Η Μακεδονία την «προελληνιστική» εποχή






Ιστορία της Μακεδονίας κατά την προελληνιστική εποχή*
Michael Zahrnt
 Καθηγητής της Αρχαίας Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο της Κολωνίας

Εισαγωγικές παρατηρήσεις

Ιστορίες της Μακεδονίας γράφτηκαν επανειλημμένως κατά την αρχαιότητα χωρίς ωστόσο κάποιο από τα έργα αυτά να φτάσει ως τις μέρες μας.¹ Αναφορές στη Μακεδονία κατά την προ Φιλίππου Βʹ εποχή γίνονται κατά κανόνα μόνο όταν η χώρα ή οι ηγεμόνες της εμπλέκονται στη γενικότερη ελληνική ιστορία ή συνάπτουν σχέσεις με μεμονωμένες ελληνικές πόλεις-κράτη, σε διπλωματικό, στρατιωτικό ή άλλο επίπεδο, όταν δηλαδή δίνεται στους ιστορικούς η αφορμή να λάβουν υπόψη τους και τη Μακεδονία κατά την εξέταση της ελληνικής ιστορίας. Αυτό συνέβη σε μεγαλύτερη έκταση για πρώτη φορά την εποχή των Περσικών πολέμων, όταν η Μακεδονία περιήλθε δύο φορές στην περσική κυριαρχία, ο πέρσης βασιλιάς Ξέρξης εκστράτευσε δύο φορές διά μέσου των εδαφών της και ο μακεδόνας βασιλιάς Αλέξανδρος Αʹ αναγκάστηκε να συμμετάσχει στην εκστρατεία του Ξέρξη κατά της Ελλάδας.





Η Μακεδονία εμφανίζεται εκ νέου στον ελληνικό ορίζοντα, όταν κατά την Πεντηκονταετία το αθηναϊκό ναυτικό κράτος επεκτείνεται μέχρι τα σύνορά της και οι συγκρούσεις καθίστανται πλέον αναπόφευκτες. Τέλος, πολυάριθμες συνδέσεις με την ελληνική ιστορία προκύπτουν κατά τον Πελοποννησιακό πόλεμο, ιδίως κατά το πρώτο του μισό, όταν οι πολεμικές επιχειρήσεις διεξάγονται κατά κύριο λόγο στη χερσόνησο της Χαλκιδικής και στις γειτονικές περιοχές και όταν ο μακεδόνας βασιλιάς Περδίκκας Βʹ τάσσεται εναλλάξ πότε με το μέρος των Αθηναίων και πότε με τους Σπαρτιάτες. Τις πιο πολύτιμες πληροφορίες για την παλαιότερη ιστορία της Μακεδονίας έως τα τέλη του 5ου αιώνα τις οφείλουμε στον Ηρόδοτο και τον Θουκυδίδη, ιστορικούς των Περσικών πολέμων ο πρώτος και της Πεντηκονταετίας και του Πελοποννησιακού πολέμου ο δεύτερος.

Και οι δύο συγγραφείς δεν απείχαν πολύ χρονικά από τα εξιστορούμενα γεγονότα, και, λόγω των ταξιδιών τους, ήταν εξοικειωμένοι κατά κάποιο τρόπο με τις συνθήκες σε αυτή την περιοχή επιπλέον και οι δύο είχαν προσθέσει στο έργο τους μια παρέκβαση που αφορά την παλαιότερη ιστορία της Μακεδονίας: ο Ηρόδοτος (8.137 κ.ε.) για την ίδρυση του μακεδονικού βασιλείου και ο Θουκυδίδης (2.99) για την εξέλιξή του έως τους Περσικούς πολέμους. Ο πρώτος παίρνει αφορμή από την αφήγηση μιας αποστολής του μακεδόνα βασιλιά Αλεξάνδρου Αʹ στην Αθήνα, την άνοιξη του 479, και ο δεύτερος όταν περιγράφει την επιδρομή του θράκα βασιλιά Σιτάλκη κατά της Μακεδονίας, στο τέλος του φθινοπώρου του 429, που έγινε σε συμφωνία με τους Αθηναίους.² Ο Ηρόδοτος και ο Θουκυδίδης εξετάζουν την πρώιμη μακεδονική ιστορία με αφορμή την περιγραφή γεγονότων της ελληνικής ιστορίας, επειδή για εκείνους τα συμβάντα στις δύο περιοχές σχετίζονταν μεταξύ τους.


Σκηνή διακόσμου από τον ταφικό θρόνο της βασιλίσσης Ευρυδίκης 344 π. Χ.



