Οπλισμός των Ελλήνων κατά την επανάσταση του 1821


Προσωπογραφία Έλληνα αγωνιστή ,ίσως του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη -Ελαιογραφία Μουσείο |Μπενάκη 

Η σύνδεση του Έλληνα με τα όπλα έχει βαθιές ρίζες, όπως έχει επισημανθεί. Από τους προεπαναστατικούς χρόνους, αρχές του 19ου αιώνα, τα όπλα της ηπειρωτικής Ελλάδας προέρχονταν κυρίως από την Ανατολή. Αντίθετα οι νησιώτες προμηθεύονταν όπλα, τρομπάνια και πιστόλες από την αγορά της Ευρώπης και συγκεκριμένα από τη Μασσαλία, Ιταλία, Αγγλία και Ισπανία.



Τρομπόνια και μία μικρή πιστόλα των ναυτικών, κατάλληλη για τον αγώνα εκ του συστάδην στους περιορισμένους χώρους των πλοίων.– Το «τρομπόνι» ή «τρομπλόνι» (από το γαλλικό tromblon) ή «ευρύστομο» ήταν ένα κοντόκαννο και ευρύστομο πυροβόλο, δημοφιλέστατο στους ναυτικούς. Τα τρομπόνια εξαπέλυαν πολλά σφαιρίδια, τα αποκαλούμενα «μισδράλια» ή «μυδράλια», τα οποία διέσπειραν σε μεγάλη έκταση. Γι’ αυτό ήταν κατάλληλα για στενούς χώρους όπως εκείνοι των πλοίων, και προτιμώντο από τους ναυτικούς.


Το τρομπόνι και το τηλεσκόπιο του Ανδρέα Μιαούλη.
Οι επίφοβες βολές τους ονομάζονταν «τριμπουνιές» ή «τρομπονιές». Οι θαλασσομάχοι χρησιμοποιούσαν τα τρομπόνια για να σαρώνουν με μία βολή και σε μικρές αποστάσεις, έναν ή περισσότερους εχθρούς στο δικό τους ή το εχθρικό κατάστρωμα.-Περικλής Δεληγιάννης:ΦΟΡΗΤΑ ΕΚΗΒΟΛΑ ΟΠΛΑ ΤΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ


Την προεπαναστατική περίοδο υπάρχει ποικιλία οπλισμού. Το κυρίαρχο όπλο όμως που δεσπόζει
στον ελλαδικό χώρο και κράτησε στα χέρια του ο Έλληνας μέχρι την απελευθέρωσή του ήταν το «καριοφίλι».
 Η ονομασία του προέρχεται κατά μία εκδοχή από το φυτό καρυόφυλλον που σκαλιζόταν στη μια πλευρά της κάννης. Άλλη εκδοχή είναι το οπλοποιείο της Βενετίας Carlo e figli (Καρόλου και υιών), όπου κατασκευάζονταν πολλά καριοφίλια και ίσως να είναι η πιθανότερη.

Το καριοφίλι 

Το καριοφίλι ήταν όπλο εμπροσθογεμές, λειόκανο και λειτουργούσε με μηχανισμό πυρόλιθο (τσακμακόπετρα). Το μήκος του ήταν μεταξύ 1,20 και 1,70 με ιδιόμορφο κοντάκι. Η μακριά κάνη επέτρεπε αρκετό βεληνεκές, αλλά για ευστοχία το όπλο έπρεπε να στηρίζεται. Το καριοφίλι ήταν βαρύ και δύσχρηστο όπλο, ο δε μηχανισμός του πυρόλιθου πολλές φορές δεν πυροδοτούσε εξαιτίας κυρίως των καιρικών συνθηκών. Τα παλαιότερα καριοφίλια τοποθετούνται χρονικά περίπου το 1750 και οι μηχανισμοί πυροδοτήσεώς τους προέρχονταν κυρίως από την Ιταλία.

