ΟΙ ΕΠΙΡΡΟΕΣ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΣΤΟ ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΟ ΔΥΤΙΚΟ ΚΟΣΜΟ


Κ. Ι. Γιαννακόπουλος
Πολύ  συχνά βεβαιώνεται πως από την πολιτιστική πλευρά το κύριο λειτούργημα του Βυζαντίου ήταν να υπηρετήσει, για πάνω από χίλια χρόνια, σαν έπαλξη της Χριστιανοσύνης ενάντια στους άπιστους εισβολείς και εκτελώντας αυτό το έργο να διατηρήσει για τον κόσμο την πνευματική και τη φιλοσοφική κληρονομία της αρχαίας Ελλάδας(1).

 Δεν υπάρχει βέβαια αμφιβολία για τη σπουδαία υπηρεσία που πρόσφερε το Βυζάντιο σαν συντηρητής της ελληνικής μαθήσεως. Στο κάτω της γραφής η ελληνική γλώσσα κι η φιλολογία είχαν κατ’ ουσία εξαφανιστεί από την γερμανοκυριαρχούμενη Δύση στη διάρκεια της εποχής που ονομάστηκε τα «Σκοτεινά Χρόνια».




Αλλά το Βυζάντιο ήταν το δίχως άλλο κάτι περισσότερο από ένας παθητικός θεματοφύλακας του αρχαίου πολιτισμού. Αντίθετα, καθώς αναπτυσσόταν η παιδεία του, αντικατόπτριζε ένα αξιοσημείωτο κράμα, όχι μόνο της φιλοσοφίας και της φιλολογίας της Ελλάδας, αλλά και των
θρησκευτικών ιδεωδών της Χριστιανοσύνης -η οποία στην Ανατολή ακολούθησε μία εξέλιξη σημαντικά διαφορετική από κείνη της λατινικής Δύσης- και τρίτο, κάποια έξοχη μυστικιστική ποιότητα, που μπορεί τουλάχιστον το ένα μέρος της ν’αποδοθεί στις διάφορες επιρροές της Συρίας, της Αιγύπτου, των Εβραίων και ακόμα και της Περσίας. Αυτά τα τρία στοιχεία, ο ελληνορωμαϊκός κλασικισμός (περιέχεται και η διοικητική παράδοση της Ρώμης), ο βυζαντινός τύπος της Χριστιανοσύνης και εκείνα που μπορούμε να αποκαλέσουμε το ανατολικό συνθετικό, συγχωνεύτηκαν από τους Βυζαντινούς σε μια μοναδική και βιώσιμη σύνθεση, που έκανε την Κωνσταντινούπολη, τουλάχιστον ως το 1304, την πολιτιστική πρωτεύουσα όλης της Χριστιανοσύνης. Αυτό το πολυπρόσωπο αμάλγαμα, όπως θα προσπαθήσουμε να δείξουμε, κατέστησε ικανό το Βυζάντιο να παίξει ένα πολύ πέρα από ασήμαντο ρόλο στη διάρθρωση του Δυτικού Πολιτισμού(2).



 



Το να αναλύσουμε τώρα τη βυζαντινή πολιτιστική επιρροή στη Δύση είναι σύνθετο πρόβλημα που καλύπτει περισσότερο από χίλια χρόνια ιστορίας και περιλαμβάνει, με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο, τις περισσότερες χώρες της Ευρώπης. Ίσως να μπορούσε κανένας με εύκολες γενικότητες να πει πως η δυτική κλίση, του λιγότερο ανεπτυγμένου δυτικά πολιτισμού, ήταν να αντλήσει ή να επηρεαστεί από τον πιο σύνθετο και τον πιο κοσμογνωρισμένο βυζαντινό. Όμως δεν πρέπει να λησμονήσουμε πως καθώς αναπτυσσόταν η μεσαιωνική περίοδος, το Βυζάντιο και η Δύση αποξενώνονταν όλο και περισσότερο -ίσως πραγματικά από τον Θ' αιώνα να είχαν γίνει δύο διαφορετικοί κόσμοι(3)- και πως πολλοί δυτικοί, ιδιαίτερα εκείνοι που δεν έρχονταν σε άμεση επαφή με την Ανατολή, δεν ήταν δεκτικοί των βυζαντινών επιρροών.

Το να επιδείξουμε μια οριστική ισχυρή πολιτιστική επίδραση της χριστιανικής Ανατολής στη Δύση, μπορεί καμιά φορά να είναι μάλλον δύσκολο ακόμα και απατηλό, ιδιαίτερα σχετικά με αυτά τα πεδία που είναι λιγότερο χειροπιαστά στη φύση τους ή που η απόδειξη που παραμένει δεν είναι αρκετή. Για να μπορέσουμε λοιπόν να διαπραγματευτούμε το θέμα πατώντας σε όσο πιο πολύ γίνεται στέρεο έδαφος, και ταυτόχρονα να παρουσιάσουμε σαν αναφορά ένα είδος ιστορικού πλαισίου, να εξετάσουμε πρώτα τα σημεία της πραγματικής φυσικής επαφής ανάμεσα στο Βυζάντιο και τη λατινική Δύση στη διάρκεια του Μεσαίωνα, δηλαδή τα καθορισμένα κανάλια μέσα από τα οποία η πολιτιστική αναμετάδοση μπορούσε και φαίνεται πως πραγματικά σημειώθηκε. Ύστερα, αφού καθορίσουμε και βεβαιώσουμε αυτό το πρότυπο των επαφών, θα προχωρήσουμε στο κύριο τμήμα του δοκίμιου και θα εξετάσουμε, όσο το επιτρέπει ο χρόνος, επιλεγμένα πολιτιστικά πεδία, όπου μπορεί να βεβαιωθεί πως οι Βυζαντινοί επηρέασαν το δυτικό πολιτισμό -φιλοσοφία, επιστήμη, δίκαιο, πολιτική θεωρία και διπλωματία, μουσική, τέχνη και εκείνα που είναι λιγότερο γνωστά αλλά σημαντικά, όπως η θρησκευτική ευσέβεια, η άσκηση του έμπορίου και ο πιό εξευγενισμένος τρόπος ζωής.

EΝΩ στην αρχή αποτελούσαν τα δύο μισά της αρχαίας Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, η Ανατολική (Βυζαντινή) και η Δυτική (Λατινική) περιοχή στους πρώτους αιώνες της χριστιανικής εποχής και οι δύο είχαν ορισμένα κοινά πολιτιστικά σημεία, τη χριστιανοσύνη και την ελληνορωμαϊκή παράδοση. Στην Ανατολή, παρ’όλα αυτά, το ελληνικό στοιχείο εξακολούθησε από την Ελληνιστική περίοδο και πέρα να υπερισχύει, ενώ στη Δύση επεκράτησαν η λατινική γλώσσα και ο πολιτισμός της. Ακόμα, ενώ η Ανατολή διατήρησε στην ουσία αδιάκοπη τη συνέχιση της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας -ως τα 1453 οι Βυζαντινοί εξακολούθησαν ν’αποκαλούν τους εαυτούς τους Ρωμαίους και όχι Έλληνες(4)- οι δυτικές περιοχές κατακτήθηκαν νωρίς από τους Γερμανούς εισβολείς και με το κύλισμα του χρόνου το γερμανικό στοιχείο εκτόπισε σε βάθος στη Δύση το πιο εξευγενισμένο ελληνορωμαϊκό. Αυτή η εμφάνιση της δυνατής γερμανικής πιέσεως στην πολιτιστική σύνθεση της Δύσης έρχεται σε αντίθεση, με τη βυζαντινή σύνθεση, που περιέλαβε ένα ανατολικό συνθετικό που απουσίαζε από τη Δύση.


Τον ΣΤ' αιώνα, όταν αυτοκρατόρευε ο Ιουστινιανός, το Βυζάντιο ανακατέλαβε μεγάλο τμήμα της Ιταλίας και εγκαθίδρυσε εκείνο που πήρε το όνομα Εξαρχάτο της Ραβέννας, γεγονός που πάλι έφερε μια σημαντική περιοχή της Δύσης σε άμεση εξάρτηση από το Βυζάντιο. Tο Εξαρχάτο -κι αυτό περιελάμβανε την πόλη της Ρώμης- παρέμεινε στα χέρια των Βυζαντινών ως το 771, όταν τελικά η Ραβέννα κατακτήθηκε από τους Νορμανδούς(5). Πριν από την πτώση της όμως η Ραβέννα είχε γίνει κέντρο ακτινοβολίας της πολιτιστικής βυζαντινής επιρροής, ιδιαίτερα σχετικά με τη βυζαντινή τέχνη και τη διασπορά του βυζαντινού, δηλαδή του ρωμαϊκού δικαίου.

Πιο σπουδαίες για τις μελέτες μας είναι οι περιοχές της Σικελίας και της Νότιας Ιταλίας, που ήταν βυζαντινές επαρχίες ως τον Θ' αιώνα η μία, ως τον ΙΑ' η άλλη. Εκείνο που βοήθησε στη διατήρηση -μερικοί μελετητές προτιμούν την «επανεγκατάσταση»- της ελληνικοποιήσεως αυτής της περιοχής, ιδιαίτερα στη Νότια Ιταλία μετά την περίοδο της αρχαιότητας, ήταν τα επανειλημμένα κύματα από Έλληνες εξόριστους που μετανάστευσαν από την Ανατολή.

 Έτσι τον Ζ' αιώνα πρόσφυγες από τη Συρία, την Παλαιστίνη και την Αίγυπτο κατέφυγαν στην Νότια Ιταλία (ιδιαίτερα στην Καλαβρία) μπρος στις επιθέσεις των Αράβων. Και στον Η' και στον Θ' αιώνα, σύμφωνα με ορισμένους μελετητές, 50.000 μοναχοί της Ανατολής, και σε μικρότερο βαθμό ιερωμένοι, έφτασαν στην Καλαβρία για να γλυτώσουν από τους διωγμους που είχαν εξαπολύσει οι εικονοκλάστες βυζαντινοί αυτοκράτορες.

Αν η ελληνική γλώσσα που μιλάει ο πληθυσμός της νότιας Ιταλίας έρχεται από την αρχαία Ελλάδα ή την Μάγκνα Γκρέτσια, ή ήταν το αποτέλεσμα της βυζαντινής επιρροής που ακολούθησε, εδώ θα το αντιπαρέλθουμε. Tο σημαντικό σημείο είναι πως στον ΙΑ' αιώνα τμήματα της νότιας Ιταλίας, πρωταρχικά η Καλαβρία, είχαν σχεδόν απόλυτα βυζαντινοποιηθεϊ, τόσο στην παιδεία όσο και στην θρησκεία(6), και ως τον ΙΕ' αιώνα θα είναι τα κύρια προχωρημένα φυλάκια της βυζαντινής επιρροής στη Δύση.

Ακόμα και η αραβική κατάκτηση της Σικελίας στο Θ' αιώνα δεν έφερε το τέλος της ελληνικής επιρροής στο νησί. Γιατί οι Άραβες ήταν γοητευμένοι από την αρχαία Ελλάδα, και σε πολύ μικρότερο βαθμό από την βυζαντινή επιστήμη και τη φιλοσοφία. Πραγματικά, όταν ύστερα, στα τέλη του ΙΑ' αιώνα, οι Νορμανδοί εισβολείς κατέλαβαν από τους Άραβες το νησί, η ελληνοβυζαντινή παιδεία εξακολούθησε να είναι ζωτικό στοιχείο του πολιτισμού της Σικελίας.

Κάτω από τον Νορμανδό βασιλιά Ρογήρο Β΄ και τους διαδόχους του π.χ. η Σικελική καγκελαρία χρησιμοποιούσε τρεις επίσημες γλώσσες: τα λατινικά, τα ελληνικά και τα αραβικά. Ακόμα οι Νορμανδοί διόριζαν υπουργούς μορφωμένους Έλληνες, όπως τον Ευγένιο τον Εμίρη, και τον πιο ονομαστό Ερρίκο Αρίστιππο, που την εποχή που η δυτική Ευρώπη ήξερε μόνον ένα απόσπασμα από τους διαλόγους του Πλάτωνα, τον Τίμαιο, μετέφρασε στα λατινικά δύο ακόμα έργα του Πλάτωνα.
Παρ’όλο που οι σχέσεις ανάμεσα στο Βυζάντιο και τη Νορμανδική Σικελία ήταν γενικά εχθρικές, γνωρίζουμε ότι συχνά αντάλλαζαν δώρα oι κυβερνήτες τους και μερικές φορές μέσα στα δώρα ήταν πολύτιμα ελληνικά χειρόγραφα φιλοσοφικού ή επιστημονικού περιεχομένου, όπως ο περίφημος «Αλμάγεστος» του Πτολεμαίου(7).

Μέσα στους πρώτους Ιταλούς που είχαν ενεργό εμπορική επαφή με την Κωνσταντινούπολη -και οι Ιταλοί ήταν προορισμένοι να έχουν τις στενώτερες οικονομικές σχέσεις με την Ανατολή -ήταν oι πολίτες του Αμάλφι στη Νότιο Ιταλία. Τα πολιτιστικά αποτελέσματα αυτής της επαφής του Αμάλφι δύσκολα μαρτυριούνται, παρ’όλο που ξέρουμε π.χ. πως στον ΙΑ' αιώνα η πλούσια οικογένεια του Αμάλφι των Πανταλεόνε, που κατοικούσαν στην Κωνσταντινούπολη, είχαν μεταφέρει στο Αμάλφι, για να τοποθετηθούν στον καθεδρικό ναό της πόλης, μεγαλοπρεπείς ορειχάλκινες θύρες που είχαν χυθεί στο Βυζάντιο.

 Οι ναυτικές πόλεις της Ιταλίας που ανέτειλαν, η Γένοβα και η Πίζα, ακολούθησαν το παράδειγμα του Αμάλφι και τον ΙΒ' αιώνα είχαν εγκαταστήσει στην καρδιά της Κωνσταντινουπόλεως ουσιώδεις συνοικίες για να κατοικούν οι έμποροί τους. Η κάθε κοινότητα είχε λατινική εκκλησία για τις ανάγκες των κατοίκων της και παρ’όλο που οι πηγές, που κύρια διαπραγματεύονται την δραστηριότητα των εμπόρων(8), δεν μας δίνουν αρκετά παραδείγματα πολιτιστικής ανταλλαγής με τους Έλληνες, μπορούμε να αναφέρουμε τα ονόματα ανθρώπων διανοουμένων από την Πίζα, όπως τον Βουργούνδιο της Πίζας, τον Λέοντα Τούσκο και τον αδελφό του Ούγο Ετεριάνο(9). Αυτοί δεν ενδιαφέρονταν μόνο για την ελληνική φιλοσοφία, αλλά και για κάτι που είναι πιο εντυπωσιακό σ’αυτή την περίοδο της λατινικής υποψίας απέναντι στην ελληνική εκκλησία: για τις βυζαντινές εκκλησιαστικές γραφές.

Από τις πολλες εμπορικές ιταλικές παροικίες στην Ανατολή η πιο σπουδαία ήταν αναμφίβολα εκείνη της Βενετίας. Τουλάχιστον από τον Θ' αιώνα οι Ενετο-βυζαντινές σχέσεις ήταν πολύ στενές, ο Δόγης είχε πάρει τον τίτλο του «Πρωτοσεβαστού» και μια αρκετά υψηλή θέση στην αυτοκρατορική βυζαντινή ιεραρχία των τίτλων. Σε αντάλλαγμα της ενετικής ναυτικής βοήθειας ενάντια στους εχθρούς του Βυζαντίου, ο Έλλην βασιλιάς είχε εγκρίνει την εγκατάσταση ενετικής αποικίας στην καρδιά της Κωνσταντινουπόλεως, στο μήκος του Χρυσού Κέρατος, και οι πολίτες της γρήγορα εξαιρέθηκαν από κάθε μορφή φόρου και ακόμη και από το αυτοκρατορικό βυζαντινό δίκαιο -έτυχαν δηλαδή όπως θα λέγαμε σήμερα ετεροδικίας. Τον ΙΒ' αιώνα αυτή η παροικία αριθμούσε 20.000 άτομα μέσα στις 800.000 ή το 1.000.000 του συνόλου της Κωνσταντινουπόλεως(10).

Η αντίθεση με την ίδια τη Βενετία, που υπολογίζεται πώς είχε 64.000 κατοίκους στα 1170, και με το Παρίσι που ήταν τότε η μεγαλύτερη δυτική πόλη με πληθυσμό λιγότερο από 100.000, είναι αξιοσημείωτη(11).

Είναι μάλλον βέβαιο πως οι Βενετοί πάροικοι, έχοντας την νοοτροπία του εμπόρου, σπάνια ενδιαφέρονταν για οτιδήποτε άλλο πέρα απ’το εμπορικό κέρδος. Έτσι έμαθαν να μιλούν αρκετά ελληνικά ώστε να μπορούν να κάνουν τις συναλλαγές τους. Αυτά όμως ήταν τα ελληνικά που μιλούσε ο λαός (η κοινή γλώσσα της Ανατολής) και δεν ήταν κατά κανόνα αρκετά για να τους επιτρέπουν να διαβάζουν τα κλασικά έργα ή ν’ανταλλάσσουν ιδέες σε υψηλότερο διανοητικό επίπεδο. (Η γραπτή ελληνική γλώσσα των βυζαντινών διανοούμενων κύκλων ήταν διαφορετική από την κοινή καθομιλουμένη).
 Υπάρχουν, εξαιρέσεις όπως η περίπτωση του διάσημου Ιάκωβου της Βενετίας, που κάποιος σύγχρονος μελετητής πιστεύει πως ήταν Έλληνας που ζούσε στη Βενετία. Ο Ιάκωβος μετέφρασε τα «Ηθικά» του Αριστοτέλη στα λατινικά και έκανε τον διερμηνέα στις εκκλησιαστικές συζητήσεις μπροστά στο ελληνικό αυτοκρατορικό δικαστήριο, πάνω σε θέματα που παρουσιάζονταν ανάμεσα στη λατινική και την ελληνική εκκλησία. Αυτές οι περιπτώσεις θα πρέπει οπωσδήποτε να έδωσαν ευκαιρία για πολιτιστικές ανταλλαγές(12).

Εκείνο όμως που έφερε το λαό της Δύσης και τους Βυζαντινούς σε άμεση επαφή σε μεγαλύτερη κλίμακα, ήταν η τεράστια κίνηση των σταυροφοριών, που άρχισε στο τέλος του ΙΑ' αιώνα. Ολόκληρες δυτικές στρατιές πέρασαν μέσα από την Κωνσταντινούπολη, πηγαίνοντας στους Άγιους Τόπους, και χιλιάδες προσκυνητές τράπηκαν στ’Ανατολικά, μέσα πάλι απ’την Κωνσταντινούπολη, και όλοι είδαν τον πιο πλούσιο και πιο κοσμοπολίτικο τρόπο ζωής των Ελλήνων του Μεσαίωνα.

Αναπόφευκτα, ζήλειες κι ανταγωνισμοί ανάμεσα στους δύο λαούς άρχισαν να εξελίσσονται και με το κύλισμα του χρόνου να δυναμώνουν. Το συντριπτικό αποκορύφωμα σημειώθηκε στα 1204 με την ονομαστή Δ' σταυροφορία, όταν οι δυτικές στρατιές, οδηγημένες από τους Ενετούς, άλλαξαν την πορεία της σταυροφορίας, και αντί να πάνε στα Ιεροσόλυμα έφτασαν στην Κωνσταντινούπολη και κατέκτησαν την βυζαντινή πρωτεύουσα.
 Ύστερα από βάρβαρη λεηλασία τριών ημερών, ένας τρομακτικός αριθμός λείας -άγια λείψανα που είχαν σχέση με τη ζωή του Χριστού και των Αγίων, πολύτιμα χειρόγραφα, αργυροί και χρυσοί θρησκευτικοί θησαυροί και αναρίθμητα έργα τέχνης -αρπάχτηκε από αυτή την πιο πλούσια από τις χριστιανικές πόλεις και κουβαλήθηκε στη Δύση, για να στολιστούν οι εκκλησίες της και τα ανάκτορά της. Η απαρίθμηση αυτής της λείας και η νέα αρίθμηση εκείνων που αρπάχτηκαν γεμίζουν αρκετούς τόμους στο έργο ενός γνωστού Γάλλου μελετητή της ιστορίας της χριστιανικής Ανατολής στίς σταυροφορίες(13).

Αποτέλεσμα της Δ' σταυροφορίας ήταν η εγκαθίδρυση λατινικής αυτοκρατορίας πάνω στα ερείπια του βυζαντινού κράτους. Έγιναν προσπάθειες από τους δυτικούς κατακτητές, και ιδιαίτερα από τον Πάπα, να εκλατινίσει τον ελληνικό λαό με τον υποχρεωτικό προσηλυτισμό στη ρωμαϊκή πίστη. Αλλ’αυτή η ανόητη πολιτική, όπως ήταν αναμενόμενο, προκάλεσε την βίαιη αντίδραση του συνόλου του ελληνικού λαού. Η λατινική αυτοκρατορία διατηρήθηκε ως το 1261, οπότε η Κωνσταντινούπολη ανακτήθηκε από τους Έλληνες(14). Τότε η ενετική επιρροή, που ως εκείνη τη στιγμή ήταν η πιο σπουδαία, ελαττώθηκε και αντικαταστάθηκε από την Γενοβέζικη, γιατί οι Γενουάτες ήταν τότε σύμμαχοι με τους Βυζαντινούς.