Ο Ηρόδοτος αναφέρει τρία αδέλφια –απόγονους του Τήμενου και ως εκ τούτου και του Ηρακλή, γιου του Δία– που φεύγοντας από το Άργος έφτασαν μέσω της Ιλλυρίας στην Άνω Μακεδονία (ο όρος στον Ηρόδοτο σημαίνει τη χώρα μεταξύ των Πιερίων και του ορεινού όγκου του Ολύμπου). Εκεί ανέλαβαν υπηρεσία ως βοσκοί στην αυλή του ντόπιου βασιλιά. Όταν ύστερα από λίγο καιρό εκδιώχθηκαν από αυτόν, διέσχισαν ένα ποτάμι και έφτασαν σε ένα άλλο τμήμα της Μακεδονίας όπου και εγκαταστάθηκαν στους πρόποδες του Βερμίου κοντά στους λεγόμενους «κήπους του Μίδα». Κατέλαβαν την περιοχή αυτή και έχοντάς την ως αφετηρία κατέκτησαν την υπόλοιπη Μακεδονία. Ο νεότερος αδελφός, ο Περδίκκας, έγινε ο γενάρχης της δυναστείας. Αυτή η ιστορία για την ίδρυση του βασιλείου της Μακεδονίας μάς οδηγεί στον κάτω Αλιάκμονα, εκεί όπου ο Ηρόδοτος έχει υπόψη του μια περιοχή εκατέρωθεν του ποταμού με την ονομασία Μακεδονίς και όπου, στις βόρειες πλαγιές των Πιερίων, επιβεβαιώθηκε εδώ και μερικές δεκαετίες η ύπαρξη των Αιγών, της πρώτης πρωτεύουσας του μακεδονικού βασιλείου, δηλαδή της σημερινής Βεργίνας με τους περιώνυμους τάφους της.

Από εδώ αρχίζει από τα μέσα του 7ου π.Χ. αιώνα η διαδικασία διαμόρφωσης του μακεδονικού βασιλείου. Οι Μακεδόνες κατέλαβαν πρώτα την Πιερία, στα νότια των εκβολών του Αλιάκμονα, και στη συνέχεια τη Βοττιαία που εκτεινόταν γύρω από τον Θερμαϊκό κόλπο έως τον Αξιό. κατόπιν διέσχισαν τον ποταμό και κατέλαβαν την πεδιάδα έως τη σημερινή Θεσσαλονίκη. Έτσι επικράτησαν σε ολόκληρη την περιοχή γύρω από τον Θερμαϊκό και τέλος, λίγο πριν από τα τέλη του 6ου αιώνα, κατέλαβαν και τις όμορες περιοχές δυτικά και βορειοδυτικά, δηλαδή την Εορδαία και την Αλμωπία. Από αυτές η

Εορδαία εκτεινόταν πέρα από την οροσειρά που κλείνει την κεντρική πεδιάδα στα δυτικά. Η κατάκτησή της επέτρεψε την επέκταση προς την Άνω Μακεδονία, στην οποία βρίσκονταν ο Λύγκος (ή Λυγκηστίς), η Ορεστίς και η Ελίμεια, περιοχές που περιβάλλονταν από βουνά, είχαν τους δικούς τους ηγεμόνες, και το κατά πόσον ανήκαν στο μακεδονικό βασίλειο ή όχι εξαρτιόταν από την ισχύ της εκάστοτε κεντρικής εξουσίας. Οι περιοχές αυτές μπόρεσαν πάντως να περιέλθουν στην εξουσία του μακεδόνα βασιλιά μόνο μετά την αποτυχία της εκστρατείας του Ξέρξη.


  Από τα ευρήματα στις Αιγές



Η πρώιμη ιστορία της Μακεδονίας

Οι απαρχές της μακεδονικής ιστορίας παραμένουν ακόμη στο σκοτάδι. Οι πρώτες ασφαλείς πληροφορίες αφορούν την εποχή της περσικής κυριαρχίας επί ευρωπαϊκού εδάφους:³ το 510 ο πέρσης στρατηγός Μεγάβαζος κατέκτησε την περιοχή των βόρειων ακτών του Αιγαίου και δέχτηκε, διά της διπλωματικής οδού, τη δήλωση υποτέλειας του τότε μακεδόνα βασιλιά Αμύντα Αʹ. Έτσι η ανίσχυρη ακόμη και περιορισμένη στην παραλιακή πεδιάδα γύρω από τον Θερμαϊκό Μακεδονία περιήλθε αμαχητί στην περσική κυριαρχία, κατά τα φαινόμενα ως υποτελές κράτος υπό τη διοίκηση της τοπικής δυναστείας. Πρώτος βασιλιάς υπήρξε ο Αμύντας Αʹ και από το 496 περίπου ο γιος του Αλέξανδρος Αʹ, υπό την ηγεσία του οποίου η χώρα κατόρθωσε να αποσείσει για μερικά χρόνια τον περσικό ζυγό, επειδή λόγω της Ιωνικής επανάστασης είχαν διακοπεί οι επαφές με τα υποτελή και υπήκοα στην Περσία κράτη της Βαλκανικής.