Carl Haag 1820- 1915 -Ζωνάρι  Έλληνα πολεμιστή 

Εκτός από το καριοφίλι οι κλέφτες και αρματολοί έφεραν επιπρόσθετα οπλισμό 1 ή 2 πιστόλες και επιπλέον μαχαίρα, γιαταγάνι (χαντζάρα) και πάλα (σπάθα). Οι πιστόλες ήταν επίσης βραχύκανα, λειόκανα όπλα με μηχανισμό πυρόλιθου και ανάλογα με την προέλευσή τους, διακρίνονται σε ευρωπαϊκές, ανατολίτικες ή αρβανίτικες. Εφέροντο στη ζώνη, «σελάχι», του πολεμιστή σε διαμορφωμένες θήκες.

Η σπάθα που δώρισε ο Θ Κολοκοτρώνης στον συναγωνιστή του Θεόδωρο Λεονάρδο 

 Το γιαταγάνι ήταν ελαφρά κυρτή σπάθα με λαβή χούφτας απλή. Η πάλα ήταν πολύ κυρτή σπάθα με σταυροειδή λαβή, το κυρίως επιθετικό όπλο στις μάχες σώμα με σώμα (γιουρούσια) και εφέρετο από τους αγωνιστές στη μέση τους ή στην ωμοπλάτη περασμένη με κορδόνια.



Πολλές φορές τα γιαταγάνια και οι πάλες καθώς και οι θήκες τους ήταν περίτεχνα διακοσμημένες με ασήμι ή χρυσό. Τα όπλα συμπλήρωναν οι παλάσκες, θήκες που είχαν τα πυρομαχικά (βόλια) καθώς και διάφορα άλλα εξαρτήματα.


Χρυσοποίκιλτες και ασημοποίκιλτες πιστόλες, και οβελοί (χαρμπια).
Τα φορητά όπλα αποκαλούντο «ψιλά άρματα» ή «λιανά άρματα». Διακρίνονταν σε εκηβόλα και αγχέμαχα. Τα φορητά όπλα πολλών στρατιωτικών αρχηγών ήταν χρυσοποίκιλτα, ασημοποίκιλτα ή/και διακοσμημένα με ημιπολύτιμους λίθους. Ειδικά μερικές πιστόλες αποτελούσαν πραγματικά τεχνουργήματα. Τα εκηβόλα εκτός από το καριοφίλι, περιελάμβαναν τα ακόλουθα είδη: –1- Η «πιστόλα» ή «κουμπούρα» ή πιστόλι ήταν εμπροσθογεμής όπως τα μακρύκαννα φορητά πυροβόλα, με βεληνεκές περί τα 50 μέτρα. Υπήρχαν πιστόλες βραχύκαννες και μακρύκαννες, καθώς και πολύκαννες. Οι τελευταίες (πιστόλες ή «καραμπίνες», βλ. παρακάτω) διέθεταν 5 έως 8 παράλληλες κάννες, οι οποίες εκτόξευαν ταυτόχρονα 5 έως 8 βλήματα. Το ιδανικό για τις πιστόλες ήταν να φέρονται από τον πολεμιστή σε ζεύγη
-Περικλής Δεληγιάννης:ΦΟΡΗΤΑ ΕΚΗΒΟΛΑ ΟΠΛΑ ΤΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ
Τυπικές απλές  πιστόλες της Επανάστασης

-2-Οι πιστόλες ,όπως και τα αγχέμαχα όπλα φέρονταν από τον πολεμιστή στο «σελάχι», την πλατιά περίτεχνη ζώνη του, με τη λαβή τους στραμμένη προς το δεξιό πλευρό προκειμένου να σύρονται ταχέως. Η πιστόλα γεμιζόταν με τον οβελό (χαρμπί), μία ειδική βέργα από σίδηρο η οποία ταυτόχρονα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί αγχέμαχα ως εγχειρίδιο εναντίον του εχθρού.