Οι Ενετοί όμως κατόρθωσαν να ανακτήσουν τον έλεγχο σε ορισμένες από τις ελληνικές παροικίες τους στην Ανατολή -σε αρκετά σημεία στην Πελοπόννησο, στα νησιά του Αιγαίου και ιδιαίτερα στο μεγάλο νησί της Κρήτης. Με την πρόοδο των Οθωμανών Τούρκων στα βυζαντινά εδάφη της Μικρασίας τον ΙΔ' και τον ΙΕ' αιώνα, η ελληνική εχθρότητα απέναντι στους Λατίνους άρχισε αναγκαστικά να μαλακώνει. Και στην πραγματικότητα μερικοί βυζαντινοί, ιδιαίτερα απ’τον αυλικό κύκλο, άρχισαν να βλέπουν τη Δύση σαν τη μοναδική πηγή πιθανής βοήθειας ενάντια στους Τούρκους, και ακόμα αργότερα, ακόμη και σαν τόπο που θα μπορούσαν να καταφύγουν από την τουρκική κυριαρχία(15).

Πρωτύτερα, και τουλάχιστον για ένα αιώνα μετά το 1453, μεγάλος αριθμός από Έλληνες -μια αληθινή διασπορά διανοουμένων, εμπόρων, μισθοφόρων και άλλων- έτρεξε στη Δύση και πολλοί απ’αυτούς ζήτησαν άσυλο στη Βενετία. Στα τέλη του ΙΕ' αιώνα υπήρχε μια πολύ ουσιαστική ελληνική παροικία εγκατεστημένη σ’αυτή την πόλη. Αυτή στην πραγματικότητα ήταν η μεγαλύτερη παροικία από Έλληνες που εγκαταστάθηκε στη Δύση μετά το 1453. Οι Έλληνες αυτής της κοινότητος πήραν το δικαίωμα να κτίσουν εκκλησία και είχαν στην κατοχή τους μια μεγάλη αποβάθρα, ή σκάλα, σ’ένα σημαντικό κανάλι της Βενετίας, για το φόρτωμα και την αποστολή εμπορευμάτων στο εξωτερικό. Θα δούμε πως από την πολιτιστική σκοπιά αυτοί oι Έλληνες πρόσφυγες στη Δύση ήταν να παίξουν σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη της ουμανιστικής γνώσης στην Αναγέννηση(16).

Δεν υπάρχει χρόνος παρά για μια σύντομη αναφορά για τα διάφορα άλλα ιταλικά κέντρα που επηρεάστηκαν ή αντανακλούσαν την βυζαντινή επιρροή στη διάρκεια του Μεσαίωνα. Θα πρέπει να σημειώσουμε βέβαια και πάλι την παπική πρωτεύουσα, τη Ρώμη, που μετά την πτώση της Ραβέννας και ολόκληρο τον Μεσαίωνα είχε στενούς δεσμούς με τους Βυζαντινούς ή τις βυζαντινές ιδέες. Μεγάλη κοινότητα από Έλληνες μοναχούς φαίνεται πως είχε ζήσει πάντα στη Ρώμη και ως τον Γ' αιώνα τα ελληνικά ήταν η γλώσσα της ρωμαϊκής λειτουργίας. Ακόμη, στο τελευταίο τμήμα του Ζ' αιώνα και στις αρχές του Η' πολλοί από τους ίδιους τους Πάπες -11 ή 13 για να είμαστε πιο συγκεκριμένοι- ήταν Έλληνες ή Σύριοι στην καταγωγή και συμμερίζονταν τις πολιτιστικές ροπές της Ανατολής(17).

Κι άλλες δυτικές περιοχές πιο απόμακρες από την Ανατολή ήταν εκείνη ή κάποια άλλη εποχή σε άμεση επαφή με το Βυζάντιο. Στις αρχές του Θ' αιώνα η γερμανική αυλή του Καρλομάγνου στο Άαχεν ήταν εκτεθειμένη σε σημαντική βυζαντινή επιρροή, όπως ξέρουμε από την αρχιτεκτονική μαρτυρία του παρεκκλήσιου των ανακτόρων, όπως κι από ορισμένα βυζαντινά έργα τέχνης και υφαντά που βρίσκονται ακόμα εκεί. Τον Ι' αιώνα μια ακόμα ισχυρότερη βυζαντινή επιρροή έγινε αισθητή στη γερμανική αυλή σαν αποτέλεσμα του γάμου του μελλοντικού αυτοκράτορα του Αγίου Ρωμαϊκού κράτους Όθωνα του Β' με τη βυζαντινή πριγκήπισσα Θεοφανώ. Τόσο ποτίστηκε ο νεαρός γιος τους, ο κατά το μισό Έλληνας Όθων ο Γ' , από τα βυζαντινά πολιτικά ιδεώδη, που υιοθέτησε βυζαντινούς τίτλους για την αυλή του και οραματίστηκε την επανένωση της Ανατολής και της Δύσης σε μια αυτοκρατορία όμοια μ’εκείνη του Ιουστινιανού(18).

Παρόμοια, ακούμε πως υπήρχε σε διάφορες εποχές επικοινωνία Ελλήνων εμπόρων ή μοναχών με την πρώιμη μεσαιωνική Γαλλία, με τη Ναρβόνη π.χ.(19). Και στους ύστερους μεσαιωνικούς χρόνους, oι Γάλλοι σταυροφόροι θα έφερναν πίσω από τη βυζαντινή Ανατολή έργα τέχνης, νέες ιδέες και διαφορετικούς τρόπους τεχνικής κτισίματος, που η υιοθέτησή τους βοήθησε σιγά-σιγά στο να εξευγενιστεί η ζωή τους. Επειδή υπήρχε μεγάλη απόσταση από το Βυζάντιο στην Αγγλία, η βυζαντινή επιρροή στην 'Αγγλία ήταν ίσως η λιγότερο διεισδυτική από όλες. Αλλά σποραδικά ίχνη αυτών των επιρροών παραμένουν, όπως π.χ. στην ύστερη Αγγλοσαξωνική και Νορμανδική χρήση του αυτοκρατορικού βυζαντινού τίτλου «βασιλέας», που τον έδιναν στους βασιλείς τους, και στις γλυπτές πέτρες του Νορθούμπερλαντ του Ζ' αιώνα, που είναι τόσο παράξενα βυζαντινές σε αίσθημα και εκτέλεση. H έμπνευση πιθανά ήρθε από την Ανατολή και ίσως όχι από το διάμεσο της αγγλικής επαφής με τη Ρώμη(20).

Υπήρχε μία δυτική περιοχή, η Ισπανία, όπου η επιρροή της ελληνικής και σε μικρότερο βαθμό της βυζαντινής φιλοσοφίας και επιστήμης ήταν κεφαλαιώδους σημασίας, εξ αιτίας της επιδράσεώς τους στη δυτική παιδεία σα σύνολο. Αυτές οι επιρροές όμως ήρθαν με το διάμεσο όχι των βυζαντινών αλλά ενός άλλου λαού, των Αράβων. Τα πρώτα χρόνια της ισλαμικής επεκτάσεως, οι Άραβες είχαν έρθει σ’επαφή με αιρετικούς Νεστοριανούς και Μονοφυσίτες πρόσφυγες από τη βυζαντινή Ανατολή και απ’αυτούς κινήθηκε το ενδιαφέρον τους για την αρχαία ελληνική φιλοσοφία και επιστήμη, ιδιαίτερα του Αριστοτέλη. Αυτά τα ελληνικά έργα τα έφεραν μαζί τους οι Άραβες στην Ισπανία και απ’αυτήν την περιοχή του ΙΒ' και του ΙΓ' αιώνα ο κύριος όγκος του Αριστοτέλη και των άλλων ελληνικών επιστημονικών διατριβών ήρθαν πίσω στη χριστιανική Δύση με τα αποτελέσματα που θα σημειώσουμε σε λίγο(21).

Αυτές ήταν λοιπόν οι κυριότερες εστίες, άμεσες ή έμμεσες, για την υποδοχή και την διάχυση του βυζαντινού πολιτισμού στο δυτικό κόσμο.Τώρα που σημειώσαμε τις κύριες δομές της πιθανής μεταδόσεως και παραθέσαμε κατά την πορεία μια ιστορική ανασκόπηση, ας συγκεντρώσουμε την προσοχή μας σε ορισμένα διαλεγμένα πεδία της παιδείας και του πολιτισμού, για να δείξουμε σε κάθε περίπτωση ποια φαίνεται πως ήταν η βυζαντινή συνεισφορά.








ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΚΑΙ ΕΠΙΣΤΗΜΗ

ΠΡΩΤΑ ας μελετήσουμε τη σπουδαία περιοχή της φιλοσοφικής και επιστημονικής σκέψης. Σύμφωνα με το διάσημο Γάλλο μελετητή Ετιέν Ζιλσόν, η δυτική μεσαιωνική και αναγεννησιακή διανοητική σκέψη πέρασε πολύ βασικές κρίσεις στη διάρκεια της εξελίξεώς της• και οι δύο κρίσεις σημειώθηκαν κάτω από το βάρος της επανεισαγωγής της ελληνικής φιλοσοφίας. Πρώτα στον ΙΒ' και στον ΙΓ' αιώνα με την υποδοχή του Αριστοτέλη από την αραβική Ισπανία, και ύστερα τον ΙΕ' αιώνα, όταν μεταδόθηκε στη Δύση ένα ενδιαφέρον για τον Πλάτωνα, μετά την άφιξη στη Φλωρεντία βυζαντινής αποστολής για να διαπραγματευθεί την θρησκευτική ένωση με τη Ρώμη(22). Τώρα βέβαια δεν μπορούμε να πούμε πως η γνώση της ελληνικής γλώσσας αυτή καθ’εαυτή ήταν απαραίτητη για την πρόοδο της παιδείας. Στο κάτω της γραφής και τα κλασικά λατινικά ήταν επίσης μία εύκαμπτη και πολύ εκφραστική γλώσσα. Αλλά σημασία έχει το γεγονός πως η παραδοχή των αρχαίων ελληνικών φιλοσοφικών έργων έφερε μαζί της το μέγιστο δώρο της αρχαίας Ελλάδας στον κόσμο -την έμφαση στη φυσική λογική. Την περίοδο που είχε ονομαστεί σκοτεινή, αυτή η στάση ερχόταν σε απόλυτη αντίθεση με το ανερεύνητο προληπτικό Weltanschauung της Δύσης σχετικά με τη φύση και τον κόσμο. Έτσι είναι καθαρό το πόσο βαθιά θα τραυματίστηκαν οι πιο σκεπτόμενοι δυτικοί άνθρωποι, όταν ξαφνικά γνώρισαν το έργο του Αριστοτέλη με την πειστική του ερμηνεία του κόσμου, που στηρίζεται μόνο στη λογική χωρίς ν’αναφέρεται καθόλου στα υπερφυσικά στοιχεία του χριστιανισμού.

Αλλ’όπως κι αλλού παρατηρήσαμε, η Αριστοτελική φιλοσοφία και επιστήμη που ήλθαν στην Δύση τον ΙΒ' αιώνα, δεν ήλθαν κατ’ευθείαν από το Βυζάντιο αλλά μέσω των Αράβων της Ισπανίας. Η ουσία είναι πως αυτή η Αριστοτελική σκέψη ήταν χρωματισμένη από μουσουλμανικές θεολογικές ερμηνείες, που, πέρα από το ότι δεν ήταν χριστιανικές (όπως το ζήτημα της αιωνιότητας της ύλης), μερικές φορές είχαν μπερδέψει τον Αριστοτελισμό με νεοπλατωνικές απόψεις(23). Μόνο μετά την λατινική κατάκτηση της Κωνσταντινουπόλεως στα 1204 τα περισσότερα από τα πρωτότυπα κλασικά κείμενα του Αριστοτέλη και άλλων επιστημονικών συγγραφέων, χωρίς να έχουν στο πλείστο τους παραλλαγές, έγιναν προσιτά στους δυτικούς μελετητές. Είναι καταπληκτικό δείγμα της δυσπιστίας που έτρεφαν oι Δυτικοί για τους Έλληνες σχισματικούς, όπως έλεγαν τους Βυζαντινούς, το ότι για πολύ καιρό oι Δυτικοί πραγματικά προτιμούσαν την από δεύτερο ή και τρίτο χέρι αραβική απόδοση του Αριστοτέλη από την καθαρότερη απόδοση που μπορούσαν να δώσουν oι Βυζαντινοί.

Η εισαγωγή του «μουσουλμάνου Αριστοτέλη» από την Ισπανία δημιούργησε τέτοια αίσθηση στους δυτικούς διανοούμενους κύκλους, που ο Πάπας, επειδή αισθάνθηκε κάποιο κίνδυνο για την εκκλησία, υποχρεώθηκε να απαγορεύσει την ανάγνωση ορισμένων σημείων του φιλόσοφου στο Πανεπιστήμιο του Παρισιού, που ήταν τότε το κύριο κέντρο των θεολογικών σπουδών στη Δύση. Αλλ’όπως συνηθισμένα συμβαίνει με αυτή τη μορφή της λογοκρισίας, η απαγόρευση δεν μπόρεσε να εφαρμοσθεί. Oι Λατίνοι μελετητές, ζαλισμένοι από τον πλούτο του νέου υλικού του Αριστοτέλη και άλλων Ελλήνων συγγραφέων, απλούστατα αρνήθηκαν να υπακούσουν. Και τελικά ο μεγάλος Δομινικανός Θωμάς Ακουϊνάτος ορίστηκε να ελαττώσει τον κίνδυνο, καταβάλλοντας προσπάθεια να συμφιλιώσει την αριστοτελική κοσμολογία μ’εκείνη της καθολικής χριστιανοσύνης με αποτελέσματα που είναι πολύ γνωστά.

Αξίζει να σημειωθεί πως πεντακόσια ολόκληρα χρόνια πριν από τον Άγιο Θωμά, μια προσπάθεια συμφιλιώσεως της χριστιανικής πίστης -αλλ’αυτή τη φορά της ορθοδοξίας με την αριστοτελική λογική είχε γίνει στη βυζαντινή Ανατολή από το Θεολόγο Ιωάννη τον Δαμασκηνό(24). Ένα αντίγραφο της περίφημης «Πηγής της Σοφίας» του Ιωάννη, που είναι ίσως ακόμα το βασικό έργο για τη θεολογία της ορθόδοξης εκκλησίας, ήταν κατά πάσα πιθανότητα γνωστό στον Ακουϊνάτο και το χρησιμοποίησε στη σύνταξη του δικού του μεγάλου έργου Summa Theologiae. Ο ίδιος ο Ακουϊνάτος πρότεινε ένα μεγάλο επιχείρημα στον Ουίλλιαμ του Μέρμπεκε, το Λατίνο Αρχιεπίσκοπο της Κορίνθου, μία αναθεωρημένη επί λέξει μετάφραση από τα ελληνικά όλων σχεδόν των έργων του Αριστοτέλη, και μέσα σ’αυτά και την περίφημη πολιτική πραγματεία του, τα Πολιτικά(25).

Oι δυτικές μεσαιωνικές μεταφράσεις των ελληνικών κειμένων ήταν στο πλείστο περιορισμένες στα δοκίμια της λογικής, στις επιστήμες και σε μικρότερο βαθμό στη θεολογία. Είναι σημαντικό το ότι δεν περιείχαν την κλασική ελληνική ποίηση, την ιστορία και πολλή από την φιλοσοφία(26), δηλαδή τα πιο ουμανιστικά κείμενα. Και αυτά τα τελευταία δεν έφτασαν γενικά στη Δύση ως την περίοδο της Αναγεννήσεως. Δεν έχουμε το χρόνο να συζητήσουμε εδώ τα ιδιαίτερα έργα αυτής της φύσης. Θα σημειώσουμε όμως πως τα πρωτότυπα κείμενα -ας πούμε οι ελληνικές τραγωδίες- είχαν σε πολλές περιπτώσεις μελετηθεί και αποκατασταθεί στην Κωνσταντινούπολη από βυζαντινούς λόγιους την εποχή του Φώτιου και του Αρέθα, και ιδιαίτερα τον ΙΓ' και ΙΔ' αιώνα, και ύστερα μεταφέρθηκαν δυτικά, κύρια από Έλληνες πρόσφυγες ή από ορισμένους λόγιους που εγκαταστάθηκαν στην Βενετία και σε άλλα ιταλικά κέντρα. Αρκεί να εξετάσει κανένας τον κατάλογο του προσωπικού της ονομαστής Ακαδημίας του Άλδου Μανούτιου στη Βενετία, που στο τέλος του ΙΕ' αιώνα και στις αρχές του ΙΣΤ' τύπωσε πολλές πρώτες εκδόσεις από αυτά τα δυνατά ελληνικά κείμενα και που είχε μέσα στους εκδότες της πολλούς Έλληνες συμπεριλαμβανομένου και του Κρητικού Μάρκου Μούσουρου και του κοσμοπολίτη ουμανιστή διπλωμάτη Λάσκαρη(27).


Παράλληλης σημασίας προς τον αριστοτελισμό για την ανάπτυξη της δυτικής σκέψης και γνώσης, όπως σημειώσαμε, ήταν η εισαγωγή, του ΙΕ' αιώνα, της Πλατωνικής φιλοσοφίας. Αυτή όμως πρέπει αναγκαστικά να συνδυασθεί με το Βυζάντιο και δεν ήταν αποτέλεσμα μεσολαβήσεως των Αράβων. Για να είμαστε σαφείς, ορισμένα νεοπλατωνικά έργα ήταν γνωστά από νωρίτερα στη Δύση. Από τον Θ' αιώνα κιόλας, στην περίοδο που ονομάστηκε Καρολική Αναγέννηση, ο Ιρλανδός μελετητής Τζων Σκότους Εριγένης είχε πάρει από τη βιβλιοθήκη του Κάρολου του φαλακρού, του βασιλιά των Φράγκων, ένα αντίγραφο του έργου του βυζαντινού νεοπλατωνιστή Μάξιμου του Εξομολογητή,(28) που το είχε δώσει στον προκάτοχό του Λουδοβίκο τον Ευσεβή,   βυζαντινός αυτοκράτορας. Ο Εριγένης είχε ακόμα στη διάθεσή του, όταν έγραφε το ονομαστό «Επί της διαιρέσεως της φύσης» το έργο του πιο ισχυρού μυστικιστή ολόκληρου του μεσαιωνικού κόσμου, του πρώιμου Βυζαντινού Διονυσιου του Αεροπαγίτη, που ο Εριγένης είχε μεταφράσει στα λατινικά. Ο Δάντης, στον παράδεισο, άντλησε υλικό από την «Ουράνια ιεραρχία του Διονύσιου» και ακόμα ο Γερμανός μυστικιστής του ΙΔ' αιώνα Μάϊστερ Έκχαρτ όφειλε κάτι στο βαθύ μυστικισμό του Διονύσιου.(29 )

Στη Βυζαντινή Ανατολή, όπου ο καθαρός πλατωνισμός ήταν συνηθισμένα ύποπτος στην εκκλησία, η τελευταία ουσιαστική αναβίωση της γνήσιας πλατωνικής σκέψης σημειώθηκε τον ΙΔ' και τον ΙΕ' αιώνα στην Κωνσταντινούπολη και ιδιαίτερα στον Μυστρά, κοντά στην αρχαία Σπάρτη. Εκεί ο φιλόσοφος και κοινωνικός αναμορφωτής Πλήθων ο Γεμιστός είχε εγκαθιδρύσει μια αληθινή λατρεία των πλατωνικών σπουδών(30). Στη Δύση από την άλλη μεριά, ο Πλάτων ήταν σχεδόν άγνωστος από την εποχή της αρχαιότητας (παρ’όλες τις καλές προθέσεις του Μποέτιου τον ΣΤ' αιώνα και την διαπεραστική νεοπλατωνική σκέψη που αντικατοπτρίζεται στον Αυγουστίνο).

Και μόνον όταν έφτασε στην Ιταλία ο Πλήθων και άλλοι Έλληνες, για να πάρουν μέρος στη διάσημη σύνοδο της Φλωρεντίας του 1438-39, τα πρωτότυπα ξανάρθαν σε άμεση επαφή με το κύριο ρεύμα της δυτικής παραδόσεως. Για να σώσει την Κωνσταντινούπολη, που ήταν τώρα από παντού περικυκλωμένη από τους Τούρκους, ο Έλληνας αυτοκράτωρ, μέσα σε μια τελευταία απελπισμένη προσπάθεια, είχε συνάξει μεγάλο αριθμό ιερωμένων και επίσημων (πολλοί από τους οποίους ήταν θεολόγοι) και πήγε στην Φλωρεντία με την ελπίδα πως θα κατόρθωνε να εξασφαλίσει στρατιωτική βοήθεια με το διάμεσο της θρησκευτικής ενώσεως με τη Δύση.

Οι εργασίες αυτής της συνόδου, που ήταν η μεγαλύτερη μεσαιωνική αντιμετώπιση ανάμεσα στην Ανατολή και τη Δύση, κράτησαν ενάμισυ χρόνο και στην περίοδο αυτή δόθηκε η ευκαιρία στους Δυτικούς να αποκτήσουν από τους Έλληνες μια γνώση και μια εκτίμηση για την πλατωνική φιλοσοφία. Ο Κόσιμος των Μεδίκων, ο κυβερνήτης της Φλωρεντίας, εντυπωσιάστηκε τόσο πολύ από τον Πλήθωνα, που γρήγορα ίδρυσε την Πλατωνική Ακαδημία του, απ’όπου, τελικά, το ενδιαφέρον για τον Πλάτωνα διαχύθηκε σ’ολόκληρη τη Δύση(31).

