Προκόπιος ο Καισαρεύς


ΟΤΙ ΕΑΝ Η ΕΞ ΑΝΘΡΩΠΩΝ Η ΒΟΥΛΗ ΑΥΤΗ Η ΤΟ ΕΡΓΟΝ ΤΟΥΤΟ ΚΑΤΑΛΥΘΗΣΕΤΑΙ ΕΙ ΔΕ ΕΚ ΘΕΟΥ ΕΣΤΙΝ ΟΥ ΔΥΝΑΣΘΕ ΚΑΤΑΛΥΣΑΙ.

Ο Προκόπιος του 6ου αιώνα είναι όχι μόνο ο πρώτος της σειράς των βυζαντινών ιστορικών, αλλά και ο επιφανέστερος και ο σημαντικότατος όλων των ιστοριογράφων. Είναι ο κατ΄ εξοχήν ιστορικός της εποχής του Ιουστινιανού

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ ΣΤΟ ΤΕΛΟΣ ΑΥΤΗΣ ΤΗΣ ΑΝΑΡΤΗΣΗΣ  
ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΠΡΟΚΟΠΙΟΥ

Ο Προκόπιος ο Καισαρεύς (500 - 565 μ.Χ.) ήταν ένας εξέχων Έλληνας ρωμιός λόγιος γεννημένος στην Καισάρεια της Παλαιστίνης -Παράλιος Καισάρεια-(John Moorhead, Procopius, Encyclopedia of Historians and Historical Writing: M–Z, Vol. II, Kelly Boyd, (Fitzroy Dearborn Publishers, 1999), 962: "Like many Byzantine scholars, Procopius affected a remarkable traditional form of writing") .Θεωρείται ο κορυφαίος ιστοριογράφος της Ύστερης Αρχαιότητας ή του Πρώιμου Μεσαίωνα. Η επιμελημένη παιδεία του είναι φανερή στον τρόπο που αντιμετωπίζει τα πράγματα. Η γλώσσα του και το έργο του μιμούνται αρχαιοελληνικά πρότυπα, πράγμα που γίνεται ολοφάνερο στην περιγραφή του λοιμού του 542 στην Κωνσταντινούπολη, όπου μιμείται την αντίστοιχη περιγραφή του Θουκυδίδη για τον λοιμό της Αθήνας στα χρόνια του Πελοποννησιακού πολέμου.

Ακολουθώντας ως γραμματέας τον στρατηγό Βελισάριο στους πολέμους του Ιουστινιανού, ο Προκόπιος συνέγραψε δύο κύρια ιστορικά έργα, ένα σχετικά με τους πολέμους της περιόδου 527 - 554 (Υπέρ των πολέμων λόγοι) και ένα σχετικά με το οικοδομικό έργο του Ιουστινιανού στην επικράτεια της αυτοκρατορίας (Περί Κτισμάτων), καθώς και ένα πρόσθετο έργο (Απόκρυφη Ιστορία) στο οποίο προσπαθεί, φτάνοντας στον λίβελο, να αποδομήσει την εικόνα των πρωταγωνιστών των δύο προηγουμένων.

Έχει συζητηθεί πολύ η στάση του απέναντι στον Χριστιανισμό. Μέσα από τα βιβλία του φαίνεται ότι θεωρεί τον εαυτό του χριστιανό. Δεν είναι όμως φανατικός χριστιανός και οπωσδήποτε είναι επηρεασμένος και από αρχαιοελληνικές ιδέες, όπως η ειμαρμένη. (Ο πέραν του ανθρωπίνου επιπέδου Πνευματικός Κόσμος (αυτούς τους οποίους οι Έλληνες ονομάζουν θεούς) προκειμένου να βοηθήσει τους ανθρώπους ώστε να γίνει δυνατή η απελευθέρωσή τους από τους κόσμους κατώτερης ενέργειας και η είσοδός τους σε Κόσμους θειότερης ενέργειας, καθιέρωσε τον Νόμο της Ειμαρμένης. Διευκρινίζεται ότι η λέξη ειμαρμένη προέρχεται από το απρόσωπο ρήμα είμαρται που σημαίνει είναι πεπρωμένο. Η ειμαρμένη είναι το πεπρωμένο, το από την μοίρα διδόμενο, το αναπόφευκτο και ο Νόμος της Ειμαρμένης είναι Νόμος της Πνευματικής Δικαιοσύνης που καθιέρωσε ο πνευματικός κόσμος. ) Μέσα στη διήγησή του παρεμβάλλονται περιστατικά με θεόσταλτα σημάδια και όνειρα στα οποία φαίνεται να πιστεύει.Τα λίγα βιογραφικά στοιχεία που ξέρουμε γι' αυτόν προέρχονται από τον ίδιο, μέσα από τα βιβλία του.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗ

Γεννήθηκε στην Καισάρεια της Παλαιστίνης γύρω στο 500 μ.Χ ή λίγο νωρίτερα, δεν γνωρίζουμε την ακριβή χρονολογία. Φαίνεται ότι ήταν αριστοκρατικής καταγωγής, σπούδασε ρητορική και σοφιστική αλλά και νομικά. Πήγε στην Κωνσταντινούπολη σε νεαρή ηλικία, όπου άσκησε το επάγγελμα του ρήτορα και του δικηγόρου. Εγκαταστάθηκε μόνιμα εκεί και από το 527 (το έτος που ανέβηκε στον αυτοκρατορικό θρόνο ο Ιουστινιανός) διορίστηκε στο επιτελείο του στρατηγού Βελισαρίου με καθήκοντα γραμματέα και συμβούλου.

Ακολούθησε τον στρατηγό στην εκστρατεία του στην Ανατολή κατά των Περσών (527-531). Το 532 ο Βελισάριος ανακλήθηκε στην Κωνσταντινούπολη για να καταστείλει τη στάση του Νίκα. Κατόπιν ο Προκόπιος ακολούθησε τον στρατηγό στην Βόρεια Αφρική κατά των Βανδάλων (533-534) όπου έμεινε μέχρι το 536. Μετά πέρασε στη Σικελία, όπου βρισκόταν ήδη ο Βελισάριος για την εκστρατεία του εναντίον κατά των Οστρογότθων (535-540). Έζησε από κοντά την πολιορκία της Ρώμης από τους τελευταίους, καθώς και την πολιορκία και κατάληψη της πρωτεύουσάς τους Ραβέννας από τους Βυζαντινούς. Το 540 γύρισαν στην Κωνσταντινούπολη όπου ο Βελισάριος διορίστηκε, για δεύτερη φορά, στρατηγός στην Ανατολή κατά των Περσών,.