-Περικλής Δεληγιάννης:ΦΟΡΗΤΑ ΕΚΗΒΟΛΑ ΟΠΛΑ ΤΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ
Τα παραπάνω όπλα, που έμοιαζαν μεταξύ τους αλλά δεν είχαν ενιαίο τύπο, χρησιμοποιήθηκαν από τα τακτικά σώματα, μέχρις όταν άρχισε η σταδιακή αντικατάστασή τους κατά τη διάρκεια του αγώνα από ευρωπαϊκά τυφέκια.

Γαλλική πιστόλα Charleville του 1777 -

 Πρέπει να σημειωθεί ότι τόσο στην προεπαναστατική περίοδο όσο και κατά την επανάσταση, είχαν αναπτυχθεί στην ηπειρωτική Ελλάδα βιοτεχνίες και εργαστήρια παραγωγής όπλων με εισαγωγές μηχανισμών από την Ιταλία αλλά και άλλες Ευρωπαικές χώρες.



Τροφοδότης των όπλων της επανάστασης με πυρομαχικά ήταν κυρίως οι μπαρουτόμυλοι των Αφών Σπηλιοτόπουυ στη Δημητσάνα, που ήταν ουσιαστικά η έδρα της πρώτης ελληνικής πολεμικής βιομηχανίας.


Πιστόλια με έκτυπη επίχρυση διακοσμητική επένδυση του Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη  -Μουσείο Μπενάκη 
Ανακεφαλαιώνοντας, ο οπλισμός των ατάκτων, ημιατάκτων αλλά και των τακτικών στρατευμάτων σε όλη τη διάρκεια της επανάστασης, αποτελούνταν αρχικά από καριοφίλια και πιστόλες που προέρχονταν από Τούρκους και Βαλκάνιους οπλουργούς και βιοτεχνίες, ενώ κάποιοι αγωνιστές έφεραν και ευρωπαϊκά όπλα.


Οπλισμός Ελλήνων του 1821-Τυφέκια και στο κέντρο μία «καραμπίνα» του 1821, από Ιστορικό μουσείο στην κοινότητα Εμμανούλ Παπάς– Η «καραμπίνα» ήταν ένα τυφέκιο με ευθύγραμμες ραβδώσεις (και όχι ελικοειδείς όπως στα άλλα τυφέκια) κατά μήκος του κοίλου της κάννης.Περικλής Δεληγιάννης: ΦΟΡΗΤΑ ΕΚΗΒΟΛΑ ΟΠΛΑ ΤΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ


Σταδιακά όμως το σκηνικό αυτό άλλαξε όταν άρχισαν να φθάνουν φορτία ευρωπαϊκών όπλων από τα φιλελληνικά κομιτάτα (επιτροπές) που είχαν ιδρυθεί στις χώρες της Ευρώπης και εργάζονταν για την ενίσχυση της επανάστασης, καθώς και από τα λάφυρα που κυρίευσαν οι επαναστατημένοι Έλληνες από τον τουρκικό στρατό, ο οποίος είχε τα ίδια όπλα που έχουμε ήδη αναφέρει.


Ανακατασκευή σε τυφέκιο  τύπου CHARLEVILLE, γαλλικής προελεύσεως, μοντέλο 1777

Τέλος, ο πρώτος τακτικός στρατός της επανάστασης χρησιμοποίησε το τυφέκιο με λόγχη τύπου CHARLEVILLE, γαλλικής προελεύσεως, μοντέλο 1777, εμπροσθογεμές, με μηχανισμό πυρόλιθου και διαμέτρημα 17,53 χιλιοστά. Επίσης άρχισε να λειτουργεί από το Σεπτέμβριο του 1825 στο Ναύπλιο εργοστάσιο επισκευής τυφεκίων και πυροβόλων και κατασκευής πυρομαχικών και βλημάτων πυροβολικού που υπό τη διοίκηση του Γάλλου συνταγματάρχη Αρνώ, ο οποίος έφερε από τη Γαλλία τα αναγκαία μηχανήματα και επιτελείο πυροτεχνουργών.

