχούσης» ή ο «πρωτοταξεώτης», όπως τον αποκαλεί ο ιστορικός του 19ου αιώνα Σκαρλάτος Βυζάντιος. Για τα διάφορα είδη «πριμικηρίου», βλ. Πλακογιαννάκης, ό.π., passim.
18 Κ.Ε Πλακογιαννάκης, ό.π., σ. 11
19 Για την επίδραση των Αράβων στην παιδεία του ελληνικού μεσαίωνα, μεταξύ άλλων βλ., Paul Lemerle, Ο πρώτος βυζαντινός ουμανισμός, μτφρ. Μαρία Νυσταζοπούλου- Πελεκίδου, εκδ. Μ.Ι.Ε.Τ. Αθήνα 2001 και ιδιαίτερα  το Κεφάλαιο 3, «Η εκδοχή του συροαραβικού παράγοντα», σσ. 29-45.
20 Δωρόθεος: Βυζαντινός νομοδιδάσκαλος, ο οποίος έζησε και έδρασε κατά τον 6ο αιώνα. Συνεργάστηκε με τον Τριβωνιανό και τον Θεόφιλο για τη σύνταξη των Εισηγήσεων, των Πανδεκτών και του δεύτερου Κώδικα. Έγραψε υπομνήματα στους Πανδέκτες με τον τίτλο  Index, τα οποία εκδόθηκαν το 542 μ.Χ. και χρησιμοποιήθηκαν από τους μεταγενέστερους.
21 Ανατόλιος: Νομικός και νομοδιδάσκαλος της Βηρυτού (6ος αιώνας) που χρησιμοποιήθηκε από τον Ιουστινιανό Α’ στην επιτροπή για τη σύνταξη των Πανδεκτών (Digesta). Τιμήθηκε με το αξίωμα του ύπατου και επιμελητή των Βασιλικών κτημάτων.    
22 Θαλλέλαιος:  Περίφημος βυζαντινός νομοδιδάσκαλος και καθηγητής στη νομική σχολή της Βηρυτού (6ος αιώνας). Εργάστηκε μαζί με άλλους νομικούς για την επεξεργασία του νομοθετικού έργου του Ιουστινιανού, ιδιαίτερα δε του Ιουστινιάνειου Κώδικα που εκδόθηκε το 536 μ.Χ. με μετάφραση των λατινικών διατάξεων. Η ευρύτητα των νομικών του γνώσεων, η νομική ευαισθησία και η κριτική ικανότητα, συνέθεταν τα εξαίρετα προσόντα του, γι’ αυτό και είχε χαρακτηριστεί « ὁ τῆς νομικῆς ὀφθαλμὸς καὶ διδάσκαλος»
23 Τριβωνιανός: Μέλος της αυτοκρατορικής επιτροπής που κατάρτισε τον πρώτο Κώδικα του Ιουστινιανού, ο Τριβωνιανός διετέλεσε στη συνέχεια πρόεδρος των επιτροπών που ανέλαβαν την προπαρασκευή των Πανδεκτών (533) και της δεύτερης αναθεωρημένης έκδοσης του Κώδικα (534). Σε μία προσπάθεια εκσυγχρονισμού του Ρωμαϊκού Δικαίου επέφερε με βάση κυρίως το Ελληνικό Δίκαιο, αρκετές μεταβολές, γνωστές ως «εμβλήματα Τριβωνιανού», για τις οποίες όμως κατηγορήθηκε από τους νομομαθείς του Μεσαίωνα για ασέβεια προς το έργο των κλασικών Ρωμαίων νομοδιδασκάλων. Επί πλέον, επέβλεψε τη σύνταξη των Εισηγήσεων (533) από τους νομοδιδασκάλους Δωρόθεο και Θεόφιλο. Ως νομικός σύμβουλος του Ιουστινιανού, έφερε οπωσδήποτε την ευθύνη για τις πρωιμότερες Νεαρές (534-565), όπου περιλαμβάνονταν οι νόμοι που είχαν εκδοθεί από το 534 μέχρι το θάνατο του Ιουστινιανού.
24  Πλούταρχος: Αθηναίος νεοπλατωνικός φιλόσοφος που έζησε κατά το διάστημα 350-432 μ.Χ. και ίδρυσε τη νεοπλατωνική σχολή της πατρίδας του. Διδάχθηκε από τον πατέρα του Νεστόριο τη μαγική και τη θεουργική τέχνη, αφοσιώθηκε όμως στη μελέτη του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη και ασχολήθηκε ιδιαίτερα με την ψυχολογία, που την πραγματεύθηκε σύμφωνα με τις αρχές των δύο παραπάνω δασκάλων. Φαίνεται ότι έγραψε διάφορα έργα, από τα οποία όμως δεν σώθηκε τίποτα.
30 Paul Lemerle, ό.π., σ.55 κ.εξ. όπου αναλύονται και οι σχέσεις Κωνστάντιου- Θεμίστιου.
31 «Καπιτώλιον»: Ιδρύθηκε κατά μίμηση του Καπιτωλίου της Ρώμης από τον Λέοντα Α’ (457-474 μ.Χ.) στο βόρειο τμήμα της πλατείας του Ταύρου στην Κωνσταντινούπολη. Στις στοές του λειτούργησαν το πανεπιστήμιο της πόλης και η δημόσια βιβλιοθήκη. Κάηκε το 727 μ.Χ. και ξανακτίστηκε αμέσως από τον Λέοντα Γ’ (717-740 μ.Χ.).
32 Ιουλιανού, Επιστολή 61. J. Bidez, Œvres de Julien, I,2, Lettres et Fragments, Paris 1924, σ.75.
33 Για επίρρωση  της παραπάνω θέσης βλ. Paul Lemerle, ό.π., υποσημείωση 46, σσ. 323-324.
34 J. Bidez, ό.π., σ.75. Επίσης πρβλ. Gl. Downey, «The Emperor Julian and the Schools», The Classical Journal 53(1957), σσ. 97-103· idem, «Julian and Justinian and the unity of faith and culture», Church History 28(1959), σσ. 1-13 (ανάτυπο)
35 Για τον νόμο του Θεοδόσίου βλ. επίσης, Paul Lemerle, «Ο Θεοδόσιος Β’ και το κρατικό πανεπιστήμιο», στο  Ο πρώτος Βυζαντινός Ουμανισμός, σσ. 62-64, καθώς και Κ. Ε. Πλακογιαννάκης, ό.π., σσ. 136-138.
36 John Julius Norwich, Βυζάντιο: Οι πρώτοι αιώνες, Αθήνα 1996, σ. 138.
37 Κ.Ε. Πλακογιαννάκης, ό.π., σ. 138.
38 Γνωστοί καθηγητές της νομικής σχολής της περιόδου αυτής υπήρξαν ο Θεόφιλος και ο Κρατίνος που συμμετείχαν στην επιτροπή, η οποία κατ’ εντολή του Ιουστινιανού πραγματοποίησε την κωδικοποίηση των νόμων.
39 J.P Migne, P.G., τ. 98, σσ. 50-52.
40 Paul Lemerle, ό.π., σ.76.
41 Οι πληροφορίες για τους πανεπιστημιακούς διδασκάλους αυτής της περιόδου είναι ελάχιστες. γνωρίζουμε μόνο τον Στέφανο τον Αλεξανδρέα (6ος - 7ος αιώνας), ο οποίος δίδαξε στο πανεπιστήμιο στα χρόνια του Ηρακλείου, φιλοσοφία, αστρονομία, αριθμητική, γεωμετρία και μουσική. Στα κείμενα αποκαλείται «φιλόσοφος», «μέγας φιλόσοφος», «οικουμενικός» ή «καθολικός διδάσκαλος» και μία φορά «οικουμενικός φιλόσοφος». Για τον όρο οικουμενικός διδάσκαλος, βλ. Paul Lemerle, ό.π., σσ. 81-84
42 Για τον μύθο της καταστροφής του «Πανεπιστημίου» από τον Λέοντα Γ’, βλ. το κεφάλαιο «Εικονόφιλοι μύθοι: η δήθεν καταστροφή του «πανεπιστημίου από τον Λέοντα Γ’», Paul Lemerle, ό.π., σσ. 84-89. Βλ. επίσης P. Speck, Die Kaiserliche Universität von Konstantinopel, München 1958, σσ. 74-90, το οποίο αφιερώνεται στο θέμα, «Der οικουμενικός διδάσκαλος und die kaiserliche Universität».
43 Ιωάννου Ζωναρά, «Χρονικὸν εἰς Βιβλία ΙΗ’. Ἀρχόμενον ἀπὸ Κτίσεως Κόσμου μέχρι το 1118»: Εκδ. Κανάκης, τόμοι 3, Αθήνα 1995-1999, Βιβλίο XV, Κεφ. 3. «Υπήρχε κάποιο κτίριο στη λεγόμενη Βασιλική Στοά, όπου στεγάζονταν πάρα πολλά βιβλία τόσο της κλασικής όσο και της ανώτερης θεϊκής παιδείας. […] Κοντά σε αυτούς φοιτούσαν όσοι ενδιαφέρονταν να μορφωθούν και να αποκτήσουν γνώσεις, τους οποίους στη συνέχεια προσλάμβανε και ο αυτοκράτορας ως συμβούλους σε διάφορες υποθέσεις. Ο αυτοκράτορας Λέων λοιπόν έκρινε πως αν τους προσεταιρισθεί και τους πείσει να ασπαστούν τις απόψεις του, θα έχει πετύχει το παν. Τους κάλεσε λοιπόν και τους ανακοίνωσε τις πονηρές του ιδέες για τις σεβαστές εικόνες. Εκείνοι ωστόσο, όχι μόνο δεν συμφώνησαν μαζί του, αλλά προσπάθησαν να του αλλάξουν γνώμη με κάθε τρόπο, πότε χαϊδεύοντας τον συνονόματο με τον λέοντα θηρίο κάνοντάς του μάγια προκειμένου να ημερέψει, πότε τηρώντας στάση σθεναρότερη και επικρίνοντας την ασέβειά του. Αυτός εντούτοις έκλεινε τα αυτιά του όπως η έχιδνα, μην ακούγοντας τις επωδές των εξορκιστών και τα γητευτικά λόγια των σοφών. Αφού λοιπόν συζήτησε πολλές φορές μαζί τους και κατάλαβε πως δεν αλλάζουν γνώμη, τους άφησε να επιστρέψουν στον τόπο διαμονής τους, δηλαδή στη Βασιλική Στοά. Ταυτόχρονα διέταξε να συγκεντρωθεί πολύ εύφλεκτο υλικό το οποίο να το σκορπίσουν γύρω από το κτίριο και να του βάλουν φωτιά το βράδυ. Έτσι έκανε στάχτη το οικοδόμημα μαζί με τα βιβλία και εκείνους τους σεβάσμιους άνδρες».  
44 Γινόμενος καθαιρέτης ο Λέων οδήγησε στο σβήσιμο των σχολείων και στην ευσεβή παιδεία, η οποία υπήρχε από την εποχή του Αγίου Μεγάλου Κωνσταντίνου μαζί με πολλά άλλα καλά.
45 Αικατερίνη Χριστοφιλοπούλου, Βυζαντινή Ιστορία, τ. Β1, εκδ. Βάνιας, Θεσσαλονίκη 1992-1997, σ. 112.
46 Paul Lemerle, ό.π., σ. 88.
47 Paul Lemerle, ό.π., σ.139.
48 Σε κείμενα της εποχής των Ισαύρων, το «Διδασκαλείον», δηλ. το Πανεπιστήμιον, αναφέρεται ως «Οικουμενικόν» και αργότερα «Καθολικόν».  Το αντίστοιχο λατινικό επίθετο είναι το «Universalis, e», που σημαίνει «univers», (το σύμπαν, η οικουμένη, ο κόσμος). Ως εκ τούτου η λέξη Πανεπιστήμιο με τη σημασία της «οικουμενικής γνώσης» έλαβε στις λατινογενείς γλώσσες το όνομα: Università (Ιταλικά), Université (Γαλλικά), Universität (Γερμανικά) κ.λ.π.
49Για τον Λέοντα τον Μαθηματικό, βλ. επίσης, Paul Lemerle, ό.π., το Κεφάλαιο ΣΤ’, « Ο Λέων ο Φιλόσοφος (ή Μαθηματικός) και η εποχή του», σσ. 129-153.