Ο λοιμός  του 542 στην Κωνσταντινούπολη
Ο Προκόπιος ήταν αυτόπτης μάρτυρας του μεγάλου λοιμού (πανώλη) που σκόρπισε τον θάνατο στην Κωνσταντινούπολη (541-542), τον οποίο και περιγράφει πολύ αναλυτικά. Αυτό περίπου το διάστημα ο Βελισάριος πέφτει σε δυσμένεια και απομακρύνεται, πράγμα που έχει τις επιπτώσεις του και στον Προκόπιο. Όταν ο Βελισάριος ανακλήθηκε στην ενεργό δράση το 544 και τέθηκε επικεφαλής νέας εκστρατείας κατά των Οστρογότθων της Ιταλίας, ο Προκόπιος μπήκε πάλι στην υπηρεσία του.

Δεξιά του Αυτοκράτορα Ιουστινιανού εικάζεται ότι στέκεται ο στρατηγός Βελισάριος .Κάπου στο πλάι του  Βελισάριου τότε πιθανά να εικονίζεται ο Προκόπιος ο Καισαρεύς.

Από το 549 και μετά βρίσκεται σταθερά στην Κωνσταντινούπολη, όμως δεν έχουμε καμιά πληροφορία για τα τελευταία χρόνια της ζωής του (όπως και για τα πρώτα μέχρι το 527). Εικάζεται ότι πέθανε το 554, χρονιά στην οποία σταματάει το ιστοριογραφικό του έργο ή κατ' άλλους μεταξύ 560-570, που είναι και το πιθανότερο.

Τα ιστορικά κείμενά του δεν είναι μονότονες αφηγήσεις αλλά παρεμβάλλει πολλές πληροφορίες σχετικά με την ιστορία, τα ήθη και τα έθιμα των λαών που βρίσκονται γύρω από την αυτοκρατορία. Οι γεωγραφικές του πληροφορίες για τα σύνορα αυτών των φυλών είναι πολύτιμες σήμερα. Επίσης δεν αδιαφορεί για τα όσα συμβαίνουν στην αυτοκρατορία και αναφέρεται στη δημόσια διοίκηση, στα φορολογικά και σε άλλα θέματα. Οι πληροφορίες του στο Περί κτισμάτων είναι πολύ χρήσιμες στην κατανόηση της δημογραφικής κατανομής της αυτοκρατορίας, αλλά και στη σημερινή αρχαιολογία.

Όμως στην «Απόκρυφη ιστορία » μας δείχνει ένα άλλο πρόσωπο, που οπωσδήποτε μειώνει το ιστορικό του κύρος, μια και αυτά που αναφέρει ξεπερνούν, σε ορισμένα σημεία, τα όρια της υπερβολής. Κατηγορεί τον αυτοκράτορα μετά τον θάνατό του[Ανέκδοτα ή Απόκρυφη ιστορία, απόδ. Αλόη Σιδέρη, Εκδ. ΑΓΡΑ, Αθήνα 1988] για δεσποτική τυραννία, απληστία και διαφθορά και τη γυναίκα του Θεοδώρα ως ακόλαστη και διεφθαρμένη, παρουσιάζοντάς και τους δύο ως δαιμονικά κατασκευάσματα. Οι κατηγορίες που εκτοξεύει πλήττουν και τον Βελισάριο και την γυναίκα του Αντωνίνα. Οπωσδήποτε η εμπάθεια με την οποία καταφέρεται απέναντι στον αυτοκράτορα μειώνει την αξιοπιστία αυτών που γράφει γι'αυτόν. Έχει εκφραστεί η άποψη ότι η στάση του στην Απόκρυφη ιστορία μπορεί να οφείλεται στην δυσαρέσκειά του γιατί ποτέ δεν κατάφερε να πάρει κάποιο ανώτατο αυλικό αξίωμα, αν και υπήρξε ιλλούστρος και συγκλητικός για κάποιο διάστημα.

Για το έργο του

Υπέρ των πολέμων λόγοι«Υπέρ των πολέμων λόγοι», ιστοριογραφικό έργο σε οκτώ βιβλία, που καλύπτουν την περίοδο 527 - 553/554. Τα επτά πρώτα βιβλία, που πρέπει να γράφτηκαν μεταξύ 548 και 550, «κυκλοφόρησαν» στην Κωνσταντινούπολη το 551 και αναφέρονται στις νικηφόρες εκστρατείες του Βελισάριου κατά των Περσών (Βιβλία Α' και Β'),  των Βανδάλων (Βιβλία Γ' και Δ') και των Γότθων (Βιβλία Ε' και Ζ').  Στο τελευταίο όγδοο βιβλίο, που είναι συμπληρωματικό των προηγούμενων και γράφτηκε αργότερα (πάντως πριν από το 555) περιγράφει τα γεγονότα μεταξύ 551-553/554.




Περί Κτισμάτων«Περί Κτισμάτων», σε έξι βιβλία, όπου εξυμνεί τα έργα και τα οικοδομήματα που κατασκεύασε ο Ιουστινιανός σε ολόκληρη την αυτοκρατορία, που εικάζεται ότι γράφτηκε κατά παραγγελία της αυτοκρατορικής αυλής.




Ανέκδοτα ή Απόκρυφη ΙστορίαΤα «Ανέκδοτα» ή «Απόκρυφη Ιστορία», ένα τελείως διαφορετικό από τα προηγούμενα βιβλία, όπου ανατρέπει την εικόνα που είχε δώσει για τον Ιουστινιανό και τον περίγυρό του στα άλλα βιβλία. Ο απίστευτος αυτός λίβελος θεωρήθηκε παλιότερα ότι δεν μπορεί να έχει γραφτεί από αυτόν. Η συγκριτική μελέτη του κειμένου όμως, απέδειξε ότι είναι δικό του. Δεν υπάρχει συμφωνία των ειδικών ούτε για το πότε γράφτηκε, ούτε για το πότε δημοσιεύτηκε αυτό το βιβλίο. Πάντως είναι δύσκολο να κυκλοφόρησε πριν τον θάνατο του Ιουστινιανού (565), αν και υπάρχει η άποψη ότι κυκλοφόρησε νωρίτερα σε στενό κύκλο δυσαρεστημένων αριστοκρατικών.




Ένα απόσπασμα από τα «Ανέκδοτα» του Προκοπίου Καισαρέως.
Η κρυφή ζωή του Ιουστινιανού και της Θεοδώρας.