Από καθαρά θρησκευτική άποψη ο Φλωρεντιανός Μαρσίλιο Φιτσίνο κατόρθωσε να συγγράψει μια σύνθεση της πλατωνικής και της αριστοτελικής σκέψης, που είχε σημαντική επίδραση απάνω στη θρησκευτική σκοπιά για πολλούς από τους δυτικούς ουμανιστές(32). Σύμφωνα με τη γνώμη μερικών σύγχρονων μελετητών η φιλοσοφία του Πλάτωνα συνέτεινε περισσότερο απ’όποιον άλλο μεμονωμένο παράγοντα στην διεύρυνση του πνευματικού ορίζοντα της Δύσης. Μερικοί άλλοι όμως ακολουθούν στενώτερη άποψη. Πιστεύουν ότι η πιο σημαντική συνεισφορά της πλατωνικής φιλοσοφίας ήταν μάλλον στην έμφαση κάποιου μαθηματικού τρόπου του σκέπτεσθαι, που πήγαζε από ορισμένα πυθαγορικά υλικά ενσωματωμένα στον Πλάτωνα. Αυτή η μαθηματική έμφαση, σε αντίθεση με τη δυτική μεσαιωνική προσκόλληση στην αριστοτελική λογική, είναι εκείνη που σύμφωνα με τη θεωρία αυτή έστρωσε το δρόμο για την γέννηση της σύγχρονης δυτικής επιστήμης, ιδιαίτερα για την αποδοχή της θεωρίας του Κοπέρνικου(33).

Αν ο Ιταλός Φιτσίνο ήταν υπεύθυνος για την πρώτη πλήρη λατινική μετάφραση των πλατωνικών διαλόγων, ένας βυζαντινός ή μάλλον ένας μεταβυζαντινός, ο Μάρκος Μούσουρος, ο Κρητικός εκδότης του Ενετικού τυπογραφείου Άλντινε -πράγμα όχι πολύ γνωστό- τύπωσε για πρώτη φορά το πρωτότυπο ελληνικό κείμενο. Σ’αυτό το έργο ο Μούσουρος προέταξε τον ονομαστό του ύμνο στον Πλάτωνα, μια σύνθεση που, τουλάχιστον από την φιλολογική σκοπιά, μερικοί λόγιοι την θεωρούν σαν την καλύτερη ελληνική ποίηση που γράφτηκε από την εποχή της αρχαιότητας(34).

Πρέπει ν’αναφερθεί, έστω και σύντομα, το πιο σπουδαίο αρχαίο ελληνικό επιστημονικό έργο που πέρασε στη Δύση, η μαθηματική σύνταξη του Πτολεμαίου (που είναι πιο γνωστή με τον αραβικό της τίτλο Αλμαγέστ), μία μαθηματική ερμηνεία για το Σύμπαν που θα κυριαρχούσε στην αστρονομική σκέψη της Δύσης ως την εποχή του Κοπέρνικου. Είναι γνωστό πως τον ΙΒ' αιώνα ο βυζαντινός αυτοκράτορας Μανουήλ Α΄ Κομνηνός έστειλε ένα αντίγραφο αυτού του έργου σαν διπλωματικό δώρο στον Νορμανδό βασιλιά της Σικελίας Ρογήρο Β'(35), και απ’ αυτό το χειρόγραφο έγινε η πρώτη λατινική μετάφραση. Ο Ουίλλιαμ του Μέρμπεκε, που αναφέραμε πιο πάνω, μετέφρασε επίσης κι ένα μεγάλο τμήμα του σώματος του Αρχιμήδη. Και στην τελευταία ακριβώς περίοδο της βυζαντινής εποχής, όταν τον ΙΕ' αιώνα ο Πλήθων ο Γεμιστός έφερε την γεωγραφία του Στράβωνα στη Δύση, επηρέασε τις αντιλήψεις της αναγεννήσεως σχετικά με το σχηματισμό της γης και έτσι έμμεσα ήταν ένας από τους συνεργούς παράγοντες που οδήγησαν τον Κολόμβο ν’ ανακαλύψει την Αμερική.

Η Βυζαντινή επιστημονική παράδοση δεν ήταν βασικά πρωτότυπη και βασιζόταν στα αρχαία ελληνικά, στα ελληνιστικά και στα ρωμαϊκά επιτεύγματα. Παρ’όλη την τεράστια αυτή κληρονομία στις φυσικές επιστήμες, οι Βυζαντινοί, όπως και οι αρχαίοι Έλληνες πρόγονοί τους, δεν κατόρθωσαν ν’αναπτύξουν τεχνικό εξοπλισμό, τεχνολογία μ’άλλα λόγια, κι έτσι δεν ήταν συνηθισμένα σε θέση να θέσουν σε πρακτική εφαρμογή τις καμιά φορά όχι ασήμαντες θεωρητικές τους γνώσεις. Πέρα απ’ αυτά όμως μπορούμε να σημειώσουμε μερικά παραδείγματα, από όπου φαίνεται πως οι Βυζαντινοί είχαν προβλέψει μερικά σύγχρονα τεχνολογικά επιτεύγματα. Η εφεύρεση του Καλλίνικου, το περίφημο υγρό πυρ, και η βυζαντινή τεχνική για να εκτοξευθεί αυτό το πυρ από χάλκινους σωλήνες, αποτελούσε, όπως λένε αρκετοί σύγχρονοι ειδικοί, «το πρωτότυπο της σύγχρονης πυρίτιδας... βάζοντας τους στρατιωτικούς τεχνικούς όχι μόνον του Βυζαντίου αλλά και του Ισλάμ, της Κίνας και της Δύσης στα ίχνη ακόμα πιο σύνθετων καυσίμων».

Παρ’όλο που ο υδρόμυλος που παρείχε ενέργεια χρονολογείται από την εποχή του αρχαίου κόσμου, είναι πολύ πιθανόν η ρόδα τον νερού (όπου το νερό τρέχει πάνω από την κορυφή και όχι κάτω από την ρόδα) να ήταν μια βελτίωση της πρώιμης βυζαντινής περιόδου. Τον ΣΤ' αιώνα, ο Ανθέμιος της Τράλλης ή των Τράλλεων (αρχιτέκτων της Αγίας Σοφίας) δεν έγραψε μόνον για τα παραβολικά κάτοπτρα, αλλά, διασκεδάζοντας, υπέταξε την πίεση του ατμού για να δημιουργήσει μικρό σεισμό. Τον ίδιο αιώνα ο Ιωάννης Φιλόπονος αρνήθηκε την αριστοτελική θεωρία της αδυναμίας να δημιουργηθεί κενό και ακόμα πρόβλεψε το πείραμα του Γαλιλαίου, πως δύο βάρη που ρίχνονται από το ίδιο ύψος φτάνονν στη γη σχεδόν την ίδια στιγμή. Τέλος, τα περίφημα μηχανικά «αυτόματα» της βυζαντινής αυλής (ανύψωση του θρόνου, τα λιοντάρια που βρυχιόντουσαν και τα πουλιά που τραγουδούσαν) εντυπωσίαζαν τους ξένους επισκέπτες, όπως τον επίσκοπο Λουϊτπράνδο τον Ι' αιώνα, και μπορεί έμμεσα να επηρέασαν την εξέλιξη των δυτικών μηχανικών ρολογιών τον ΙΔ' αιώνα(36).





 ΓΡΑΜΜΑΤΑ

ΠΕΡΑ από μια σχετική επιρροή πάνω στο δυτικό τρόπο γραψίματος της ιστορίας, όπως αποκαλύπτεται από έργα όπως εκείνα του παπικού βιβλιοθηκάριου Αναστάσιου, η βυζαντινή επιρροή στην δυτική μεσαιωνική φιλολογία είναι μικρή. Η δημιουργικότητα στα βυζαντινά γράμματα ήταν σχετικά σπάνια, ξέχωρα από την καμιά φορά αξιοπρόσεκτη ποίηση που βρίσκεται στη βυζαντινή υμνολογία και το μοναδικό επικό ποίημα του ΙΑ' αιώνα «Διγενής Ακρίτας»(37). Το Βυζάντιο δεν παρήγαγε ποτέ ένα Δάντη, παρ’ όλο που πιθανά ο πιο μορφωμένος λόγιος ολόκληρου του μεσαιωνικού κόσμου ήταν ο Πατριάρχης του Θ' αιώνα Φώτιος. Αυτή η έλλειψη δημιουργικής φιλολογίας συνηθισμένα αποδίνεται (ίσως με κάποια δόση υπερβολής) στη βυζαντινή δουλική μίμηση των αρχαίων ελληνικών προτύπων.

Ο μορφωμένος Βυζαντινός ένιωθε πως η αρχαία ελληνική φιλολογία είχε φτάσει σε τέτοιο βαθμό τελειότητας, που σε πολλά σημεία ήταν αδύνατο να ξεπεραστεί, γεγονός που οδήγησε στην πολύ στενή βυζαντινή μίμηση του αρχαίου ρητορικού ύφους, αλλ’ακόμα σπουδαιότερο, στο να χρησιμοποιούν οι περισσότεροι συγγραφείς ένα τεχνητό τύπο γραφής αρχαίων ελληνικών αντί της κοινής που μιλούσαν οι ίδιοι οι Βυζαντινοί. Αυτή η ανώμαλη κατάσταση, κάπως σχετική με κείνη κάποιας αμερικανικής προσπάθειας να γράφεται η αγγλική με πρότυπο τον Τσώσερ, συνέτεινε πολύ στο να απομωρανθεί η δημιουργικότητα της βυζαντινής φιλολογίας.

Μια και το Βυζάντιο ήταν ο μεσαιωνικός θεματοφύλακας των αρχαίων ελληνικών λογοτεχνικών θησαυρών, από δω ή από τη βυζαντινή νότια Ιταλία πέρασαν τα κείμενα στη Δύση. Οι μεσαιωνικοί Έλληνες διατήρησαν τα έργα του Όμηρου, του Αισχύλου, του Σοφοκλή, του Ευριπίδη, του Αριστοφάνη, και τα έργα άλλων ποιητών και δραματουργών που ήταν άγνωστα ή είχαν χαθεί για τον δυτικό κόσμο. Και αυτό το έργο της διατηρήσεως μερικοί κριτικοί το ονόμασαν σαν την πιο σημαντική βυζαντινή πολιτιστική προσφορά στο σύγχρονο κόσμο.

Ενώ οι κλασικοί δραματουργοί διαβάζονταν στην Ανατολή, φαίνεται πως δεν παρουσιάστηκαν ποτέ από τη σκηνή τα έργα τους, ίσως γιατί υπήρχε εκκλησιαστική απαγόρευση, επειδή είχαν ειδωλολατρικό χαρακτήρα και επειδή καμμιά φορά ήταν «ανήθικα» τα θέματά τους. Όσο για τον Όμηρο, διαβαζόταν από όλους τους μαθητές των σχολείων της Ανατολής. Το έργο του όμως δεν έγινε οικείο στους δυτικούς λόγιους παρά μόνο τον ΙΔ' αιώνα, όταν ύστερα από παραγγελία του Πετράρχη και του Βοκκάκιου ο Πιλάτος, ένας Έλληνας της νότιας Ιταλίας, μετέφρασε την Ιλιάδα και την Οδύσσεια σε λατινικούς στίχους. Η απόδοση δεν ήταν πολύ καλή (δεν ήξερε πολύ καλά λατινικά), ούτε ήταν πολύ αποτελεσματική η προσπάθεια του Πιλάτου νά μάθει ελληνικά στον Πετράρχη και τον Βοκκάκιο. (Ίσως να μην ήταν απόλυτα δικό του λάθος μια και λεξικά και βοηθήματα αυτού του είδους δεν υπήρχαν και μια και οι δύο Ιταλοί ουμανιστές δεν πολυσυμπαθούσαν τον Πιλάτο).
Παρ’ όλα αυτά, ο Πιλάτος έδωσε υλικό στον Βοκκάκιο για την «Γενεαλογία των Θεών του», που ήταν η πρώτη έκθεση από την αρχαιότητα των ελληνικών μύθων στο πρωτότυπο εθνικό τους πλαίσιο. Με πρωτοβουλία του Βοκκάκιου ακόμα, στα 1361, ο Πιλάτος διορίστηκε στη Φλωρεντία στην πρώτη έδρα της ελληνικής γλώσσας που εγκαθιδρυόταν στην δυτική Ευρώπη(38). Εκείνος που ακολούθησε τον Πιλάτο στη διδασκαλία (1396) ήταν πολύ σπουδαιότερος. Ήταν ο βυζαντινός ευγενής Μανουήλ Χρυσολωράς, και στη διάρκεια της θητείας του ήρθαν πολλοί Ιταλοί πολιτικοί ηγέτες και ουμανιστές να σπουδάσουν κοντά του. Έτσι μπορούμε να πούμε πως η επίσημη έναρξη της σπουδής των κλασικών ελληνικών γραμμάτων άρχισε στην Αναγέννηση(39).

Οι ερευνητές διαφωνούν ριζικά πάνω στο πρόβλημα της καταγωγής εκείνων που ονομάστηκαν Φραγκο-ελληνικά Ρομάντσα, επικά ποιήματα του ΙΔ' και ΙΕ' αιώνα που μιλούν για τον έρωτα και για περιπέτειες, που ήταν τόσο αγαπητά, τόσο στην ελληνική Ανατολή όσο και στη Δύση. Μερικοί μελετητές πιστεύουν πως η γέννησή τους πρέπει να ιχνηλατηθεί στη μεσαιωνική βυζαντινή Ανατολή, άλλοι στα αυλικά ερωτικά ποιήματα της Γαλλίας.
 Ακόμα άλλοι πιστεύουν πως είχαν σαν πρότυπό τους το μυθιστόρημα της ελληνικής αρχαιότητας. Βέβαια, στην ύστερη μεσαιωνική περίοδο, οι βυζαντινοί ποιητές μετέφρασαν στη γλώσσα τους γαλλικά και αγγλικά αφηγήματα έρωτα και μάχης, και ακόμη ίσως σε μεγαλύτερη έκταση δημιούργησαν δικά τους έργα αυτού του είδους• και σαν παράδειγμα αναφέρουμε τον Floire et Blanchefleur, τον «Λίβιστρο και Ροδάμνη» και τον «Βέλθανδρο και Χρυσάντζα».
 Πέρα απ’αυτά, είναι πολύ γνωστό πως ένας αριθμός από τα γαλλικά περιπετειώδη ρομάντσα του ΙΒ' αιώνα εκτυλίσσονται στη νότια Ιταλία, στην Κωνσταντινούπολη ή στη Ρώμη, και πως τα ονόματα μερικών από τους ήρωες σ’αυτά τα έργα είναι παραποιημένα από τα ελληνικά(40). Έτσι, όποια κι αν είναι η καταγωγή του τύπου εκείνων που ονομάστηκαν Φραγκο-ελληνικά Ρομάντσα, μπορεί τουλάχιστον να επιβεβαιωθεί πως διακρίνεται καθαρά η αμοιβαία αλληλοεπίδραση των βυζαντινών και των δυτικών στοιχείων στην εξέλιξη αυτού του τύπου της φιλολογίας.





ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ

ΠΡΙΝ ΑΠΟ την λατινική κατάκτηση της Κωνσταντινουπόλεως το 1204 οι Βυζαντινοί ήταν διάσημοι για την βιομηχανική τους τεχνική -τεχνική που σε μερικές περιπτώσεις ερχόταν από τον αρχαίο ελληνο-ρωμαϊκό κόσμο, αλλά σε άλλες περιπτώσεις περιείχε κατεργασίες που είχαν τελειοποιηθεί στο Βυζάντιο. Οι βιομηχανίες του μεταξιού, ιδιαίτερα η κατασκευή θαυμάσιων χρυσοκεντημένων υφασμάτων και η σχεδίαση πρότυπων πάνω σε πλούσια υλικά, αν και μερικά εμπνευσμένα από την αρχαία Μέση Ανατολή, έγινε ειδικότητα των μεσαιωνικών Ελλήνων. Αξιοσημείωτα για την μακροζωία τους είναι μερικά βυζαντινά υφαντά που ακόμα υπάρχουν, όπως εκείνα που βρέθηκαν στον τάφο του Καρλομάγνoυ και χρονολογούνται από τον Θ' αιώνα. Τα μεταξωτά της βυζαντινής βιομηχανίας ήταν τόσο περιζήτητα στη Δύση που, όταν στις αρχές του ΙΒ΄ αιώνα ο Νορμανδός βασιλέας Ρογήρος ο Β΄ επιτέθηκε ενάντια στη βυζαντινή Ελλάδα, φρόντισε ιδιαίτερα να μεταφέρει στο Παλέρμο τους πιο ικανούς Θηβαίους και Πελοποννήσιους τεχνίτες του μεταξιού. Ο ιστορικός της επιστήμης Τζώρτζ Σάτον πιστεύει πως αυτό σημείωσε τις αρχές της παραγωγής μεταξιού στη Δύση(46). Όμως είναι ίσως πιθανότερο πως η παραγωγή του καλύτερου δυτικού μεταξιού χρονολογείται από αυτή την εποχή.

Ήδη αναφέραμε την βυζαντινή φήμη για το χύσιμο ορειχάλκινων θυρών -παραδείγματα αυτής της τέχνης βρίσκονται ακόμα στον καθεδρικό ναό της Πίζας, στην εκκλησία του Αγίου Παύλου έξω από τα τείχη στη Ρώμη, στο μεγάλο μοναστήρι του Μόντε Κασίνο, στον καθεδρικό ναό του Αμάλφι(47) και αλλού. Tο Βυζάντιο στα 1204 ήταν ακόμα το κύριο κέντρο παραγωγής υάλου στην Ευρώπη. Μετά απ’αυτήν την χρονολογία άρχισε να αναβιώνει στη Δύση και ιδιαίτερα στη Βενετία. Δεν πρέπει να υπάρχει αμφιβολία πως στους τόσους αιώνες του ενετικού εμπόριου με την Ανατολή και ιδιαίτερα η κατάκτηση της ελληνικής πρωτεύουσας από τη Βενετία, στα 1204, έχουν πολλά να κάνουν με την καινούργια της τεχνολογική υπεροχή, χάρη στην οποία σύντομα έγινε διάσημη(48). Είναι αρκετά ενδιαφέρον πως μιά από τις καλύτερες εκθέσεις που έχουμε για την μεσαιωνική κατασκευή υάλου είναι η πραγματεία του Γερμανού ιερέα Θεόφιλου, που χρονολογείται στις αρχές του ΙΒ΄ αιώνα και αναφέρει πρωταρχικά τις βυζαντινές μεθόδους για την κατασκευή ορισμένων τύπων γυαλικών, όπως γυάλινα πιάτα και γυάλινα κύπελλα στολισμένα με χρυσά φύλλα(49).



ΔΙΟΙΚΗΣΗ, ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ, ΔΙΚΑΙΟ ΚΑΙ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΑ

ΣΕ ΑΝΤΙΘΕΣΗ με τη μεσαιωνική Δύση, όπου επικρατούσε ένα σχετικά χαλαρό ατομικιστικό φεουδαρχικό σύστημα, το Βυζάντιο, για την μακρότερη περίοδό του είχε μια πολύ συγκεντρωτική κρατική οργάνωση, όπου ουσιαστικά όλες οι δραστηριότητες ήταν κάτω από την εξουσία του αυτοκράτορα. Αυτά τα δύο στοιχεία, η απολυταρχία και η εξάρτηση των δημόσιων υπηρεσιών από αυτόν, ήταν οι βασικοί παράγοντες που επέτρεψαν στο Βυζάντιο να αποκτήσει τη δύναμη να αντέξει στις σχεδόν παντοτινές ξένες εισβολές και στις εσωτερικές κρίσεις.

Η απολυταρχική παράδοση του Βυζάντιου χρησιμοποιήθηκε σαν έμπνευση για την εξέλιξη αρκετών από τις μεσαιωνικές δυτικές κυβερνήσεις. Έτσι π.χ., μέρος από την βάση των νορμανδικών ιδεών για την βασιλεία στη Σικελία, όπως και μερικά σημεία του τελετουργικού της νορμανδικής αυλής (συμπεριλαμβανομένης και της αμφιέσεως του βασιλιά), φαίνεται πως ήταν δανεισμένα άμεσα από τα βυζαντινά έθιμα και από την πέρα από κάθε αμφιβολία αντίληψη του βασιλέα σαν αντιπρόσωπου του Θεού, που ήταν αρχηγός και του Κράτους και της Θρησκείας στον κόσμο(50). (Η προσωπογραφία του Ρογήρου του Β' στη Μαρτοράνα του Παλέρμου είναι ένα καλό παράδειγμα). 


Αυτή η βυζαντινή αντίληψη βρισκόταν σε αντίθεση με την προγενέστερη δυτική θεωρία του Πάπα και του αυτοκράτορα, που χειρίζονται τα δύο ξίφη, και τις ύστερες απαιτήσεις του Πάπα στην παγκόσμια πνευματική και εγκόσμια εξουσία. Γνωρίζουμε πως ο Ρογήρος Β΄ της Σικελίας, όταν έψαχνε για να υποστηρίξει την απαίτησή του να ελέγχει τη σικελική εκκλησία απέναντι στον Πάπα, πρόσταξε έναν Έλληνα μοναχό του βασιλείου του, τον Νείλο Δοξαπατρή, να ετοιμάσει πραγματεία, όπου θα εξέθετε την παλιά βυζαντινή θεωρία της πενταρχίας, δηλαδή της ισότητας και των πέντε Πατριαρχών, συμπεριλαμβανομένου και του Πάπα, στην διακυβέρνηση της Εκκλησίας (παρ’ όλο που είχε παραχωρηθεί στον Πάπα τιμητικό πρωτείο). Είναι πιθανό πως ο απολυταρχικός τύπος της κυβερνήσεως ενέπνευσε ακόμα μερικές από τις ιδέες των Γερμανών Χοχενστάουφεν για την βασιλική εξουσία και, σύμφωνα με τον Ντηλ, βοήθησε στο να διαπλαστεί η ύστερη ευρωπαϊκή αντίληψη για το θείο δίκαιο των βασιλέων(51).