51 John Julius Norwich, Βυζάντιο: Το Απόγειο, εκδ. Intered, Αθήνα 1999, σ. 117.
52 Donald Nicol, Βιογραφικό Λεξικό της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, εκδ. Ελληνική Ευρωεκδοτική, Αθήνα 1993, σ. 203.
53 Paul Lemerle, ό.π., σ. 160.
54 Ιωσήφ Γενεσίος, «Περὶ Βασιλειῶν», εκδ. Κανάκη, Αθήνα 1994, Βιβλίο Δ’, Κεφ. 17, S. 195.
55 «Γεωπονικά» ή «Περὶ Γεωργίας Ἐκλογαί»: Αποτελούν διασκευή της μεγάλης γεωπονικής συλλογής που συνέταξε τον 5ο αιώνα ο «σχολαστικός» Κασσιανός Βάσσος. Η διασκευή έγινε πιθανόν την περίοδο 944-959 από ανώνυμο συγγραφέα και είναι αφιερωμένη στον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Ζ’ Πορφυρογέννητο. Το έργο υπήρξε πολύ δημοφιλές και έχει διασωθεί σε 50 χειρόγραφα όλα του 11ου αιώνα και νεότερα.
56  «Geoponica Cassiani Bassi Scholastici De Re Rustica Eclogae», ed. Heinr Beckh», Lipsiae 1895, σελ. 1, Προοίμιο: Πρώτα κατάφερες μεθοδικά και συνετά να ανασύρεις τη φιλοσοφία και τη ρητορική που είχαν εξαφανιστεί και καταποντιστεί στον απροσδόκητο βυθό της λήθης, απλώνοντάς τους το δυνατό σου χέρι, και ύστερα να ανοίξεις καινούριους ορίζοντες για κάθε Επιστήμη και Τέχνη.
57 Θεοφάνης Συνεχιστές, J. P. Migne, Patrologia Graeca, σ. 464: «Ο Πορφυρογέννητος επέλεξε ως καθηγητές τους αρίστους. Την έδρα της φιλοσοφίας έδωσε στον πρωτοσπαθάριο Κωνσταντίνο που μέχρι τότε κατείχε τη θέση του εξ απορρήτων γραμματέα του αυτοκράτορα. Την έδρα της ρητορικής στον μητροπολίτη Νικαίας Αλέξανδρο. Στην έδρα της γεωμετρίας διόρισε τον πατρίκιο Νικηφόρο, γαμπρό του έπαρχου Θεόφιλου Ερωτικού. Τέλος στην έδρα της αστρονομίας τοποθέτησε τον ασηκρήτη Γρηγόριο».
58  Ιωάννης Ζωναράς, Επιτομή Ιστοριών, τόμος Γ’, XVII, εκδ. Κανάκης, Αθήνα 1999, σσ. 52-54: «Ο Βασίλειος όχι μόνο δεν συναναστρεφόταν τους μορφωμένους, αλλά και τη μόρφωση την θεωρούσε πράγμα άχρηστο και ανωφελές. Συγκέντρωσε λοιπόν γύρω του άνδρες που δεν ήταν ούτε ευγενικής καταγωγής ούτε των γραμμάτων και τους ανέθεσε την αυτοκρατορική αλληλογραφία, κάνοντάς τους κοινωνούς των σκέψεών του. Σε αυτούς λοιπόν τους ανθρώπους υπαγόρευε ο ίδιος τα έγγραφα πρόχειρα και χωρίς να δίνει ιδιαίτερη προσοχή».
59  Μιχαήλ Ατταλλειάτης, Ιστορία, εκδ. Κανάκης, Αθήνα 1997, 21., σ.54.: «Ίδρυσε νομική σχολή και έθεσε επικεφαλής νομοφύλακα. Φρόντισε ωστόσο και για την ουράνια επιστήμη της φιλοσοφίας διορίζοντας πρόεδρο των φιλοσόφων έναν άνδρα που ξεχώριζε ως προς τη γνώση από όλους τους συγχρόνους μας, και ενθάρρυνε τους νέους να ασχοληθούν με τη μελέτη των σοφών βιβλίων και των επιστημών υπό την  καθοδήγηση των ικανών τους διδασκάλων. Επίσης τους αντάμειβε με δώρα βασιλικά όταν εκφωνούσαν λόγους δημόσιους».
60  Για την εκπαίδευση αυτήν την περίοδο, βλ. επίσης: «Η επιδίωξη της γνώσης», στο: A. P. Kazhdan, Ann Wharton Epstein, Αλλαγές στον Βυζαντινό Πολιτισμό κατά τον 11ο και 12ο αιώνα, εκδ. Μ.Ι.Ε.Τ., Αθήνα 1997, σσ. 192-209.
61  Άννα Κομνηνή, Αλεξιάς, Pars Prior, ed. Walter, de GruytterBerolini et Novi Eboraci 2001,Βιβλίο Ε.IX.4, σ.178: «Βρίσκοντας την παιδεία και τη φιλοσοφία σε μεγάλη κατάπτωση, λες και τα γράμματα είχαν εξοριστεί κάπου μακριά, αυτός, όπου υπήρχαν και ελάχιστοι σπινθήρες κρυμμένοι  κάτω από τη στάχτη, βιαζόταν να τους φέρει στην επιφάνεια, και όσους είχαν κλίση προς τη μάθηση (γιατί υπήρχαν και μερικοί, λίγοι βέβαια, που σταματούσαν όμως στα πρόθυρα της Αριστοτελικής φιλοσοφίας) δεν έπαυε να τους παροτρύνει στη μάθηση συμβουλεύοντάς τους να προτάσσουν της ελληνικής παιδείας την μελέτη των ιερών βιβλίων».
62 Ανωνύμου, «Σύνοψις Χρονική», Κ. Σάθας, Μεσαιωνική Βιβλιοθήκη, τ. Ζ’, σ. 512, στίχο 3.
63 Κ. Ε. Πλακογιαννάκης, Δημόσιος και ιδιωτικός βίος,  σ.158.
64 Το Πανεπιστήμιο του Παρισιού ένα από τα αρχαιότερα της Ευρώπης, ιδρύθηκε κατά την παράδοση από τον Καρλομάγνο το 780. Η βεβαιωμένη πάντως χρονολογία του αρχίζει το 1107 με πρώτο καθηγητή τον Γάλλο σχολαστικό, φιλόσοφο και θεολόγο Πέτρο Αβελάρδο (Abailard ή Abelard, 1079-1142). Τα πανεπιστήμια στην Ευρώπη εμφανίστηκαν τον 10ο αιώνα (ιατρική σχολή του Σαλέρνο). Οι πρώτες σχολές πανεπιστημιακού επιπέδου ήταν συντεχνίες φοιτητών ή καθηγητών (λατ.  Universitas) χωρίς δικά του κτίρια και ενιαίο εκπαιδευτικό σύστημα. Το 1200 η Ευρώπη είχε τέσσερα αναγνωρισμένα πανεπιστήμια: του Παρισιού, της Μπολόνια, του Σαλέρνο και της Οξφόρδης, από το οποίο το 1209, έφυγαν ορισμένοι καθηγητές και δημιούργησαν το πανεπιστήμιο του Καίμπριτζ. Για την παιδεία στη δυτική Ευρώπη την περίοδο του Μεσαίωνα, βλ.: J. Bowen, A History of Western Education, New York 1972· A. Cobban, The Medieval Universities, Methuen, London 1975· J. Lawson, Medieval Education and the Reformation, Routledge & Kegan Paul, London- New York 1967· H. Rashdall, The University of Europe in the Middle Ages, London 1936, reprinted by F. M. Powicke, A.B. Emden, Oxford University Press.
65 Νικόμαχος: Από τους Γερασσούς της Πετραίας Αραβίας, γι’ αυτό αποκαλείται και Γερασηνός. Άκμασε το 100 μ.Χ. και μυήθηκε στην Πυθαγόρεια φιλοσοφία. Από τα έργα του σώζονται η «Ἀριθμητικὴ Εἰσαγωγή», το «Ἐγχειρίδιον Άρμονικῆς» και η «Εἰσαγωγικὴ Γεωμετρική».
66 Κωνσταντίνος Αρμενόπουλος: Κωδικοποίησε τη νομοθεσία της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Το έργο του εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1345 σε έξι βιβλία με τον τίτλο «Πρόχειρον Νόμων» ή «Ἐξάβιβλος». Το «Πρόχειρον Νόμων» επηρέασε σημαντικά τη νομοθεσία των χωρών της Ανατολικής Ευρώπης Στην Ελλάδα ο πρώτος κυβερνήτης της χώρας Ιωάννης Καποδίστριας θέσπισε ότι «τὰ Δικαστήρια ἀκολουθοῦν εἰς μἐν τὰ πολιτικὰ (ἀστικά) τοὺς νόμους τῶν (Βυζαντινῶν) Αὐτοκρατόρων, περιεχομένων εἰς τὴν πρόχειρον Ἐξάβιβλον τοῦ Ἀρμενοπούλου, εἰς δὲ τὰ ἐμπορικὰ τὸν της Γαλλίας Κώδικα». Η «Ἐξάβιβλος» ύστερα από εξακόσια χρόνια δυναμικής παρουσίας στη ζωή του έθνους (1345-1946) έπαυσε πλέον να ισχύει.
67  «Ξενὼν τοῦ Κράλη»: Ιδρύθηκε στις αρχές του 14ου αιώνα από τον Σέρβο ηγεμόνα Στέφανο Ούρεση Β’ Μιλούτιν (1282-1321). Στεγαζόταν σε κτίσμα, παραπλεύρως της ανδρώας μονής του Αγίου Ιωάννη της Πέτρας στην ΙΔ’ regio (κοινοτικό διαμέρισμα) της Κωνσταντινούπολης, πλησίον της κινστέρνας του Άσπαρος στο ΒΔ άκρο της πόλης. Με εντολή του ιδρυτή του είχαν διατεθεί τρία δωμάτια στον ηγούμενο της μονής Χιλανδαρίου του Αγίου Όρους για τη διαμονή του, όποτε ερχόταν στην πρωτεύουσα.
68 Μ. Λεφτσένκο, Ιστορία της Βυζαντνινής Αυτοκρατορίας, εκδ. Γ. Αναγνωστίδης, Αθήνα, σ. 361.
60  Κ.Ε. Πλακογιαννάκης, Δημόσιος και ιδιωτικός βίος,  σ. 150.
61 Ι. και Π. Ζέπου, Jus Graecoromanum, τ.A’, σσ. 618-627. « Νεαρὰ ἐκφωνηθεῖσα παρὰ τοῦ φιλοχρίστου δεσπότου κυροῦ Κωνσταντίνου τοῦ Μονομάχου ἐπὶ τῇ ἀναδείξει καὶ προβολῇ τοῦ διδασκάλου τῶν νόμων». Η «Νεαρά» ανακαλύφθηκε το έτος 1882 από τον Paulus de Legarde, ανάμεσα σε έργα του Ιωάννου Μαυρόπου. Το κείμενό της, όπως γράφει συγκεκριμένα  ο καθηγητής Δ. Ζακυθηνός, «χαρακτηρίζει τὸ ὑψηλὸν ἦθος τῆς βυζαντινῆς πολιτείας».
62 Για τον Άγιο Γεώργιο των Μαγγάνων, βλ. ιδιαίτερα Κ.Ε. Πλακογιαννάκης, ό.π., σσ. 152-153.
63 Αικ. Χριστοφιλοπούλου, ό.π., τ. Β2, σ. 428.
64 Για τα διάφορα αξιώματα που παρουσιάζονται στην παρούσα μελέτη βλ., Κίμων Εμμανουήλ Πλακογιαννάκης, Τιμητικοί τίτλοι και αξιώματα στο Βυζάντιο, εκδ. Ιανός, Θεσσαλονίκη 2001.
65 Ετήσια πρόσοδο τέσσερις λίτρες χρυσού και ως επίδομα τεμάχιο ακριβού πορφυρού υφάσματος και επιπλέον κλάδο φοίνικα.
66α «Κριτὴς ἐπὶ τοῦ Ἱπποδρόμου»: Δικαστής, μέλος του ανώτατου βυζαντινού δικαστηρίου του γνωστού ως το «ἐπὶ τοῦ Ἱπποδρόμου» επειδή στεγαζόταν και συνεδρίαζε σε αίθουσα του σκεπαστού ιπποδρόμου. Ο σκεπαστός ιππόδρομος βρισκόταν μεταξύ του μεγάλου ανοικτού ιπποδρόμου της Κωνσταντινούπολης και του συγκροτήματος του «Μεγάλου Παλατίου».
66β «’Εξάκτωρ»: Διοικητικός δικαστής  φορολογικών διαφορών.
67 Γεωργίου Τσάμπη, Η Παιδεία στο Χριστιανικό Βυζάντιο», εκδ. Γρηγόρη, Αθήνα 1999, σ. 50.
68 Μιχαήλ Ψελλός, «Ἀπολογία ὑπὲρ τοῦ Νομοφύλακος κατὰ τοῦ Ὀφρυδᾶ», Κ. Σάθας, «Μεσαιωνική Βιβλιοθήκη», τ. Ε’, σ.181,185.
69 «Όλυμπος Βιθυνίας»: (Τουρκ. Ulu Dag). Υψόμ. 2327 μ. Υπήρξε το Άγιο Όρος της Μ. Ασίας και συνήθως το αποκαλούσαν «Ὄρος τῶν Μοναχῶν» λόγω του μεγάλου αριθμού μοναστηριών που υπήρχαν σε αυτό. Η πρώτη μονή ιδρύθηκε τον 5ο αιώνα. Με την πάροδο των αιώνων οι μονές αυξήθηκαν σε πενήντα εκ των οποίων μία μόνο, η Μονή των Περιστερών, ήταν γυναικεία. Μέχρι και τον 10 αιώνα ο Όλυμπος αποτελούσε το σημαντικότερο μοναστικό κέντρο της Αυτοκρατορίας. Ωστόσο από τις αρχές του 11ου αιώνα με την ανάπτυξη του Αγίου Όρους και την εμφάνιση των Σελτζούκων Τούρκων, ο Όλυμπος άρχισε να φθίνει. Πάντως κάποιες μονές υπήρχαν στην περιοχή μέχρι και τον 14ο αιώνα. Βλ. Κ.Ε. Πλακογιαννάκης, Δημόσιος και ιδιωτικός βίος…, ό.π., σ. 199, υποσημ. 202.
70 Αικ. Χριστοφιλοπούλου, ό.π., τ. Β2, σ. 428.
71 Γ.Α. Ράλλη, Μ. Ποτλή, Σύνταγμα τῶν Θείων καὶ ἱερῶν κανόνων, τ. Β’, σ. 469: «Εκείνοι που σπουδάζουν την πολιτική δικονομία δεν πρέπει να υιοθετούν τα ειδωλολατρικά έθιμα, ούτε να συχνάζουν στο θέατρο, ή να στοιχηματίζουν στον ιππόδρομο, ή ακόμη να φορούν εξεζητημένα ενδύματα».
72 Κ.Ε. Πλακογιαννάκης, Δημόσιος και Ιδιωτικός…, σ. 162.
73 Κ.Ε. Πλακογιαννάκης, ό.π., σ. 163.
74 Για τα προσόντα των δασκάλων στην εγκύκλιο παιδεία βλ., Κ. Ε. Πλακογιαννάκης, Δημόσιος και ιδωτικός βίος, σ. 124.· Nikolaos Kalogeras, Byzantine Childhood Education, σσ. 232-260.
75 Κεκαυμένου, Στρατηγικόν, Α’ 8, σ. 48, εκδ. Κανάκης, Αθήνα 1996, σ.48: « Αν λοιπόν είσαι διδάσκαλος εγκυκλίου ή ανώτατης παιδείας φρόντισε ώστε και με την παρουσία σου και με τα λόγια και τις πράξεις σου αλλά και με τα ίδια τα πράγματα να δείξεις την επιστήμη σου και ότι η μελέτη και η εκπαίδευση σου δεν έπεσαν στο κενό. Να είσαι δε άνθρωπος φειδωλός αλλά και κοινωνικός.  Λέγοντας δε «κοινωνικός» δεν εννοώ άνθρωπος των θεαμάτων και των παιγνίων αλλά «κοινωνικός» με την έννοια να μπορείς να διδάξεις ολόκληρη την πόλη πώς να κάνει το καλό και να αποδιώχνει το κακό, ώστε να σε αγαπούν και να σε τιμούν όχι μόνο όσοι σε βλέπουν αλλά και όσοι πληροφορούνται την αρετή και τη σύνεσή σου. Και φρόντιζε να κάνεις τη γνώση σου φανερή σε όλους με έργα».
76 Τους χορηγούνταν από το δημόσιο επίδομα σίτισης.
77 Σε όλους αυτούς δινόταν ικανοποιητική βασιλική χορηγία.
78 Κ. Ε. Πλακογιαννάκης, Δημόσιος και ιδιωτικός βίος, σ. 176.
79 «Ἄνηβος»: α) Αυτός που δεν έχει γίνει ακόμη έφηβος. «Ὁ μήπω εἰς τὴν ἤβην γενόμενος παῖς». β) (Βυζ.) Το αγόρι μέχρι τη συμπλήρωση του 14ου  έτους της ηλικίας του και το κορίτσι μέχρι τη συμπλήρωση του 12ου έτους.
80 Κ. Ε. Πλακογιαννάκης, Δημόσιος και ιδιωτικός βίος…, σ. 176.
81 Μονή της Θεοτόκου της Κοσμοσωτείρας παρά την Αίνον: Ιδρύθηκε το 1152 από τον σεβαστοκράτορα Ισαάκ Κομνηνό, γιο του αυτοκράτορα Αλεξίου Α’ στη σημερινή κωμόπολή των Φερών του Έβρου που βρίσκεται στη θέση της βυζαντινή πόλης «Βήρας».Το τυπικό της μονής προέβλεπε την εγκατάσταση 74 μοναχών ηλικίας άνω των τριάντα ετών και απαγόρευε την παρουσία ευνούχων και μικρών παιδιών. Η μονή υπήρχε μέχρι τα μέσα του 14ου αιώνα. Σήμερα σώζεται μόνο το καθολικό της.
82 Για μία ολοκληρωμένη μελέτη για την Πατριαρχική Ακαδημία, βλ. Βασίλης Κατσαρός, «Η Πατριαρχική Σχολή. Το πρόβλημα του συστήματος παροχής σπουδών ανώτερου επιπέδου στην Κωνσταντινούπολη του δωδέκατου αιώνα», στο:  Ιωάννης Κασταμονίτης. Συμβολή στη μελέτη του βίου, του έργου και της εποχής του, Κέντρο Βυζαντινών Ερευνών, Θεσσαλονίκη 1988, σσ. 163-207.
83  Paul Lemerle, Πρώτος Βυζαντινός Ουμανισμός, σ. 90· L. Brehier, «L’enseignement classique et l’enseignement religieux à Byzance», Revue d’ Histoire et de Philosophie religieuses, 1941, σσ. 34-69.
84 Nikolaos Mesarites, «Description of the Church of the Holy Apostles at Constantinople», ed- transl: G. Downey, Transactions of the American Philosophical Society, 47, 1957, 857-924.
85 N. G. Wilson, Οι Λόγιοι στο Βυζάντιο, εκδ. Intered, Αθήνα 1991, σ. 253.
86 Κ. Ε. Πλακογιαννάκης, Δημόσιος και ιδιωτικός βίος, σ.182. Για την τύχη της σχολής από το 1261-1453 και για την ανώτερη εκκλησιαστική παιδεία μέχρι τον 16ο αιώνα, βλ. τις σελίδες 182-184 του παραπάνω βιβλίου.

Η ΤΕΧΝΙΚΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΣΤΗΝ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΡΩΜΑΙΚΗ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ ΤΟΝ 11ο ΑΙΩΝΑ
























Η εκπαίδευση στα Βυζαντινά χρόνια. Ο συνδετικός κρίκος του αρχαίου με το νεότερο Ελληνισμό

..................................................................................................................................................



Η εκπαίδευση στα Βυζαντινά χρόνια. Ο συνδετικός κρίκος του αρχαίου με το νεότερο Ελληνισμό

Λεωνίδας Ν. Λυμπέρης

Εισαγωγή

Η
 εργασία μας αυτή έχει ως αντικείμενο την εκπαίδευση στα χρόνια του Βυζαντίου. Η παιδεία και η αγωγή, ο τρόπος δηλαδή διαπαιδαγώγησης των νέων, σχηματοποιούνται πάντα στο πλαίσιο της εκάστοτε πολιτικής και κοινωνικής πραγματικότητας, αποτελώντας την αντανάκλαση των ιδανικών και των προβληματισμών της.
Θεωρούμε σημαντικό να μελετήσουμε το βυζαντινό εκπαιδευτικό σύστημα, το οποίο λειτούργησε επί έντεκα αιώνες περίπου, κληρονομώντας, όπως είναι φυσικό, την ελληνιστική παράδοση. Το Βυζάντιο αποτελεί σημαντικό ιστορικό σταθμό στην πορεία του ελληνικού έθνους, καθώς προβάλλεται ως ο συνδετικός κρίκος του αρχαίου με το νεότερο Ελληνισμό, ο οποίος και διατηρεί απαρασάλευτη την ιστορική του συνέχεια. Ακόμη, το Βυζάντιο ελκύει το ενδιαφέρον  των κοινωνικών επιστημόνων διεθνώς, διότι αποτέλεσε το πιο μακροχρόνιο κέντρο διεθνούς ισχύος κι επιρροής στην ιστορία του δυτικού πολιτισμού (Παπασωτηρίου, 2000).
Στο πρώτο μέρος θα αναφερθούμε στην αξία που είχε η μόρφωση στη βυζαντινή κοινωνία και στη φιλοσοφία και στις στοχοθεσίες που επεδίωκαν, μέσα από την εκπαίδευση,  το κράτος και η εκκλησία.
Στη συνέχεια θα παρακολουθήσουμε τους κύκλους σπουδών στο βυζαντινό εκπαιδευτικό σύστημα, παρουσιάζοντας την προπαιδεία (στοιχειώδη εκπαίδευση) και την εγκύκλιο παιδεία (μέση εκπαίδευση).
Θα εξετάσουμε ακόμη πώς αντιμετώπιζαν τη μόρφωση των κοριτσιών στο Βυζάντιο και θα παραθέσουμε ονόματα γυναικών που διακρίθηκαν για την ευρύτατη πνευματική τους καλλιέργεια.
Θα αναφερθούμε στη συνέχεια στη γραφική ύλη και στα συγγράμματα που χρησιμοποιούσαν.
Θα περιγράψουμε τα Βυζαντινά Σχολεία και τον τρόπο λειτουργίας τους. Ακολούθως θα παρουσιάσουμε το πρότυπο του καλού δασκάλου και τις παιδαγωγικές του πρακτικές.
Θα παρακολουθήσουμε στη συνέχεια τον τρίτο κύκλο σπουδών στην ανώτερη εκπαίδευση με τις σχολές και τα πανεπιστήμια που λειτουργούσαν.
Θα παρουσιάσουμε την πνευματική ζωή του Βυζαντίου και μερικούς από τους πολυμαθείς και δραστήριους πνευματικούς ανθρώπους της εποχής εκείνης.


Κλείνουμε με κάποια συμπεράσματα τόσο για τη συμβολή των Βυζαντινών μέσα από την εκπαίδευση στη διάσωση της κλασικής κληρονομιάς, όσο και στην προσφορά μεγάλου αριθμού έργων των Βυζαντινών στον πολιτισμό μας, στον Ευρωπαϊκό πολιτισμό.

Η αξία της μόρφωσης στα Βυζαντινά χρόνια

Στο Βυζάντιο η καλή μόρφωση ήταν μεγάλη αξία για κάθε πολίτη. Η αγωγή θεωρούνταν ως «τέχνη τεχνών και επιστήμη των επιστημών», η δε εκπαίδευση «των παρ’ ημίν αγαθόν το πρώτον». Εγκωμίαζαν αυτούς πού το πνεύμα τους ήταν καλλιεργημένο και είχαν πολλές γνώσεις. Τους αμαθείς συνεχώς τους κορόιδευαν.
Γι’ αυτό το λόγο οι γονείς παροτρύνονταν να εκπαιδεύουν τα παιδιά   τους, δεν είναι όμως και λίγες οι περιπτώσεις παιδιών που εκφράζουν παράπονα κατά των γονιών τους, επειδή δεν τα εκπαίδευσαν. Το ρήμα
«εκπαιδεύω» στα βυζαντινά χρόνια λεγόταν ανάγω και η εκπαίδευση αναγωγή. Αυτός που δε διέθετε εκπαίδευση ονομαζόταν ανάγωγος και ο αγράμματος λεγόταν αναλφάβητος (Κουκουλές Φ., 1948). Την απαιδευσία, την έλλειψη πνευματικής καλλιέργειας, τη θεωρούσαν ατύχημα και συμφορά. Μέσα από την εκπαίδευση το κράτος φρόντιζε να μορφώσει τους λειτουργούς του και η εκκλησία αντίστοιχα τους κληρικούς της (Angold M., 1997). Αυτό που διαφαίνεται επίσης είναι ότι ένα ποσοστό ανθρώπων που δεν εντάσσονται ούτε στη μία ούτε στην άλλη κατηγορία επεδίωκαν τη μόρφωση αφιλοκερδώς, χωρίς δηλαδή να αποβλέπουν στο οικονομικό κέρδος. Διαφαίνεται βέβαια και ο βαθμός  της μόρφωσης ή της αμάθειας των μαζών, αυτών που δεν εμφανίζονται ποτέ στο προσκήνιο της ιστορίας.
Στο Βυζάντιο, η φοίτηση στο σχολείο ήταν προαιρετική. Φοιτούσαν δηλαδή στο σχολείο μόνο όσοι ήθελαν και μπορούσαν. Υπήρχαν μόνο ιδιωτικά σχολεία και γι΄ αυτό η εκπαίδευση ήταν προνόμιο των λίγων. Στα πολυπληθέστερα στρώματα του λαού οι περισσότεροι ήταν αναλφάβητοι. Υπήρχαν και αρκετοί που ήξεραν ανάγνωση και γραφή. Οι πραγματικά μορφωμένοι όμως ήταν λίγοι και ακόμη λιγότεροι αυτοί που κέρδιζαν όσα χρειάζονταν για να ζήσουν χάρη στην παιδεία και στις γνώσεις που είχαν αποκτήσει από τα σχολεία (δάσκαλοι, νοτάριοι, γιατροί, κληρικοί, αξιωματούχοι του παλατιού και εισπράκτορες των φόρων).

Κύκλοι σπουδών

Το βυζαντινό εκπαιδευτικό σύστημα, τόσο στη δομή όσο και στην οργάνωσή του, κληρονόμησε και συνέχισε την ελληνιστική παράδοση σχεδόν   χωρίς   διαφοροποιήσεις.   Καθ'   όλη   τη   μακρά   διάρκεια του Βυζαντίου παρέμεινε περίπου το ίδιο, αναδεικνύοντας βέβαια η εκπαίδευση και τα τοπικά της χαρακτηριστικά. Αποτελείτο από τρεις κύκλους σπουδών:
Την προπαιδεία ή ιερά γράμματα (στοιχειώδη εκπαίδευση), την οποία αναλάμβανε κυρίως η Εκκλησία διδάσκοντας από μικρή ηλικία στα παιδιά τα ιερά γράμματα κι έχοντας ως βάση τη θρησκευτική διαπαιδαγώγηση, έχοντας όμως σημαντικό ρόλο και στις άλλες βαθμίδες της εκπαίδευσης.
Την εγκύκλιο παιδεία (μέση εκπαίδευση), για την οποία ενδιαφερόταν περισσότερο η Πολιτεία, αφού από εκεί θα έβγαιναν καταρτισμένα στελέχη για να υπηρετήσουν τις ανάγκες της διοίκησης του κράτους.
Την ανώτερη εκπαίδευση, για την οποία μεριμνούσαν και την ενίσχυαν οικονομικά η Εκκλησία και η Πολιτεία. Ο αυτοκράτορας είχε άμεσο έλεγχο των λειτουργιών του πανεπιστημίου τόσο όσον αφορά την υλικοτεχνική υποδομή όσο και τα θέματα προσωπικού και φοιτητών.