Πηγή : Το κείμενο βρίσκεται στο βιβλίο «Αγώνες και Άρματα», του κ.Αναστασίου Λιάσκου,
2005 από το www.army.gr/


ΚΑΡΙΟΦΙΛΙ: ΤΟ ΚΥΡΙΟ ΤΥΦΕΚΙΟ ΤΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ του 1821

Περικλής Δεληγιάννης


Το «καριοφίλι» ή «ντουφέκι», δηλαδή το μακρύκαννο τυφέκιο της περιόδου, ήταν ένα από τα δημοφιλέστερα όπλα της Ελληνικής Επανάστασης. Εκτός από τους καλά οπλισμένους κλεφταρματολούς, κάπους, Μανιάτες, Σουλιώτες κ.α., οι άλλοι Ελληνες αγωνιστές διέθεταν ήδη μερικά καριοφίλια ως οικογενειακά αποκτήματα και κειμήλια, και προμηθεύτηκαν περισσότερα μέσω του πασαλικίου του Αλή Πασά,, ο οποίος είχε φροντίσει οι μάχιμοι του να διαθέτουν μεγάλο απόθεμα εκηβόλων και αγχεμαχων όπλων για τους πολέμους του εναντίον των γειτονικών ανταγωνιστών του και κυρίως για την επερχόμενη και αναπόφευκτη σύγκρουση του με τον σουλτανικό στρατό. Οι Αλβανοί, Ελληνες, Βόσνιοι και άλλοι μάχιμοι του στρατού του, προμηθεύονταν κυρίως τα εκηβόλα όπλα από το εκτεταμένο λαθρεμπόριο όπλων και πυρίτιδας που είχαν οργανώσει οι Γάλλοι και οι Βρετανοί, οι οποίοι ήλεγχαν κατά περιόδους τα γειτονικά Επτάνησα. Οι Ευρωπαίοι πωλούσαν όπλα και πυρομαχικά και στους άλλους Βαλκάνιους πασάδες, οι οποίοι είτε εχθρεύονταν τον Αλή Πασά, είτε είχαν απώτερες βλέψεις για μεγαλύτερη αυτονομία από την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Έτσι, όταν κηρύχθηκε η Επανάσταση, πολλοί Έλληνες κατείχαν τυφέκια και πιστόλες αρκετά σύγχρονων τύπων (όμως οι Αλβανοί και Βαλκανικοί Τούρκοι αντίπαλοι τους ήταν καλύτερα οπλισμένοι). Ειδικά τα τυφέκια είχαν προέλευση από διάφορες ευρωπαϊκές χώρες, κυρίως από την Ιταλία και λιγότερο από τις Γαλλία, Ισπανία κ.α.


Βορειοευρωπαϊκά και αμερικανικά υποδείγματα τυφεκίων του ίδιου τύπου και της ίδιας περιόδου
Το καριοφίλι είχε βεληνεκές («τίρο») περίπου 500 μ, αλλά στην πραγματικότητα ήταν αποτελεσματικό σε απόσταση 300-400 μ. Το βεληνεκές του εξαρτάτο από διάφορους παράγοντες, όπως το μήκος της κάννης του. Η μακριά κάννη προσέδιδε στο πυροβόλο μεγαλύτερη ευθυβολία και στο βλήμα («βόλι») μεγαλύτερη επιτάχυνση και κρουστική ισχύ. Ο δημοφιλής όρος «καριοφίλι» προέρχεται από παραφθορά της ονομασίας μίας ιταλικής εταιρίας που κατασκεύαζε μαζικά αυτό το είδος τυφεκίου, την «Carlo e Figli» («Κάρλο και Υιοί»). Πολλά από τα τυφέκια που χρησιμοποιήθηκαν στη Χερσόνησο του Αίμου της περιόδου, κατασκευάσθηκαν από την αναφερόμενη εταιρία.
Δύο καριοφίλια στα οποία διακρίνονται δύο από τους συνήθεις τύπου κοντακίου.
Έως το 1820 περίπου, η εκπυρσοκρότηση τους επιτυγχανόταν με χρήση πυριτόλιθου (πυρόλιθου), μία ισπανική επινόηση. Οι Έλληνες αποκαλούσαν τον πυριτόλιθο «ντουφεκόπετρα» ή «ατσαλόπετρα». Ο πυριτόλιθος προκαλούσε σπινθήρα κατά την κρούση της σφύρας (λύκου) στον άκμονα του όπλου, ο οποίος άναβε την πυρίτιδα. Από το 1820 τα τυφέκια εφοδιάσθηκαν με μηχανισμό πυροδότησης με καψύλλιο (μικρή μεταλλική θήκη με πυροκροτική ύλη). Το καψύλλιο της εποχής αποτελείτο από πυροκροτικό υδράργυρο ο οποίος εμπεριεχόταν σε θήκη από φύλλο χαλκού, και τοποθετείτο στον άκμονα του όπλου, σε υποδοχή από ατσάλι. Το καψύλλιο ήταν πιο αξιόπιστή λύση από τον πυριτόλιθο για την πυροδότηση του τυφεκίου.