της Αμαλίας Κ. Ηλιάδη
Φιλολόγου και Ιστορικού -ΜΑ Βυζαντινής Ιστορίας


Κείμενο Προκοπίου «Ανέκδοτα»: «Όσα μεν ούν Ρωμαίων τω γένει εν τοις πολέμοις άχρι δεύρο ξυνηνέχθη γενέσθαι, τήδέ μοι δεδιήγηται, ήπερ δυνατόν εγεγόνει των πράξεων τάς δηλώσεις απάσας επί καιρών τε και χωρίων των επιτηδείων αρμοσαμένω: τά δε ενθένδε ουκέτι μοι τρόπω τω ειρημένω ξυγκείσεται, επί ενταύθα γεγράψεται πάντα, οπόσα δή τετύχηκε γενέσθαι πανταχόθι της Ρωμαίων αρχής. αίτιον δε, ότι δή ουχ οίον τε ην περιόντων έτι των αυτά ειργασμένων ότω δει αναγράφεσθαι τρόπω. ούτε γαρ διαλαθείν πλήθη κατασκόπων οίον τε ην ούτε φωραθέντα μη απολωλέναι θανάτω οικτίστω: ουδέ γαρ επί των συγγενών τοις γε οικειοτάτοις το θαρρείν είχον.1 (1. Η Βυζαντινή διπλωματία και κατασκοπεία φημιζόταν για τα αθέμιτα μέσα που εξεύρισκε για να εξαναγκάζει την αποκάλυψη μυστικών.) αλλά και πολλών των εν τοις έμπροσθεν λόγοις ειρημένων αποκρύψασθαι τάς αιτίας σημήναι δεήσει.
Αλλά μοι ες αγώνισιν ετέραν ιόντι χαλεπήν τινά και δεινώς άμαχον των Ιουστινιανώ τε και Θεοδώρα βεβιωμένων βαμβαίνειν τε και αναποδίζειν επί πλείστον εκείνο διαριθμουμένου ξυμβαίνει, ότι δή μοι ταύτα εν τω παρόντι γεγράψεται τά μήτε πιστά μήτε εικότα φανησόμενα τοις όπισθεν γενησομένοις, άλλως τε οπηνίκα επί μέγα ρεύσας ο χρόνος παλαιοτέραν την ακοήν απεργάζεται, δέδοικα μη και μυθολογίας αποίσομαι δόξαν καν τοις τραγωδοδιδασκάλοις τετάξομαι. Εκείνω μέντοι το θαρρείν έχων ουκ αμαρτύρητος ο λόγος εστίν. Οι γαρ νυν άνθρωποι δαημονέστατοι μάρτυρες των πράξεων όντες αξιόχρεω παραπομποί ες τον έπειτα χρόνον της υπέρ αυτών πίστεως έσονται…».2 (2. Εδώ υπονοούνται οι χρονογράφοι. Αυτοί ήταν οι παραμυθάδες, θα λέγαμε, του Μεσαίωνα. Πιθανώς ήταν μοναχοί ή αυλικοί ηγεμόνων που εξιστορούσαν με όχι αντικειμενικό τρόπο γεγονότα που έζησαν ή μεταφέρουν παραδόσεις. Θεωρούσαν την ιστορία είδος «ομιλίας» με την οποία τους δινόταν η ευκαιρία να δικαιώσουν την τύχη που εκάστοτε επιφυλάσσει ο Θεός στους ανθρώπους. Δεν ενδιαφέρονταν πολύ για την πραγματική ιστορική έρευνα ή την κριτική και χρησιμοποιούσαν τις πιο πρόσφορες πηγές που εύρισκαν, τις οποίες ανθολογούσαν και διασκεύαζαν ανενδοίαστα ή τις αντέγραφαν κατά λέξη, δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση σ’ ορισμένα στοιχεία, όπως παραδείγματος χάριν θαύματα, χιονοθύελλες, κομήτες, πλημμύρες και άλλα παρόμοια φυσικά φαινόμενα, τα οποία θεωρούσαν εντυπωσιακά ή ηθοπλαστικά για τους κοινούς ανθρώπους. Ο Προκόπιος εδώ αντιδιαστέλλει τον εαυτό του (είναι ο κατ’ εξοχήν ιστορικός των πρώτων βυζαντινών χρόνων) προς αυτούς.)

Μετάφραση: «Το τι επέφεραν οι πόλεμοι στους Ρωμαίους έχω περιγράψει κατά τον καλύτερο τρόπο στα έργα μου αφού έλαβα υπ’ όψιν τις χρονικές και τοπικές συνθήκες. Οι διηγήσεις που ακολουθούν δεν θα γίνουν με τον τρόπο που προαναφέρθηκε, διότι τώρα θα αναφερθεί τι συνέβη σε όλη την Ρωμαϊκή αυτοκρατορία. 3  (  3. Ρωμαίων: Στην πραγματικότητα η βυζαντινή αυτοκρατορία είναι μια νέα φάση της ρωμαϊκής ιστορίας, όπως και το βυζαντινό κράτος είναι βασικά η συνέχεια του imperium Romanorum. Βέβαια το επίθετο «βυζαντινός» χρησιμοποιήθηκε σε μεταγενέστερους χρόνους και ήταν άγνωστο στους ονομαζόμενους «βυζαντινούς». Αυτοί χρησιμοποιούσαν συνήθως το όνομα «Ρωμαίοι», τον αυτοκράτορά τους θεωρούσαν ρωμαίο ηγεμόνα, διάδοχο και κληρονόμο των παλιών ρωμαίων Καισάρων.
Έμειναν πιστοί στο όνομα της Ρώμης όσο χρόνο διήρκεσε η αυτοκρατορία και οι ρωμαϊκές πολιτικές παραδόσεις κυριάρχησαν ως το τέλος στην πολιτική τους συνείδηση και βούληση.
Ωστόσο αν και το Βυζάντιο διατήρησε συνειδητά το σύνδεσμό του με την παλαιά Ρώμη και για λόγους θεωρητικούς και πρακτικούς επέμενε στη διατήρηση της ρωμαϊκής κληρονομιάς, με την πάροδο του χρόνου απομακρύνθηκε σιγά-σιγά απ’ τις αρχικές ρωμαϊκές θέσεις. Πάντως στην πρώτη του εποχή το Βυζαντινό κράτος ήταν καθαρά ρωμαϊκό και η ζωή του διαποτίζεται απ’ τη ρωμαϊκή παράδοση. Η εποχή αυτή θα μπορούσε εξίσου να ονομαστεί πρώιμη βυζαντινή όσο και υστερορωμαϊκή αφού περιλαμβάνει τους τρεις πρώτους αιώνες της βυζαντινής ή τους τρεις τελευταίους αιώνες της ρωμαϊκής ιστορίας. Είναι μια χαρακτηριστική εποχή μεταβάσεως απ’ το imperium στη βυζαντινή αυτοκρατορία, στην ιστορική πορεία της οποίας ο παλαιός ρωμαϊκός τρόπος ζωής παραχωρεί σταδιακά τη θέση του στα νέα βυζαντινά στοιχεία.
)   Και ο λόγος για μένα είναι ο ακόλουθος: Κατά την διάρκεια της ζωής των δραστών δεν ήταν δυνατόν να περιγράψει κανείς τα εγκλήματά τους με τον πρέποντα τρόπο, διότι θα ήταν απίθανο να διαφεύγει τους πολυάριθμους κατασκόπους και σε περίπτωση ανακάλυψης θα θανατώνονταν με επώδυνο τρόπο. Ούτε τους στενότερους συγγενείς μου δεν μπορούσα να εμπιστευθώ. Ακόμη και τις αιτίες από πολλά γεγονότα που υπάρχουν στα προηγούμενα βιβλία μου, ήμουν αναγκασμένος να αποσιωπήσω και ως εκ τούτου αναφέρω τώρα τα μέχρι πρότινος παραλειφθέντα αυθεντικά γεγονότα μαζί με τις εσωτερικές αιτίες των γεγονότων, που ήδη προανέφερα.
Αλλά και τώρα που ανέλαβα την καινούργια άχαρη και πολύ δύσκολη αποστολή, να περιγράψω την ζωή του Ιουστινιανού και της Θεοδώρας, με καταλαμβάνει έντονος φόβος και πανικός και συλλογίζομαι ότι δεν έπρεπε τώρα να γράφω πράγματα, που στις επόμενες γενιές δεν θα φαίνονται ούτε αληθινά μα και ούτε πιστευτά. Διότι πάνω απ’ όλα φοβάμαι, όταν το ρεύμα του χρόνου έχει μεταφέρει τα γεγονότα μακριά, και θα με κατατάξουν στους τραγωδούς… Συγχρόνως, λόγω του μεγέθους του έργου μου θέλω να μη χάσω το θάρρος μου, διότι μπορώ την εξιστόρησή μου να την στηρίξω σε μαρτυρίες. Οι σύγχρονοί μου είναι πεπειραμένοι μάρτυρες των όσων συνέβησαν και στο μέλλον θα μου μείνουν πιστοί όσον αφορά την αξιοπιστία μου.»