Η Στοιχειώδης Εκπαίδευση

Η προπαιδεία αντιστοιχούσε στο σημερινό δημοτικό και διαρκούσε τρία ως τέσσερα χρόνια. Τα παιδιά συνήθως πήγαιναν στο σχολείο ανάμεσα στα έξι και τα οχτώ χρόνια . Παρακολουθούσαν το πρόγραμμα διδασκαλίας από το πρωί μέχρι το απόγευμα. Το Ψαλτήρι αποτελούσε βασικό βιβλίο διδασκαλίας. Διδάσκονταν Ανάγνωση,  Γραφή, Γραμματική ή «το ελληνίζειν την γλώσσαν» και Αριθμητική από το Γραμματιστή, δηλαδή το δάσκαλο των πρώτων γραμμάτων, ο οποίος δε διέθετε αρκετά τυπικά προσόντα. Μαζί του τα παιδιά μάθαιναν να διαβάζουν συλλαβές και σιγά – σιγά κείμενα που θα έπρεπε να τα γράφουν ασφαλτί, δηλαδή χωρίς λάθη. Παροιμιώδης ήταν η  αυστηρότητα του δασκάλου και οι ατέλειωτες επαναλήψεις και αποστηθίσεις (Mango C., 1988). Ο δάσκαλος έπρεπε να είναι διδακτικός, να έχει δηλαδή τη διδακτική ικανότητα ή το χάρισμα. Ακόμη να  προχωρεί τη διδασκαλία από τα ευκολότερα στα δυσκολότερα, από τα γνωστά στα άγνωστα, προσθέτοντας τις νέες γνώσεις με μικρά βήματα  και όχι συσσωρευμένα, ώστε να μπορούν οι μαθητές να κατανοούν και  να απομνημονεύουν, αφού προηγουμένως βεβαιωθεί ότι γνωρίζουν τα παλαιότερα γνωστικά αντικείμενα. Η διδασκαλία έπρεπε να προκαλεί ευχαρίστηση στους μαθητές. Χαρακτηριστικό του καλού δασκάλου ήταν, όταν οι μαθητές δεν κατανοούσαν κάτι, να επανέρχεται σ’ αυτό για να το ερμηνεύσει και να συμβουλεύσει τους απρόσεχτους μαθητές. Έτσι το ερμηνεύω έφτασε να σημαίνει σε μεταγενέστερους αιώνες συμβουλεύω (Κουκουλές Φ., 1948).
Από τα χρόνια της αρχαιότητας έως και τους πρώτους  βυζαντινούς αιώνες  επικρατούσε  η  μεγαλογράμματη  γραφή:  κεφαλαία    γράμματα, χαραγμένα ή γραμμένα ξεχωριστά το ένα από το άλλο, χωρίς τόνους, πνεύματα και σημεία στίξης. Στα τέλη όμως του 8ου αιώνα εμφανίζεται η μικρογράμματη γραφή, η οποία χρειάζεται λιγότερο χώρο, κι έτσι τα βιβλία έγιναν  μικρότερα        και πιο ευκολοδιάβαστα. Εξέλιξη  της μικρογράμματης γραφής αποτελεί η γραφή που χρησιμοποιούμε σήμερα. Στην αριθμητική, δηλαδή το «ψηφίζειν», μετρούσαν με τα δάχτυλά τους  ή χρησιμοποιούσαν μικρές πέτρες, για να κάνουν τις τέσσερις πράξεις: επισώρευσιν (πρόσθεση), αφαίρεσιν, πολλαπλασιασμόν και επιμερισμόν (διαίρεση).
Τα σχολικά προγράμματα και οι σχολικές μέθοδοι έμειναν αμετάβλητα σε ολόκληρη τη βυζαντινή περίοδο. Ως αίθουσες διδασκαλίας  χρησίμευαν δωμάτια που βρίσκονταν κοντά σε ναούς, όπως επίσης και οικήματα κοντά σε μοναστήρια. Η μέριμνα γι’ αυτά τα σχολεία, τα οποία λειτουργούσαν και σε μικρά χωριά, επαφίετο στις κατά τόπους εκκλησιαστικές αρχές και στις κοινότητες  (Μιχαήλ Α., 1999).

Η Εγκύκλιος Εκπαίδευση

Ο δεύτερος κύκλος, η εγκύκλιος παιδεία αντιστοιχούσε με το σημερινό γυμνάσιο και λύκειο. Παρείχετο κυρίως από ιδιωτικούς δασκάλους, οι οποίοι διατηρούσαν και σχολεία. Διαρκούσε τουλάχιστον τέσσερα χρόνια και χωριζόταν σε δύο κύκλους. Στον πρώτο, περιλαμβάνονταν η γραμματική, η ρητορική και η φιλοσοφία – η τριτύς των μαθημάτων - ενώ στον δεύτερο η αριθμητική, η μουσική, η γεωμετρία και η αστρονομία: η τετρακτύς. Η εκπαιδευτική αυτή αντίληψη ανάγεται στην κλασική Ελλάδα, καθώς και τα επτά αυτά μαθήματα απαριθμούνται ως  τα ενδιαφέροντα του σοφιστή Ιππία (τέλη 5ου π.Χ. αιώνα). Αλλά και ο Πλάτων στην Πολιτεία (βιβλίο VI 521), απαριθμεί τις τέσσερις επιστήμες της τετρακτύος. Δηλαδή, γράφει «η φρούρηση της Πόλεως γίνεται από εκείνους που έχουν εκπαιδευτεί πολύ καλά δια της μουσικής, αριθμητικής, γεωμετρίας και αστρονομίας» (Μιχαήλ Α., 1999).
Οι σπουδές γύρω από τη Γραμματική βασίζονταν σε παλαιότερα συγγράμματα των Ελλήνων προγόνων ή σε μεταγενέστερες επεξεργασίες αυτών. Την πρώτη θέση κατείχε το εγχειρίδιο «Τέχνη Γραμματική», του γραμματικού Διονυσίου του Θρακός. Έζησε το 2ο αιώνα π.Χ. και  το βιβλίο στηριζόταν στις έρευνες των Στωικών στον τομέα της γραμματικής. Το βιβλίο αυτό μάλιστα τον 5ο αιώνα μ.Χ. μεταφράστηκε στα αρμενικά και διασκευάστηκε στη συριακή γλώσσα. Κράτησε τη σημασία και τη θέση του ως σχολικό βιβλίο μέχρι το 18ο αιώνα (Μιχαήλ Α., 1999).
Η Ρητορική, για την οποία οι Βυζαντινοί είχαν ιδιαίτερη εκτίμηση, ήταν ένα μάθημα που δίδασκε τη σωστή δομή του λόγου και την καλή και επιδέξια  χρήση  της  γλώσσας.  Ήταν  απαραίτητη  γνώση  τόσο  για τους κληρικούς, που θα κήρυτταν το θείο λόγο από τον άμβωνα, όσο και για τους πολιτικούς-διπλωμάτες, που θα έπρεπε να πείθουν στις διαπραγματεύσεις τους και τους δικηγόρους, για να είναι πειστικοί στα δικαστήρια.
Η Φιλοσοφία ήταν το επιστέγασμα της εγκύκλιας μόρφωσης. Σ’ αυτή διδάσκονταν η Λογική, η Ηθική, η Δογματική και η Μεταφυσική. Στη Φιλοσοφία ανήκαν τα Μαθηματικά ή αλλιώς η «Μαθηματική επιστήμη» και η τετρακτύς: η Αριθμητική, η Μουσική, η Γεωμετρία και η Αστρονομία. Η διδασκαλία των Μαθηματικών βασιζόταν στην Αριθμητική του Πυθαγόρα και του Διόφαντου, καθώς και στη Γεωμετρία του Ευκλείδη. Επίσης αγαπούσαν ιδιαίτερα την Αστρονομία. Για τη διδασκαλία της χρησιμοποιούσαν τα Φαινόμενα, ένα ποίημα του Aράτου, το οποίο αναφερόταν στους αστερισμούς και στην πρόβλεψη του καιρού.
«Άλλες πληροφορίες θα σου δώσει το φεγγάρι σαν έχει σχήμα μισοφέγγαρου και άλλες όταν είναι ολόγιομο. Αν το φεγγάρι είναι λεπτό και διαυγές την τρίτη μέρα του μήνα, τότε θα έχουμε καλό καιρό. Αν όμως είναι λεπτό και κατακόκκινο, τότε θα έχουμε αέρα» (Μαρκόπουλος Θ., 1999).
Ως αναγνωστικά χρησιμοποιούσαν τα Ομηρικά έπη (Βάλτερ Ζ., 1988), κυρίως την Ιλιάδα (και σήμερα χρησιμοποιείται στο Γυμνάσιο). Η  παιδεία τους, κατά το Μέγα Βασίλειο, όφειλε να στηρίζεται στον Όμηρο, τον «διδάσκαλο των αρετών (Ράνσιμαν Σ.,2000)). Και τους άλλους ποιητές τούς διάβαζαν και τούς μάθαιναν, κανένας όμως δεν είχε την ανώτατη αυτή θέση που διατήρησε ως το τέλος ο Όμηρος. Μάθαιναν ακόμη ολόκληρη τη Βίβλο. Τα παιδιά αποστήθιζαν αποσπάσματα ή έγραφαν κείμενα που τους υπαγόρευε ο Γραμματικός, δηλαδή ο δάσκαλος του δευτεροβάθμιου σχολείου, ο οποίος ήταν πιο καταρτισμένος και πιο καλοπληρωμένος (Mango C., 1988). Στο πρόγραμμα υπήρχαν μόνιμα οι ίδιες εννέα τραγωδίες, οι αποκαλούμενες και βυζαντινές τραγωδίες, επειδή διδάσκονταν στα βυζαντινά σχολεία: οι Πέρσες, ο Προμηθέας Δεσμώτης και οι Επτά επί Θήβας του Αισχύλου, ο Αίας, η Ηλέκτρα και ο Οιδίπους Τύραννος του Σοφοκλή, η Εκάβη, ο Ορέστης και οι Φοίνισσες του Ευριπίδη. Στην ύλη περιλαμβάνονταν επίσης τρεις κωμωδίες του Αριστοφάνη (Πλούτος, Νεφέλες και Βάτραχοι) καθώς και αποσπάσματα άλλων αρχαίων ελλήνων συγγραφέων.
Παράλληλα με τα μαθήματα αυτά έδιναν στο παιδί και θρησκευτική μόρφωση. Τα θρησκευτικά όμως τα δίδασκαν χωριστά και οι δάσκαλοι ήταν κληρικοί. Ο Όμηρος και η Βίβλος είναι οι κυριότερες πηγές νύξεων και παραπομπών στη βυζαντινή λογοτεχνία.



Η μόρφωση των γυναικών στο Βυζάντιο

Τα σχολεία στο Βυζάντιο δεν ήταν μεικτά, απαγορευόταν να φοιτούν  μαζί αγόρια και κορίτσια. Κατά κανόνα τα κορίτσια δεν είχαν την ίδια εκπαίδευση με τα αγόρια, αφού σύμφωνα με πολλούς ιστορικούς δεν υπήρχαν σχολεία γυναικών. Συνήθως όμως τα κορίτσια, όπως άλλωστε και τα αγόρια των πλουσίων οικογενειών, διδάσκονταν στο σπίτι, από ιδιωτικούς δασκάλους. Οι γυναίκες δεν μπορούσαν να πάνε σε Πανεπιστήμιο. Παρ’ όλες αυτές τις δυσκολίες, συναντούμε πολλές φωτισμένες γυναίκες με ευρύτατη πνευματική καλλιέργεια όπως: Η Υπατία (370-415 μ.Χ.) στην Αλεξάνδρεια, φαινόμενο μοναδικό πανεπιστήμονος γυναίκας, η Πουλχερία, η αδερφή του Θεοδοσίου Β΄,  και η σύζυγός του Αθηναΐδα-Ευδοκία, κόρη του Αθηναίου φιλοσόφου Λεοντίου (Ε΄ αιώνος), η οποία είχε σπουδάσει όλες τις επιστήμες, έγραφε ποιήματα και έβγαζε λόγους, συνετέλεσε δε και στη σύνταξη των νόμων του, η ποιήτρια Κασσιανή (Θ΄ αιώνα), σπουδαία υμνωδός της  Ορθόδοξης Εκκλησίας, που η απάντησή της της κόστισε ένα θρόνο, η μεγάλη ιστορικός Άννα η Κομνηνή, συγγραφέας  του ιστορικού     έργου
«Αλεξιάς», όπου περιγράφει την αρχή της βυζαντινής παρακμής και τη γένεση του νεότερου ελληνισμού, ενώ ταυτόχρονα καταδεικνύει τις βαθύτατες σχέσεις του ύστερου Βυζαντίου με την αρχαία ελληνική παράδοση. Ήταν ερασιτέχνης γιατρός που γνώριζε τόσα πολλά για την ιατρική, όσα κι ένας επαγγελματίας γιατρός. Υπήρχαν βέβαια και άλλες γυναίκες με επιστημονική κατάρτιση που εργάζονταν καταξιωμένες  δίπλα στους  άνδρες συναδέλφους τους.

Γραφική Ύλη και Συγγράμματα

Τα παιδιά έγραφαν με στύλον ή γραφείον, που είχε μυτερή ακίδα στο ένα άκρο, ώστε τα γράμματα να χαράσσονται εύκολα και πεπλατυσμένη στο άλλο για να σβήνουν. Έγραφαν πάνω σε ξύλινες πινακίδες, τα σχεδάρια, που τις κουβαλούσαν στο μάρσιπο, δηλαδή στην τσάντα τους. Τα μεγαλύτερα παιδιά άρχιζαν να γράφουν πάνω σε μικρά κομμάτια παπύρου με πένα. Ο πάπυρος όμως ήταν ιδιαίτερα ευαίσθητο υλικό και γι’ αυτό μετά τον 6ο αιώνα, αντικαταστάθηκε σταδιακά από την περγαμηνή, που κατασκευαζόταν από δέρματα μικρών ζώων, ήταν πιο ανθεκτική και η επιφάνειά της ήταν λεία και γυαλιστερή. Έγραφαν με  ένα ειδικά ξυσμένο καλάμι τον κάλαμον, που το βουτούσαν σε μελάνι, μαύρο συνήθως. Το χαρτί, αν και ήταν από παλιά γνωστό, άρχισε να χρησιμοποιείται, εισαγόμενο από την Κίνα, τον 11ο αιώνα. Από τον 13ο αιώνα μπόρεσαν οι Βυζαντινοί να παράγουν οι ίδιοι όσο χαρτί χρειάζονταν.
Τα χειρόγραφα τυλίγονταν σε κυλίνδρους μέχρι που εφευρέθηκε το βιβλίον. Τα πρώτα βιβλία λέγονταν κώδικες κι αποτελούνταν από  μερικά διπλωμένα φύλλα. Όταν ο αριθμός των διπλωμένων φύλλων ήταν
3 ή 6, τότε λέγονταν τετράδια. Με τη συρραφή πολλών τετραδίων γίνονταν τα βιβλία. Για εξώφυλλα χρησιμοποιούσαν συνήθως πλάκες ξύλινες. Όταν όμως ένα βιβλίο προοριζόταν για λειτουργική χρήση σε μια εκκλησία ή ήταν παραγγελία κάποιου πλουσίου, τότε το εξωτερικό κάλυμμα το έκαναν από κάποιο πολύτιμο υλικό, π.χ. ελεφαντοστό, χρυσάφι ή ασήμι. Τα βιβλία ήταν πολύ ακριβά, τα θεωρούσαν μάλιστα είδος πολυτελείας. Ένας τόμος μεσαίου μεγέθους κόστιζε όσο το μισό του ετήσιου εισοδήματος ενός πολύ καλά αμειβόμενου δημοσίου υπαλλήλου. Έτσι οι περισσότεροι δεν αποκτούσαν σε ολόκληρη τη ζωή τους πάνω από είκοσι βιβλία. Γι΄ αυτό συνήθιζαν να δανείζονται τακτικά ο ένας από τον άλλον. Υπήρχαν όμως και μερικοί που είχαν καταφέρει με πολλές θυσίες, να συγκροτήσουν μεγάλες προσωπικές βιβλιοθήκες, όπως ο μητροπολίτης Καισαρείας Αρέθας, η Θεοδώρα Καντακουζηνή καθώς και ο πατριάρχης Φώτιος.