Αν η απολυταρχία έπαιξε βασικό ρόλο στην διατήρηση της δυνάμεως του βυζαντινού κράτους, το δίκαιο συγκράτησε τη συνοχή της βυζαντινής κοινωνίας. Και είναι το ρωμαϊκό δίκαιο που κωδικοποιήθηκε από τον βυζαντινό αυτοκράτορα Ιουστινιανό και μεταφέρθηκε με το διαμέσο της Σικελίας στη Δύση(52). Και αυτή η κληρονομία είναι ίσως η σπουδαιότερη από όσες εκληροδότησε το Βυζάντιο στο σύγχρονο κόσμο. Γιατί, ενώ η Δύση ήταν βουτηγμένη στο γερμανικό βάρβαρο δίκαιο με τις πρωτόγονες δοκιμασίες και τις κρίσεις με τη μάχη, η ελληνική Ανατολή απελάμβανε τα προνόμια του ρωμαϊκού δικαίου, που είχε ζυμωθεί με τα ιδεώδη του Στωικισμού και με άλλες φιλοσοφίες πάνω στη βάση της μακραίωνης πείρας της Ανατολής. Αυτές οι αντιλήψεις του ρωμαιοβυζαντινού δικαίου, περισσότερο και απ’την καθαυτό νομοθέτηση, είχαν την μεγαλύτερη επίδραση πάνω στο σύγχρονο δυτικό δίκαιο.

Αντίθετα απ’ότι γενικά πιστεύεται, η εξέλιξη του βυζαντινού δικαίου δεν σταμάτησε μετά την βασιλεία του Ιουστινιανού. Οι μεγάλες κοινωνικές αλλαγές που σημειώθηκαν στην αυτοκρατορία έγιναν αιτία να τροποποιηθεί ο κώδικας και ακόμα να διευρυνθεί από την Μακεδονική δυναστεία του Ι' αιώνα, εποχή που όλοι οι νόμοι αναδιαπλάστηκαν συστηματικά στα ελληνικά. Και αυτός ο Μακεδονικός κώδικας, πολύ περισσότερο από τον Ιουστινιάνιο, κατείχε την κεντρική θέση στη βυζαντινή νομολογία από τον Ι' αιώνα και πέρα(53).

Πρωτύτερα, τον Η΄ και τον Θ' αιώνα, τρεις άλλοι κώδικες είχαν σχεδιαστεί από την δυναστεία των Ισαύρων. Ο αγροτικός κώδικας, σχετικός με το αγροτικό δίκαιο, ο στρατιωτικός κώδικας, και ένας κώδικας του «Ναυαρχείου», που βασιζόταν στο παλιό Ροδιακό ναυτικό δίκαιο. Από τους τρεις ο τελευταίος είχε σημαντική βαρύτητα για τη Δύση. Είχε αναπτυχθεί πρωταρχικά από τους ναυτικούς και τους εμπόρους της Ρόδου και είχε υίοθετηθεί με την ονομασία «Ροδιακό ναυτικό δίκαιο» από τις ελληνιστικές πόλεις και αργότερα από την Ρώμη σαν πρότυπο ναυτικού δικαίου.

Στην βυζαντινή Ανατολή, όπου έγινε ο επίσημος ή ημιεπίσημος κώδικας των ναυτικών ή «Δίκαιο του Ναυαρχείου», πρόσφερε πρακτικούς δοκιμασμένους από το χρόνο κανονισμούς, για την περίπτωση συγκρούσεων ανάμεσα σε πλοία και γι’αυτά τα «πρωτοκαπιταλιστικά» προβλήματα, όπως οι σχέσεις του ιδιοκτήτη ενός πλοίου με τον ιδιοκτήτη του φορτίου στην περίπτωση που θα χανόταν το φορτίο. Καθώς περνούσε ο χρόνος, ορισμένοι κανονισμοί του κώδικα φαίνεται πως μεταλαμπαδεύτηκαν, από το έθιμο, στις πρώιμες ιταλικές πόλεις, που, όπως είδαμε, ήταν σε στενή επαφή με την Κωνσταντινούπολη.

Ένας από τους ιταλικούς ναυτικούς κώδικες, ίσως ο πρώτος, του Αμάλφι (θεσπίστηκε γύρω στα 1000 μ.Χ.), φαίνεται πως ήταν βασισμένος απάνω στον Ροδιακό. Καθώς όμως άρχισε να φθίνει το βυζαντινό εμπόριο από τον ΙΒ' αιώνα και πέρα και η Ιταλία εξασφάλισε για τον εαυτό της τα πρωτεία στη θάλασσα, το Ροδιακό ναυτικό δίκαιο καθ’εαυτό άρχισε να μην εφαρμόζεται όλο και περισσότερο. Μερικές όμως από τις πιο σημαντικές αντιλήψεις του εξακολούθησαν να επιζούν και ενέπνευσαν την εξέλιξη ορισμένων εμπορικών και ναυτικών συνθηκών της Γένοβας, της Πίζας, της Βενετίας, και ακόμα τον ονομαστό «Consolato del Mare», τον πρώιμο καταλανικό νομικό κώδικα (γράφτηκε γύρω στα 1300) της πιο απόμακρης Βαρκελώνας.




Σχετικά με την ναυσιπλοΐα, φαίνεται πως καθώς οι μεγάλες δυτικές εμπορικές πόλεις της Μεσογείου άρχισαν να ευρύνουν το εμπόριό τους, δανείστηκαν έναν αριθμό από εμπορικούς και ναυτικούς όρους απ’την ελληνική ανατολή. Π.χ. ο βυζαντινός (αλλ’αρχικά λατινικός) όρος «σκάλα» (αποβάθρα για τα εμπορεύματα) χρησιμοποιείται στα ιταλικά έγγραφα από τον ΙΑ' αιώνα και πέρα. Η λέξη «γρίπος» (ένας βυζαντινός τύπος δικτύου ή ψαρόβαρκας) έγινε πολύ κοινή σε τμήματα της Μεσογείου, ιδιαίτερα στην Ιταλία, όπως και το βυζαντινό «παλαμάριον» (χονδρό σκοινί).

Το τελευταίο απαντιέται σε γενουατικά, ενετικά και σε καταλανικά έγγραφα από τον ΙΓ' αιώνα και ύστερα. Ίσως ένα πιο ενδιαφέρον παράγωγο είναι εκείνο του παλιού όρου των Βίκινγκς «ντρέκι», που αφορά τον μεγαλύτερο τύπο των πλοίων των Βίκινγκς, που η πλώρη του ήταν στολισμένη με το κεφάλι δράκοντα ή κάποιου άλλου ζώου και που κάποιος μελετητής πιστεύει πως μπορεί να προέρχεται αρχικά από την βυζαντινή ονομασία «δράκων» (το πώς αυτή η ονομασία έφθασε στον βορρά είναι άλλο θέμα).

Πρέπει όμως να τονισθεί πως μια τελευταία έρευνα πάνω στην ναυτική και τη θαλασσινή ορολογία μοιάζει να δείχνει πως, ιδιαίτερα από τον ΙΓ' αιώνα και εδώ, τις περισσότερες ονομασίες τις δανείζονταν οι Βυζαντινοί από τη Δύση παρά το αντίθετο. Παραδείγματα: η ενετική «κασέλα» κιβώτιο, marangon ο ξυλουργός των πλοίων, «γκάλιον» πολεμικό πλοίο (που αναφέρεται για πρώτη φορά σ’ένα έγγραφο της Πίζας τον ΙΒ΄ αιώνα), και η ανάμεικτη ενετική ονομασία «άρμα», που σημαίνει την αρματωσιά ενός πλοίου και που συγχωνεύτηκε με την παλαιότερη λατινική «άρμα»(54).

Μια φανερή αλλά και σοβαρή περιοχή πολιτιστικής μεταβιβάσεως, που μέχρι σήμερα μόλις που έχει ερευνηθεί, είναι η πιθανή επιρροή της βυζαντινής πολιτικής τέχνης, και πιο συγκεκριμένα της διπλωματικής πράξης στη μεσαιωνική Δύση. Παρ’όλο που οι βυζαντινές διπλωματικές μέθοδοι είχαν πρωταρχικά πηγάσει, τουλάχιστον σε μέρος τους, από τη Ρώμη και την ελληνιστική Ανατολή, το βυζάντιο ανέπτυξε τη διπλωματία σ’ένα βαθμό λεπτότητας που είναι άγνωστος αλλού στη μεσαιωνική περίοδο(55). Συντάχτηκαν μερικές βυζαντινές πραγματείες, που καταγίνονται σε μέρος τους ή ολόκληρες με την διπλωματία και την πολιτική (η «Έκθεσις της βασιλείου τάξεως» του αυτοκράτορα Κωνσταντίνον του Ζ' του Πορφυρογέννητον είναι ίσως το πιο σημαντικό παράδειγμα), και που δίνουν λεπτομερείς οδηγίες, οι οποίες στηρίζονται στη θεωρία και την πείρα για τους καταλληλότερους τρόπους για να χειριστούν τις πιο δύσκολες πολιτικές καταστάσεις.

Η Βενετία, που οι σχέσεις της με το Βυζάντιο ήταν πάντα στενώτερες από τις άλλες δυτικές δυνάμεις, φαίνεται πως επωφελήθηκε περισσότερο από το βυζαντινό παράδειγμα. Πραγματικά, μια σύγκριση της βυζαντινής και της ενετικής διπλωματικής πρακτικής στην ύστερη μεσαιωνική εποχή και στην Αναγέννηση -π.χ. η αποστολή από τους πρέσβεις περιοδικών αναφορών στην κυβέρνησή τους (relazioni) ή η οργάνωση της υπηρεσίας πληροφοριών- θ’αποκαλύψει κατά πάσα βεβαιότητα βυζαντινή, άμεση ή έμμεση, επιρροή σε όχι μικρό βαθμό. Πρέπει να θυμηθούμε πως η Βενετία από τον ΙΑ' και τον ΙΒ' αιώνα είχε μεγάλη παροικία στην ίδια την καρδιά της Κωνσταντινουπόλεως και πως αρκετά νωρίς σημαντικός αριθμός από Έλληνες είχε εγκατασταθεί στην Βενετία.

Έχοντας υπ’όψη τα όσα συζητήθηκαν σ’αυτό το τμήμα, μπορούμε να βγάλουμε ένα σπουδαίο αλλά λίγο γνωστό συμπέρασμα: πως το Βυζάντιο με το τελειοποιημένο διοικητικό του σύστημα ιδιαίτερα στην μεγάλη πόλη της Κωνσταντινουπόλεως, πρόσφερε στον φεουδαρχικό δυτικό κόσμο, κάτι που είχε χαθεί από τη Δύση από την αρχαιότητα -ένα ζωντανό παράδειγμα μιας εξαιρετικά ανεπτυγμένης και οργανωμένης κοινωνίας κάτω από την εξουσία της δημόσιας αρχής.




ΣΥΝΤΕΧΝΙΕΣ


ΩΣ ΓΥΡΩ στο ΙΒ΄αιώνα η Κωνσταντινούπολη ήταν το κύριο εμπορικό κέντρο της Ευρώπης. Kαι σαν τέτοιο, το χρυσό νόμισμά του, το «μπεζάντ» όπως το ονόμαζαν στη Δύση, ήταν δεκτό για πολύν καιρό σα νόμισμα σταθερής ανταλλαγής σ’ολόκληρη την Ευρώπη. Αλλά αν λάβουμε υπ’όψη μας αυτές τις οικονομικές σχέσεις ανάμεσα στην Ανατολή και στη Δύση -που διακόπηκαν βέβαια αλλά δεν καταστράφηκαν ολοκληρωτικά από τις αραβικές επιδρομές- είναι αρκετά ενδιαφέρον το γεγονός πως το δυτικό σύστημα των συντεχνιών μοιάζει σε ορισμένα του σημεία με το σύστημα που διατηρήθηκε για μακρύ χρονικό διάστημα στο Βυζάντιο.

Όπως γνωρίζουμε από τη βυζαντινή Βίβλο του Επάρχου, του Ι' αιώνα, όλοι οι Έλληνες, και οι έμποροι, και οι τεχνίτες της πρωτεύουσας (και πιθανά και των άλλων πόλεων), ήταν οργανωμένοι σε σωματεία ή σε συντεχνίες, που ήταν κάτω από τον άμεσο έλεγχο του Επάρχου της Κωνσταντινουπόλεως. Οι έμποροι των βοοειδών, οι χασάπηδες, οι ψαρομανάβηδες, oι ψωμάδες, οι έμποροι μπαχαρικών και του μεταξιού, τόσο του ακατέργαστου όσο και του κατεργασμένου για τους τελευταίους, οι ναυπηγοί, ακόμα και οι συμβολαιογράφοι, οι σαράφηδες και οι χρυσοχόοι, όλοι έπρεπε υποχρεωτικά να ανήκουν σε κάποια συντεχνία. Όπως περιγραφόταν προσεκτικά στους ύστερους δυτικούς κανονισμούς του συστήματος: κανένας άνθρωπος δεν μπορούσε να ανήκει σε δύο συντεχνίες. Το ημερομίσθιο και οι ώρες εργασίας ήταν προσεκτικά διακανονισμένες και η προσπάθεια να προκαταλάβουν ή να δυσχεράνουν την αγορά απαγορευόταν, μαζί με την αποκάλυψη των μυστικών της κατασκευής(56).

Μία σημαντική διάκριση είναι το γεγονός, πως αντίθετα από τη δύση, όπου η εξουσία του Κράτους είχε κατ’ουσία εξαφανιστεί, το βυζαντινό σύστημα δεν είχε πρωταρχικό σκοπό να υπηρετεί το συμφέρον των παραγωγών και των εμπόρων, αλλά κύρια να βοηθάει τον κυβερνητικό έλεγχο της οικονομικής ζωής για το συμφέρον του Κράτους. Ποιος ήταν ο βαθμός της επιρροής του Βυζάντιου πάνω στις δυτικές συντεχνίες δεν έχει ακόμα καθοριστεί. Φυσικά δεν μπορεί κανένας να παραβλέψει το γεγονός πως οι συντεχνίες, παρ’όλο που είχαν άλλο σκοπό, υπήρχαν ήδη στον ύστερο ρωμαϊκό κόσμο και ο βυζαντινός ήταν προέκταση του ρωμαϊκού. Το σπουδαίο είναι ίσως το γεγονός πως παρόμοιες περιστάσεις μπορεί κάλλιστα να δημιούργησαν ίδιας μορφής απαντήσεις, ακόμα και σε περιοχές που απείχαν μεταξύ τους.

Όμως, ώσπου να γίνει μια προσεκτική και λεπτομερειακή σύγκριση των συντεχνιών του Μεσαίωνα της Ανατολής και της Δύσης, είναι δύσκολο να πιστέψουμε πως η μακρόχρονη οικειότητα που υπήρχε ανάμεσα στις ιταλικές ναυτικές δημοκρατίες και στη βυζαντινή οικονομική ζωή -πολλές ιταλικές πόλεις είχαν εμπορικές παροικίες στην Κωνσταντινούπολη- δεν είχε καμιά σχέση με την εξέλιξη της οργανώσεως των συντεχνιών της Δύσης και με τις συνήθειές τους.


 


ΕΞΕΥΓΕΝΙΣΜΕΝΗ ΖΩΗ

ΕΝΑ ΑΠΟ τα αποτελέσματα επαφής Ανατολής-Δύσης που μπορεί να μη γίνει αμέσως αντιληπτό είναι η επίδραση του πιο εξευγενισμένου τρόπου ζωής των βυζαντινών πάνω στον κατώτερο δυτικό μέσο όρο διαβιώσεως. Τα βυζαντινά υφάσματα, ιδιαίτερα τα μεταξωτά και τα σχεδιασμένα μεταξωτά, όπως τα βυζαντινά σκεύη και άλλα είδη, ήταν πολυζητημένα στη Δύση και η υίοθέτησή τους βοήθησε στο να οδηγηθεί η Δύση σε εκείνο που μπορούμε να ονομάσουμε πιο εξευγενισμένο τρόπο ζωής. Τα πιο απλά ξύλινα ή πέτρινα κάστρα και οι κατοικίες των δυτικών ευγενών, που σιγά-σιγά αντικαταστάθηκαν κατά την περίοδο των σταυροφοριών με ένα τύπο κάστρου με στρογγυλούς πύργους που η κατασκευή του επέτρεπε καλύτερη άμυνα και ανάπτυξη δυνάμεων, μπορεί να εμπνεύστηκαν από τις βυζαντινές συνήθειες.




Οι Νορμανδοί της Σικελίας στα σίγουρα μάθανε κάτι από κείνα που ήξεραν πάνω στο κτίσιμο από τους Βυζαντινούς(57). Η Ελεονώρα της Ακουϊτανίας, η βασίλισσα της Γαλλίας του ΙΒ' αιώνα, που πολλές φορές πιστώνεται με την εισαγωγή μιας εκζητήσεως στη ζωή της δυτικής τάξης των ευγενών, ιδιαίτερα στις γυναίκες, απέκτησε μερικά απ’αυτά τα γούστα από την Αραβία και την βυζαντινή Ανατολή την εποχή που συνόδευε τις γαλλικές στρατιές στη δεύτερη σταυροφορία(58). Πριν απ’αυτό, τον Ι' αιώνα, όταν όπως σημειώσαμε η βυζαντινή πριγκίπισα Θεοφανώ παντρεύτηκε τον Γερμανό αυτοκράτορα Όθωνα τον Β΄ και έφερε σ’εκείνο που ονόμαζε «βάρβαρη Γερμανία» μεγάλο ελληνικό κύκλο, σκανδάλισε τους Γερμανούς επειδή πλενόταν σε λουτρό (που τότε το θεωρούσαν ανθυγιεινό οι δυτικοί) και επειδή φορούσε πλούσια μεταξωτά φορέματα. 

Μία γερμανίδα μοναχή, που δεν έκρυβε τα λόγια της, είπε πως είδε στον ύπνο της την Θεοφανώ στην κόλαση, επειδή έκανε όλες αυτές τις παραβάσεις. Και μόνο μερικά χρόνια αργότερα η ξαδέλφη της Θεοφανώς, η Μαρία Αργυρή, τάραξε τον καλό Πέτρο Νταμιάνι, τον ασκητικό ιταλό μοναχό, εισάγοντας την χρήση των πηρουνιών στην πόλη της Βενετίας(59).

Τα πολλά έργα της τέχνης, προϊόντα της θαυμάσιας βυζαντινής τεχνικής που ήρθαν στη Δύση μέσα στους αιώνες -εικόνες, γλυπτά σ’ελεφαντόδοντο και πετράδια σκαλισμένα, ζωγραφισμένα χειρόγραφα, χρυσά κι ασημένια κύπελλα, ορειχάλκινες θύρες, περίτεχνα γυαλικά κι άλλα είδη πολυτελείας- φαίνεται πως σημειώνουν σημαντική βυζαντινή επιρροή. Όμως δεν είναι πάντα εύκολο να καθορίσουμε πόσο επηρεάστηκε ακριβώς η Δύση και σε ποιο βαθμό. Ένας άλλος τρόπος για να δείξουμε την επίδραση αυτού του είδους σε μια πιο σταθερή μάλλον βάση θα ήταν ν’αναφέρουμε παραδείγματα δυτικών λέξεων -η γλώσσα είναι στο κάτω της γραφής το πιο σημαντικό μέσο μεταφοράς ιδεών- που η καταγωγή τους, όπως αποδείχτηκε από τους φιλόλογους, είναι βυζαντινή. Μεγάλη σειρά από ονόματα που παραθέτουμε πιο κάτω θα βοηθήσουν στο να φανούν μερικά από τα διάφορα πεδία που μπορεί να επηρεάστηκε η Δύση από την Ανατολή.

Π.χ. έχουμε από την Βενετία την ονομαστή «γόνδολα» που έρχεται από τη βυζαντινή λέξη «κοντούρα», μικρό σκάφος, και που προήλθε από την ελληνική λέξη «κόντουρος», που σημαίνει με μικρή ουρά. Από την περιοχή της Ραβέννας έρχεται η ιταλική «αγκούρια» (αγκούρι), που προήλθε από τη βυζαντινή «αγκούριον». Στο πεδίο της διοικήσεως, η άγγλική λέξη «κάνταστερ» (κτηματολόγιο) έρχεται από το βυζαντινό «κατάστιχον». Στη μουσική στα γαλλικά και αγγλικά το timbre είναι από το βυζαντινο «τύμπανον» (μικρό ταμπούρλο), που έρχεται από την αρχαία ελληνική λέξη «τύμπανον», ταμπούρλο.