Έλεγχος αξιοπιστίας του κειμένου: Ο Προκόπιος του 6ου αιώνα είναι όχι μόνο ο πρώτος της σειράς των βυζαντινών ιστορικών, αλλά και ο επιφανέστερος και ο σημαντικότατος όλων των ιστοριογράφων. Είναι ο κατ΄ εξοχήν ιστορικός της εποχής του Ιουστινιανού. Γεννήθηκε περί τα τέλη του 5ου αιώνα στην Καισάρεια της Παλαιστίνης. Ήταν επαρχιώτης, όπως και πολλοί άλλοι από τους βυζαντινούς συγγραφείς, αλλά ζήτησε και βρήκε στην Κωνσταντινούπολη την ευκαιρία να διακριθεί.Επιδόθηκε στην επιστήμη των νόμων αλλά άσκησε και το επάγγελμα του ρήτορα και του σχολαστικού.

Στην Κωνσταντινούπολη έγινε, όπως φαίνεται, αμέσως γνωστός γιατί ήδη κατά το έτος 527 λίγο πριν το θάνατο του αυτοκράτορα Ιουστίνου, κατ’ επιθυμία του τελευταίου, προσκλήθηκε στην υπηρεσία του Στρατηγού Βελισαρίου ως νομικός σύμβουλος και γραμματέας («ξύμβουλος, πάρεδρος, υπογραφεύς»).

Υπάρχει και η άποψη ότι ο Προκόπιος είναι το πρόσωπο αριστερά του Αυτοκράτορα  
Ως γραμματέας του Βελισαρίου, στρατηγού του Ιουστινιανού, ο Προκόπιος ήξερε όλα τα μυστικά των μεγάλων πολιτικών γεγονότων τα οποία συνέβησαν κατά τη διάρκεια της εποχής εκείνης.
Το 533 συνεξεστράτευσε με τον Βελισάριο εναντίον των Βανδάλων στην Αφρική (533-534), όπου, και μετά την αποχώρηση του Βελισαρίου, παρέμεινε για ένα ορισμένο χρονικό διάστημα.
Το 536 μετέβη στην Ιταλία, όπου ο Βελισάριος πολέμησε τους Γότθους (536-540).
 Με το σπουδαίο και συνεπαγόμενο μεγάλες ευθύνες αξίωμα του συμβούλου (consiliarium) ακολούθησε τον στρατηγό Βελισάριο στην Ασία, στην εκστρατεία εναντίον των Περσών.
Το 542 τον βρίσκουμε πάλι στην Κωνσταντινούπολη.

Κατά τον Πατριάρχη Νικηφόρο και τον Σουίδα χρημάτισε ανώτερος αξιωματούχος στην Πόλη και ειδικότερα προήχθη στο αξίωμα του ιλλουστρίου.
Στη βυζαντινή σύγκλητο γίνονταν μέλη οι αυτοκρατορικοί αξιωματούχοι των τριών ανωτέρων τάξεων των illustres, spectabiles, clarissimi.
Ως ενεργά μέλη της συγκλήτου δρούσαν στην ουσία μόνο οι εκπρόσωποι της ανώτερης και αριθμητικά μικρότερης τάξης των illustres, που κατείχαν τα ανώτατα αξιώματα της αυτοκρατορίας. Ο Προκόπιος, επομένως, υπήρξε μέλος της Συγκλήτου.
Το 540 αποσύρθηκε στην ιδιωτική του ζωή στη γενέτειρά του, όπου και έγραψε την ιστορία της εποχής του σε τρία έργα.Ο χρόνος του θανάτου του δεν είναι ακριβώς γνωστός, πιθανώς όμως δεν ζούσε το έτος 562.


Ο Προκόπιος διαφώτισε την εποχή του Ιουστινιανού με τρία συγγράμματα, πολύ διαφορετικά το ένα από το άλλο, κατά το περιεχόμενο όμως και το σκοπό αλληλοσυμπληρούμενα.
Χρονολογικά και όσον αφορά την αξία, πρωτεύει το μεγάλο ιστορικό του έργο, το οποίο περιέχεται σε 8 βιβλία που έχουν τον τίτλο «Υπέρ των πολέμων λόγοι».
 Τα βιβλία αυτά εκθέτουν λεπτομερώς τα στρατιωτικά και διπλωματικά γεγονότα ως το 554. Στα δύο πρώτα βιβλία ο Προκόπιος αφηγείται τον Α΄ Περσικό πόλεμο (Μηδικός ή Μηδικά), τα δύο επόμενα αναφέρονται στον πόλεμο εναντίον των Βανδάλων (Λιβυκός πόλεμος ή Λιβυκά) και τρία στη συνέχεια βιβλία εξιστορούν το Γοτθικό πόλεμο.
 Στο 8ο βιβλίο του ο ιστορικός εκθέτει συνοπτικά τα συμβάντα μέχρι το 554. Αλλά, επειδή εκτός των πολέμων αυτών εκτίθενται και άλλα συμβάντα, το βιβλίο μπορεί κάλλιστα να ονομαστεί «ιστορία των χρόνων του Ιουστινιανού».