Τα Βυζαντινά Σχολεία

Τα σχολεία για τα μεγαλύτερα παιδιά στεγάζονταν σε κτίρια στο κέντρο της πόλης. Ήταν συνήθως μικρά, συχνά χωρίς παράθυρα. Στις αίθουσες υπήρχε «ο διδασκαλικός θρόνος», δηλαδή η έδρα λίγο πιο ψηλά. Δεν υπήρχαν θρανία. Λίγοι τυχεροί κάθονταν σε ξύλινες ψηλές καρέκλες, τις αναβάθρες ή σε σκίμποδες, δηλαδή σκαμνάκια. Οι υπόλοιποι βολεύονταν στο πάτωμα ή χρησιμοποιούσαν κατεργασμένα δέρματα ζώων, τις διφθέρες ή προβιές. Στην αίθουσα υπήρχε το αναλόγιο, πάνω στο οποίο τοποθετούσαν τα βιβλία για να τα παίρνουν οι μαθητές και να διαβάζουν. Στους τοίχους διάβαζε κανείς επιγραφές με τους τίτλους όπως: «Θεόν φοβού», «Γονείς τίμα».
Δεν υπήρχε βέβαια Ωρολόγιο Πρόγραμμα ούτε συγκεκριμένη  ημερομηνία για την έναρξη των μαθημάτων. Αυτό που καθόριζε την  αρχή της σχολικής χρονιάς ήταν η δυνατότητα των γονιών να πληρώσουν τα απαραίτητα δίδακτρα, καθώς τα σχολεία ήταν ιδιωτικά και το κόστος τους δυσβάστακτο για τις περισσότερες οικογένειες.
Αρκετά σχολεία ιδρύθηκαν με αυτοκρατορική πρωτοβουλία. Οι μαθητές ήταν κυρίως ορφανά παιδιά, προερχόμενα μάλιστα από πολλές διαφορετικές εθνότητες της αυτοκρατορίας. Ακόμη κάθε Επισκοπή συντηρούσε δικά της εκκλησιαστικά σχολεία. Επίσης πολλά μοναστήρια, ακολουθώντας τα διδάγματα του Αγίου Βασιλείου, όχι μόνο ίδρυσαν βιβλιοθήκες και εργαστήρια αντιγραφής, αλλά και συντηρούσαν λόγιους μοναχούς που μελετούσαν τα κείμενα των μοναστηριακών βιβλιοθηκών και δίδασκαν τους άλλους μοναχούς.
Τα παιδιά πήγαιναν στο σχολείο με τα καθημερινά τους ρούχα. Έτρωγαν εκεί στο διάλειμμα και το μεσημέρι. Το φαγητό τους ήταν ψωμί, τυρί και συχνά παστό ψάρι. Οι μαθητές από τις επαρχίες, που είχαν έρθει στην πρωτεύουσα για να σπουδάσουν, έμεναν στο σχολείο, ενώ οι υπόλοιποι επέστρεφαν το απόγευμα στα σπίτια τους.

Οι δάσκαλοι

Τα σχολεία διηύθυναν οι μαΐστορες που δίδασκαν μόνο στις  μεγαλύτερες τάξεις. Μια ομάδα προχωρημένων μαθητών αναλάμβανε τη διδασκαλία των μικρότερων τάξεων, πάντα υπό την καθοδήγηση του μαΐστορα. Δάσκαλοι και μαθητές μελετούσαν τα κείμενα, τα αντέγραφαν και τα σχολίαζαν. Οι Βυζαντινοί εκτιμούσαν ιδιαίτερα την αρχαία πνευματική τους κληρονομιά, γι’ αυτό και τη διέσωσαν. Μεταξύ των διδασκόντων υπήρχε αυστηρή ιεραρχία: Πρώτος ήταν ο διδάσκαλος και ακολουθούσε ο παιδευτής. Για να ανέβει κάποιος στην ιεραρχία, έπρεπε να ψηφίσουν όλοι, δάσκαλοι και μαθητές, ενώ το διορισμό υπέγραφε ο ίδιος ο αυτοκράτορας.
Σύμφωνα με την Άννα Κομνηνή στην Αλεξιάδα, «Το εκπαιδευτήριο το διευθύνει ένας δάσκαλος. Γύρω του στέκονται τα παιδιά, απασχολημένα σοβαρά άλλα με ερωτήσεις γραμματικές και άλλα με τη συγγραφή των λεγόμενων σχεδών. Εκεί μπορείς να δεις και Λατίνο να εκπαιδεύεται και Σκύθη να μαθαίνει ελληνικά και Ρωμαίο να μελετά τα συγγράμματα των Ελλήνων και τον αγράμματο Έλληνα να μαθαίνει τα σωστά ελληνικά».
Ο καλός δάσκαλος φρόντιζε και για τη σταδιοδρομία των μαθητών του μετά την αποφοίτησή τους, κάτι που αποτελούσε την καλύτερη  διαφήμιση για ένα σχολείο. Πολλοί νεαροί απόφοιτοι έβρισκαν δουλειά ως υπάλληλοι του κράτους, χάρη στις θερμές συστατικές επιστολές των δασκάλων προς κάποιον αξιωματούχο.
Παρά το σημαντικό εκπαιδευτικό έργο που προσέφεραν, οι δάσκαλοι δεν έπαιρναν την ανάλογη αμοιβή. Συχνά υποχρεώνονταν να γράφουν επιστολές ζητώντας τα οφειλόμενα ή κατέφευγαν στα δικαστήρια. Το πενιχρό εισόδημα των δασκάλων κάποιες φορές αναλάμβανε να συμπληρώσει το Πατριαρχείο με  βοήθημα σε είδος, συνήθως αλεύρι,  που ονομαζόταν ευλογία ή αρτίδιον.
Η παρακολούθηση των μαθημάτων ήταν υποχρεωτική, αλλά φαίνεται  πως και τότε μερικοί μαθητές έκαναν σκασιαρχείο. Μια συνηθισμένη τιμωρία ήταν να μείνουν νηστικοί στο διάλειμμα. Πολύ συχνά έτρωγαν ξύλο. "Ο μη δαρείς ου παιδεύεται" έλεγαν τότε, δηλαδή "Όποιος δε  δαρθεί δε μαθαίνει γράμματα". Κάποτε έπαιρναν και αποβολή από το σχολείο και όλα αυτά με την απόλυτη έγκριση των γονιών τους   (Baynes
N. & Moos H., 1988). Όμως η σχέση δασκάλου – μαθητή ήταν, πάνω απ’ όλα, σχέση αγάπης και σεβασμού.



Η Ανώτερη Εκπαίδευση

Την ανώτερη εκπαίδευση την παρείχαν ρήτορες ή σοφιστές αλλά μόνο στις μεγάλες πόλεις. Ο ρήτορας ή σοφιστής κατείχε μια καθιερωμένη έδρα και διοριζόταν από την τοπική βουλή, απ’ όπου και αμειβόταν, ή εργαζόταν ιδιωτικά και ζούσε από τα δίδακτρα. Οι περισσότεροι σπουδαστές προέρχονταν από ευκατάστατες οικογένειες, αφού οι νέοι που επεδίωκαν να σπουδάσουν έπρεπε να ταξιδέψουν πολύ και να δαπανήσουν πολλά χρήματα γι’ αυτόν το σκοπό (Mango C., 1988).
Ο κύκλος σπουδών στην ανώτερη εκπαίδευση διαρκούσε περίπου πέντε χρόνια. Κύρια αντικείμενα της ανώτερης εκπαίδευσης αποτελούσαν η Ρητορική καθώς και η Φιλοσοφία που περιλάμβανε αυτό που σήμερα ονομάζουμε θετικές επιστήμες.
Πολλές πόλεις της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, πριν ακόμη ιδρυθεί το πρώτο Πανεπιστήμιο στην Κωνσταντινούπολη, ήταν φημισμένες για τις ανώτερες σχολές τους, όπως η Αθήνα για την Ακαδημία της, που υπήρξε σπουδαία Φιλοσοφική σχολή, η Αλεξάνδρεια για το Μουσείο της, όπου διδάσκονταν η Φιλοσοφία, τα Μαθηματικά και η Ιατρική, η Πέργαμος για την Ιατρική της κ.λ.π. Αξιόλογα πνευματικά κέντρα υπήρχαν επίσης στη Συρία, όπως η Βηρυτός με την περίφημη Νομική σχολή, που ο μέγας ρήτορας Λιβάνιος την ονόμαζε «Μητέρα των Νόμων», η Αντιόχεια και η Έδεσσα με τις Θεολογικές σχολές και η Γάζα της Παλαιστίνης με τη φημισμένη σχολή Ρητόρων και Ποιητών, που συνέβαλαν ιδιαίτερα στην πρόοδο της σκέψης και της φιλολογίας της εποχής εκείνης.
Η Πατριαρχική Σχολή και το Πανεπιστήμιο της Κωνσταντινούπολης, το Πανεπιστήμιο της Μαγναύρας και η ίδρυση τρίτου Πανεπιστημίου στην Κωνσταντινούπολη φανερώνουν ακόμη την πνευματική άνθηση του Βυζαντίου.
Το «Πανδιδακτήριο» της Κωνσταντινούπολης ήταν το πρώτο κρατικό Πανεπιστήμιο. Το ίδρυσε το έτος 425, ο αυτοκράτορας Θεοδόσιος Β΄ ο Μικρός. Στο Πανδιδακτήριο διδάσκονταν η φιλολογία, η ρητορική και το ρωμαϊκό δίκαιο, η γραμματική και η φιλοσοφία, όχι όμως και η Θεολογία, η οποία διδασκόταν στην Πατριαρχική Σχολή.
Το Πανδιδακτήριο της Μαγναύρας ήταν το πνευματικό ίδρυμα που πήρε το όνομά του από τα ανάκτορα της Μαγναύρας, όπου εγκαταστάθηκε. Σπουδαίες πνευματικές μορφές της εποχής συνδέθηκαν με το ίδρυμα αυτό, όπως ο Λέων ο μαθηματικός και φιλόσοφος, που διετέλεσε διευθυντής του, ο Πατριάρχης Φώτιος που -πιθανότατα- δίδαξε εκεί και ο Κωνσταντίνος Κύριλλος -απόστολος των Σλάβων.



Η πνευματική ζωή στο Βυζάντιο

Η πνευματική ζωή του Βυζαντίου έφτασε στο απόγειό της από τον 9ο μέχρι τον 12ο αιώνα. Μερικοί από τους πολυμαθέστατους και δραστήριους πνευματικούς ανθρώπους της εποχής εκείνης ήταν: Ο Πατριάρχης Φώτιος, ο οποίος συγκέντρωσε τα 279 ελληνικά χειρόγραφα της Βιβλιοθήκης του. Οι Θεσσαλονικείς αδελφοί Κύριλλος και Μεθόδιος πρωτεργάτες στον εκχριστιανισμό και στον πολιτισμικό εκβυζαντινισμό των Σλάβων (Γλύκατζη-Αλβελέρ Ε.,2009). Ο θείος και υπουργός τού Μιχαήλ Γ’, ο καίσαρ Βάρδας, ο οποίος ίδρυσε ένα νέο κρατικό πανεπιστήμιο στη Μαγναύρα. Ο Κωνσταντίνος Ζ΄ ο Πορφυρογέννητος, επί του οποίου η αυλή ήταν σχεδόν μια ακαδημία, όπου όλοι μελετούσαν ιστορία. Ο λόγιος αυτός βασιλέας, συνεχίζοντας  με ζήλο την πολιτιστική παράδοση αναδιοργάνωσε το Πανεπιστήμιο της Μαγναύρας, ανακαίνισε το Πανδιδακτήριο και προσέφερε υλική και ηθική ενίσχυση σε διδάσκοντες και σπουδαστές. Ο Μιχαήλ Ψελλός, ο οποίος πέρα από τη μελέτη του Πλάτωνα, πρωτοτύπησε στη μελέτη της ανθρώπινης φύσης και τους κανόνες της επικοινωνίας (Angold M.,  1997). Ο Αρέθας «ο Πατρεύς» (γεννήθηκε μετά τα μέσα του 9ου αιώνα) διέσωσε πολλά έργα αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων.
Ένας από τους πιο μεγάλους δασκάλους και ο γνωστότερος ίσως μαθηματικός του Βυζαντίου ήταν ο Λέων ο Φιλόσοφος ή  Μαθηματικός. Οι επιδόσεις του στην Άλγεβρα θεωρούνται ακόμη και σήμερα πρωτοποριακές. Υπό τη διεύθυνσή του λειτούργησε το Πανδιδακτήριο, εγκατεστημένο στο ανάκτορο της Μαγναύρας και ο ίδιος δίδαξε σ’ αυτό την τετρακτύ. Στον Λέοντα οφείλεται, ανάμεσα στ’ άλλα, μία από τις σημαντικότερες επινοήσεις της βυζαντινής εποχής, ο οπτικός τηλέγραφος. Ο Λέων κατασκεύασε δύο τέλεια συγχρονισμένα ρολόγια. Τοποθέτησε το ένα στο φρούριο του Λούλου, κοντά στην Ταρσό, και το άλλο στο ηλιακόν του Φάρου, στην Κωνσταντινούπολη. Ανάμεσα στα δύο ρολόγια υπήρχε μια σειρά από επτά φρυκτωρίες, δηλαδή πύργους όπου άναβαν φωτιές. Όλο το σύστημα αποτελούσε έναν οπτικό τηλέγραφο, που μπορούσε να μεταδώσει δώδεκα διαφορετικά μηνύματα, τα οποία αντιστοιχούσαν σε κάθε ώρα του ρολογιού. Για παράδειγμα, ώρα δώδεκα = αραβική επίθεση, ώρα μία = πυρκαγιά κλπ. Έτσι, αν γινόταν αραβική επίθεση στα σύνορα της Κιλικίας, η πρώτη φρυκτωρία άναβε στις δώδεκα ακριβώς και, χάρη στον τέλειο συγχρονισμό που είχε επινοήσει ο Λέων, το μήνυμα έφτανε σε μία ώρα στο παλάτι.