 Η ισπανική botica (φαρμακείο) έρχεται από τη βυζαντινή «αποθήκη». Και σχετικά με υφάσματα, η παλιά γαλλική λέξη samit (αγγλικά samite), που σημαίνει βαρύ μεταξωτο ύφασμα, άρχισε από τη βυζαντινή «εξάμιτος»: έξη φορές πλεγμένη. Σχετικά με την επίπλωση, η γαλλική και αγγλική λέξη tapis (χαλί), στα Καταλανικά tapit, έρχεται από τη βυζαντινή «ταπέτα». Στην ιατρική, η ισπανική quemar, που σημαίνει καίω, έρχεται από τη βυζαντινή ή την ύστερη ελληνική «καύμα», που σημαίνει καυτηρίαση (παράγωγο του αρχαίου ελληνικού καίω)(60). Θα μπορούσαμε να συνεχίσουμε με πολλά ακόμα παραδείγματα αυτού του είδους. Όμως μπορούμε να παρατηρήσουμε εδώ ότι στο αιώνιο και πολυσύνθετο μεσογειακό παιγνίδι του πολιτιστικού πάρε δώσε, το βυζαντινό υλικό δεν λαμβανόταν πάντα άμεσα από τον δέκτη της δυτικής παιδείας, αλλά καμιά φορά μεταφερόταν μ’έναν τρίτο, π.χ. τους Άραβες, όπως ακριβώς το Βυζάντιο σε μερικές περιπτώσεις έπαιξε το ρόλο του μεσολαβητή ανάμεσα σε άλλους πολιτισμούς.








ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΗ ΕΥΛΑΒΕΙΑ: Η ΜΟΥΣΙΚΗ ΚΑΙ Η ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ

ΤΑ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ χρόνια, με την ανάπτυξη του ενδιαφέροντος για την ελληνική εκκλησία, άρχισε να γίνεται ολοένα και περισσότερο αντιληπτό πως το στοιχείο του βυζαντινού πολιτισμού που κατόρθωσε να συγκολλήσει τις διάφορες μορφές της παιδείας του και να δώσει τη μέγιστη διάκρισή του από τους άλλους λαούς, ήταν η ορθόδοξη θρησκεία. Το ιδιόρρυθμο ήθος της βυζαντινής ευλάβειας εκφράστηκε πολύ καθαρά στην ανατολική λειτουργία, μια ζωντανή τελετουργία κατά την οποία εκείνος που λατρεύει, μέσα από την προσωπική ταύτιση με το δράμα που συμβαίνει στην εκκλησία, ήταν ικανός, περισσότερο από τη δυτική λειτουργία, να γνωρίσει ένα είδος μυστικιστικής πρόγευσης της ευλογημένης ζωής του άλλου κόσμου. Η σπουδαιότητα της λειτουργίας ήταν τόσο μεγάλη για το βυζαντινό πολιτισμό γενικά, που θα αφιερώσουμε λίγο χώρο για να τη συζητήσουμε.

Ένα, αν όχι το κύριο, παράδειγμα της καλλιτεχνικής δημιουργίας της βυζαντινής θρησκευτικής ευλάβειας ήταν ο ύμνος -αυτός του Ρωμανού του Μελωδού π.χ. ή του Ιωάννη του Δαμασκηνού ή του Πατριάρχη Σέργιου• ένας απ’αυτούς έγραψε τον περίφημο Ακάθιστο Ύμνο(61). Αυτοί οι βυζαντινοί ύμνοι ήταν συνδυασμός μετρικού ποιητικού κείμενου και μουσικής, ταυτόχρονα σχεδιασμένων για να υπογραμμίσουν και να δώσουν έμφαση στον ευλαβικό, απόκοσμο χαρακτήρα της λειτουργίας. Αφού δεν είμαστε ακόμα βέβαιοι πως ακουγόταν αυτή η μουσική των ύμνων (απομένει να γίνει πολλή δουλειά ακόμα σ’αυτό το σημείο), μπορούμε ίσως καλύτερα να συγκρίνουμε την ποίησή τους με τα κείμενα των δυτικών ύμνων του ΙΓ' αιώνα, όπως το Dies Irae ή το Stabat Mater του Τζακοπόνε Ντα Τόντι -αριστουργήματα που βρίσκονται τουλάχιστον σε ίση μοίρα με τους βυζαντινούς ύμνους από την πλευρά της εκφραστικότητας(62). (Πολλοί μελετητές παραδέχονται παρεμπιμπτόντως πως η δυτική λειτουργία σαν σύνολο δεν ήταν τόσο συγκινητική όσο η βυζαντινή και μόνο γύρω στο τέλος του ΙΕ' αιώνα ή στις αρχές του ΙΣΤ' αιώνα, με τη σύνθεση της πολυφωνικής λειτουργικής μουσικής του μεγάλου Παλεστρίνα, μπορεί να θεωρηθεί πως ξεπέρασε τη βυζαντινή λειτουργία).

Για πολύν καιρό οι μουσικολόγοι δεν μπορούσαν να εξηγήσουν ορισμένες ομοιότητες που βρίσκονταν στην ελληνική και τη λατινική μουσική και ιδιαίτερα τη συγγένεια μεταξύ της βυζαντινής ψαλμωδίας και της δυτικής Γρηγοριανής, όπως και το γεγονός πως ορισμένα εδάφια της καθολικής λειτουργίας περιέχουν απομονωμένες ελληνικές λέξεις ή φράσεις. Μια πρόδηλη ερμηνεία γι’αυτές τις ομοιότητες ήταν βέβαια το κοινό Συροεβραϊκό φόντο, τόσο της Ανατολής όσο και της Δύσης. Αλλά σημαντικές είναι οι επακόλουθες επιρροές που έφυγαν προς τα δυτικά από το Βυζάντιο. Αναφέραμε ήδη στο πρώτο τμήμα αυτής της μελέτης την ύπαρξη βυζαντινών παροικιών σε πολλές περιοχές της δυτικής Ευρώπης, ιδιαίτερα όσον αφορά τον ΣΤ' και τον Ζ' αιώνα ελληνοσύριους εμπόρους στη νότιο Γαλατία.

 Πιο σημαντικοί από την πολιτιστική πλευρά ήταν οι βυζαντινοί μοναχοί, που έφεραν μαζί τους το τελετουργικό τους και που συνέχισαν σε ορισμένα σημεία, όπως στο ελληνικό μοναστήρι της Γκρόττα Φερράτα κοντά στη Ρώμη, να γράφουν πρωτότυπους ελληνικούς ύμνους ως και μετά τον ΙΓ' αιώνα. Γνωρίζουμε πως ο διάσημος Γαλάτης καλόγηρος του Δ' αιώνα Άγιος Μαρτίνος της Τουρ ήταν σ’επαφή και είχε πολύ επηρεαστεί από το μεγάλο υπερασπιστή της Ορθοδοξίας της Νίκαιας, τον Άγιο Αθανάσιο, και τη μοναστική ζωή της Ανατολής. Και στην ίδια τη Ρώμη, όπως είδαμε, τους τρεις πρώτους αιώνες τα ελληνικά ήταν η γλώσσα της ρωμαϊκής λειτουργίας και δεν φαίνεται πως υποσκελίστηκαν αμέσως από τα λατινικά. Ακόμα και σήμερα στην Ακολουθία της Μεγάλης Παρασκευής της ρωμαϊκής εκκλησίας, σύμφωνα με τον ονομαστό μελετητή Ε.Βελλέσζ, ακούγεται η εναλασσομένη ψαλμωδία, πρώτα με τα ελληνικά λόγια «Άγιος αθάνατος ελέησον ημάς» και ύστερα το λατινικό αντίστοιχο «Sanctus immortalis miserere nobis». O Βελλέσζ αναφέρει επίσης την παρεμβολή του ελληνικού τρισάγιου (Άγιος, Άγιος, Άγιος) στη δυτική εκκλησία, που γνωρίζουμε πως ήρθε στη Δύση λίγο πριν από το 529 μέσω της Βουργουνδίας, γιατί οι άρχοντές της ήταν σε στενή σχέση με την βυζαντινή αυλή(63).

Ένας άλλος σπουδαίος λόγος ήταν το γεγονός που αναφέραμε πιο πάνω, πως πραγματικά όλοι οι πάπες του τέλους του Ζ' και του Η΄ αιώνα ήταν Έλληνες ή Σύριοι. Έτσι η δυτική μελωδία του «Αve (Μαρία) gratia plena (Χαίρε Μαρία Κεχαριτωμένη) αποδείχτηκε πως είναι συνδεμένη με τον Έλληνα Πάπα Σέργιο του Ζ' αιώνα και αρχικά ψαλλόταν με το ελληνικό κείμενο «Χαίρε Κεχαριτωμένη». Ακόμη ένα άλλο πιο περίεργο παράδειγμα είναι ο λατινικός ύμνος «Ave sponsa incorrupta» του Τσέστερ (Αγγλία), που περιέχει μια φοβερά παραποιημένη και ακατάληπτη ελληνική φράση «Καρικαρίστο μενίτρα τόκε παρτίνε». Τα ελληνικά λόγια προέρχονται από το βυζαντινό τροπάριο που λέει «Χαίρε Κεχαριτωμένη Θεοτόκε Παρθένε»(64).

Δεν πρέπει βέβαια να αποδώσουμε όλες τις επαυξήσεις απο ελληνικές φράσεις που βρίσκονται στα λατινικά λειτουργικά βιβλία στα κατάλοιπα κοινής εκκλησιαστικής κληρονομίας. Σε ορισμένες περιπτώσεις μπορούν ν’αποδοθούν μάλλον στην επιρροή του Καρλομάγνου και του μορφωμένου κύκλου του (που σύμφωνα με έναν μελετητή, μπορεί ακόμα να πήρε τις βυζαντινές μουσικές επιρροές με το διαμέσο των Μουσουλμάνων της νότιας Ισπανίας, με τους οποίους η αυλή του Καρλομάγνου είχε στενές επαφές). O Καρλομάγνος, όπως λέγεται, αφού ακουσε τα μέλη ελληνικής πρεσβείας στην αυλή του να ψάλλουν εκκλησιαστικους τους ύμνους, τόσο πολύ του άρεσαν που διέταξε να μεταφραστούν οι βυζαντινοί ύμνοι στα λατινικά(65).

Οι διεκδικήσεις για ευρύ δανεισμό της Δύσης από τη βυζαντινή θρησκευτική μουσική ακόμη κάπως συζητούνται. Δεν είναι απόλυτα ξεκαθαρισμένο π.χ. ποια μπορεί να ήταν η επιρροή του βυζαντινού μουσικού συστήματος των ήχων (ένα σύμπλεγμα τόνων σε κάποιο είδος σκάλας που αποτελεί μελωδικό τύπο) πάνω στο δυτικό εκφραστικό σύστημα. Από την άλλη μεριά, υπάρχει μια αρκετά λογική σύμπνοια πάνω στο ότι ο Πάπας Γρηγόριος ο Μέγας, είτε του αποδώσουμε την μεταρρύθμιση της δυτικής εκκλησιαστικής ψαλμωδίας είτε όχι, ήταν πολύ επηρεασμένος από την ανατολική μελωδία. Και αυτό παρ’όλο που, ενώ ήταν πολύ χρονικό διάστημα αποκρισάριος του Πάπα (πρέσβyνς) στην Κωνσταντινούπολη, είχε αρνηθεί να μάθει ελληνικά λέγοντας πως ο βυζαντινός κλήρος ήταν πολύ κοσμικός! Φαίνεται όμως ουσιώδες που καταπιάστηκε με την αναδιοργάνωση της «Schola Cantorum» του (Σχολείο ψαλμωδίας), ενός σχολείου που εκπαίδευε στην ψαλμωδία, ευθύς μόλις γύρισε από το Βυζάντιο, όπου γνωρίζουμε πως παρακολουθούσε συχνά τους βυζαντινούς ψαλμούς στην Αγία Σοφία(66).

Ένα άλλο κατάλοιπο βυζαντινής μουσικής που παραμένει ακόμα μέχρι σήμερα έχει σχέση με τις επευφημίες ή πολυχρόνια, που απευθύνονταν στον νεοενθρονιζόμενο αυτοκράτορα. Αξίζει να παρατηρηθεί πως στη στέψη του Καρλομάγνου στον Άγιο Πέτρο, τα Χριστούγεννα του 800, ο όχλος που μαζεύτηκε στη βασιλική ξέσπασε τη στιγμή που έπρεπε σ’ένα είδος βυζαντινού πολυχρόνιου -ένα έθιμο που διατηρείται ακόμα στον ορθόδοξο χαιρετισμό του νέου Επισκόπου. Παρ’όλο που δεν μπορούμε φυσικά να πούμε πως οι μεσαιωνικοί Έλληνες εφεύραν το αρμόνιο, η Κωνσταντινούπολη ήταν το πρώιμο μεσαιωνικό κέντρο κατασκευής αρμονίων. Γνωρίζουμε πως στα 657 ο Πιπίνος, ο βασιλιάς των Φράγκων, ζήτησε και έλαβε ένα αρμόνιο από τον βυζαντινό αυτοκράτορα(67).

Είναι πιθανό πως θα βρεθούν από τους ερευνητές πολύ περισσότερες μαρτυρίες για την οφειλή της Δύσης στην ανατολική θρησκευτική μουσική και πολύ πιθανά θα διατυπωθούν και μερικές επιφυλάξεις ή και αντιρρήσεις.
Εμπόδιο σε μια τέτοια μελέτη στάθηκε η ανάρμοστη έμφαση που δόθηκε στο σχίσμα ανάμεσα στις δύο Εκκλησίες -γεγονός που οδήγησε μερικούς πολύ εύκολα να πιστέψουν πως δεν ήταν δυνατή παρά ελάχιστη αλληλεπίδραση, τουλάχιστον από το 1054, τη χρονολογία που συνηθισμένα παίρνονν σαν το όριο της διαρρήξεως των σχέσεων ανάμεσα στην ελληνική και τη λατινική εκκλησία.
Αυτή η ερμηνεία όμως ίσως να είναι υπερβολική, γιατί αιώνες ολόκληρους τα δύο μεγάλα σώματα των Χριστιανών αντικρύζονταν σαν τμήματα μιας και αδιαίρετης χριστιανικής εκκλησίας(68). Πραγματικά, το σχίσμα δεν έγινε οριστικό, όπως φαίνεται, παρά αργότερα στα 1204, όταν οι Λατίνοι κατέκτησαν την Κωνσταντινούπολη και υποχρέωσαν τον ελληνικό πληθυσμό να παραδεχτεί τον ρωμαϊκό καθολικισμό.
Στα κατώτερα στρώματα, και ουσιαστικά στον κοινό άνθρωπο της Ανατολής και της Δύσης, η θρησκευτική ρήξη δεν έγινε γνωστή παρά πολύ μετά από το 1054 και πολύ πιθανόν όχι πριν αφού προχώρησε αρκετά ο ΙΒ' αιώνας(69).

Ένα άλλο σημαντικό θέμα, που η μελέτη του μόλις τώρα πραγματοποιείται, είναι η επιρροή της βυζαντινής ευλάβειας, ιδιαίτερα των Ελλήνων «Βασίλειων» μοναχών, στη δυτική μοναστική ζωή. Όταν στη διάρκεια του Θ' και Ι' και στις αρχές του ΙΑ' αιώνα πολλοί βυζαντινοί μοναχοί αναγκάστηκαν να φύγουν μπρος στην αραβική εισβολή της Σικελίας και της νότιας Ιταλίας, για να πάνε βορειότερα, έφεραν μαζί τους τα παραδοσιακά ιδεώδη και τη συνείδηση του βυζαντινού μοναχικού βίου, ιδιαίτερα του ασκητικού τύπου.
 Επειδή αυτοί οι μοναχοί ήταν εξαιρετικά ευλαβικοί αυτή την περίοδο, γίνονταν σχεδόν πάντοτε πολύ ευνοϊκά δεκτοί και έχουμε παραδείγματα βυζαντινολατινικής συμβιώσεως σε ορισμένα δυτικά μοναστήρια, όπως του Μόντε Κασσίνο, όπου στα ύστερα χρόνια του Ι' αιώνα ο ονομαστός Έλληνας μοναχός Άγιος Νείλος έζησε με Λατίνους μοναχούς και έγραψε ύμνους για τον Άγιο Βενέδικτο (εκείνη την εποχή το Μόντε Κασσίνο είχε ακόμα και Έλληνα Αββά).

 Στη Ρώμη, στους Άγίους Βονιφάτιο και Αλέξιο, Βασίλειοι και Βενεδικτίνοι μοναχοί ζούσαν μαζί, ο καθένας κάτω από το δικό του κανόνα και όλοι κάτω από Έλληνα Αββά. Τα βυζαντινά χαρακτηριστικά που τραβούσαν περισσότερο και επηρέαζαν τη Δύση ήταν ο μεγάλος βαθμός της βυζαντινής πνευματικότητας και ο καθαγιασμένος τρόπος ζωής των μοναχών (μέσα σ’αυτό και ο τρόπος της προσευχής) σε μιά περίοδο γενικής διαφθοράς της Δύσης και έκκλησιαστικής καταπτώσεως.
Το αυστηρό βασίλειο ιδεώδες της χειρονακτικής εργασίας -εκείνη την εποχή οι δυτικοί μοναχοί χρησιμοποιούσαν δουλοπάροικους για τις δουλειές τους- και η ολοκληρωμένη θρησκευτική μόρφωση που είχαν μερικοί από τους Έλληνες μοναχούς φαίνεται πως και αυτά επέδρασαν πάνω στους δυτικούς συναδέλφους τους. Είναι ενδιαφέρον να παρατηρήσει κανένας πως στα μοναστήρια της Δύσης που ήταν πιο συνδεμένα με την Κλουνιακή κίνηση της μεταρρυθμίσεως -ο άγιος Βαν στο Βερντέν, το Κλυνύ κάτω από τον Ούγο, και άλλα- είχαν τις στενώτερες σχέσεις με τους Έλληνες μοναχούς. Είναι λοιπόν πολύ πιθανόν πως η Βυζαντινή επίδραση μπορεί να έπαιξε κάποιο ρόλο στη δυτική κίνηση της μεταρρυθμίσεως αυτής της περιόδου. Αυτή η άποψη, συμπτωματικά το αναφέρω, μέχρι σήμερα έχει γενικά παραγνωριστεί(70).

Τέλος, σχετικά με την εξέλιξη της λαϊκής ευλάβειας ιδιαίτερα, μπορεί κανένας να ερευνήσει ωφέλιμα την επιρροή των βυζαντινών ιδεών πάνω στη δυτική στάση αναφορικά με την λατρεία της Παρθένου, την «Μαριολογία» μέ άλλα λόγια. Γιατί, όταν η «Μαριολογία» στη Δύση βρισκόταν σε υπανάπτυκτη φάση, η λατρεία της Παρθένου, που την θεωρούσαν προστάτιδα της Κωνσταντινουπόλεως, ήταν πρωταρχικής σημασίας για την Ανατολή.

 Στα τέλη του ΙΑ' αιώνα μια καινούργια και πολύ επηρεαστική λαϊκή φιλολογία παρουσιάστηκε στη Δύση, οι λεγόμενες ιστορίες των «Θαυμάτων της Παρθένον». Αυτές, πολύ πιο φαντασιώδεις από τους προηγούμενους θρύλους αυτού του είδους, αφορούσαν τις θαυμαστές επεμβάσεις της Παρθένου στη ζωή των πιστών της και όπως οι πιο υπερβολικές ιστορίες της Ανατολής, ήρθαν τώρα να δώσουν έμφαση στην ευσπλαχνία της για τα άτομα και όχι να τονίσουν το ενδιαφέρον της στην εκκλησία ή στα εκκλησιαστικά σωματεία σαν τέτοια.
Μερικές ιστορίες είχαν παρθεί από την αρχαία λατινική παράδοση, αλλά φαίνεται βέβαιο πως ένας όχι ευκαταφρόνητος αριθμός είχε έρθει από τη βυζαντινή Ανατολή.

 Έτσι, ο διάσημος μεταρρυθμιστής Πέτρο Νταμιάνι, ένας από τους παλαιότερους συλλέκτες αυτού του είδους των ιστοριών, μας λέγει πως μία από τις πηγές των πληροφοριών του ήταν ο Καρδινάλιος-Ιερέας Στέφανος, ένας Βουργουνδός που είχε υπηρετήσει σαν παπικός λεγάτος στην Κωνσταντινούπολη, στα μέσα του ΙΑ' αιώνα.

Επίσης πολύ σημαντική ήταν, πέρα από την έμφαση στη λατρεία της Παρθένου που τώρα αναπτυσσόταν, η επίδραση από τα άφθονα ιερά κειμήλια της πρώιμης χριστιανικής εκκλησίας, που είχαν αρχίσει να φθάνουν σωρηδόν στη Δύση πριν από τον ΙΒ΄ αιώνα και ιδιαίτερα μετά την ολοκληρωτική λεηλασία των ελληνικών εκκλησιών από τους Λατίνους στα 1204. Ο πλούτος αυτός των κειμηλίων, κατά κάποιο τρόπο, συνέτεινε ακόμα και στην αλλαγή της εμφανίσεως της δυτικής εκκλησίας και έτσι, μαζί με την ολοένα αυξανόμενη έμφαση της «Μαριολογίας», εδημιούργησε βαθυτάτη τομή στην εξέλιξη των τύπων της δημόσιας και της ιδιωτικής λατρείας της Δύσης αυτής της περιόδου(71).





ΤΕΧΝΗ

ΑΝΤΙΘΕΤΑ προς την βυζαντινή υπηρεσία προς τα γράμματα, που σε πολλούς τομείς φαίνεται να μοιάζει σα να κρατούσε μόνο ό,τι κληρονόμησε από την αρχαιότητα, η βυζαντινή συνεισφορά στην τέχνη ήταν ουσιαστικά πρωτότυπη και έφθασε σ’ένα βαθμό εκφραστικότητας που σπάνια μπορεί να συγκριθεί με άλλη. Η βυζαντινή τέχνη, και ιδιαίτερα η ζωγραφική, είναι πολύ συζητημένη σήμερα, κύρια γιατί έχει αφηρημένο χαρακτήρα και πλούσια χρώματα. Εδώ θα υποχρεωθούμε να περιορίσουμε τις παρατηρήσεις μας στις κυριότερες εκφράσεις της βυζαντινής τέχνης, συγκεντρώνοντας ιδιαίτερα την προσοχή μας στην Ιταλία, όπου η επιρροή της ήταν μεγαλύτερη απ’όπου αλλού.