Γλυπτό σε ελεφαντόδοντο .Ο αυτοκράτωρ Ιουστινιανός τροπαιούχος 

Ο ιστορικός Αγαθίας συμφωνεί με την παραπάνω άποψη παρατηρώντας μάλιστα στο προοίμιό του ότι ο Προκόπιος συνέγραψε τα περισσότερα γεγονότα που συνέβησαν στην εποχή του Ιουστινιανού. Τόσοι πολλοί μεταγενέστεροι ιστορικοί χαρακτήρισαν το έργο αυτό του Προκοπίου ως ιστορία των πολεμικών πράξεων του Βελισαρίου, πράγμα που εξηγείται από το γεγονός ότι ο Βελισάριος κατείχε λαμπρή θέση επί Ιουστινιανού ως στρατηγός όλων.
Κατά το μεσαίωνα του Βυζαντινού κράτους απολάμβανε μεγάλη δημοτικότητα. Μπροστά στα μάτια της αυτοκρατορίας ανυψώθηκε κυριολεκτικά σε μυθολογικό ήρωα.
Η διάταξη της ύλης στα πρώτα επτά βιβλία της Ιστορίας του Προκοπίου είναι «τοπική» και πολλές φορές γι’ αυτό διακόπτεται η ιστορική συνάφεια των πραγμάτων.
 Μόνο στο όγδοο βιβλίο απομακρύνθηκε από την «αρετή» αυτή, γι’ αυτό και την αφήγηση εδώ την ονομάζει «ποικίλη».
 Το μεγαλύτερο μέρος των ιστορικών του έργων ήταν πάντως γραμμένο ήδη το έτος 545, μερικά δε μόνο τμήματά του γράφτηκαν μετά. Tα πρώτα επτά βιβλία εκδόθηκαν στα έτη 550-551, το δε όγδοο, το οποίο, κατά κάποιο τρόπο, είναι παράρτημα των άλλων, δεν εκδόθηκε πριν το 554. Στα 8 βιβλία του ο Προκόπιος γράφει από προσωπική εμπειρία και άμεση αντίληψη των γεγονότων.


Χρησιμοποιεί τις αναμνήσεις του και τις προσωπικές του σημειώσεις.
Στην περιγραφή του τον διακρίνει οξύνοια, ακριβής απόδοση των γεγονότων και κριτική διάθεση.
Τα έργα του είναι γραμμένα με την ακριβολόγο ευσυνειδησία του ιστορικού και με το κύρος του αυτόπτη μάρτυρα.
 Από τη συγγραφή του φαίνεται ότι ο ιστορικός ήταν επιτήδειος στο να κατανοεί τις πολιτικές περιστάσεις και να τις μελετά ευσυνείδητα και σύμφωνα με τις αρχές της ιστορικής επιστήμης της εποχής του.
Στο ιστοριογραφικό του έργο, αναμφισβήτητα, βρίσκουμε την απόδειξη ότι μας μεταδίδει τα γεγονότα με κάθε ευλάβεια προς την αλήθεια, γιατί εκτός απ’ την κύρια συγγραφή του, συνέταξε και τα λεγόμενα «Ανέκδοτα».
Τα αξιοπερίεργα αυτά απομνημονεύματά του τα συνέγραψε στο έτος 550 και σ’ αυτά δίνει πολλές πληροφορίες για την εσωτερική κατάσταση της αυτοκρατορίας κατά τη διάρκεια της αυτοκρατορίας του Ιουστινιανού. Δημοσιεύτηκαν μετά το θάνατό του και εμφανίζονται να καλύπτουν τη χρονική περίοδο ως το ένατο βιβλίο του.


 Είναι πιθανόν ότι ο Προκόπιος επεξεργαζόταν λεπτομερειακά το έργο του αυτό ως ένα είδος ημερολογίου που το άφησε σε κάποιο φίλο του για να το δημοσιεύσει μετά το θάνατο του Ιουστινιανού, ως διαθήκη της φιλαληθείας του.
Τα ανέκδοτα του Προκοπίου είναι η απόκρυφη ιστορία της εποχής του (συνήθως σήμερα στη δύση «ΗΙSTORIA ARCANA, ήτοι μυστική ιστορία), στην οποία, όπως αναφέρει στο προοίμιο, περιέλαβε πράγματα, τα οποία για πολιτικούς λόγους δεν μπορούσε να τα θίξει στη μεγάλη του συγγραφή της Ιστορίας.
Βέβαια, δεν μπορεί κανείς να υποστηρίξει ότι τα ανέκδοτα είναι τρομερά ενδιαφέροντα από ιστορική άποψη. Είναι, μάλλον, αποκαλύψεις αυλικού που αφορούν τον ιδιωτικό βίο του κυρίου του.
Είναι ένα πικρό κατηγορητήριο, ένας κακεντρεχής λίβελλος κατά του Ιουστινιανού και της δεσποτικής διακυβέρνησής του, καθώς και κατά του Βελισαρίου και των συζύγων τους Θεοδώρας και Αντωνίνης, αντίστοιχα.
Μολονότι κακεντρεχής και εμπαθής, ο χαρακτήρας των ανεκδότων που καθιστά ύποπτες πολλές από τις πληροφορίες αυτές, οπωσδήποτε φωτίζει αρκετά τον τρόπο διακυβέρνησης την εποχή εκείνη.

Η αυτοκράτειρα Θεοδώρα και αριστερά της εικάζεται ότι παρουσιάζει την Αντωνίνη σύζυγο του Βελισάριου 
Σύμφωνα με τις αφηγήσεις του Προκοπίου, η γυναίκα του Βελισαρίου Αντωνίνη ήταν άπιστη σύζυγος της οποίας τη διαγωγή αγνοούσε μόνο ο σύζυγός της, που είχε τυφλωθεί από τον έρωτά του γι’ αυτή και δεν έβλεπε την πραγματικότητα.
 Ο Ιουστινιανός ήταν Σατανάς με ανθρώπινη μορφή που ευχαριστιόταν να βασανίζει τον καθένα που ήταν στην υπηρεσία του.
Οι στρατιώτες του είναι άξιοι οίκτου, όπως και ο λαός, τους οποίους βάρυνε με φόρους μεγάλους και πρωτοφανείς.
Η μανία από την οποία κατεχόταν ο Ιουστινιανός να θέλει να εξηγήσει μόνος του τα θρησκευτικά ζητήματα έβλαπτε τα συμφέροντα του κράτους.
Οι πόλεμοι της Αφρικής και της Ιταλίας υπήρξαν εξίσου καταστρεπτικοί και για τους νικητές και για τους νικημένους.
Ο Προκόπιος αναγράφει επίσης παράπονα επαγγελματικών σωματείων όπως οι δικηγόροι και οι γιατροί.
Κατά τον Προκόπιο ο Ιουστινιανός ήταν υπαίτιος όλων των κακών, ακόμα και αυτών που προέρχονταν από τα στοιχεία της φύσης.
Περιγράφοντας τις πράξεις της Θεοδώρας και υπό την επήρεια της αγανάκτησής του δεν διστάζει να μεταχειριστεί και άσχημους χαρακτηρισμούς.
Γράφει ότι η Θεοδώρα ήταν όργανο του διαβόλου, πολλούς δε αιώνες αργότερα ο εκδότης του Προκοπίου δεν μπορούσε, χωρίς να κοκκινίσει να δημοσιεύσει την αφήγηση του βίου της αυτοκράτειρας πριν να νυμφευθεί τον Ιουστινιανό.