Συμπεράσματα

Η Βυζαντινή αυτοκρατορία στάθηκε για μια ολόκληρη χιλιετία το σταυροδρόμι ανάμεσα σε Ανατολή και Δύση. Στα μεγάλα πνευματικά κέντρα της (Κωνσταντινούπολη, Αλεξάνδρεια, Αντιόχεια, Αθήνα, Θεσσαλονίκη…), οι μαθητές και οι σπουδαστές μελετούσαν, κοντά σε ονομαστούς δασκάλους, την ελληνική γραμματεία, αντιγράφοντας και σχολιάζοντας έργα που έτσι διασώθηκαν και παραδόθηκαν έως εμάς. Τα έργα της αρχαίας Ελλάδας, η παράδοση των αρχαίων Ελλήνων, διασώθηκαν και έφτασαν ως τη νεώτερη Ευρώπη, την Ευρώπη της Αναγέννησης, βασικά μέσω του Βυζαντίου. Αυτό οφείλεται κατά πολύ στη γλωσσική συνέχεια, αλλά και στην αδιάλειπτη δράση των αντιγραφέων, βιβλιοθηκάριων, φιλολόγων και συγγραφέων του Βυζαντίου. Χωρίς αυτούς δεν θα μας είχαν απομείνει παρά ίχνη ελάχιστα μιας απέραντης κληρονομιάς. Βέβαια υπήρξαν κι άλλοι όπως  μωαμεθανοί λόγιοι, Σύριοι, Ιρανοί, Αρμένιοι, Γεωργιανοί, οι οποίοι μετέφρασαν αρχαία ελληνικά κείμενα κι έκαναν έτσι να φτάσουν ως τη Δύση κάποια σημαντικά κείμενα, που μόνο απ’ τις μεταφράσεις τους είναι γνωστά.
Πέρα από το μεγάλο επίτευγμά τους να διασώσουν την κλασική κληρονομιά, οι Βυζαντινοί προσέφεραν στον πολιτισμό μας, στον Ευρωπαϊκό πολιτισμό, μεγάλο αριθμό έργων, τα πιο πολλά θρησκευτικά, που εξακολουθούν ν’ αναγνωρίζονται σαν ακρογωνιαίοι λίθοι της ευρωπαϊκής σκέψης.





Βιβλιογραφία

ANGOLD M., (19972), Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία από το 1025 έως το 1204, μια πολιτική ιστορία, (μτφ. Καργιανιώτη  Ευαγγελίας), Αθήνα, Εκδόσεις Παπαδήμα.
ΒΑΛΤΕΡ Ζ., (1988), Η καθημερινή ζωή στο Βυζάντιο, στον αιώνα των Κομνηνών (1081-1180), (μτφ. Παναγιώτου Κ.), Αθήνα, Εκδόσεις Παπαδήμα.
BAYNES N., MOSS H., (19885), Βυζάντιο Εισαγωγή στο Βυζαντινό Πολιτισμό, (μτφ. Σακκά Δημητρίου), Αθήνα, Εκδόσεις Παπαδήμα.
ΒΑΡΜΑΖΗ Β., (1981), Ελλάδα Ιστορία και Πολιτισμός, Τόμος 4ος, Αθήνα, Μαλλιάρης Παιδεία.
BERNSTEIN S., PIERRE M., (1997), Ιστορία της Ευρώπης, Τόμος 1ος, Από τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία στα Ευρωπαϊκά κράτη, 5ος – 18ος αιώνας, (μτφ. Δημητρακόπουλου Αναστάσιου), Αθήνα, Εκδόσεις Αλεξάνδρεια.
ΓΛΥΚΑΤΖΗ – ΑΛΒΕΛΕΡ Ε., (2009), Γιατί το Βυζάντιο, Αθήνα, Ελληνικά Γράμματα.
ΚΑΡΑΜΠΕΛΑΣ ΓΙΩΡΓΟΣ, (2006), Το 1204 και η διαμόρφωση του νεώτερου ελληνισμού, Αθήνα, Εναλλακτικές εκδόσεις.
ΚΟΥΚΟΥΛΕΣ Φ., (1948), Βυζαντινών Βίος και Πολιτισμός, Τόμος Α΄, Εν Αθήναις.
LEMERLE P., (1985), Ο πρώτος Βυζαντινός Ουμανισμός, (μτφ. Νυσταζοπούλου – Πελεκίδου Μαρίας), Αθήνα, Μορφωτικό  Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης.
MANGO C., (1988), Βυζάντιο η Αυτοκρατορία της Νέας Ρώμης, (μτφ. Τσουγκαράκη Δημήτρη), Αθήνα, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης.
ΜΑΡΚΟΠΟΥΛΟΣ Θ., (1999), Στους δρόμους του Βυζαντίου 3, Στο σχολείο …με χαρτί και καλαμάρι, Αθήνα, Καλειδοσκόπιο.
ΜΙΧΑΗΛ Α., (1999), Βυζάντιο και Ελλάδα, Αθήνα, Νέα Θέσις.
ΠΑΠΑΣΩΤΗΡΙΟΥ Χ., (2000), Βυζαντινή υψηλή στρατηγική: 6ος – 11ος αιώνας Αθήνα, Εκδόσεις Ποιότητα.
ΡΑΝΣΙΜΑΝ Σ., (2000),Το Βυζάντιο κι εμείς, Πηγή: www.flash.gr
ΡΑΝΣΙΜΑΝ Σ.,(2004), Βυζαντινός Πολιτισμός, (μτφ. Δετζώρτζη Δέσποινας), Αθήνα, Γαλαξίας – Ερμείας.
TAMARA T., βυζαντινολόγος, (2006), Ο Δημόσιος και ιδιωτικός βίος  των Βυζαντινών, (μτφ. Φ. Κ. Βώρου), Αθήνα, Εκδόσεις  Παπαδήμα.

  ΤΑ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΑ τεύχος 107-108


 





Η ελληνική παιδεία και ο πολιτισμός στο Βυζάντιο


ἀρχιμ. Κύριλλου Κεφαλόπουλου

Στὴ βυζαντινὴ παιδεία ἡ Ἐκκλησία κατεῖχε σημαντικὸ ρόλο. Τὰ πρῶτα γράμματα τὰ μικρὰ παιδιὰ τὰ μάθαιναν σὲ σχολεῖα ποὺ διατηροῦσε ἡ Ἐκκλησία (ἀνάγνωση, γραφή, γραμματική, ψαλμούς, μουσική, ἱερὰ ἱστορία). Μετὰ τὴ βασικὴ αὐτὴ ἐκπαίδευση ἀκολουθοῦσε ἡ γενικὴ ἐγκύκλιος παιδεία, ὅπου τὰ μεγαλύτερα παιδιὰ διδάσκονταν γραμματική, ρητορική, ποιητική, ἱστορία, φιλοσοφία καὶ μαθηματικά. Ἀπὸ τοὺς ἀρχαίους συγγραφεῖς διδάσκονταν Ὅμηρο, Ἡσίοδο, Πίνδαρο, κείμενα τοῦ Δημοσθένους, τοῦ Λυσίου, βασικὲς φιλοσοφικὲς ἀρχὲς τοῦ Πλάτωνος καὶ τοῦ Ἀριστοτέλους, παράλληλα μὲ κείμενα ἀπὸ τὴν Ἁγία Γραφὴ (Ψαλτήριο, Παροιμίαι Σολομῶντος κ.ἄ.) καὶ τοὺς Πατέρες.

Ὅσοι ἐπιθυμοῦσαν ἀνώτερες σπουδὲς μποροῦσαν νὰ φοιτήσουν σὲ πανεπιστημιακὰ ἱδρύματα ποὺ διατηροῦσαν τὸ κράτος καὶ ἡ Ἐκκλησία. Οἱ αὐτοκράτορες μερίμνησαν ἰδιαιτέρως γιὰ τὶς ἀνώτερες σπουδές. Ἤδη ἀπὸ τὸν Μέγα Κωνσταντῖνο εἶχε ἱδρυθεῖ καὶ λειτουργοῦσε στὴν Κων/πολη ἀνώτερο ἐκπαιδευτήριο, τὸ ὁποῖο ἐπὶ


Γεώργιος Παχυμέρης, λόγιος κληρικός, θεολόγος, φιλόσοφος,
 ἱστορικός καὶ μαθηματικός. 1242-1310

Θεοδοσίου Β’ (425) ἀναδιοργανώθηκε καὶ ἔμελλε νὰ ἀποτελέσει κορυφαῖο ἐκπαιδευτικὸ ἵδρυμα πανεπιστημιακοῦ ἐπιπέδου, γνωστὸ ὡς Πανδιδακτήριον, μὲ συνεχῆ λειτουργία ὣς τὴν Ἅλωση τῆς Πόλεως. Ἀξίζει νὰ σημειωθεῖ ὅτι πρὶν ἀπὸ τὴν ἵδρυση τοῦ Πανδιδακτηρίου ὑπῆρχαν σὲ ἄλλες πόλεις τῆς Αὐτοκρατορίας ἀνώτερες σχολὲς φημισμένες, ὅπως οἱ σχολὲς Φιλοσοφίας καὶ Ρητορικῆς στὴν Ἀθῆνα, τὸ «Μουσεῖον» τῆς Ἀλεξάνδρειας, ἡ Νομικὴ Σχολὴ τῆς Βηρυττοῦ, ἡ Ἀντιόχεια, ὅπου δίδασκε ὁ μέγας διδάσκαλος τῆς ρητορικῆς Λιβάνιος. Διδασκόταν στὸ Πανδιδακτήριον ἑλληνικὴ καὶ λατινικὴ ρητορική, γραμματικὴ καὶ φιλολογία, ἡ νομικὴ ἐπιστήμη καὶ ἡ φιλοσοφία (στὰ πλαίσια τῆς ὁποίας ἐντασσόταν καὶ ἡ ἰατρική, οἱ ἰατροφιλόσοφοι). Ἡ νομοθεσία προέβλεπε κτηριακὴ ὑποδομή, κρατικὴ μισθοδοσία τῶν καθηγητῶν, τίτλους καὶ προνόμια κοινωνικά. Ἡ ἐπιλογὴ τῶν καθηγητῶν γινόταν μὲ αὐστηρὰ κριτήρια ἐπιστημονικῆς γνώσης καὶ ἤθους. Μεγάλες μορφὲς σπούδασαν καὶ ἐδίδαξαν ὡς καθηγητὲς τοῦ Πανδιδακτηρίου, ὅπως ὁ Μέγας Φώτιος, ὁ Λέων ὁ Φιλόσοφος καὶ Μαθηματικὸς (9ος αἰ), ὁ Μιχαὴλ Ψελλός, ὁ μετέπειτα Πατριάρχης Ἰω. Ξιφιλίνος (11ος αἰ), ὁ Εὐστάθιος, μητροπολίτης Θεσσαλονίκης (12ος αἰ), οἱ Γεώργιος ὁ Ἀκροπολίτης καὶ Θεόδωρος Μετοχίτης, ἀμφότεροι Μεγάγοι Λογοθέτες τοῦ κράτους, ὁ Γεώργιος Σχολάριος, γιὰ νὰ ἀναφέρουμε μερικὰ ἀπὸ τὰ πιὸ γνωστὰ ὀνόματα.

Ἡ μέριμνα τῶν αὐτοκρατόρων γιὰ τὴ διαρκῆ ἀναβάθμιση τοῦ Πανδιδακτηρίου, ποὺ μὲ τὴν ἀδιάκοπη λειτουργία του ἀπὸ τὸν 4ο ὣς τὸν 15ο αἰ. ἐλάμπρυνε τὴν πνευματικὴ ζωὴ τοῦ Βυζαντίου, ὑπῆρξε συνεχής. Προστίθενται καὶ νέες ἕδρες. Τὸν 9ο αἰ. τὸ Πανδιδακτήριο μεταφέρεται στὸ ἀνάκτορο τῆς Μαγναύρας καὶ ὑπὸ τὴν ἐποπτεία τοῦ Λέοντος τοῦ Μαθηματικοῦ δίδεται νέα ὤθηση στὴ διδασκαλία τῶν μαθηματικῶν, τῆς γεωμετρίας, τῆς ἀστρονομίας. Τὸν 11ο αἰ. ἱδρύεται ἰδιαίτερη Νομικὴ Σχολὴ στὸ Πανεπιστήμιο τῆς Μαγναύρας. Παράλληλα, μὲ τὴν παρότρυνση καὶ τὴν ἐνίσχυση τῶν αὐτοκρατόρων ἱδρύονται δημόσιες βιβλιοθῆκες στὶς μεγάλες πόλεις τῆς αὐτοκρατορίας.

Τὸ ἐπίπεδο τῆς μόρφωσης στὸ Βυζάντιο παρέμεινε πάντοτε ὑψηλό. Ἡ φήμη τοῦ Πανδιδακτηρίου ὡς ἀνωτέρου μορφωτικοῦ ἱδρύματος ξεπερνοῦσε τὰ ὅρια τῆς αὐτοκρατορίας. Στὴν ὕστερη περίοδο τοῦ Βυζαντίου πολλοὶ Δυτικοευρωπαίοι, κυρίως Ἰταλοί, ἔρχονται στὴν Κων/πολη γιὰ νὰ συμπληρώσουν τὶς σπουδές τους, ἐνῷ πολλοὶ λόγιοι τοῦ Βυζαντίου, καθηγητὲς καὶ δάσκαλοι πανεπιστημιακοί, καταφεύγουν στὴν Δύση καὶ διδάσκουν στὶς ἀκαδημῖες τῆς Ρώμης, τῆς Φλωρεντίας, τῆς Πάδοβας, τοῦ Παρισίου. Ἔτσι, λίγο πρὶν ἀπὸ τὴν Ἅλωση, τὸ Πανδιδακτήριο καθίσταται γέφυρα γνώσεως καὶ ἀνθρωπιστικῆς παιδείας μεταξὺ Δύσεως καὶ Ἀνατολῆς.