Δεν είναι υπερβολή το να πούμε πως η Ιταλία από τον ΣΤ' ως τον ΙΓ' αιώνα ήταν καλλιτεχνική επαρχία του Βυζαντίου. Στα τόσα της μνημεία ζωγραφικής και μωσαϊκών μπορούν να διακριθούν τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της βυζαντινής τέχνης -η δύναμή της, ο μυστικισμός, το χρώμα και η γραμμή- ιδιότητες που προσπαθούσαν να παρουσιάσουν στον θεατή κάτι περισσότερο από την όψη της φύσης, να τον προκαλέσουν συγκινήσεις που εκφράζουν την πραγματικότητα του άλλου κόσμου.

Μπορούμε να αρχίσουμε από τα βυζαντινά μωσαϊκά της Ραβέννας, ιδιαίτερα από την προσωπογραφία του Ιουστινιανού, της συζύγου του Θεοδώρας και της αυτοκρατορικής αυλής. Τα λαμπερά τετραγωνίδια (tessera) από χρωματιστό γυαλί και πέτρα, τοποθετημένα υπό διάφορες γωνίες, αντικατοπτρίζουν το φως με τέτοιο τρόπο ώστε να υπαινίσσονται τα ουράνια πλούτη της αυλής του τοποτηρητή του Θεού στη γη.

 Σ’αυτά τα μωσαϊκά, όπως ακόμα στις τοιχογραφίες των εκκλησιών της Ραβέννας και σε μερικές της Ρώμης ανάμεσα στους διαφόρους μεσαιωνικούς αιώνες (του καλλιτέχνη Καβαλλίνου π.χ.) και σ’εκείνες του Νορμανδικού καθεδρικού ναού του Μονρεάλε στη Σικελία με την επιβλητική μορφή του βυζαντινού παντοκράτορα στη κόγχη, είναι φανερή η ανατολική παράδοση. Πιο βόρεια, στη Βενετία, που ήταν σχεδόν βυζαντινή πόλη όπως παρατηρεί ο Ντήλ (ή «ένα άλλο βυζάντιο» όπως δήλωσε το ΙΕ' αιώνα ο Βησσαρίων)(72), τα μωσαϊκά του ναού του Αγίου Μάρκου -το ίδιο το κτίριο είναι σχεδόν πιστή αντιγραφή του ναού των Αγίων Αποστόλων της Κωνσταντινουπόλεως- ανήκουν επίσης στην καλλιτεχνική σφαίρα του Βυζάντιου.

Με πρότυπο κατά πάσα βεβαιότητα το θόλο του Αγίου Μάρκου έγινε και ο θόλος του Αγίου Φρον στο Περιζέ της Γαλλίας, ενώ ακόμη βορειότερα, στην πρωτεύουσα του Καρλομάγνου στο Άαχεν της Γερμανίας, το παρεκκλήσι του Καρλομάγνου είχε σαν πρότυπό του το Σαν Βιτάλε της Ραβέννας, που ήταν κι αυτό μίμηση της Εκκλησίας των Αγίων Σέργιου και Βάκχου της Κωνσταντινουπόλεως. Στο Άαχεν επίσης βρίσκονται ορειχάλκινες θύρες και άλλα δείγματα βυζαντινής εμπνεύσεως εργασίας(73).

Ενώ κοιτούσαν με θαυμασμό τα μεγάλα μνημεία της βυζαντινής τέχνης, οι μεσαιωνικοί Δυτικοί εκτιμούσαν πολύ περισσότερο τα μικρότερα αλλά πολύτιμα έργα των βυζαντινών τεχνιτών. Μερικά σκαλιστά ελεφαντόδοντα που στάλθηκαν σαν δώρα σε δυτικούς πρίγκιπες ή ιεράρχες υπάρχουν ακόμα, και το γαλλικό μοναστήρι Σαιν Ντενί έχει στην κατοχή του υφάσματα στολισμένα με φιγούρες ανατολικού τύπου.

Έτσι, όχι πολύ σπάνια οι βυζαντινοί τεχνίτες ταξίδευαν μαζί με τις δημιουργίες τους στη Δύση και αυτοί, πιθανότατα περισσότερο και από τα παράγωγα της τέχνης τους, φαίνεται να ευθύνονται για την εισαγωγή νέων ιδεών και μεθόδων, που υιοθέτησαν οι τοπικοί δυτικοί καλλιτέχνες. Έτσι στον Ζ' αιώνα, όταν ο Έλληνας μοναχός και αργότερα Αρχιεπίσκοπος της Καντερβουργίας Θεόδωρος της Ταρσού έφτασε στη Βρετανία, ο κύκλος του μπορεί να είχε ανατολίτες ειδικευμένους στην τεχνική της γλυπτικής. Παρόμοια, οι θρησκευτικές φιγούρες των ευαγγελιστών στα ευαγγέλια του Λιντισφέηρν είχαν βασικά πρότυπα τα βυζαντινά ή τα ιταλοβυζαντινά πρωτότυπα και γνωρίζουμε για τον βυζαντινό τρόπο εκφράσεως στην Νορθούμπρια και στη Μέρσια, και τον Ι', και τον ΙΑ' αιώνα στο Ουέσσεξ(74). Στο Μόντε Κασσίνο στη νότια Ιταλία, τον ΙΑ' αιώνα, κάτω από την αιγίδα του αββά Ντεζιντέριους, βυζαντινά καλλιτεχνήματα -ορειχάλκινες θύρες ανάμεσα στα άλλα- αγοράστηκαν στην Κωνσταντινούπολη και ήρθαν να στολίσουν το μεγάλο Αββαείο(75).

  • Και αργότερα, στον ΙΒ' αιώνα, το εσωτερικό της Εκκλησίας του μεγάλου μοναστηριού του Κλυνύ στη Γαλλία κοσμήθηκε με τοιχογραφίες τόσο βυζαντινές στον τρόπο, που μπορεί να έχουν γίνει από γνήσιο Έλληνα(76).

Πρέπει τέλος να προσεγγίσουμε το πολύ δύσκολο πρόβλημα της βυζαντινής επιρροής στην τέχνη της ιταλικής Αναγεννήσεως. Μερικοί μελετητές πιστεύουν πως ακόμα και οι αρχές του ρεαλισμού στη δυτική ζωγραφική, που αποδίνονται συνηθισμένα στον Ιταλό Τζιόττο (όπως αναφέρουν οι ιταλικές πηγές ο Τζιόττο απαλλάχτηκε από την maniera greca, εννοώντας το βυζαντινό τρόπο εκφράσεως), πρέπει ν’αποδοθουν μάλλον στην έμπνευση από τη βυζαντινή τέχνη(77).

 Αν αυτό είναι σωστό, ή αν ήταν, όπως φαίνεται πιθανότερο, το αποτέλεσμα μιας παράλληλης αν και ανεξάρτητης εξελίξεως της δυτικής και της βυζαντινής τέχνης, που επανέρχονται πίσω και στις δύο περιπτώσεις στα αρχαία ελληνιστικά πρότυπα, δεν υπάρχει αμφιβολία πως στα τέλη του ΙΓ' και στον ΙΔ' αιώνα μεγάλος αριθμός βυζαντινών έργων ζωγραφικής ενδιαφερόταν όλο και περισσότερο στο να δείχνει τη συγκίνηση, να γίνεται πιο προσωπικός και ατομικός, κοντολογίς ρεαλιστικός και εξανθρωπισμένος.
 Μπορούμε να αναφέρουμε σαν παραδείγματα αυτών των ιδιοτήτων τα βυζαντινά αριστουργήματα της Χώρας (Kariye Camii) στην Κωνσταντινούπολη, στις εκκλησίες του Μιλέσοβο, Σοποκάνι και Γκρακανίκα της Γιουγκοσλαβίας, και σε μικρότερο βαθμό στις εκκλησίες του Μυστρά και σ’εκείνα που αποκαλύφτηκαν πολύ πρόσφατα στον Άγιο Νικόλαο τον Ορφανό και στις άλλες εκκλησίες της Θεσσαλονίκης.
Ορισμένα παρόμοια χαρακτηριστικά μπορούν να βρεθούν στήν Ιταλία, στα έργα του φλωρεντινού καλλιτέχνη Σιμαμπούα, στου Ντούκιο της Σιέννας και σε άλλους ζωγράφους του ιταλικού τρετσέντο.

Σύμφωνα με την γνώμη του κριτικού Καρόλον Ντηλ και ιδιαίτερα του νεώτερου έγκυρου κριτικού Αντρέ Γκραμπάρ, στην ιταλική ζωγραφική, μεσω της βυζαντινής επιρροής πάνω στον Ντούκιο και τον Τζιόττο, σημειώθηκε το μεγαλύτερο όφελος από την ανανεωμένη επαφή των βυζαντινών με το ελληνιστικό πνεύμα.
 Γιατί, παρ’ολες τις υπέροχες δημιουργίες τους, οι βυζαντινοί ζωγράφοι που εμπνεύστηκαν από την ρεαλιστική αισθητική των ελληνιστικών προτύπων παρέμειναν στη μειονότητα. Και στη διάρκεια του ΙΔ' αιώνα, όταν οι Ιταλοί συνάδελφοί τους προχωρούσαν στις πιο ελεύθερες φόρμες της τέχνης που θα γίνονταν χαρακτηριστικό της ιταλικής Αναγεννήσεως, η βυζαντινή ζωγραφική γενικά ξαναγύρισε στις πιο συμβατικές βυζαντινές μορφές.
Παρ’όλα αυτά, παρ’όλη την επάνοδο στις παλαιότερες πιο παραδοσιακές μεθόδους (ένα φαινόμενο που ίσως να οφείλεται, σύμφωνα με τον Γκραμπάρ, στη βυζαντινή δυσπιστία πάνω σε ό,τι συνδεόταν με τους Λατίνους), μερικά ζωγραφικά έργα που έγιναν εκείνη την εποχή ήταν όμοια ή ξεπερνούσαν σε ακτινοβολία και σε αίσθηση κοσμητικής τα καλύτερα έργα των προγενέστερων βυζαντινών εποχών.
Εκείνο που είναι ιδιαίτερα εκπληκτικό είναι πως σκηνές από αυτά τα έργα του ΙΔ' αιώνα παρουσιάζουν ένα νέο τύπο πειραματικής τόλμης, που με τα τραβηγμένα λεπτά πρόσωπα και την εξαιρετική χρωματική ποικιλία φαίνονται σε ορισμένα τους σημεία να προβλέπουν τον τύπο της ζωγραφικής του Ελ Γκρέκο(78).

Αυτές οι δύο εξελίξεις της βυζαντινής ζωγραφικής, που είναι και οι δύο τμήματα της αξιοπρόσεκτης αναγεννήσεως των Παλαιολόγων του ΙΓ' ως τον ΙΕ' αιώνα (αξιοπρόσεκτης γιατί μπόρεσε να δημιουργηθεί μια αναγέννηση τόσο στην τέχνη όσο και στα γράμματα, όταν αφανιζόταν από παντού η αυτοκρατορία), ονομάστηκαν από τους κριτικούς της τέχνης Μακεδονική και Κρητική Σχολή ζωγραφικής.
Η Μακεδονική αναφέρεται γενικά στην πιο βραχύβια, πιο ρεαλιστική τέχνη του τέλους του ΙΓ' και των πρώτων δεκαετιών του ΙΔ' αιώνα, που ακτινοβολούσε πρωταρχικά από τη Θεσσαλονίκη. Η Κρητική αναφέρεται στην επάνοδο (ή σε μερικές περιπτώσεις στη συνέχιση) των πιο παραδοσιακών τρόπων ζωγραφικής και βρίσκεται ιδιαίτερα στον Άθωνα ή στην ίδια την Κρήτη και απλώνεται ως τον ΙΣΤ' αιώνα ή και περισσότερο ακόμα. Επειδή σήμερα γίνεται όλο και περισσότερο αντιληπτό το πολυσύνθετο της βυζαντινής ζωγραφικής αυτή την περίοδο, μια τέτοια διάκριση ανάμεσα στις δύο σχολές φαίνεται πολύ αλύγιστη και στην πραγματικότητα είναι πολλές φορές δύσκολο να ξεκαθαριστεί στα έργα που επέζησαν. Θα ήταν λοιπόν προτιμότερο, όπως κάνουν τώρα μερικοί μελετητές, να μη χρησιμοποιούμε αυτούς τους ιδιαίτερους όρους, που σφυρηλατήθηκαν μισό αιώνα πριν από το Γάλλο ιστορικό της τέχνης Μιλλέ(79).

Μερικές φορές οι ιστορικοί της τέχνης λησμονούν την παρουσία Ελλήνων ζωγράφων στην Ιταλία μετά την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως στα 1453, ανθρώπων που συνέχισαν να παράγουν έργα ακολουθώντας ποιος λίγο ποιος πολύ τον παραδοσιακό βυζαντινό τρόπο τόσο αργά όσο μέχρι τον ΙΖ' αιώνα. Τα έργα τους, που πολλές φορές αναφέρονται πως ανήκουν στην Κρητική σχολή, πρέπει να το παραδεχτούμε πως δεν είναι πρώτης σημασίας. Αλλά πολλές φορές έχονν αξία, ιδιαίτερα εκείνα που παράχτηκαν από τον όμιλο ζωγράφων που ζούσαν στην ελληνική παροικία της Βενετίας, για την οποία θα μιλήσουμε στο Δ' κεφάλαιο.

Σύμφωνα με τη γνώμη συγχρόνων Ελλήνων ιστορικών της τέχνης καθώς και μερικών κριτικών της Δύσης ο ονομαστός Ελ Γκρέκο, ο Δομήνικος Θεοτοκόπουλος, που γεννήθηκε στην υπό ενετική κατοχή Κρήτη τέσσερις ή πέντε δεκαετηρίδες μετα την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως, μπορεί να ονομαστεί κάτω από ορισμένες θεωρήσεις ένας από τους τελευταίους «βυζαντινούς ζωγράφους»(80). Ο Ελ Γκρέκο σπούδασε τέσσερα χρόνια στη Βενετία και αργότερα υιοθέτησε σαν μόνιμη κατοικία του την πόλη της Καστίλλης Τολέδο. Όμως παρ’όλη την αδιάψευστη επιρροή που άσκησαν επάνω στον σχηματισμό της τεχνικής του και του τρόπου του αυτά τα δύο κέντρα, φαίνεται πως δεν λησμόνησε ποτέ τη βυζαντινή του κληρονομία. Πραγματικά ένα αξιοπρόσεκτο ντοκουμέντο που μόλις τελευταία αποκαλύφθηκε, φαίνεται να δείχνει πως έζησε στην Κρήτη ως την ηλικία των 25 χρονών και όχι μόνον ως των 18 όπως γενικά πιστευόταν πρίν(81).

Σημασία έχει το γεγονός πως αυτός ο μεγαλύτερος από όλους τους Έλληνες ζωγράφους μπορεί να επηρεάστηκε πολύ βαθύτερα στα πρώτα του χρόνια από την κρητικοβυζαντινή ζωγραφική του νησιού που γεννήθηκε απ’όσο θέλουνε οι περισσότεροι δυτικοί μελετητές να παραδεχτούν. Αυτή την περίοδο oι ζωγράφοι άρχιζαν τις σπουδές τους μάλλον νωρίς και έτσι στα 25 του ο «μαέστρο» Ελ Γκρέκο θα έπρεπε να έχει πείρα κάπου δέκα χρόνων πάνω στον βυζαντινό τρόπο εκφράσεως.

Η Ιταλία λοιπόν, η πρώτη περιοχή της βυζαντινής καλλιτεχνικής επιρροής, όφειλε πολλά στο Βυζάντιο. Δεν όφειλε μόνον τα πρότυπα τα οποία πολλοί Ιταλοί καλλιτέχνες μεταχειρίστηκαν για να εργασθούν,στις ορειχάλκινες θύρες, τα φανταχτερά υφάσματα, τα σμάλτα και τα πλούσια ζωγραφισμένα χειρόγραφα που ήρθαν στη Δύση, αλλά, βασικότερης ακόμα σημασίας, τα συμβολικά υποδείγματα της διακοσμήσεως των εκκλησιών και ακόμα τα εικονογραφικά σχήματα για μερικά από τα πιο σπουδαία θρησκευτικά μοτίβα. Έτσι, μπορούμε να πούμε πως όλη τη μεσαιωνική περίοδο, από τον ΣΤ' αιώνα και ίσως ως τις αρχές της Αναγεννήσεως τον ΙΔ' αιώνα, η βυζαντινή τέχνη επηρέασε βαθιά την ιταλική και μέσω της Ιταλίας πολλές περιοχές της δυτικής Ευρώπης.






ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ

ΤΙ ΜΠΟΡΟΥΜΕ να πούμε σαν συμπέρασμα για την επίδραση του βυζαντινού πολιτισμού πάνω στη Δύση, πως μπορούμε να εκτιμήσουμε την επιρροή του; Πρέπει να σημειωθεί, για να αρχίσουμε, πως αυτά τα τόσο σπουδαία διαμάντια του δυτικού πολιτισμού, όπως το κοινοβούλιο, η γοτθική αρχιτεκτονική, η σχολαστική μέθοδος, και πάνω απ’όλα οι βασικοί θεσμοί της φεουδαρχίας και της ιπποσύνης ήταν βασικά γερμανολατινικής καταγωγής, και ότι εκεί δεν υπάρχει καθόλου ή, αν υπάρχει, είναι ελάχιστη η βυζαντινή επιρροή.

Πραγματικά, σχετικά με την φεουδαρχία, την ιπποσύνη και τον σχολαστικισμό, ορισμένες επιρροές φαίνεται πως ήρθαν μάλλον από τη Δύση στην Ανατολή. Παρ’όλο όμως που μπορούν ν’αναφερθούν αρκετά παραδείγματα μεσαιωνικών Ελλήνων που υιοθέτησαν ατομικές δυτικές συνήθειες, ιδιαίτερα οι ανώτερες βυζαντινές τάξεις, η βυζαντινή επιρροή στη Δύση φαίνεται πως ήταν πολύ δυνατότερη από το αντίθετο. Αυτό οφειλόταν, εν μέρει τουλάχιστον, ως τον ΙΒ΄ αιώνα ή τις αρχές του ΙΓ' στο ότι ο δυτικός πολιτισμός σχεδόν σε όλες του τις μορφές ήταν ουσιαστικά κατώτερος από τον ανατολικό (στις κλασικές ελληνικές γνώσεις βέβαια λίγοι δυτικοί μπορούσαν να πουν πως είναι ίσοι με τους Έλληνες ως τη μεγάλη Αναγέννηση), και ακόμα γιατί αυξανόταν η αντιπάθειά προς τη Δύση. Η Ανατολή γενικά -οι κατώτερες τάξεις, οι μοναχοί και ο κατώτερος κλήρος ιδιαίτερα- αρνιόταν με όλες του τις δυνάμεις να υιοθετήσει λατινικά έθιμα.

Παρ’όλο που πρέπει να είναι καθαρό από τις έρευνές μας πως υπάρχει μια λίγο πολύ συνεχής επιρροή του Βυζάντιου στο δυτικό Πολιτισμό από τον Δ' συνεχώς ως τουλάχιστον το τέλος του ΙΕ' αιώνα, δεν είναι λιγότερο έκδηλο πως ο βαθμός της επιδράσεως διέφερε από πεδίο σε πεδίο και εξαρτιόταν όχι μόνο από την πορεία των επαφών, αλλά και από τη στάση και την αποδεκτικότητα που είχαν οι διάφορες δυτικές περιοχές.

Η Ιταλία π.χ. είχε επηρεαστεί πολύ περισσότερο από την πιο απομακρυσμένη μάλλον συντηρητική Γαλλία και αμέτρητα περισσότερο από την Αγγλία. Ούτε είναι εύκολο να βεβαιώσουμε πόσο βαθιά εισχώρησαν οι βυζαντινές επιδράσεις που συζητήσαμε στις διάφορες τάξεις της δυτικής κοινωνικής δομής, παρ’όλο που φαίνεται πως, επειδή είχαν περισσότερες επαφές με την Ανατολή και γενικά μια πιο ελαστική στάση, οι ανώτερες τάξεις και οι έμποροι είχαν επηρεαστεί περισσότερο. Δεν πρέπει επίσης να παραγνωριστεί πως οι κρίσεις μας σχετικά με το βαθμό της επίδρασης πρέπει αναγκαστικά να περιοριστούν από την σπανιότητα των αποδείξεων που υπάρχουν, καθώς και από το σημείο που βρίσκονται οι έρευνες των μελετητών αυτή τη στιγμή. Είναι ευκολώτερο να δείξουμε, με βάση τα υπάρχοντα σήμερα καλλιτεχνικά μνημεία, ποια μπορεί να ήτανε η ανατολική επιρροή πάνω στην τέχνη, παρά, ας πούμε, ποια ήταν η επίδραση πάνω στην εξέλιξη του συστήματος των συντεχνιών όπου είμαστε υποχρεωμένοι να κάνουμε υποθέσεις ή να βγάλουμε συμπεράσματα. Επίσης θα πρέπει να λάβουμε υπ’όψη μας, νομίζω (πράγμα που δεν γίνεται συνηθισμένα), τις αποδείξεις τέτοιων φαινομένων, όπως το δανεισμό λεξιλογίου -δανεισμό που τις περισσότερες φορές δεν θα γινόταν, αν δεν υπήρχε κάποια έστω και σε μικρό βαθμό μεταφορά γνώσης. Από την άλλη μεριά η απλή παρουσία στη Δύση πολλών βυζαντινών ειδών πολυτελείας δεν πρέπει να μας οδηγήσει, λαθεμένα, στο να αποδώσουμε την ίδια σημασία σ’αυτούς τους πολιτιστικούς παράγοντες, όπως πρέπει να αποδώσουμε σ’εκείνους της υιοθεσίας βυζαντινών ιδεών, θεσμών ή τεχνικής, που με το κύλισμα του χρόνου θ’αποδείχνονταν πολύ πιο μόνιμης αξίας.