Μακρύκαννο καριοφίλι τύπου ‘Τ’, αγαπητό στους Αρβανίτες αγωνιστές.
Τα τυφέκια της εποχής ήταν εμπροσθογεμή. Ο πολεμιστής τοποθετούσε στην κάννη τη λεπτόκοκκη πυρίτιδα. Αρχικά την έχυναν απευθείας στην κάννη αλλά αργότερα, προκειμένου να μην υφίσταται απώλεια της ισχύος πυρός, την τοποθετούσαν σε θήκη από σκληρό χαρτί, το «καρτούτσι» ή «φυσέκι» (φυσίγγιο). Ο όρος «καρτούτσι» προέρχεται από τον αγγλογαλλικό «cartouche» για το φυσίγγιο. Ο πολεμιστής τοποθετούσε το φυσίγγιο στην κάννη και στη συνέχεια έκανε το ίδιο με το «βόλι», το σφαιρικό βλήμα. Έπειτα έσπρωχνε το βλήμα στο εσωτερικό της κάννης με τη «ντουφεκόβεργα» ή «οβελό». Τα βόλια κατασκευάζονταν από μολύβι το οποίο χυνόταν σε ειδική φόρμα (καλούπι), το «μονοκάλουπο». Τα τυφέκια κρέμονταν από τον ώμο του πολεμιστή κατά την πορεία ή την ανάπαυση, με τον αορτήρα, έναν δερμάτινο ιμάντα. Τα καριοφίλια πολλών στρατιωτικών αρχηγών ήταν χρυσοποίκιλτα και ασημοποίκιλτα.


ΠΑΛΑ (ΣΠΑΘΗ) ΚΑΙ ΓΙΑΤΑΓΑΝΙ: ΔΥΟ ΑΓΧΕΜΑΧΑ ΟΠΛΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ ΤΟΥ 1821

Περικλής Δεληγιάννης
Η πάλα του Νικηταρά του Τουρκοφάγου. Η οδοντωτή λεπίδα της ήταν ιδιαίτερα φονική και ανήκει σε αραβικό τύπο σπάθης
Τα παρακάτω αγχέμαχα όπλα χρησιμοποιήθηκαν κατά την Επανάσταση του 1821-1829 τόσο από τους Ελληνες μαχίμους όσο και από τους Αλβανούς, Τούρκους και Αιγύπτιους αντιπάλους τους.
Η «πάλα» ήταν κυρτή σπάθη κεντροασιατικής απώτερης προέλευσης, συχνά με ευρεία λεπίδα. Ο μαχητής την έφερε σε «θηκάρι» (ξιφοθήκη) το οποίο άλλοτε στερεωνόταν στο «σελάχι» του και άλλοτε αναρτάτο στην αριστερή πλευρά του με τελαμώνα, ο οποίος στηριζόταν στον δεξιό ώμο. Κυρίως οι ναυτικοί την αναρτούσαν με τον δεύτερο τρόπο, αλλά τη χρησιμοποιούσαν σπάνια.