Αὐτὴ ἡ γόνιμη σύζευξη ἑλληνισμοῦ καὶ χριστιανισμοῦ ὑπῆρξε μία εὐτυχὴς συνάντηση γιὰ τὸν πολιτισμὸ ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴ διαμόρφωση μίας νέας ἑλληνικότητας τῶν Μέσων Χρόνων. Οἱ Μεγάλοι Καππαδόκες Πατέρες τοῦ 4ου αἰ. εἶχαν φοιτήσει στὶς περίφημες ἐθνικὲς σχολὲς τῶν Ἀθηνῶν καὶ τὰ ἔργα τους εἶναι γεμάτα ἀπὸ παραπομπὲς σὲ κλασσικοὺς συγγραφεῖς. Μάλιστα, ὁ Μέγας Βασίλειος ἔγραψε εἰδικὴ πραγματεία γιὰ τὴν ὠφέλεια τὴν προερχόμενη ἀπὸ τὴν ἑλληνικὴ γραμματεία («Πρὸς τοὺς νέους, ὅπως ἂν ἐξ ἑλληνικῶν ὠφελοῖντο γραμμάτων», P.G. 31, 564-589).


Νικήτας Χωνιάτης ἤ Ἀκομινᾶτος (περ.1155-1216), ἀπὸ τοὺς σημαντικότερους
 ἱστορικοὺς, ὄντας αὐτόπτης μάρτυρας τῆς κατάληψης τῆς Κωνσταντινούπολης 
ἀπὸ τοὺς Σταυροφόρους στὶς 13 Ἀπριλίου 1204.

Ἡ ἐκτίμηση τῆς παιδείας καὶ ἡ ἐνασχόληση μὲ αὐτὴν ἦταν φυσικὸ νὰ ὁδηγήσει σὲ μία τεράστια παραγωγὴ ἔργων θεολογικῶν, φιλοσοφικῶν, λογοτεχνικῶν, μὲ πηγὴ ἐμπνεύσεως τὴ χριστιανικὴ διδασκαλία καὶ πρότυπο φιλολογικὸ τὴν ἀρχαιοελληνικὴ γραμματεία. Μπροστὰ στὴν ἀνάγκη τῆς Ἐκκλησίας νὰ ὑπερασπισθεῖ τὴν ὀρθὴ πίστη ἀπὸ τὶς αἱρετικὲς κακοδοξίες καὶ τὶς κατηγορίες τῶν ἐθνικῶν, ἀναπτύχθηκε μία ἐκκλησιαστικὴ γραμματεία ποὺ κάλυπτε πολλοὺς τομεῖς: ἀπολογητική, ἀντιρρητική, ἀντιαιρετική, δογματική, ἑρμηνευτικὴ τῶν Ἁγίων Γραφῶν, ὁμιλητική, κηρυγματική, ρητορική, ὑμνολογία, ποιητική, ἁγιολογική, συναξαριακή, λόγοι ἐπίσημοι, ἐγκωμιαστικοί, πανηγυρικοί, ποιμαντικὲς ἐπιστολὲς κ.ἄ.

Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας εἶχαν εὐρεῖα μόρφωση, θεολογικὴ καὶ φιλοσοφική, εὐρύτερα ἀνθρωπιστική, καὶ αὐτὸ φαίνεται τόσο ἀπὸ τὶς σπουδές τους ὅσο καὶ ἀπὸ τὰ γραφόμενά τους. Εἶναι γνωστὸν π.χ. ὅτι ὁ Μέγας Βασίλειος καὶ ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος εἶχαν φοιτήσει στὴν Ἀθῆνα, καὶ εἶχαν διδάσκαλο τὸν φημισμένο ρήτορα καὶ φιλόσοφο Λιβάνιο, καὶ παράλληλα εἶχαν γνώσεις ἰατρικῆς, ἀστρονομίας, γεωμετρίας. Στὰ κείμενά τους ὑπάρχει πλῆθος παραπομπῶν σὲ ἀρχαίους συγγραφεῖς, ἡ δομή τους θυμίζει ρητορικὰ σχήματα τῶν ρητόρων τῆς ἀρχαιότητας (ὄχι τυχαίως ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ἀπεκλήθη ὡς «ὁ χριστιανὸς Δημοσθένης»). Ὁ Μέγας Βασίλειος «Εἰς τὴν Ἑξαήμερον» περιέχει πολλὰ στοιχεῖα ποὺ φανερώνουν βαθειὰ ἐπιστημονικὴ γνώση τῆς κοσμολογίας καὶ τῆς ἀστρονομίας. Ὁ Συνέσιος, ἐπίσκοπος Πτολεμαΐδος τῆς Κυρήνης, βαθὺς γνώστης τῆς πλατωνικῆς φιλοσοφίας, τῆς ἀριθμητικῆς καὶ τῆς γεωμετρίας, διατηροῦσε ἐπαφὴ καὶ ἀντήλλασσε ἀπόψεις μὲ τὴν ἐθνικὴ Ὑπατία, τὴ μεγάλη μαθηματικὸ τῆς Ἀλεξάνδρειας.

Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Ναζιανζηνὸς ἔγραψε χιλιάδες στίχους σὲ ἄπταιστη ὁμηρικὴ γλῶσσα καὶ σὲ ὁμηρικὸ δακτυλικὸ ἑξάμετρο, ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης στὰ ἔργα του φανερώνεται βαθὺς γνώστης τῆς φιλοσοφικῆς καὶ ἀνθρωπολογικῆς ὑποστάσεως τῶν ἀνθρώπων. Ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας στὰ δογματικὰ καὶ ἑρμηνευτικά του ὑπομνήματα χρησιμοποιεῖ πλῆθος παραπομπῶν σὲ Ἕλληνες συγγραφεῖς.

Μορφωμένοι καὶ λόγιοι ἱεράρχες μερίμνησαν ἰδιαιτέρως γιὰ τὴ διάσωση καὶ τὴ διάδοση τῆς ἑλληνικῆς παιδείας. Μποροῦμε νὰ ἀναφέρουμε τὸν πατριάρχη Μέγα Φώτιο, τὸν πανεπιστήμονα αὐτόν, τὸν βυζαντινὸν Ἀριστοτέλη, ὅπως τὸν ἀποκαλεῖ ὁ Krumbacher, ὁ ὀποῖος μὲ τὴ «Μυριόβιβλό» του διασώζει ἀποσπάσματα ἀπωλεσθέντων ἔργων κλασσικῶν συγγραφέων, ποὺ τὰ παρουσιάζει καὶ τὰ ἀξιολογεῖ φιλολογικά, καὶ μᾶς πληροφορεῖ γιὰ τὸν κάθε συγγραφέα.

Τὸ ἔργο τοῦ Φωτίου συνέχισε ὁ μαθητής του Ἀρέθας, ἐπίσκοπος Καισαρείας (9ος αἰ), ὁ ὁποῖος ὀργάνωσε εἰδικὸ ἐπιτελεῖο καὶ μὲ συνεργάτες του ἐπιδόθηκε στὴ συλλογὴ ἑλληνικῶν χειρογράφων, τὴν ἀντιγραφή τους καὶ παράλληλα τὸν ὑπομνηματισμὸ καὶ τὴν φιλολογικὴ κριτικὴ τῶν κειμένων. Κώδικες μὲ σχόλια τοῦ Ἀρέθα ἀναφερόμενα στὸ σύνολο σχεδὸν τῆς ἑλληνικῆς γραμματείας καὶ οἱ σημειώσεις του στὰ χειρόγραφα ἀποδεικνύουν τὴν εὐρεῖα κλασσικὴ παιδεία καὶ τὸ γνήσιο φιλολογικὸ ἐνδιαφέρον γιὰ τοὺς ἀρχαίους Ἕλληνες συγγραφεῖς. Τὴν ἴδια ἐποχὴ (9ος αἰ) στὴν Μονὴ Στουδίου ὁ Θεόδωρος ὁ Στουδίτης ὀργανώνει εἰδικὸ ἐργαστήριο περισυλλογῆς καὶ ἀντιγραφῆς ἀρχαίων χειρογράφων (βιβλιοθήκη, scriptorium) καὶ τὸ ἴδιο συμβαίνει σὲ πολλὲς μονὲς (Πάτμου, Ἁγίου Ὄρους, Μετεώρων, Ἁγίας Αἰκατερίνης Σινᾶ, μονὲς ποὺ σήμερα κατέχουν τὶς μεγαλύτερες διασωθεῖσες συλλογὲς ἑλληνικῶν χειρογράφων).

Τὸν 12ο αἰ. δεσπόζει ἡ μορφὴ τοῦ ἁγίου Εὐσταθίου, ἀρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης. Κάτοχος σὲ βάθος τῆς κλασσικῆς παιδείας, συνεχίζει τὴ φιλολογικὴ παράδοση τῶν προκατόχων του λογίων ἱεραρχῶν. Τὰ σχόλιά του, τὰ προλεγόμενα καὶ οἱ παρεκβολές του στὰ ὁμηρικὰ ἔπη διατηροῦν τὴν ἐπιστημονική τους ἀξία ὣς τὶς μέρες μας καὶ μελετῶνται ἀπὸ τοὺς σύγχρονους φιλολόγους, ἐνῷ σημαντικὸ γιὰ φιλολογικὴ ἐπιστήμη εἶναι τὸ λεξικογραφικὸ ἔργο τοῦ Σουΐδα (10ος αἰ). Ἀλλὰ καὶ οἱ μεγάλες πόλεις διαθέτουν δημόσιες βιβλιοθῆκες. Ἡ μεγαλύτερη καὶ πλουσιότερη ἦταν αὐτὴ τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Ἀξιόλογες ἀτομικὲς συλλογὲς χειρογράφων διέθεταν καὶ οἱ λόγιοι τῆς ἐποχῆς. Ἀξίζει νὰ σημειωθεῖ ὅτι πολλὰ ἑλληνικὰ χειρόγραφα καταστράφηκαν μὲ τὴν Ἅλωση τῆς Πόλεως ἀπὸ τοὺς Σταυροφόρους (1204).

Ἀλλὰ καὶ ἡ πλειοψηφία τῶν αὐτοκρατόρων τοῦ Βυζαντίου εἶχαν ἀξιόλογη παιδεία καὶ πολλοὶ ἐξ αὐτῶν συνέγραψαν δικά τους ἔργα.

Ὁ Θεόδωρος Β’ Λάσκαρις, αὐτοκράτωρ τῆς Νικαίας (1254-1258), συνέγραψε θεολογικὲς καὶ φιλοσοφικὲς μελέτες, ἐνῷ τὸ ἀριστούργημά του εἶναι ὁ Μέγας Παρακλητικὸς Κανὼν στὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο. Ὁ Ἰωάννης ΣΤ’ Καντακουζηνὸς (1341-1355) συμμετεῖχε ἐνεργὰ στὴν ἡσυχαστικὴ ἔριδα τῆς ἐποχῆς, στὶς θεολογικὲς συζητήσεις ποὺ ἐγίνοντο, ἐνῷ συνέγραψε πραγματεία ὑπὲρ τῶν ἡσυχαστικῶν ἀπόψεων καὶ κατὰ τῆς κακοδοξίας τοῦ Βαρλαάμ, λόγους ἀντιρρητικοὺς κατὰ Ἰουδαίων καὶ Μωαμεθανῶν, Βυζαντινὴ Ἱστορία σὲ 4 βιβλία. Ἐγκατέλειψε τὸν αὐτοκρατορικὸ μανδύα γιὰ νὰ ἐνδυθεῖ τὸ μοναχικὸ ράσο. Θεωρεῖται ὁ θεολογικότερος τῶν αὐτοκρατόρων. Ὁ Μανουὴλ Β’ Παλαιολόγος (1391-1425) συνέγραψε καὶ αὐτὸς θεολογικὲς πραγματεῖες (Περὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος) καὶ ἀντιρρητικοὺς κατὰ τοῦ μωαμεθανισμοῦ, καθὼς καὶ ὕμνους, τροπάρια, προσευχές. Βλέπουμε λοιπὸν ὅτι στὸ Βυζάντιο ἐπικρατεῖ τὸ πρότυπο τοῦ πεπαιδευμένου βασιλέως, τοῦ αὐτοκράτορος φιλοσόφου, τοῦ ἡγεμόνος ποὺ ἐκτὸς ἀπὸ τὰ διοικητικά του καθήκοντα ἔχει καὶ ἄλλα ἐνδιαφέροντα κοινωνικὰ καὶ ἀνθρωπιστικά. Δίπλα στοὺς αὐτοκράτορες στέκονται ἰσότιμα στὸ πλευρό τους ἀξιόλογες αὐτοκράτειρες μὲ ἀνάλογα πνευματικὰ ἐνδιαφέροντα. Ἀκόμη καὶ λίγα χρόνια πρὶν ἀπὸ τὴν Ἅλωση, ὑπάρχουν αὐτοκράτορες Παλαιολόγοι μὲ ἀνθρωπιστικὰ ἐνδιαφέροντα καὶ θεολογικὲς προσεγγίσεις διαλεγόμενοι μὲ τὴ δυτικὴ σκέψη καὶ τὸ Ἰσλάμ. Τὸ πρότυπο τοῦ ἡγεμόνος ἀνθρωπιστῆ, προστάτη τῶν τεχνῶν καὶ τῶν γραμμάτων, ποὺ θὰ ἐπικρατήσει στὴν Ἰταλικὴ Ἀναγέννηση μὲ τοὺς Μεδίκους, Σφόρτσα κ.ἄ., ἔχει προηγηθεῖ ἱστορικὰ κατὰ πολλοὺς αἰῶνες ἐνσαρκούμενο στοὺς βυζαντινοὺς Ρωμαίους αὐτοκράτορες καὶ μάλιστα σὲ δύσκολες ἱστορικὰ περιόδους.