Με αυτές τις γνώσεις και έχοντας στο νού μας πως ο δυτικός πολιτισμός ήταν στη βάση του γερμανολατινικός, μπορούμε να επικυρώσουμε τα ευρήματά μας, πως το Βυζάντιο με τη συγχώνευση του κλασικισμού και των πιο πρωτότυπων βυζαντινών στοιχείων του πολιτισμού του και πάνω απ’όλα με το μοναδικό του στίγμα της χριστιανοσύνης, που εισχωρούσε σε κάθε όψη της μεσαιωνικής ελληνικής ζωής, ήταν σε θέση άμεσα ή έμμεσα να επηρεάσει πολλές μορφές της δυτικής πολιτιστικής εξελίξεως: Ορισμένες όψεις της τέχνης και της αρχιτεκτονικής, τη σφαίρα της βιομηχανικής τεχνικής, το δίκαιο και τη διακυβέρνηση, την ορολογία και τους κανονισμούς της ναυσιπλοΐας, την περισυλλογή της ελληνικής φιλολογίας και ίσως τη σύνθεση του Ρομάντσου, την εξέλιξη ενός πιο εξευγενισμένου τρόπου ζωής, μερικούς τύπους θρησκευτικής ευλάβειας, τη μουσική όπως και τη θρησκευτική σκέψη.
 Πάνω σ’αυτές τις όψεις των περισσοτέρων από τα πολιτιστικά πεδία που είχαν σημασία για τον μεσαιωνικό άνθρωπο, φαίνεται πως έχουμε περισσότερο από χειροπιαστές ειδικές αποδείξεις της επιρροής του Βυζάντιου στην μία ή στην άλλη περιοχή της δυτικής ευρωπαϊκής κοινωνίας. Ακόμα μια φορά όμως πρέπει να τονιστεί πως αυτές οι επιρροές διαβαθμίζονταν από πολύ μικρές σ’ορισμένες σφαίρες, μέχρι πολύ ουσιαστικές σε άλλες.

Δεν υπάρχει αμφιβολία πως οι βυζαντινές συνεισφορές ήταν πιο παθητικές και λιγότερο δημιουργικές σε ορισμένα πεδία, π.χ. στη φιλολογία, στη φιλοσοφία και την επιστήμη, που είχαν στον κύριο όγκο τους ληφθεί από τους αρχαίους Έλληνες και, ιδιαίτερα στην περίπτωση του Αριστοτέλη, που μεταφέρθηκαν προγενέστερα στη Δύση με το διαμέσο των Αράβων

. Όμως, παρά την περίφημη διατήρηση των αρχαίων φιλολογικών αριστουργημάτων, οι Βυζαντινοί κατόρθωσαν να κάνουν ορισμένες δικές τους συνεισφορές: Π.χ. ανέπτυξαν ορισμένες φιλολογικές μεθόδους μελέτης -μεθόδους καμιά φορά λαθεμένες, που όμως παρ’όλο τούτο είχαν περισσότερη βαρύτητα απ’ό,τι γενικά είναι πιστευτό για την ανάπτυξη της κριτικής των κειμένων στη διάρκεια της Αναγεννήσεως, και που κατά συνέπεια δεν μπορούσαν παρά να επηρεάσουν και την ερμηνεία των αρχαίων κειμένων που αναμετάδωσαν στη Δύση (τις αρχαίες τραγωδίες π.χ.)(82). Ακόμα και στην περιοχή της επιστήμης, παρ’όλη την σχεδόν λατρευτική αφοσίωση στην εκκλησιαστική παράδοση όπως και στην αυθεντία των αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων, μερικοί Βυζαντινοί φαίνεται σαν να έσπασαν αυτούς τους φραγμούς και το λιγότερο φαίνεται σαν να πρόβλεψαν ορισμένες υστερώτερες δυτικές επιστημονικές εξελίξεις.

Ακόμα, όπως παρατηρήσαμε, δεν μπορεί να υπάρξει αμφιβολία πως οι βυζαντινοί σε πολλές άλλες περιοχές ήταν ικανοί να κάνουν αληθινά πρωτότυπες συνεισφορές, συγκεκριμένα στην τέχνη και στην αρχιτεκτονική, στους τύπους της θρησκευτικής ευλάβειας και της εκκλησιαστικής γραμματολογίας και, ίσως όχι λιγώτερο σημαντικό, να δώσουν στη Δύση κάτι που πολλές φορές παραγνωρίζεται από τους ιστορικούς, ένα ζωντανό παράδειγμα κράτους με πολύ αυστηρά συγκεντρωτική διακυβέρνηση και παράδοση πολιτικής, κάτω από την εξουσία του δημόσιου δικαίου.
 Έχοντας υπ’όψη όλα αυτά είναι φανερό πως ο βυζαντινός πολιτισμός απείχε πολύ από του να είναι η «απολίθωση της αρχαιότητας» που συνήθιζαν να λένε οι ιστορικοί όχι πολλά χρόνια προγενέστερα.

Συνοψίζοντας λοιπόν: το πλούσιο περιεχόμενο, τα διαφορετικά στοιχεία, τόσο αρχαία όσο και μεσαιωνικά, της μοναδικής πολιτιστικής συνθέσεως του Βυζάντιου, μπόρεσαν να προσελκύσουν την προσοχή των δυτικών και σιγά-σιγά, και παρ’όλη τη συχνή αντιπάθεια ή την καθαυτό εχθρότητα των Λατίνων, να τους δώσουν έμπνευση και καθοδήγηση.
Έτσι στα 1453, όταν τελικά η Κωνσταντινούπολη υπέκυψε στους Τούρκους, το Βυζάντιο δεν είχε μόνο παραδώσει την πρωτινή του κληρονομία του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού στη Δύση -που ήταν τώρα προετοιμασμένη ως ένα σημείο από την Ανατολή να την δεχτεί- αλλά, και τούτο δεν είναι λιγότερο σημαντικό, η Δύση είχε αφομοιώσει πολλά από τα παράγωγα της δημιουργικότητας του ίδιου του Βυζάντιου
. Σαν αποτέλεσμα αυτού που μπορεί να ονομαστεί μακροχρόνια πορεία πολιτιστικής διεισδύσεως, το Βυζάντιο έπαιξε ένα πολύ πιο διαπεραστικό ρόλο απ’ό,τι γενικά πιστεύεται στο πλάσιμο του μεσαιωνικού πολιτισμού και από κει, έμμεσα, του σύγχρονου δυτικού κόσμου.







Κ.Ι. Γιαννακόπουλος, «Βυζαντινή Ανατολή και Λατινική Δύση»
μτφρ. Κώστας Κυριαζής, εκδ. Εστία, Αθήναι ά.έ.



ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Π.χ. Ν. Baynes, Byzantine Studies and Other Essays (Λονδίνο 1955, 71-73).
2. Για σχετική βιβλιογραφία της βυζαντινής πολιτιστικής επιρροής στη Δύση βλέπε Παράρτημα, Βιβλ. σημ. Α.
3. Η ημερομηνία εκλέχτηκε επειδή ιδρύθηκε η από αναβίωση προερχόμενη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία του Καρλομάγνου στα 800 (που αμφισβητούσε την βυζαντινή απαίτηση), έπεσε το Εξαρχάτο της Ραβέννας στα 751 και έγιναν oι σλαβικές επιδρομές στα Βαλκάνια σ’αυτή τη γενική περίοδο. Όλ’αυτά βοήθησαν ν’αποκοπεί το Βυζάντιο, αν και όχι ολοκληρωτικά, από τις δυτικές επαφές. Ο F. Dvornic, The Slavs: Early History and Civilization (Βοστώνη 1956), τονίζει πως η βουλγαρική επιδρομή στην Ιλλυρία έκοψε αυτή τη βασική γέφυρα που ένωνε τους Λατίνους με τους Έλληνες.
4. Υπάρχουν μερικά παλαιότερα ίχνη της επιστροφής στην αρχαία ορολογία• «Έλληνες». Βλέπε Γιαννακόπουλος, Emperor Michael Palaeologus, 35, για την ορολογία στο ΙΓ' αιώνα. Επίσης Α. Βακαλόπουλου «Ιστορία του Σύγχρονου Ελληνισμού», Ι (Θεσ/νίκη 1961) 75 εξ.
5. Ch. Diehl, Etudes sur l'administration byz. dans l'exarchate de Ravenne (Παρίσι 1888).
6. Το καλύτερο έργο πάνω σ'αυτό το πρόβλημα είναι του J. Gay L'Italie méridionale et l'empire byzantin (Παρίσι 1904). Για τους 50.000 μοναχούς πρόσφυγες βλέπε L. White, Latin Monasticism in Norman Sicily (Καίμπριτζ 1938) 15-17. Επίσης Κ. Setton «The Byzantine Background to the Italian Renaissance», Proceedings of American Philosophical Society, C (1956) 7 όπου αναφέρεται η βιβλιογραφία.
7. Για τον Ευγένιο βλέπε τώρα Ε. Jamison, Admiral Eugenius of Sicily (Λονδίνο 1957). Για τον Αρίστιππο (που ορισμένοι πιστεύουν πως μπορεί να μην ήταν Έλληνας) βλέπε Setton «Byzantine Background », 19. Γιa τους Πλατωνικούς διαλόγους βλέπε R. Klibansky, The Continuity of the Platonic Tradition during the Middle Ages (Λονδίνο 1939) 27-31, 51. Ο Τίμαιος μεταφράστηκε από τον Χαλκίδιο τον Δ' αιώνα.
8. Το κύριο έργο για τους Λατίνους εμπόρους στο Βυζάντιο είναι του W. Heyd, Histoire du Commerce du Levant au Moyen Age (Λειψία 1885). Επίσης έγγραφα στον G. Müller, Documenti sulle relazioni delle cittâ toscane cοll' Oriente (Φλωρεντία 1879).
9. Το πιο πρόσφατο έργο που αναφέρεται στους Πιζάνους, για τους οποίους μιλήσαμε εδώ, είναι του Μ. Άναστου «Some Aspects of Byzantine Influence on Latin Thought», Twelfth Century Europe and the Foundations of Modern Society (Μάντισον 1961) 138-49.
10. Για την ενετική παροικία του ΙΒ' αιώνα βλέπε Ch. Diehl «La colonie vénitienne à Constantinople», Etudes byzantines (Παρίσι 1905) 204 έξ. Για την μεταγενέστερη περίοδο βλέπε πιο κάτω, κεφάλαιο 4. Για τον αριθμό των Ενετών στην Κωνσταντινούπολη βλέπε Γιανν. Greek Scholars in Venice, 14, υπ. 3.
11. Τον ΙΑ' αιώνα και τα πρώτα χρόνια του ΙΒ' η Ρώμη δεν είχε κατά πάσα βεβαιότητα περισσότερους από 50.000 κατοίκους. Για το Παρίσι, τη Βενετία και τη Ρώμη βλέπε Τ. Chandler, Cities of the World (Νέα Υόρκη 1940) 10, και παραπομπές στο Γιαννακόπουλο, op. c. 14, υπ. 3.
12. Για τον Ιάκωβο της Βενετίας βλέπε Ch. Haskins, Studies in the History of Medieval Science (Καίμπριτζ 1924) 144-45, 227-32. Επίσης L. Minio-Paluello «Jacobus Veneticus Grecus Traditio», VIII (1952), 265-304.
13. Υπάρχει μεγάλη βιβλιογραφία πάνω στους προσκυνητές στην Ανατολή και για την Δ' σταυροφορία. Π.χ. Α. Atiya, Crusade in the Later Middle Ages (Λονδίνο 1938) και το άρθρο του R. Wolf στο The Crusades κ.λπ. του Κ. Setton (Φιλαδέλφεια 1962). Ο Γάλλος μελετητής είναι ο Ρ. Riant, Exuviae Sacrae Constantinopolitanae, 3 τόμοι (Γενεύη 1877-1904).
14. Πάνω στην προσπάθεια του εκλατινισμού της ελληνικής εκκλησίας αμέσως σχεδόν μετά το 1204 βλέπε R. Wolf «Τhe organization of the Latin Patriarchate of Constantinople 1204-61. Social and Administrative Consequences of the Latin Conquest», Traditio VI, (1948) 33-60. Επίσης Γιαννακόπουλου «Οn the Schism οf the Greek and Roman Churches: Α confidential Papal Directive for the Implementation of Union (1278)», Greek Orthodox Theological Review, I (1954) 16-24. Πάνω στην ελληνική ανάκτηση της Κωνσταντινουπόλεως από τον Μιχαήλ Η' Παλαιολόγο στα 1261 βλέπε τώρα Γιανν., Emperor Michael Palaeologus and the West, κεφ. 5. Για τον Μπροκάρντους βλ. πιο πάνω, Πρόλογος, υπ. 3.
15. Γιαννακόπουλου, Greek Scholars, 18.
16. Ομοίως.
17. L. White, Latin Monasticism, 22, σημειώνει πως από το 678 ως το 752 έντεκα Πάπες ήταν Ανατολίτες, δηλαδή Έλληνες ή Σύριοι. Επίσης βλέπε J. McNulty και Β. Hamilton «Orientale lumen», et «Magistra Latinitas»: Ελληνικές επιρροές στο Δυτικό μοναχισμό, Le millénaire du Mont Athos (Σεβτώνη 1963) 181-217 και Β. Hamilton «The city οf Rome and the Eastern Churches», Orientalia Christiana Periodica, 27 (1961) 2-26.
18. J. Bryce, Holy Roman Empire (Νέα Υόρκη 1913). W. Ohnsorge, Das Zweikaiserproblem im früheren Mittelalter (Χιλντεσχάϊμ 1947). Επίσης σχετικά με την τέχνη D.Talbot Rice, English Art 871-1100 (Οξφόρδη 1952) 21.
19. Talbot Rice, Byzantine Art, νέα έκδοση (Λονδίνο 1967) 247.
20. Βλέπε R. S. Lopez «Le probléme des Relations Anglo-byzantines du Septième Siècle», Byzantion, XVIII (1948), ιδ. 161-62. Σχετικά με τη χρήση του τίτλου βασιλέως από τους Νορμανδούς αλλά μόνον κατά τις ευχές της στέψης βλέπε Ρ.Schramm, Α History of the Englisch Coronation (Οξφόρδη 1937) 30. Για την τέχνη βλέπε Talbot Rice, Byzantine Art, 250 εξ. και το English Art του, 22, 133, ιδ.135, 250.
21. Για τις πρώιμες επαφές των Αράβων με τους Νεστοριανούς και τους Μονοφυσίτες βλέπε π.χ. Ph. Hitti, History οf the Arabs (Λονδίνο 1960) 309. Για την Ισπανία βλέπε C. Haskins, Medieval Science.
22. Μια ακόμα δυνατότερη δήλωση του E.Gilson στο History of Christian Philosophy in the Middle Ages (Νέα Υόρκη 1955) 541: «Ουσιαστικά κάθε σημαντικό γεγονός της ιστορίας της δυτικής σκέψης στο Μεσαίωνα ήταν συνδεδεμένο με την παρουσία κάποιου ανθρώπου που σπούδασε στην Ελλάδα ή που ήξερε Ελληνικά και είχε μεταφράσει μερικές ελληνικές φιλοσοφικές γραφές ή μπορούσε να μελετήσει αυτές τις μεταφράσεις».
23. Για τη μουσουλμανική ερμηνεία και την ανάμειξη της αριστοτελικής και της νεοπλατωνικής σκέψης βλέπε Τ. Arnold και Α. Guillaume, The Legacy of Islam (Οξφόρδη 1931) 240-41, και Hitti, History of the Arabs, 307. Βλέπε τώρα R. Walzer, Greek into Arabic (Καίμπριτζ Μασσ.1962) 60-113.
24. Ο Ιωάννης πέθανε γύρω στα 750. Ήτανε στην υπηρεσία του Άραβα Χαλίφη της Δαμασκού.
25. Για την μετάφραση των «Πολιτικών» του Μέρμπεκε βλέπε Ε. Barker, Social and Political Thought in Byzantium (Οξφόρδη 1957) 136. Από το τέλος του ΙΒ' ως το τέλος του ΙΓ' αιώνα η αναλογία των μεταφράσεων από τα ελληνικά απέναντι στα αραβικά, που ήταν δεύτερο χέρι, σιγά-σιγά αυξήθηκε. Δεν είναι πολύ γνωστό πως Μέρμπεκε μετέφρασε και την Ποιητική του Αριστοτέλη (Ρ. Kristeller, Studies in Renaissance Thought and Letters, Ρώμη 1956, 340-41 και 23). Η Ποιητική έγινε έτσι γνωστή στο δυτικό κόσμο τον ΙΓ' αιώνα. Για τον Ακουϊνάτο και τον Ιωάννη Δαμασκηνό βλέπε Gilson, History of Christian Philosophy, 92. Ο ίδιος ο Θωμάς αναφέρει τον Ιωάννη (βλέπε Summa Theologica, μέρ. Ι, quaestio 36, άρθρ. 2 και tertium). Οι γνώσεις του Θωμά πάνω στο έργο του Ιωάννη του Δαμασκηνού φαίνεται πως ήταν μδόο στοιχειώδεις.
26. Βλέπε τις προηγούμενες υποσ. για την Ποιητική του Αριστοτέλη.
27. Γιαννακόπουλος, Greek Scholars in Venice, ιδ. 284-86.
28. Για τον Εριγένη, Μ. Cappuyns «Jean Scot Erigène, sa vie, son oeuvre, sa pensée», (Λουβαίν 1933).
29. Ο Διονύσιος ήρθε για πρώτη φορά στη Δύση τον Θ' αιώνα μέσω του Αββά Ιλντουέν του Αγίου Διονυσίου. Βλέπε Μ. Viller και Κ. Rahner, Askese und Mystik in der Väterzeit (1939). L. Levillain, Etudes sur l' abbaye de Saint Denis... (Παρίσι 1921) και Etudes Dionysiennes, Ι: Hilduin (Παρίσι 1932).
30. F. Masai, Ρléthon et le platonisme de Mistra (Παρίσι 1956).
31. Βλέπε πιο κάτω κεφ. 3. Επίσης Α. della Torre, Storia dell' Accademia Platonica di Firenze (Φλωρεντία 1902).
32. Κατά πάσα βεβαιότητα ο Φιτσίνο δεν χρησιμοποίησε τα έργα του Πλήθωνα.
33. Πάνω σ’αυτή τη σπουδαία διαμάχη βλέπε ιδιαίτ. Ε. Burtt, Metaphysical Foundations of Modern Physical Science (Λονδίνο 1925) 40, ποy τονίζει τη σπουδαιότητα του μαθηματικού τρόπου του σκέπτεσθαι στον Πλάτωνα (μέσω Πυθαγόρα) που βρίσκεται στη νεοπλατωνική σκέψη. Αυτό, λέει, οδήγησε στην θεωρία του Κοπέρνικου. Με τον Burtt διαφωνούν oι Ε.W.Strong, Procedures and Metaphysics (Μπέρκλεϋ 1936) και J. Randall «Development of Scientific Method in the School of Padua», Journal of History of Ideas (1940) 176-206, που υποστηρίζουν την μέθοδο (Αριστοτελισμός) του Πανεπιστημίου της Πάδοβας για την ανάπτυξη της σύγχρονης επιστήμης. Βλέπε επίσης J. Randall, The School of Padua and the Emergence of Modern Science (Πάδοβα 1961), Ρ. Duhem, Le système du monde (Paris 1954), VII-VIII, που τονίζουν τη συνέχιση της μεσαιωνικής και της πρώιμης σύγχρονης επιστήμης.
34. Βλέπε κατ., κεφ. 5, υπ. 59.
35. Βλέπε Α. Βασίλιεφ, Ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας (στα Αγγλικά, Μάντισσον 1952) 491. Η λατινική μετάφραση έγινε από τα ελληνικά στα 1160 στη Σικελία. Στα 1175 ο Γεράρδος της Κρεμόνας μετέφρασε το έργο από τα αραβικά στο Τολέδο.
36. L. White, Medieval Technology and Social Change (Οξφόρδη 1962) 80, 90, 96 εξ., 124. Μ. Άναστου «The History οf Byzantine Science», Dumbarton Oaks Papers, XVI (1962) 411, «Πλήθων, Στράγων και Κολόμβος», Ann. de l' inst. phil. et d' hist. orient. et slaves, ΧΙΙ (1952) 1-18 και G. Brett «Byzantine Waterwheel», Antiquity ΧΙΙΙ (1939) 354 eξ.
37. Βλέπε Ν. Baynes και Η. Moss, Byzantium: Αn Introduction to East Roman Civilization (Οξφόρδη 1961) το δοκίμιο των F. Marshall και Ι. Μαυροκορδάτου, «Byzantine Literature», 221. Επίσης παράβαλε R. Jenkins «The Hellenistic Origins of Byzantine Literature», Dumbarton Oaks Papers, XVII (1963), ιδιαίτ. 39 και 52, και Ν.Β. Τωμαδάκη, Εισαγωγή στη Βυζαντινή φιλολογία, Ι' (Αθήναι 1958), ίδ. 16 και εξ. Το βασικό έργο για τη βυζαντινή φιλολογία είναι του Κ. Krumbacher, Geschichte der byzantinischen Literatur (Μόναχο 1897).
38. Α. Pertusi, Leonzio Pilato fra Petrarca e Boccaccio (Βενετία-Ρώμη 1964), ιδ. 433 κ.εξ. Βλέπε G. Cammelli, Mannuele Crisolora (Φλωρεντία 1941 ) 8, 44 κ.λπ.
39. Cammelli, οp.c. και Γιαννακόπουλου, Greek Scholars, 24.
40. Πάνω στο πρόβλημα της καταγωγής των Ρομάντσων βλέπε βιβλ. στον Κ. Setton The Byz. Background to the Ιtal. Renaissance, 38-39. Επίσης, Βασική βιβλιοθήκη, Αθήναι 1955, ανάλυση Ε. Κριαρά. Παρ. U. Holmes, Α History of Old French Literature to 1300 (Νέα Υόρκη 1937) 146-49
46. G. Sarton, Αn introduction to the History of Science (Βαλτιμόρη 1931) 171. F. Chalandon, Les Comnènes (Παρίσι 1912) ΙΙ, 317. Για τη Βυζαντινή σηρική βιομηχανία βλέπε ιδ. R. Lopez «Silk Manufacture in the Byzantine Empire», Speculum, ΧΧ, 1. Ο Talbot Rice, Art of the Byzantine Era (Νέα Υόρκη 1963) 106, πιστεύει πως ο Όθων ο Γ' έβαλε βυζαντινά μεταξωτά στον τάφο του Καρλομάγνου στα 1000.
47. Η. Bloch «Monte Cassino, Byzantium, and the West in the Earlier Middle Age», Dumbarton Oaks Papers, ΙΙΙ (1941 163-224. Τον Ι' αιώνα χύθηκαν ορειχάλκινες θύρες στο Χιλτντεσχάϊμ για τον Επίσκοπο Μπέρνβαρντ, που είπε να τις αντιγράψουν από τις βυζαντινής εμπνεύσεως θύρες που έγιναν στο Άαχεν για τον Καρλομάγνο. Βλέπε F. Tschan, St. Bernward of Hildesheim, ΙΙ (Ντορ Ντάμ 1942) 142, 168-69 και 200, υπ. 6.
48. Η αραβική Αίγυπτος είχε αξιοσημείωτη βιομηχανία υάλου σαν κληρονομία από τους ελληνιστικο-ρωμαϊκο-βυζαντινούς χρόνους. Η Βενετία μπορεί να επηρεάστηκε και από κει.
49. Βλέπε Θεόφιλου Πρεσβυτέρου, Schedula Diversarum Artium, έκδ. Η.Hagen (Βιέννη 1874) ιδ. 114-117.
50. Βλέπε ιδ. Ε. Kitzinger «Οn the Portrait of Roger ΙΙ in the Martorana in Palermo», Proporzioni (1950), υπ. 3, σελ. 30-44, που τονίζει το γεγονός πως ο Ρογήρος φοράει την ενδυμασία βυζαντινού αυτοκράτορα (όπως το κάνει σε πολλά νομίσματα και σφραγίδες) και πως του απέδιναν τον τίτλο του βασιλέως, αλλά και επίσης πως η γερμανική αυτοκρατορική προσωπογράφηση των Οθώνων αποτελεί προηγούμενο για το πρόσωπο του Ρογήρου, που εικονίζεται όμοιο μ’εκείνο του Χριστού. Για τους 6 Νορμανδούς ανώτατους άρχοντες και τη βυζαντινή Θεοκρατία βλέπε επίσης Α. Marongiu «Lo spirito della monarchia Normanna della Sicilia», Arch. stor. sic., σειρά 3, τόμ. 50-51, σελ. 115 εξ. και L.R. Ménager «L' institution monarchique dans les états Normands d' Italie», Cahiers des civilisations medievales, ΙΙ (1959) 303, που αντιτάσσει σε τέτοιες θεωρίες.
51. Για τον Νείλο Δοξαπατρή βλέπε άρθρο του V. Laurent στο Dict. d' histoire et de géog. eccl. XIV, στήλ. 769-71. 'Επίσης Ch. Diehl, Byzantium, Creatness and Decline, 285-87.
52. Βλέπε G. Ferrari dalle Spade «La legislatione dell' impero d' Oriente in Italia», Italia e Grecia (Φλωρεντία 1939) 225-53. καί παρ. Dölger, Byzanz und das Abendland vor den Kreuzzügen, 109.
53. G. Ostrogorsky, History οf the Byzantine State (Νέα Βρουνσβίκη 1957) 216. Επίσης R. Lopez «Byzantine Law in the Seventh Century and its Reception by the Germans and Arabs», Βυζάντιον, XVI (1942-3) 445. Το βυζαντινό δίκαιο ήταν επιβεβλημένο στη βυζαντινή Σικελία και στη Νότια Ιταλία, αλλά φαίνεται πως δεν είχε επιρροή μαχροχρόνια εκεί. Όμως το βυζαντινό δίκαιο ήταν γνωστό και επηρέασε τους Φράγκους (λατίνους) που ζούσαν στην Ανατολή. Η επιρροή του γερμανικού δικαίου ήταν ίσως υπεύθυνη για την περίεργη εμφάνιση της δοκιμασίας με τη φωτιά στα 1258, στη δίκη του Μιχαήλ Παλαιολόγον. Βλέπε Γιαννακόπουλος, Emperor Michael Palaeologus, 21-26.
54. Για το Ροδιακό ναυτικό δίκαιο βλέπε ιδ. W. Ashburner, Rhodian Sea Law (Οξφόρδη 1909). Τώρα W.P. Gormley «The Development of the Rhodian-Roman Sea Law to 1681», Inter-American Law Review, ΙΙΙ (1961) ιδ. 319. Για τη βυζαντινή ορολογία της ναυσιπλοΐας και στη Δύση βλέπε Η. και R. Kahane και Α. Tietze, The lingua Franca in the Levant (Ουρμπάνα 1958) ιδ. 571, 503, 519,δ 552 κ.λπ. Για το dreki βλέπε S. Α. Anderson, Viking Enterprise (Νέα Υόρκη 1936) 62 και W. Vogel «Nordische Seefahrten im früheren Mittelalter», Meereskunde, Ι, μέρ. 7, σελ. 25, αλλά παρ. J. De Vries «Altnordisches Etymologisches Wörterbuch», που λέει πως η γερμανική λέξη Drache (δράκων) έρχεται από τη λατινική draco κι αυτή από την αρχαία ελληνική. Σχετικά με την επιρροή των Ελλήνων ναυπηγών τον ΙΕ' αιώνα στη Βενετία, F. Lane, Venetian Ships and Shipbuilders of the Renaissance (Βαλτ. 1934) 56: Oι καλύτεροι ναυπηγοί των γαλερών στις αρχές του ΙΒ' αιώνα ήταν ακόμη οι κληρονόμοι του Βυζαντίου.
55. Δεν έχουν γίνει παρά ελάχιστα για την βυζαντινή διπλωματία. Βλέπε F. Dölger, Byzantinische Diplomatik (Εττάλ 1956), για έγγραφα και ανάλυση, και για γενικότερη εξέταση D. Obolensky «Principles and Methods of Byzantine Diplomacy», XIIe Congrès International des études byzantines (Ωχρίδα, 1961 Rapports). Υπάρχει ένας αριθμός μονογραφιών για τις διπλωματικές σχέσεις ορισμένων αυτοκρατόρων. Η πιο τελευταία είναι του Γιαννακόπουλου, Emperor Michael Palaeologus and the West.
56. Ε. Freshfield έκδ. Roman Law in the Later Roman Empire: Book οf the Eparch (Καίμπριτζ Αγγλ. 1938). Ένα τελευταίο άρθρο για τις συντεχνίες από τον Σ. Βρυώνη «Byzantine “Demokratia” and the Guilds in the Eleventh Century», Dumbarton Oaks Papers, XCIII (Ουάσιγκτων 1963), 289-314, βλέπε ιδ. 280-93 και βιβλ. στις υποσ. 5 και 13. Επίσης Lopez «Silk Industry in the Byzantine Empire», Speculum (1945) 184 εξ
57. Για τους στρογγυλούς πύργους βλέπε S. Toy, Α History οf Fortification (Λονδίνο 1955) 86 εξ. Για τους Νορμανδούς βλέπε Η. Brown, The English Castle (Λονδίνο 1936) 23. Οι Άραβες έμαθαν την οχυρωματική από τους Έλληνες και η Δύση επίσης έμαθε από το Βυζάντιο μέσω των Αράβων. Α. Choisi, L’art de bâtir chez les Byzantins (Παρίσι 1883) δεν είναι χρήσιμη εδώ. Τώρα παραβ. Α.Tuulse, Castles of the Western World (Βιέννη 1958), που είναι πιο προσεκτικός.
58. Α. Kelly, Eleanor of Aquitain and the four Kings (Καίμπριτζ Μασσ. 1950).
59. Runciman, Byzantine Civilization 237, και για τον Νταμιάνι βλέπε Α. Capecelatro, Storia di San Pier Damiano (Φλωρεντία 1862). L. Salzman, English Industries οf the Middle Ages (Οξφόρδη 1923) 171, λέει πως ως τον ΙΓ' αιώνα τα πηρούνια, παρ’όλο που ήταν γνωστά στή Δύση, δεν έμπαιναν στο τραπέζι• εκείνος που έτρωγε χρησιμοποιούσε το δικό του μαχαίρι ενώ τα κουτάλια ήταν κοινής χρήσης.
60. Γι’αυτές τις λέξεις είμαι ευγνώμων στους φίλους μου καθηγητές Χένρυ και Ρην Καχέϊν του Πανεπιστημίου του Ιλλινόϊ. Για την ισπανική λέξη quemar ιδιαίτερα βλέπε J. Corominas, Breve Diccionario Etimologico de la lengua castellana (Μαδρίτη 1961). Για τα μουσικά όργανα βλέπε Κ. Sachs, History of Musical Instruments (Νέα Υόρκη 1940).
61. Για τους ύμνους βλέπε ιδ. Ε. Wellesz, Α History of Byzantine Music and Hymnography, 2η εκδ. (Οξφόρδη 1961), G. Reese, Music in the Middle Ages, 157 εξ., 79, και Ν. Τωμαδάκη, Εισαγωγή στη Βυζαντινή φιλολογία, Ι (Αθήναι 1958) 171, 187, και τώρα παρ. Jenkins «Hellenistic Origins of Byzantine Literature»,3:,52.
62. Ε. Wellesz, Eastern Elements in Western Chant (Οξφόρδη 1947) 13. Επίσης για τον συγγραφέα του Ακάθιστου Ύμνου βλέπε βιβλ. στην έκδοση του C. del Grande, L’Imno Acatisto (Φλωρεντία 1948) 30-31. Για τον Ύμνο της Γκρόττα Φερράτα βλέπε Wellesz, History οf Byzantine Music, 130. Επίσης L.Tardo, L’ antica melurgia bizantina (Γκρόττα Φερράτα 1938).
63. Βλέπε Wellesz, Eastern Elements in Western Chant, 201.
64. Ομοίως.
65. Wellesz, ομοίως, 168, 210. Βλέπε Ιωάννη Διακόνου, Βίος Γρηγορίου του Μέγα (αναφ. στον Reese, Music in the Middle Ages, 120). Ο Καρλομάγνος προσπάθησε να αναθεωρήσει το κείμενο της διαθήκης με τη βοήθεια βυζαντινών λογίων. Wellesz, 201. Επίσης βλέπε και G. Gray, The History of Music (Λονδίνο 1928) 17. Για την αραβική επίδραση στην αυλή του Καρλομάγνου βλέπε Η. G. Farmer, Historical Facts for the Arabian Musical Influence (Λονδίνο 1930) 1-39.
66. Για τους ήχους βλέπε Reese, οp. c. 90. Επίσης για τον Γρηγόριο βλέπε Reese, οp. c. 73, 90 και Wellesz, οp. c.
67. Reese, οp. c. 120. G. Frotscher, Geschichte des Orgelspiels, Ι (Βερολίνο 1935). Το δώρο ήταν κατά πάσα βεβαιότητα υδραυλικό αρμόνιο (που ήταν ήδη γνωστό στους Ρωμαίους και στους Αιγυπτίους). Ο Γουΐλλιαμ του Μάλμσμπιουρυ περιγράφει ένα υδραυλικό αρμόνιο που κατασκεύασε ο Κέρμπερ (πέθανε 1003), θέλοντας να πει πως ήταν το μοναδικό στη Δύση ως τον ΙΑ αιώνα (βλέπε Chronicle of the Kings of England, μετ. J. Giles, Λονδίνο 1847, 175). Για το πολυχρόνιο βλέπε Η. Tillyard «The Acclamation of Emperors in the Byzantine Ritual», Αnnual of the British School at Athens, 18 (1911-12) 239, 41.
68. S. Runciman, Eastern Schism (Οξφόρδη 1955) 159. Υ. Congar, After Nine Hundred Years (Νέα Υόρκη 1959).
69. Βλέπε συζήτηση και βιβλ. στον Κ. Γιαννακόπουλο, «Οn the Schism of the Greek and Roman Churches: Α Confidential Ρapal Directive for the Implementation of Union», Greek Orthodox Theological Review, Ι (1954. 16. Επίσης L.Bréhier «Normal Relations between Rome and the Churches οf the East before the Schism of the eleventh century», Constructive Quarterly, IV (1916) 669.
70. Ενδιαφέρθηκα για πολύ καιρό για την πιθανή επιρροή των βυζαντινών ιδεών και συνεπειών πάνω στην Κλουνιακή Μεταρρυθμιστική Κίνηση. Βλέπε για το περίγραμμα R. Weiss «The Greek Cultrure of South Italy in the Middle Ages», στο Proceedings of the British Academy (1951) 23-50 και ιδ. McNulty και Hamilton «Orientale Lumen» et «Magistra Latinitas», 181-216. Τώρα J. Leclercq «Les Relations entre le Monachisme Oriental et Occidental dans le haut Moyen Age», Millénaire du Mt.Athos, ΙΙ (Σέβτον 1965) 76 εξ.
71. Βλέπε ιδ. R. Southern Making of the Middle Ages, (Νιου Χάβεν 1953) 246-56. Πρόσφατα έργα χρήσιμα εδώ είναι από την ελληνική σκοπιά Ι. Καλογήρου, Μary the Perpetual Virgin Theotokos according to the Orthodox Faith (Ελληνικά) (Θεσ/νίκη 1957) και Ι. Αναστασίου, The Presentation of the Theotokos: History, Iconography and Hymnography (Ελληνικά) (Θεσσαλονίκη 1959) Για την καθολική σκοπιά Μ. Gordillo «Mariologia Orientalis» στο Orientalia Christiana Analecta, 141 (Ρώμη 1954) και Μ. Jugie, L’immaculée Conception dans 1’Ecriture Sainte et dans la Tradition orientale (Ρώμη 1952) 225-40. Επίσης Leclercq, Relations, 77.
72. Ch.Diehl, Une Republique patricienne: Venise (Παρίσι 1928). Κ. Γιαννακόπουλος, Greek Scholars in Venice, 35. Για τον Παντοκράτορα βλέπε τώρα C.Capizzi, Pantocrator (ο τίτλος ελληνικά το άρθρο ιταλικά) (Ρώμη 1964) 302-29.
73. Τα βυζαντινά μνημεία του Τορτσέλλο, που ήταν η πρώτη εγκατάσταση της Βενετίας, χρονολογούνται από τον Ζ' αιώνα και ιδιαίτερα τον ΙΒ'. Επίσης βλέπε Tschan, St Bernward of Hildesheim, ΙΙ, 142, 168-69 και 200, αρ. 6
74. Talbot Rice, Byzantine Art, 250-52. Runciman, Byzantine Civilization, 238. Επίσης Talbot Rice, English Art, 22, 133-35, 250.
75. Bloch «Montecassino, Byzantium and the West», 194. Πιστεύεται πως τα μωσαϊκά στο Βαπτιστήρι της Φλωρεντίας έγιναν από Βυζαντινούς ή από τεχνίτες που εκπαιδεύτηκαν στο Βυζάντιο τον ΙΓ' αιώνα. Παρ. το πρόσφατο έργο του J. Beckwith, The Art οf Constantinople (Λονδίνο 1961)137.
76. Η εκκλησία του Κλυνύ άρχισε στα 1089 και αφιερώθηκε στα 1131. Βλέπε J. Gay «L’abbaye de Cluny et Byzance au début du XIIe siècle», Èchos d’Orient, ΧΧΧ (1931) 84-90. Επίσης J. Leclercq «Spiritualité et culture à Cluny», Spiritualità Cluniacense (Tonti, 1960) 101.
77. Βλέπε Ρ. Schweinfurth «Die Bedeutung der byzantinischen Kunst für die Stilbildung der Renaissance», στο Die Antike, ΙΧ (1933) 2. Επίσης παρ. την παλαιά εργασία των R.Byron και Τ. Rice, The Birth οf Western Painting (Λονδίνο 1930) και C. Diehl, Manuel de l' art byzantin. 2η έκδοση (Παρίσι 1925-26) 743-44. Επίσης βλέπε επόμενες υποσημειώσεις.
78. Α. Grabar, Byzantine Painting (Γενεύη 1953) 45-46. Diehl, οp. c. 743-44. Par. V. Lazarev «Duccio and Thirteenth Century Greek Icons», Burlington Magazine, LIX (1931) 159. Βλέπε επίσης βιβλ. πιο κάτω, κεφ. 4-5
79. Η γραμματολογία πάνω σ’αυτό το συνθετο θέμα μεγαλώνει. Οι όροι «Μακεδονική» και «Κρητική» χρησιμοποιήθηκαν για πρώτη φορά από τον G. Millet στο Recherches sur L’iconographie de l’Evangile... d’après les monuments de Mistra, Macédoine, et du Μοnt-Athos (Παρίσι 1916), που στήριξε αυτή τη διάκριση αποκλειστικά σε εικονογραφικές αντιλήψεις. Ο D. Talbot Rice πιστεύει πως αυτές oι δύο ονομασίες πρέπει ν’αποφεύγωνται, μια γνώμη που εξέφρασε σε μένα προσωπικά στην Αθήνα, στα 1964. Πιστεύει πως ο όρος «Κρητικός» χρησιμοποιείται πολύ ελαστικά για να προσδιορίσει α) μισοϊταλικές εικόνες β) τοιχογραφίες στην Κρήτη και γ) ζωγραφική στον Άθωνα που δεν είναι καθόλου όμοια με κείνη της Κρήτης, παρ’όλο που αναφέρεται σαν Κρητική. Βλέπε τώρα Talbot Rice, Art of the Byzantine Era (Νέα Υόρκη 1963) 219. Επίσης τις απόψεις του Α. Ξυγκόπουλου, Historical Sketch οf Religious Painting after the Conquest (Ελληνικά). Αθήναι 1957) 1-12 και ιδ. την Thessalonique et la Peinture Macédonienne (Αθήναι 1955) και Ν. Χατζιδάκη «Rapport entre la peinture de la Macédoine et la Crète au XIVe siècle», Hellenica (1954) ιδ. 138. Ένα άλλο τελευταίο έργο του Talbot Rice, The Art οf Byzantium (Νέα Υόρκη 1959) 344-47 και την παλαιά εργασία του Byron, The Byzantine Achievement, 216-19.
80. Talbot Rice, Byzantine Art, 256 και Art of the Byzantine Era, 232, R. Βyrοn, The Byzantine Achievement (Λονδίνο 1929) 38, 218. F.Rutter, επιθεώρησις στο Burlington Magazine, ΙΧ (1932) 274. J. Willumsen, La Jeunesse du Peintre Εl Greco (Παρίσι 1927) 161, κ.λπ. Για περισσότερα επάνω στον Ελ Γκρέκο βλέπε πιο κάτω, κεφ. 4 και 5 για τους Έλληνες ζωγράφους στη Βενετία, με βιβλιογραφία.
81. Βλέπε πιο κάτω κεφ. 4, υποσ. 47, άρθρο του Μέρτζιου.
82. Βλέπε π.χ. U. von Willamowitz-Moellendorff, Euripides-Heracles, Ι (Βερολίνο 1889) 194, και Γιαννακόπουλου, Greek Scholars in Venice, 288, 290. Παρ. επίσης τώρα Ρ. Kristeller «Umanesimo italiano e Bisanzio», Lettere italiane, XVI (1964), ιδ. 8-9, που πιστεύει πως η επιλογή και η τάξη που ακολουθούσαν στην ανάγνωση ορισμένων αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων oι ουμανιστές της Αναγεννήσεως (π.χ. του Αριστοφάνη αρχίζοντας από τον Παύλο και του Ευριπίδη με την Εκάβη) και η τάση να πραγματεύονται τον Πλάτωνα, τον Αριστοτέλη και τους Πατέρες της Εκκλησίας ταυτόχρονα με τους ποιητές και τους συγγραφείς οφειλόταν πιθανά σε επίδραση μεγάλου βαθμού της βυζαντινής πρακτικής.










                ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ            
Έλληνες λόγιοι στην Δύση μετά την Άλωση











ΕΙΚΟΝΕΣ ΑΡΧΑΙΟΓΝΩΜΩΝ

ΓΙΑ ΝΑ ΔΕΙΤΕ ΚΑΝΟΝΙΚΑ ΤΗΝ ΕΙΚΟΝΑ ΣΤΟ ΚΙΝΗΤΟ ΚΛΙΚ ΕΠΑΝΩ ΤΗΣ