Ο όλος χαρακτήρας των ανεκδότων δεν αντίκειται προς τον χαρακτήρα των ιστοριών. Η διαφορά βρίσκεται στον τρόπο παράστασης των πραγμάτων παρά στα ίδια τα πράγματα.
Στην εξιστόρηση του λόγου των πολέμων παραλείπει ο ιστορικός πολλά πράγματα τα οποία αφήνει να τα εννοήσει ο αναγνώστης, ενώ τα περιγράφει λεπτομερώς στα ανέκδοτα.
 Σπάνια συμβαίνει τα δύο έργα να βρίσκονται σε αντίφαση προς την πραγματικότητα, ή τουλάχιστον έχουν μόνο λίγες αντιφάσεις.

Στην ιστορία των πολέμων έγραψε τα πράγματα απλά, επιτρέποντας στον αναγνώστη να σκεφθεί για τα υπονοούμενα. Στα ανέκδοτα δίνει ο ίδιος το ηθικό συμπέρασμα και μάλιστα με αδυσώπητη αυστηρότητα που πολλές φορές καταντά άδικη.
Ωστόσο το σύγγραμμα αυτό των ανεκδότων συνεχίζει την ιστορία των επτά πρώτων βιβλίων των πολεμικών, αποτελεί επανόρθωση και συμπλήρωση αυτών.
Στο φως φέρνει ό,τι από φόβο του Αυτοκράτορα και της Θεοδώρας αποσιωπήθηκε. Μπορούμε να δεχτούμε, βέβαια, ότι ο Προκόπιος σκεπτόταν συγχρόνως και τα δύο του έργα, τους πολέμους και τα ανέκδοτα.
Έκανε χρήση της «Αποκρύφου ιστορίας» , ως ασφαλιστικής δικλείδας, όταν αισθάνθηκε ότι αυξανόταν η δυσαρέσκεια για την οποία δεν ήταν δυνατόν να γίνει λόγος στην επίσημη ιστορική του έκθεση.
Αν ζητήσουμε για το αλλόκοτο αυτό έργο κάποιο πρότυπο στην αρχαιότητα τότε ως τέτοιο μπορούμε να θεωρήσουμε του Θεοπόμπου, την ιστορία του Φιλίππου, στην οποία, κατά την μαρτυρία του Διονυσίου του Αλικαρνασσέως, η μυστική ιστορία κατείχε διακριτική θέση.
 Εξ αιτίας της «διακριτικής» θέσης που παίρνει ο συγγραφέας έναντι των ιστορικών προσώπων της εποχής του, εξ αιτίας των ανήκουστων κατά του Ιουστινιανού επιθέσεων, πολλές φορές αμφισβητήθηκε η γνησιότητα των ανεκδότων.
 Οι νομικοί παίρνουν θέση κατά της γνησιότητας, γιατί δεν ήθελαν να λέγεται κανένα κακό κατά του Ιουστινιανού, οι καθολικοί θεολόγοι νόμιζαν, υποστηρίζοντας την γνησιότητα, ή, οι προτεστάντες ότι, αθετώντας αυτή, μάχονταν υπέρ των συμφερόντων της ίδιας της εκκλησίας.

 Σήμερα για λόγους πραγματικούς υποστηρίζεται η πατρότητα του Προκοπίου αν και δεν θεωρείται αποδεδειγμένη αλλά πιθανή. Αναμφισβήτητο όμως είναι ότι όλα αυτά που γράφει ο ιστορικός προέρχονται από δικιά του προσωπική αντίληψη.

Όψη, τομές, λεπτομέρειες και κάτοψη της γέφυρας του Ιουστινιανού ή του Σαγγαρίου στον Σαγγάριο ποταμό,κοντά στη λίμνη Σαμπάντζα (Βοάνη), στα περίχωρα της πόλης Ανταπαζαρί. 



Η σημερινή κοίτη του Σαγγαρίου βρίσκεται ανατολικότερα της γέφυρας, η οποία καλύπτει μόνο τον μικρότερο παραπόταμο Σαρκ Ντερεζί (αρχ. Μέλας). Στα σχέδια διακρίνεται και η θριαμβική αψίδα στο δυτικό άκρο της γέφυρας, μνημείο που δεν σώζεται πλέον.1838.


Η γέφυρα του Ιουστινιανού στον Σαγγάριο ποταμό  -ΠΗΓΗ: Αρχείο Γεφυριών Πελοποννήσου.

Αν ο Θεοφάνης ανάγει σωστά την κατασκευή της γέφυρας του Σαγγαρίου που μνημονεύτηκε από τον Προκόπιο στο έτος 560, τότε το «περί κτισμάτων» του Ιουστινιανού είναι το τελευταίο έργο του ιστορικού. Πρέπει μάλλον να γράφτηκε και να δημοσιεύτηκε όχι πριν το 558.

Ενώ στην ιστορία των πολέμων ο Προκόπιος ανέφερε όχι λίγες αλήθειες, το «περί κτισμάτων» αποδεικνύεται γνήσιος βυζαντινός πανηγυρικός του αυτοκράτορα, υπόδειγμα και πρότυπο του αιώνιου εκείνου είδους το οποίο άνθησε επί Κομνηνών και Παλαιολόγων.
 Για να δώσει στο σύγγραμμα αυτό απόλυτα πανηγυρικό ύφος, περιγράφει όλα αυτά που οικοδομήθηκαν, από τους Δημόσιους χώρους μέχρι το παραμικρότερο ιδιωτικό, επιβλητικό κτίσμα σε κάθε γωνιά της βυζαντινής αυτοκρατορίας, ως έργο του ίδιου του μεγαλεπήβολου αυτοκράτορος Ιουστινιανού. Το έργο έχει ρητορικές υπερβολές και άμετρους επαίνους, οι οποίοι, μερικές φορές, ακούγονται ως ειρωνεία.

