Βυζάντιο ή Ρωμανία ;


Tο ερώτημα του τίτλου δεν είναι τόσο απλό, όσο φαίνεται εν πρώτοις, παρόλο που η απάντηση του, βεβαίως, είναι εύκολη. Αν για παράδειγμα, μπορούσαμε ποτέ να ρωτήσουμε έναν υπήκοο της Αυτοκρατορίας, για την ταυτότητα του, θα μας απαντούσε, δίχως περιστροφές, πως είναι «Ρωμαίος» και ότι το κράτος του ονομάζεται «Ρωμανία». Αν πάλι του λέγαμε πως είναι «Βυζαντινός» και πως η Αυτοκρατορία αποκαλείται πλέον «Βυζάντιο», τότε σίγουρα θα έμενε με το στόμα ανοικτό. Διότι αυτός ο όρος, θα του ήταν ελάχιστα γνωστός. Ίσως, να του θύμιζε μόνο το όνομα της αρχαιοελληνικής αποικίας των Μεγαρέων, μιας μικρής πόλης που πήρε το όνομα της από τον πρώτο της οικιστή τον Μεγαρέα Βύζαντα και έτσι ονομάστηκε Βυζάντιο.
Σίγουρα θα γνώριζε, αν τύχαινε να είναι και μορφωμένος, πως η Κωνσταντινούπολη κτίστηκε από τον ιδρυτή της πάνω στα ερείπια αυτής

της μικρής πόλης. Ένα κόσμημα με πετράδια ανάμεσα σε δύο ηπείρους και σε δύο θάλασσες. Για αυτό και ο Δικέφαλος αετός που κοιτά σε ανατολή και δύση. Που σημαίνει, ότι ο αετός ο ίδιος, δηλαδή η Κωνσταντινούπολη, συμβόλιζε το διαχωριστικό άξονα ανάμεσα στους δύο κόσμους. Τόσο σημαντική ήταν για περισσότερα από 1000 χρόνια, που οριοθετούσε τα δύο ημισφαίρια του τότε γνωστού κόσμου.
Έτσι, κάθε μονομερής ισχυρισμός, από άλλους ότι ανήκουμε στη δύση και από άλλους στην ανατολή, θα έπρεπε να απορρίπτεται ως περιοριστικός και αφαιρετικός της αληθινής ταυτότητας του Έθνους μας. Διότι το Ελληνικό Έθνος ανήκει τόσο στη δύση, όσο και στην ανατολή. Είναι στο κέντρο του διαφορισμού και ταυτόχρονα σημείο αναφοράς των όσων χωρίζει, αλλά και των όσων ενώνει. Σαν το φως, που είναι εκείνο που ορίζει τις σκιές στο χώρο, και που όλα σε αυτό αναφέρονται προκειμένου να βρουν τη θέση τους και την ταυτότητα τους, ως ετερόφωτες πνευματικές υπάρξεις.
Το ελληνικό πνεύμα, είχε φτάσει μέχρι τις Ινδίες και από την άλλη πλευρά μέχρι τον Ατλαντικό ωκεανό. Πως είναι δυνατόν, λοιπόν, να θέλει να περιορίσει κάποιος τον οικουμενικό Έλληνα σε μια μονοσήμαντη διάσταση, που τον θέλει να είναι, είτε το ένα, είτε το άλλο; Σα να αναγκάζεται κάποιος, δηλαδή, να βάλει τα δύο πόδια του σε ένα παπούτσι. Είναι τόσο δύσκολο να καταλάβει κανείς, ότι μια τέτοια αφύσικη μονομέρεια, θα οδηγούσε αναπόφευκτα σε μια κρίση ταυτότητας;  Γιατί, άραγε, εγκαταλείψαμε τη σύνθεση, εμείς που ήμασταν πάντα οι καλύτεροι «συνθέτες»; Διότι και η Αυτοκρατορία τότε, μια σύνθεση ήταν, η μεγαλύτερη από όλες, έπειτα από τη σύνθεση του Ελληνισμού με τον Χριστιανισμό. Δίπολος οικουμενισμός στην τελειότερη των συνθέσεων!
Από την άλλη, αν ο κάτοικος της Αυτοκρατορίας, ζούσε στην Κωνσταντινούπολη, τότε σίγουρα, θα ήταν ελληνικής καταγωγής και θα μας απαντούσε αφοπλιστικά, πως εκτός από «Ρωμαίος» είναι Έλληνας και επίσης Γραικός. Όλα αυτά, όμως, που για τον μεσαιωνικό Έλληνα της Αυτοκρατορίας, έμοιαζαν τόσο απλά και ξεκάθαρα, στη δική μας εποχή, 6 αιώνες μετά, μοιάζουν τόσο μπερδεμένα, που ευκολότερα θα κατανοούσε κανείς το Πυθαγόρειο θεώρημα, παρά τους όρους «Ρωμαίος», «Ρωμανία», «Έλλην», «Γραικός», «Βυζάντιο», «Βυζαντινός» και τη μεταξύ τους σχέση. Ξεχάσαμε πως γίνονται πια οι συνθέσεις.
Ας επιχειρήσουμε, όμως, να βρούμε την άκρη του ιστορικού νήματος. Πολύ πριν από τον Μ. Κωνσταντίνο, η ιδέα της «Ρώμης» είχε αρχίσει να διαχωρίζεται από την Αιώνια Πόλη του Τίβερη. Έτσι, μετά από την απόδοση πλήρων πολιτικών δικαιωμάτων σε κάθε κάτοικο της αυτοκρατορίας, το «Ρωμαίος» σήμαινε πια τον Ρωμαίο πολίτη, όπου και αν ζούσε και ανεξάρτητα από την εθνική του καταγωγή (1). Μετά από χρόνια, οι άνθρωποι στον ελλαδικό χώρο, αναφερόμενοι στην Αυτοκρατορία, άρχισαν να χρησιμοποιούν όλο και πιο σπάνια (το Λατινικό) «Imperium Romanorum» (Κράτος των Ρωμαίων) και συχνότερα το «Ρωμανία» (Χώρα των Ρωμαίων), έχοντας επίγνωση πως ο όρος «Ρωμαίος», είναι δηλωτικός μόνο της κρατικής-πολιτικής τους οντότητας και ότι οι ίδιοι δεν ήταν Ρωμαίοι στην καταγωγή, αλλά εθνικά Έλληνες.
Ωστόσο, η χρήση του ονόματος «Ρωμαίοι» δεν εγκαταλείφθηκε ποτέ, για ευνόητους 

ΕΙΚΟΝΕΣ ΑΡΧΑΙΟΓΝΩΜΩΝ

ΓΙΑ ΝΑ ΔΕΙΤΕ ΚΑΝΟΝΙΚΑ ΤΗΝ ΕΙΚΟΝΑ ΣΤΟ ΚΙΝΗΤΟ ΚΛΙΚ ΕΠΑΝΩ ΤΗΣ