Διάφοροι τύποι γιαταγανιών. Η κόψη της λεπίδας βρίσκεται στην κοίλη πλευρά, όπως στην περίπτωση της αρχαίας κοπίδος ή φαλκάτας. Το τρίτο από πάνω γιαταγάνι της εικόνας ανήκει σε έναν υστερότερο τύπο με σχεδόν ευθεία λεπίδα.

Γενικά, παρά την συνήθη άποψη ότι η πάλα ήταν ευρέως διαδεδομένη τουλάχιστο στους «στεριανούς», στην πραγματικότητα αυτό δε συνέβαινε. Όπως συμπεραίνεται από τις πηγές, η ιδανική οπλοσκευή ενός χερσαίου μάχιμου περιελάμβανε ένα καριοφίλι, δύο πιστόλες και ένα γιαταγάνι. Το καμπυλωτό «γιαταγάνι» ή «μάχαιρα» θεωρείται συχνά όπλο τουρκικής καταγωγής, προερχόμενο από τα δρεπανοειδή ξίφη που χρησιμοποιούνταν από αιώνες στην Ασία. Ωστόσο η άποψη μου είναι ότι πιθανώς έλκει την προέλευση του από ένα δημοφιλές αρχαίο όπλο της Μεσογείου: το σχήμα της λεπίδας του είναι σχεδόν όμοιο με εκείνο της αρχαίας «κοπίδας» ή «μάχαιρας» ή «φαλκάτας» (falcata), ένα όπλο ενδεχομένως αρχαίας μικρασιατικής προέλευσης το οποίο γνώρισε μεγάλη διάδοση στη Μεσόγειο. Πιθανώς οι Τούρκοι το παρέλαβαν από τους εντόπιους, όταν εγκαταστάθηκαν στη Μικρά Ασία κατά τους 11ο-12ο αι., εντούτοις δεν μπορούμε να αποκλείσουμε και την πιθανή τουρκική καταγωγή του.

Δεν γνωρίζω κάποια στοιχεία που να υποδεικνύουν την επιβίωση της αρχαίας κοπίδας ή κάποιας παραλλαγής της στον Βυζαντινό στρατό, ωστόσο δεν αποκλείεται να επιβίωσε μεταξύ των ατάκτων μαχίμων ή “πολιτοφυλάκων” της Αυτοκρατορίας έστω και με το μέγεθος μαχαιριού. Το γιαταγάνι ενδεχομένως εξελίχθηκε από ένα τέτοιο “καθημερινό” όπλο.

Γιαταγάνι στο οποίο φαίνεται η χαρακτηριστική απόληξη της λαβής. Ο συγκεκριμένος τύπος λαβής χρησιμοποιείται ενίοτε ως επιχείρημα υπέρ της τουρκικής προέλευσης του όπλου.
Πάλα μετρίου μεγέθους στην ξιφοθήκη της.



Οι μπαρουτόμυλοι στην Δημητσάνα

Αδελφοί Σπηλιωτόπουλου  - Ερείπιο μπαρουτόμυλου στην Δημητσάνα
 «Πολλοί Δημητσανίτες εφτιάνανε μπαρούτι. Στον Αγώνα του Εικοσιένα η Δημητσάνα ήτανε “μπαρουταποθήκη”. Τότε, οι αδελφοί Σπηλιωτόπουλοι, που ήσαντε Δημητσανίτες, ήρθανε από την Ύδρα κι εφτιάσανε  στη Δημητσάνα αρκετούς μπαρουτόμυλους. Μόλις άρχισε η επανάσταση, οι μύλοι εγινήκανε πιο πολλοί και, μάλιστα, λένε πως μπαρούτι εφτιάνανε και στα σπίτια τους ακόμα πολλοί Δημητσανίτες, εκτός από τους μπαρουξήδες που εδουλεύανε στους μύλους, και το κοπανάγανε στα χαβάνια που είχανε στο σπίτι.