Τα εδάφη της Αυτοκρατορίας μετά της κατακτήσεις του Αυτοκράτορα Ιουστινιανού 

Παρ’ όλα αυτά το σύγγραμμα αυτό, εξ αιτίας του πλήθους των γεωγραφικών, τοπογραφικών και δημοσιονομικών ειδήσεων, ανήκει στις σπουδαιότερες πηγές της ιστορίας του βυζαντινού κράτους. Είναι πολύτιμο διότι οι γεωγραφικές πληροφορίες του και οι πολλές τοπωνυμίες μας εισαγάγουν στο σύστημα οχύρωσης των συνόρων κατά τον έκτο (6ο) μ.Χ. αιώνα.
Αγνοούμε από πού επηρεάστηκε στο έργο του αυτό ο ιστορικός. Ίσως ήθελε να καταπραΰνει με κάποιο θερμό εγκώμιο την οργή που εξήγειρε η κριτική του στην ιστορία των πολέμων. Μπορεί δε να εργάστηκε ύστερα από εντολή του αυτοκράτορα.
Από διάφορες ενδείξεις φαίνεται πιθανό ότι ο Προκόπιος σχεδίαζε να πραγματευθεί σε ιδιαίτερο σύγγραμμα και περί των εκκλησιαστικών πραγμάτων της Ρωμαϊκής πολιτείας αλλά το σχέδιό του αυτό έμεινε απραγματοποίητο.
Για την σύνταξη του τμήματος κατά το οποίο αφηγείται αυτά που συνέβησαν περί αυτόν, ο Προκόπιος έκανε ευρείες μελέτες επί των πηγών.
 Αναφέρει συγγραφείς των κατά μέρος ιστορικών και παραπέμπει στον Ηρόδοτο, Αισχύλο, Αριστοτέλη, Αρριανό και Στράβωνα, τις πηγές του όμως, ως επί το πλείστον, μνημονεύει μόνο όποτε συμφωνεί προς αυτές. Στο περί των Αρμενικών πραγμάτων συμβουλεύτηκε το ιστορικό έργο του Φαύστου του Βυζαντίου.

Έτος 530 μΧ  η κατάσταση πριν την βασιλεία του Αυτοκράτορα Ιουστινιανού 

Τις σύγχρονες πράξεις αφηγείται κατά το πλείστον από όσα υπήρξε αυτόπτης μάρτυρας. Αφού πήρε μεγάλο αριθμό γνώσεων πολιτικών, στρατιωτικών, γεωγραφικών και εθνογραφικών, κατείχε όσο λίγοι άλλοι τα μέσα για την οικοδόμηση του έργου του.
Όπως ο Πολύβιος, και αυτός θεωρούσε πολύ σπουδαίο να διδάσκει τους αναγνώστες με γεωγραφικές παρεμβολές για τους ξένους λαούς και τόπους.
Η στενή σχέση του με τους κυβερνητικούς κύκλους διευκόλυνε την εκ περιωπής εξέταση και γνώση των συγχρόνων πραγμάτων. Κοντά σ’ αυτά τα πρόσωπα συγκεντρώνει αξιοσέβαστη φιλαλήθεια. Κατά την έκθεση των πραγμάτων ήταν μιμητής αρχαίων προσώπων, ιδίως του Ηροδότου και του Ευριπίδη.
 Απ’ αυτούς δανείζεται πολλές από τις λέξεις και φράσεις του, μερικές φορές μάλιστα προβαίνει μέχρι στο να θυσιάζει την ακρίβεια του πράγματος στην παραλαμβανομένη από τον Θουκυδίδη φράση. Συμπτώματα της σύνταξής του είναι η χρήση της ευκτικής και η σύγχυση στην σύνταξη των προθέσεων.
Οπωσδήποτε όμως στο σύνολο, ο Προκόπιος, έχει ύφος σαφές, νευρώδες, καθαρό και πλεονεκτεί κατά πολύ από το λεκτικό του Αγαθία και του δυσνόητου Θεοφύλακτου.
Πιο στενή είναι η εξάρτηση του Προκοπίου από την αρχαία ιστοριογραφία.
Αυτό μαρτυρεί σαφέστατα η αλλόκοτη σύγχυση την οποία προκαλεί στο έργο του η συγχώνευση των ιδεών του αρχαίου κόσμου προς την Χριστιανική διδασκαλία.

Ο Προκόπιος χρησιμεύει ως πηγή στους Αγαθία, Μένανδρο, Ευάγριο, Ιωάννη Επιφανέα, Θεοφύλακτο, Θεοφάνη, Φώτιο, Κωνσταντίνο Πορφυρογέννητο, Συμεών Μάγιστρο, Λεξικό Σούδα, Λέοντα Διάκονο, Γεώργιο Κεδρινό, Άννα Κομνηνή, και Νικήτα Χωνιάτη.

ΦΛΑΒΙΟΣ  ΠΕΤΡΟΣ  ΣΑΒΒΑΤΙΟΣ  ΙΟΥΣΤΙΝΙΑΝΟΣ 

Πάντως οι περισσότεροι ιστορικοί θεωρούν τον Ιουστινιανό και τη Θεοδώρα ως εξέχουσες προσωπικότητες που καθόρισαν με τη δράση τους την τύχη της Αυτοκρατορίας.
Χαρακτηριστικά ο Παπαρρηγόπουλος αναφέρει: «Το καθ’ ημάς νομίζομεν ότι καθ’ εαυτά τα ανέκδοτα είναι ανάξια πίστεως.
 Ο Προκόπιος όστις εξεσχίζετο εν εαυτοίς ίνα αποδείξη την κακοήθειαν του Ιουστινιανού, ουδέν άλλον κατόρθωσεν ειμή να παράσχει αυτός ούτος απόδειξιν αναμφισβήτητον της ιδίας κακοηθείας, ήτις ενώπιον της ιστορικής ως και πάσης άλλης δικαιοσύνης ονομάζεται ψευδομαρτυρία». (Κ. Παπαρρηγόπουλος, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. Γ΄, σελ.69).

Ο 6ος αιώνας, ο τελευταίος των πρωτοβυζαντινών χρόνων είναι πλήρης εντόνων συγκρούσεων, θρησκευτικών, πολιτικών και κοινωνικών.
Η αυτοκρατορία δεν έχει σταθερά σύνορα και η εξωτερική απειλή από Πέρσες, Σλάβους και Γερμανικά φύλα είναι έντονη.
Η αυτοκρατορία στο τέλος του αιώνα έχει ισχυρό αυτοκράτορα στο πρόσωπο του Ιουστινιανού, συνεπικουρουμένου στη διοίκηση του κράτους απ’ τη σύζυγό του Θεοδώρα.
Οι πληροφορίες μας για το πρόσωπο του αυτοκράτορα και την πολιτική του είναι αντιφατικές και αυτό οφείλεται βασικά στο έργο του Προκοπίου «Ανέκδοτα».