Νὰ ὑπενθυμίζουμε ἁπλῶς συγκριτικὰ ὅτι στὴ Δύση ἡγεμόνες καὶ βασιλεῖς μεγάλων κρατῶν μετὰ δυσκολίας ἤξεραν πολλὲς φορὲς γραφὴ καὶ ἀνάγνωση. Ὅταν στὴν Ἀνατολὴ ὑπῆρχαν πεπαιδευμένοι λόγιοι αὐτοκράτορες, στὴ Δύση ἐπικρατοῦσε τὸ πυκνὸ σκοτάδι, κοινωνικὸ καὶ πνευματικό, τῶν μαύρων χρόνων τοῦ Μεσαίωνα. Στὴν ἕως τώρα παρουσίαση διαφόρων τομέων τῆς βυζαντινῆς κοινωνίας, διαπιστώσαμε ὅτι αὐτὴ διακρινόταν ἀπὸ ἀξιοζήλευτικη πνευματικὴ καὶ πολιτιστικὴ ζωτικότητα καὶ δημιουργικότητα σὲ ὁλόκληρο τὸ φάσμα της. Ἀκόμη καὶ στὴν ὕστερη φάση τῆς αὐτοκρατορίας, ποὺ ἐδαφικά, οἰκονομικὰ καὶ στρατιωτικὰ ἦταν ἐξασθενημένη, ἐμφάνιζε ἀξιόλογη πνευματικὴ ἰκμάδα, μία τελευταία Παλαιολόγεια ἀναγέννηση. Μὲ τὴν Ἅλωση τῆς Πόλεως (1453), ποὺ σηματοδότησε τὸν θάνατο τῆς Αὐτοκρατορίας, δὲν σήμανε ταυτόχρονα καὶ τὸ τέλος τοῦ πολιτισμοῦ της. Τὸ Πατριαρχεῖο Κων/πόλεως καὶ τὸ Ἅγιον Ὄρος ἀπετέλεσαν τὸ συνεκτικὸ σημεῖο ἀναφορᾶς τῶν ὑπόδουλων , ποὺ μὲ τὸ θρησκευτικό τους κῦρος καὶ τὴν πνευματική τους ἀκτινοβολία ἐξακολουθοῦν νὰ ἐπηρεάζουν τὸν ὀρθόδοξο κόσμο. Τὸ Βυζάντιο ἐξακολούθησε νὰ ὑπάρχει καὶ μετὰ τὴν Ἅλωση ὡς πολιτισμός, ὡς πίστη, ὡς τρόπος ζωῆς, ὥστε δικαίως ὁ Ρουμάνος ἱστορικὸς N. Iorga νὰ μιλάει γιὰ «τὸ Βυζάντιο μετὰ τὸ Βυζάντιο» ( Byzance apres Byzance).

Ἀλλὰ καὶ στὴ Δύση τὸ ὕστερο Βυζάντιο μετέδωσε τὴν τελευταία του πνευματικὴ ἀναλαμπή. Λόγιοι λίγο πρὶν ἀπὸ τὴν Ἅλωση κατέφυγαν φυγάδες στὴ Δύση μεταφέροντας μαζί τους χειρόγραφα μὲ ἀρχαιοελληνικὰ κείμενα, ἀναζωπυρώνοντας τὸ ἐνδιαφέρον τῶν Δυτικῶν γιὰ τὴν μελέτη τῶν κλασσικῶν συγγραφέων τῆς ἑλληνικῆς ἀρχαιότητας στὴν σκέψη τοῦ Πλάτωνος καὶ τὴν ἐκμάθηση τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας. Λόγιοι ὅπως οἱ Μανουὴλ Χρυσολωρᾶς, Πλήθων Γεμιστός, Βησσαρίων, Δήμ. Χαλκοκονδύλης, Ἰω. Ἀργυροπουλος, Ἰανὸς Λάσκαρις, δίδαξαν σὲ Πανεπιστήμια τῆς Ρώμης, τῆς Πάδοβας, τῆς Φλωρεντίας, τοῦ Παρισίου, τὴν ἀρχαία ἑλληνικὴ γλῶσσα καὶ φιλοσοφία, συνέβαλαν στὴν ἵδρυση τῆς Πλατωνικῆς Ἀκαδημίας τῆς Φλωρεντίας, συμμετεῖχαν στὴ συγκέντρωση χειρογράφων, τὴν ἀντιγραφή τους καὶ τὴν μετάφραση σὲ ἄλλες γλῶσσες.

Ἔτσι λοιπὸν οἱ λόγιοι αὐτοὶ «φυγάδες», καθὼς σκορπίσθηκαν στὶς χῶρες τῆς Δύσεως, ἔγιναν οἱ φορεῖς τοῦ ἑλληνικοῦ πνεύματος καὶ οἱ πρόδρομοι τοῦ κοσμοπολίτικου ἰδεώδους. «Στὴν εὐρωπαϊκὴ σύνθεση τὸ Βυζάντιο, πραγματικὴ «Πρωτο-Εὐρώπη», προσέφερε στὴ Δύση μὲ τὸν θάνατό του τὰ ἀνθρωπιστικὰ ἐκεῖνα στοιχεῖα ποὺ διαμόρφωσαν τὰ κύρια χαρακτηριστικὰ τοῦ νεότερου κόσμου (Ἱστορία τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους, Ἐκδοτικὴ Ἀθηνῶν, τομ. Ι΄, σελ. 357), βοηθῶντας τὴ Δύση νὰ ἀνακαλύψει ξανὰ τὴν πολιτιστική της ταυτότητα στὴν κληρονομιὰ τοῦ ἀρχαίου ἑλληνικοῦ ἀνθρωπισμοῦ καὶ νὰ προχωρήσει στὴν Ἀναγέννηση τῶν Γραμμάτων καὶ τῶν Τεχνῶν ἀφήνοντας πίσω της τὸν σκοτεινὸ Μεσαίωνα.
  • ΝΙΚΟΣ ΧΕΙΛΑΔΑΚΗΣ-Δημοσιογράφος-Συγγραφέας-Τουρκολόγος-www.nikosxeiladakis.gr
  • Ιερά Μονή Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου www.impantokratoros.gr
  • ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΚΥΛΙΤΖΗΣ 
  • www.diakonima.gr
  • Νίκος Σαραντάκος «Πανδιδακτήριον, αυτό το ανύπαρκτο»-23 Δεκεμβρίου, 2013
  • ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΔΕΜΟΣ
  • ΑΜΑΛΙΑ Κ. ΗΛΙΑΔΗ, ΦΙΛΟΛΟΓΟΥ-ΙΣΤΟΡΙΚΟΥ, ΜΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ
  • ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΜΕΛΕΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΓΕΝΕΑΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΕΘΙΜΟΤΥΠΙΑΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΡΩΜΑΝΙΑΣ 
  • "Νεώτερον Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν Ηλίου" τομ. 15ος, σελ. 400.
  • Livepedia, λήμμα Πανδιδακτήριο, ανακτήθηκε στις 4 Ιουλίου 2009
  • Παράρτημα: Η εκπαίδευση στο Βυζάντιο, Ιστορία της Τεχνολογίας, Στ. Γ. Φραγκόπουλος, Καθηγητής ΤΕΙ Αθήνας, ανακτήθηκε στις 4 Ιουλίου 2009
  • Στοιχεία για το Βυζάντιο, Αμαλία Κ. Ηλιάδη, φιλόλογος-ιστορικός, Εκπαίδευση και Σχολεία στο Βυζάντιο, ανακτήθηκε στις 4 Ιουλίου 2009
  • Αθανάσιος Μαρκόπουλος, Βυζαντινή Εκπαίδευση και Οικουμενικότητα (ἐκφωνηθεὶς παρὰ τοῦ Ἀντισυνταγματάρχου κατὰ τὴν Μετακομιδὴν τῇ 22 Ἀπριλίου 1835.), Από «Το Βυζάντιο ως Οικουμένη», εκδ. Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, Διεθνή Συμπόσια 16, Αθήνα 2005, ανακτήθηκε στις 4 Ιουλίου 2009.
  • Τα ονόματα και τα σύντομα βιογραφικά πάρθηκαν από το βιβλίο ”Οι θετικοί επιστήμονες της Βυζαντινής Εποχής” των Β.+Σ.Σπανδαγου και Δ. Τραυλού. εκδόσεις Αίθρα Βυζαντινών επιστήμες απο τον Εριχθόνιο, αναδημοσίευση απο το “Βουλευτήριο” Πανδιδακτήριον Κωνσταντινουπόλεως.



ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Iohannis Euchaitorum Metropolitae quae in codice vaticano graeco 676 supersunt, Νεαρά εκφωνηθείσα παρά του φιλοχρίστου δεσπότου, κυρού Κωνσταντίνου του Μονομάχου, επί τη αναδείξει και προβολή του διδασκάλου των νόμων εν, εκδ. P. de Lagarde, Goettingen 1882.

Μιχαήλ Ψελλός, Χρονογραφία, VI.42: «αλλ’ ότι μη εκ ρεούσης πηγής ει τι μοι σοφίας μέρος συνείλεκται ηρανισάμην, αλλ’ εμπεφραγμένας ευρηκώς ανεστόμωσά τε και ανεκάθηρα, και εν βάθει που το νάμα κείμενον συν πολλώ ανείλκυσα πνεύματι».

Iohannis Euchaitorum Metropolitae…, σελ. 198.

Olaf Pedersen, The first universities, studium generale and the origins of university, Cambridge University Press 1997, p. 101.

βλ σχετικά James A. Brundage, The medieval origins of the legal profession, canonists, civilians and courts, The University of Chicago Press 2008, p.81.

Peter Landau, The development of law, The new Cambridge Medieval History, Cambridge University Press 2004, vol.4 p.126.

Ιωάννης Ζωναράς, Επιτομή Ιστοριών, XVII.5

A. Howlweg, Byzantinische Zeitschrieft, 60 (1967), 291­294.

XVIII.7 «Βασίλευσε δύο χρόνια και τρεις μήνες και αποδείχθηκε δραστήριος, αγέρωχος χαρακτήρας, ταχύτατος στις ενέργειές του, άριστος στρατηγός ˙ και μολονότι δεν έιχε ο ίδιος αποκτήσει μόρφωση, φρόντιζε τα γράμματα και συναναστρεφόταν τους λογίους» μετ. Ιορδάνης Γρηγοριάδης.56) XVIII.9

«Παρόλο που δεν είχε λάβει μόρφωση, αγαπούσε τα γράμματα και σεβόταν τους λογίους, λέγοντας πως προτιμούσε να ξεχωρίζει για την παιδεία του παρά για το αξίωμά του» μετ. Ιορδάνης Γρηγοριάδης.

Άννα Κομνηνή, Αλεξιάς, Ε’ ΙΧ.4.

Ν. Ματσούκα, Ιστορία της βυζαντινής φιλοσοφίας, σελ.32.

 ΓεώργιοςΑκροπολίτης

Ανώνυμη συγγραφή, §32

Κ. Σαθάς, Μεσαιωνική Βιβλιοθήκη, τ.Ζ’ σελ.512. Παρατρέχοντας το κείμενο της Χρονικής Συγγραφής συναντήσαμε στην σελίδα 123 την αναφορά του εμπρησμού του «διδασκαλείου» από τον Λέοντα τον Γ’. Το έργο, βέβαια, θεωρείται πόνημα του ΙΓ’ αι. και το πιο πιθανό είναι ότι πηγή του Ανώνυμου χρονογράφου είναι η χρονογραφία του Γεωργίου Μοναχού. Εμείς απλώς καταχωρούμε ακόμη μια μαρτυρία υπέρ της παράδοσης που αποδίδει την πράξη στον εικονομάχο αυτοκράτορα.

Α. Σαββίδης, Το κράτος των Μεγάλων Κομνηνών της Τραπεζούντας (1204­1461), στο συλλογικό, Ο ύστερος μεσαιωνικός κόσμος (11ος ­16ος αιώνες), Βυζάντιο, μεσαιωνική Δύση, Ανατολή και Ισλάμ, Βαλκάνια και Σλάβοι, Αθήνα 2007, σελ.431­444. Για την καλλιέργεια των γραμμάτων και των επιστημών σελ.435.

P. Lemerle, Ο πρώτος βυζαντινός ουμανισμός…, σελ.78.

Για τον Τυχικό, P. Lemerle, Ο πρώτος βυζαντινός ουμανισμός…, σελ.79­80. Επίσης Α. Σαββίδης, Τυχικός ο Τραπεζούντιος και Ανανίας ο Σιρακηνός. Παιδεία και επιστήμη στηνΤραπεζούντα του Ζ’ αι. μ.Χ., Πρακτικά β’ πανελλήνιου συνδρίου για τον ελληνισμό της Μικράς Ασίας, Θεσσαλονίκη 1994, σελ. 53­63.

Βίος.Για τους πόντιους λογίους, επιστήμονες και ιστοριογράφους της εποχής των Μεγαλοκομνηνών βλ. Α. Σαββίδης, Οι Μεγάλοι Κομνηνοί της Τραπεζούντας και του Πόντου. Ιστορική επισκόπηση της βυζαντινής αυτοκρατορίας του μικρασιατικού ελληνισμού, Επιτροπή Ποντιακών Μελετών (παρ. αριθ. 25 του Αρχείου Πόντου), Αθήνα 2005, Παράρτημα Β’.

Α. Σαββίδης, Η αυτοκρατορία της Τραπεζούντας και η σημασία μελέτης της ιστορίας της. Οι πηγές και η διαχρονική πρόοδος της έρευνας, στο συλλογικό, Ο ύστερος μεσαιωνικός κόσμος (11ος ­16ος αιώνες), Βυζάντιο, μεσαιωνική Δύση, Ανατολή και Ισλάμ, Βαλκάνια και Σλάβοι, Αθήνα 2007, σελ.445­ -478. Για τον Θεωνά, σελ.459 και βιβλιογραφία σημ.18









ΕΙΚΟΝΕΣ ΑΡΧΑΙΟΓΝΩΜΩΝ

ΓΙΑ ΝΑ ΔΕΙΤΕ ΚΑΝΟΝΙΚΑ ΤΗΝ ΕΙΚΟΝΑ ΣΤΟ ΚΙΝΗΤΟ ΚΛΙΚ ΕΠΑΝΩ ΤΗΣ