Λένε πως τους δυο πρώτους μπαρουτόμυλους στη Δημητσάνα τους έφτιασε πριν από το 1770 ο μητροπολίτης Λακαιδεμόνιος Ανανίας Λαμπάρδης. Υπήρχανε πολλοί μπαρουξήδες (μπαρουτοποιοί) στη Δημητσάνα, που είχε βγει και επώνυμο Μπαρουξής.

Το υλικό για το μπαρούτι ήτανε το κάρβουνο, το νίτρο και το θειάφι. Το κάρβουνο εγινότανε από κλίματα, σπαρτά, αλλά το καλύτερο υλικό ήταν η ασφάκα (σφάκα). Το νίτρο μαζευότανε δύσκολα. Το επαίρνανε από τις ακαθαρσίες των ζώων. Το νίτρο το ονομάζανε “βοτάνι” και γι’ αυτό εκείνοι που το μαζεύανε ελεγόσαντε βοτανιαραίοι. Εμαζεύανε τη κοπριά των γιδοπροβάτων, αλλά ήτανε πολύ καλό υλικό οι κοτσιλιές από τα πουλιά και ιδίως από τα αγριοπερίστερα. Μετά από αυτή τη λεπτομέρεια να ειπούμε ότι τις ακαθαρσίες τις ερίνανε σε καζάνια κι ανάβανε και φωτιά και  με νερό αυτό έβραζε και το νίτρο έβγαινε πάνω – πάνω.

Πολλοί εμαζώχνανε το νίτρο. Μόλις το ετοιμάζανε, το παραδίνανε στην εκκλησία, για να πάρουνε την αμοιβή τους. Από την εκκλησία επηγαίνανε το νίτρο στους μπαρουτόμυλους. Το τειάφι (θειάφι) οι Δημητσανίτες το επέρνανε από τι εμπόριο. Αυτά τα τρία υλικά το νίτρο, το τειάφι και το κάρβουνο, τα εκοπανάγανε στα ξύλινα χαβάνια.
Κάθε μπαρουτόμυλος είχε το σύστημα αυτό που κοπανιότανε το μπαρούτι, δηλαδή τα χαβάνια, τα κοπάνα και τη φτερωτή.

Μουσείο Υδροκίνησης

Μουσείο Υδροκίνησης
Πάνω στη φτερωτή πέφτει το νερό με ορμή και κινάει το μύλο και έτσι ανεβοκατεβαίνουνε τα ξύλινα κόπανα και κοπανάνε τα τρία υλικά. Δηλαδή, τα κόπανα συνδέονται με ένα κεντρικό άξονα και αυτός με τη φτερωτή. Εκεί υπάρχει ένα “χωνί” (ξύλινο κωνικό βαρέλι, που η διάμετρος του στο σημείο εκροής στενεύει συστηματικά για να αυξάνεται η ταχύτητα του νερού), που μέσα σε αυτό έπεφτε με δύναμη το νερό από ψηλά κι εκίναγε τη φτερωτή. Έτσι “επέρνανε  μπρος” και τα κόπανα και ανεβοκατεβαίνανε και “εζυμώνανε” το υλικό. Κάθε μπαρουτόμυλος είχε μέχρι δεκατέσσερα γουδιά (κόπανα με τα χαβάνια). Το κάθε χαβάνι εχώραγε δέκα οκάδες. Τα χαβάνια ήσαντε στερεωμένα μέσα στο έδαφος. Οι μπαρουτόμυλοι (κόπανα, φτερωτή, άξονας κ.λπ.) εφτιαχνόσαντε με ξύλο. Στον ίδιο τόπο, εκτός από το μπαροτόμυλο, υπήρχε μια χαμωκέλα που  εβάνανε πρωτύτερα τα υλικά, μια αποθήκη που εβάνανε το μπαρούτι  μόλις εγινότανε και πιο μακρύτερα οι μπαρουξήδες είχανε το μαγειρείο τους και την τραπεζαρία τους. Εκεί εξεκουραζόσαντε.