Χαρακτηριστικά ο Παπαρρηγόπουλος αναφέρει:
«…Το καθ’ ημάς εξεθέσαμεν την περί των ανεκδότων γνώμη ημών, ουδέ θέλομεν παραδεχθεί ποτε την περί αυτών δοξασίαν του Γίβωνος του αξιούντος ότι τα ενδεχομένως να αληθεύωσιν καθ’ ολοκληρίαν, το μεν ως πιθανά το δε αυτό τούτο μάλιστα ότι είναι απίθανα.
Ο Προκόπιος, επιφέρει ο Gibbon, εγίγνωσκεν βεβαίως τα μεν εξ’ ιδίας αντιλήψεως, τα δε είναι τοιαύτα ώστε δεν δυνάμεθα να υποθέσωμεν ότι επενόησεν αυτά.
Όχι, αναμφιβόλως η ιστορία, η σπουδαία ιστορία, δεν θέλει εξευτελήσει εαυτήν μέχρι του να πιστέψει κατά γράμμα τον αλλόκοτον εκείνον άνθρωπον όστις, αφού ήγειρε αναφανδόν ανδριάντας εις τους ήρωας και τας ηρωίδας αυτού ησχολείτο έπειτα εν τω κρυπτώ να μεταμορφώνει τα καλά και μεγαλοπρεπή εκείνα έργα εις επονείδιστους σάτυρους και σειληνούς».


Άλλοι ιστορικοί, όπως ο Vasiliev, λαμβάνουν σοβαρά υπ’ όψιν στοιχεία απ’ την Historia Arcana, με την επιφύλαξη ότι στο έργο «μεγαλοποιούνται» τα ελαττώματα του αυτοκρατορικού ζεύγους. Χαρακτηριστικά αναφέρει: «Τα ανέκδοτα που έγραψε ο ιστορικός Προκόπιος, παρουσιάζουν μεγαλοποιημένη τη διεστραμμένη ζωή που έζησε όταν ήταν νέα η Θεοδώρα».
 Σε άλλο σημείο χρησιμοποιεί τα ανέκδοτα σαν ιστορική πηγή: «Γνωρίζουμε τον αγώνα αυτόν μέσω των νεαρών, των παπύρων, καθώς και των Ανεκδότων του Προκοπίου, ο οποίος υποστηρίζει τις απόψεις των ευγενών και αν και παρουσιάζει αρκετές κατηγορίες στο λίβελλό του αυτό εναντίον του Ιουστινιανού, εν τούτοις δίνει μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα εικόνα της κατά τη διάρκεια του 6ου αι. κοινωνικής πάλης».

Η εκτίμηση των ιστορικών που συνέγραψαν την Ιστορία του Ελληνικού Έθνους είναι η ακόλουθη: «Στα Ανέκδοτά του ο Προκόπιος δίνει πολλές πληροφορίες για την εσωτερική ιστορία της βασιλείας του Ιουστινιανού. Μολονότι ο κακεντρεχής και εμπαθής χαρακτήρας του έργου καθιστά ύποπτες πολλές απ’ τις πληροφορίες αυτές, οπωσδήποτε φωτίζει τον τρόπο διακυβερνήσεως…».

Συμπέρασμα:Απ’ όσα αναφέραμε είναι φανερό ότι το έργο αυτό του Προκοπίου, ενώ είναι μια σημαντική πηγή για τα διαδραματιζόμενα στο εσωτερικό της αυτοκρατορίας την εποχή εκείνη, δεν μπορεί να είναι πάντα έγκυρη. Ετούτο, γιατί ο ιστορικός μεταφέρει στο έργο του προσωπικές αντιπάθειες, με συνέπεια να χάσει το στοιχείο της αντικειμενικότητας.




Αμαλία Κ. Ηλιάδη-Ενδεικτική βιβλιογραφία:

1. Α. Vasiliev, Ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, Αθήνα 1954.
2. Hesseling, Bυζάντιο και Βυζαντινός πολιτισμός, Αθήνα 1914.
3. Ι. Καραγιαννόπουλος, Ιστορία του Βυζαντινού Κράτους., Θεσσαλονίκη 1980.
4. Π. Καρολίδης, Βυζαντινή Ιστορία, Αθήνα 1906.
5. Γ. Κορδάτος, Ακμή και Παρακμή του Βυζαντινού Κράτους, Αθήνα 1954.
6. G. Ostrogorsky, Ιστορία του Βυζαντινού Κράτους, Αθήνα 1984.
7. Κ. Παπαρρηγόπουλος, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. Γ΄, Αθήνα (σελ.154-204).
8. Ι.Ε.Ε. της Εκδοτικής Αθηνών, τ. Ζ΄, Αθήνα 1980.
9. Ιστορία της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, Cambridge Mediaeval History, Πανεπ. Του Cambridge, Αθήνα 1979.

ΑΛΛΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 

John Moorhead, Procopius, Encyclopedia of Historians and Historical Writing: M–Z, Vol. II, Kelly Boyd, (Fitzroy Dearborn Publishers, 1999), 962: "Like many Byzantine scholars, Procopius affected a remarkable traditional form of writing".
Ανέκδοτα ή Απόκρυφη ιστορία, απόδ. Αλόη Σιδέρη, Εκδ. ΑΓΡΑ, Αθήνα 1988, ISBN 960-325-036-8
Börm, Henning: Prokop und die Perser. Stuttgart: Franz Steiner, 2007.
Cameron, Averil: Procopius and the Sixth Century. Berkeley: University of California Press, 1985.
Evans, James A. S.: Procopius. New York: Twayne Publishers, 1972.
Greatrex, Geoffrey: The dates of Procopius' works. BMGS 18 (1994), 101-114.
Greatrex, Geoffrey: Recent work on Procopius and the composition of Wars VIII, BMGS 27 (2003), 45-67.
Kaldellis, Anthony: Procopius of Caesarea: Tyranny, History and Philosophy at the End of Antiquity. Philadelphia: University of Pennsylvania Press, 2004.
Καρπόζηλος Α., Βυζαντινοί ιστορικοί και χρονογράφοι, τ. Α', εκδ. ΚΑΝΑΚΗ, Αθήνα, 1997, ISBN 960-7420-31-4
Σαββίδης Α.Γ.Κ., Προκόπιος - Μιχαήλ Ψελλός - Άννα Κομνηνή - Ιωάννης Κίνναμος - Γεώργιος Σφραντζής, εκδ. ΗΡΟΔΟΤΟΣ, Θεσσαλονίκη, 2000, ISBN 960-7290-

ΦΩΤΟΓΡ. ΑΡΧΕΙΟ ΑΡΧΑΙΟΓΝΩΜΩΝΑ 




ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΠΡΟΚΟΠΙΟΥ


ΕΡΓΑΣΙΑ -ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΑΡΧΑΙΟΓΝΩΜΩΝ 
















ΕΙΚΟΝΕΣ ΑΡΧΑΙΟΓΝΩΜΩΝ

ΓΙΑ ΝΑ ΔΕΙΤΕ ΚΑΝΟΝΙΚΑ ΤΗΝ ΕΙΚΟΝΑ ΣΤΟ ΚΙΝΗΤΟ ΚΛΙΚ ΕΠΑΝΩ ΤΗΣ