Με τον καιρό αλλάξανε οι μπαρουτόμυλοι και το μπαρούτι έβγαινε αλλιώτικα. Είχανε πια ένα λιθάρι που γυρνάει γύρω – γύρω και λιώνει το υλικό του μπαρουτιού. Το λιθάρι εκινιότανε πάλι με τη φτερωτή κι απάνω της ερχότανε με πίεση το  νερό. Εφτιάνανε δυο λογιώνε μπαρούτι. Το ένα  ήτανε μπαρούτι κυνηγιού και το άλλο ήτανε μπαρούτι για υπονόμους (φουρνέλα).

Οι μπαρουξήδες είχανε ένα καντάρι που εζυγιάζανε τα υλικά, μεγάλες σκάφες  που εζημώνανε το μπαρούτι και κοσκινά, για να ξεχωρίζουνε ποιο μπαρούτι ήτανε για το κυνήγι και ποιο για τα φουρνέλα. Για το ξεχαβάνιασμα είχανε ξύλινες κουτάλες. Είχανε ακόμα φτυάρια, για να ανακατώνουνε το υλικό και κάτι βούρτσες, για να σκουπίζουνε το υλικό που έβγαινε έξω από τα χαβάνια και να το ξαναρίνουνε μέσα.

Το κοπανισμένο μπαρούτι μετά το λιάζανε  στις “λιάστρες” (λινά πανιά) και μετά το κοσκινάγανε οι μπαρουξήδες το εγυαλίζανε σκέτο και αργότερα με γραφίτη  (δηλαδή αρχικά βάζανε το μπαρούτι μέσα σε βαρέλι προορισμένο στον οριζόντιο άξονα της φτερωτής. Aπό τη συνεχή τριβή των κόκκων του μπαρουτιού μεταξύ τους και με την επιφάνεια του βαρελιού επιτυγχάνεται το γυάλισμα. Αργότερα μαζί με το μπαρούτι ρίχνανε στο περιστρεφόμενο βαρέλι και γραφίτη). Το μπαρούτι πια είναι έτοιμο».**

Υποσημειώσεις
 * Α. Καρδάσης, Δημητσάνα, μια δοξασμένη πόλη, Αθήνα, 1988, σελ. 386-7.
** Μαρτυρία Σπύρου Σεργόπουλου, συμπληρωμένη με στοιχεία από το Μουσείο Υδροκίνησης.
Πηγές
Δημητρίου Κ. Βαρδουνιώτου, « Καταστροφή του Δράμαλη », Εκ των τυπογραφείων Εφημερίδος ¨Μορέας¨, Εν Τριπόλει 1913.  
Δήμητρα Αγγελοπούλου, «Δημητσάνα, Λαογραφώντας τη μνήμη», εκδόσεις ergo, Αθήνα, 2006.

argolikivivliothiki.gr



Με πηγές από :
  • Το βιβλίο «Αγώνες και Άρματα», του κ.Αναστασίου Λιάσκου,-2005
  • Περικλής Δεληγιάννης:ΦΟΡΗΤΑ ΕΚΗΒΟΛΑ ΟΠΛΑ ΤΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ
  • ΑΡΓΟΛΙΚΗ ΑΡΧΕΙΑΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ
  • ΜΟΥΣΕΙΟ ΜΠΕΝΑΚΗ -ΑΘΗΝΑ
  • ΑΡΧΕΙΟ ΑΡΧΑΙΟΓΝΩΜΩΝ

 1821 Η ΠΟΡΕΙΑ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ 
Mark Lex Eros 
   BINTEO    
           

 






ΕΙΚΟΝΕΣ ΑΡΧΑΙΟΓΝΩΜΩΝ

ΓΙΑ ΝΑ ΔΕΙΤΕ ΚΑΝΟΝΙΚΑ ΤΗΝ ΕΙΚΟΝΑ ΣΤΟ ΚΙΝΗΤΟ ΚΛΙΚ ΕΠΑΝΩ ΤΗΣ