Την εποχή αυτή της ελεύθερης Μακεδονίας και μάλιστα το έτος 496, ο Αλέξανδρος Αʹ εμφανίστηκε στην Ολυμπία, όπως γράφει ο Ηρόδοτος. Προφανώς ο Αλέξανδρος υπήρξε ο πρώτος Μακεδόνας που συμμετείχε στους Ολυμπιακούς αγώνες, και έπρεπε να διεκδικήσει τη συμμετοχή του σε αυτούς αποδεικνύοντας την ελληνική του καταγωγή. Ύστερα από μια τετραετία η ελευθερία ήταν κιόλας παρελθόν, αφού μετά την καταστολή της Ιωνικής επανάστασης και την ανάκτηση των περιοχών εκατέρωθεν των στενών του Ελλησπόντου, ο Πέρσης στρατηγός Μαρδόνιος εμφανίστηκε με πεζικό και στόλο αποκαθιστώντας και πάλι την περσική κυριαρχία έως τα όρια της Θεσσαλίας.

Έτσι δημιουργούνται οι προϋποθέσεις για την εκστρατεία του Ξέρξη (480/79), στη διάρκεια της οποίας το πεζικό των Περσών, μετά την προέλασή του μέσω της Θράκης, συναντάται με τον στόλο που έπλεε κατά μήκος της ακτής στη Θέρμη (την περιοχή της σημερινής Θεσσαλονίκης). Ο Αλέξανδρος υποχρεώθηκε στη συνέχεια να ακολουθήσει τον περσικό στρατό, και έτσι βρίσκουμε μακεδόνες στρατιώτες και τον βασιλιά τους στην ακολουθία του περσικού στρατού μέχρι και τη μάχη των Πλαταιών.

Όταν όμως οι Πέρσες ηττήθηκαν στις Πλαταιές και όσα στρατεύματά τους διασώθηκαν αποσύρθηκαν από την Ευρώπη, ο Αλέξανδρος φαίνεται να αποσκιρτά από τον Μεγάλο Βασιλέα, να στρέφεται πρώτα κατά των Περσών που υποχωρούν και λίγο αργότερα να καταλαμβάνει και τις έως τότε υπό περσική κυριαρχία Εννέα Οδούς, την κατοπινή Αμφίπολη. Εκεί αιχμαλώτισε τόσους πολλούς στρατιώτες ώστε πουλώντας τους ως σκλάβους κατάφερε να κατασκευάσει έναν επίχρυσο ανδριάντα που τοποθετήθηκε στο προαύλιο του ιερού των Δελφών, όπου βρίσκονταν και άλλα αφιερώματα των ελληνικών κρατών της μητροπολιτικής Ελλάδας καθώς και της Σικελίας, σε ανάμνηση των νικών των Ελλήνων στη Σαλαμίνα, τις Πλαταιές και την Ιμέρα της Σικελίας. Προφανώς ο μακεδόνας βασιλιάς, που για περίπου έναν χρόνο βρισκόταν στο πλευρό των Περσών, κατάφερε να γίνει δεκτός στη χορεία των «νικητών των Περσικών πολέμων». κατόρθωσε επίσης να πείσει και τον Ηρόδοτο ότι πάντα ήταν κρυφός φίλος των Ελλήνων. Η αντίληψη του Ηροδότου για τον φίλο των Ελλήνων στον μακεδονικό θρόνο άσκησε έντονη επιρροή και είχε ως αποτέλεσμα ο Αλέξανδρος, ο οποίος στην εποχή του είχε συνεργαστεί με τους Πέρσες, να λάβει το προσωνύμιο «Φιλέλλην», σε αντιδιαστολή με τον Αλέξανδρο που πολέμησε εναντίον τους και χαρακτηρίστηκε αργότερα «Μέγας».

Από τα ευρήματα στις Αιγές



Ο Αλέξανδρος δεν στράφηκε μόνον εναντίον των Περσών που υποχωρούσαν, αλλά κατέλαβε επίσης τις περιοχές μεταξύ Αξιού και Στρυμόνα, την Κρεστονία, τη Μυγδονία και τη Βισαλτία. Αυτό τον οδήγησε πολύ σύντομα σε σύγκρουση όχι μόνο με τα γειτονικά θρακικά φύλα, αλλά και με τους Αθηναίους (πρβ. Zahrnt 2007), το ναυτικό κράτος των οποίων μετά την αποτυχία της εκστρατείας του Ξέρξη περιλάμβανε πολυάριθμες ελληνικές πόλεις στις ακτές του βόρειου Αιγαίου• ιδιαίτερα στην περιοχή του Στρυμόνα οι Αθηναίοι είχαν καταστεί δυσάρεστοι ανταγωνιστές, αφού εποφθαλμιούσαν τον δασικό πλούτο στο εσωτερικό της χώρας, που ήταν απαραίτητος για την κατασκευή πλοίων, καθώς και τα εκεί μεταλλεία. Στις λιγοστές πληροφορίες που διαθέτουμε για την εποχή αυτή συγκαταλέγεται η αναφορά ότι ο αθηναίος στρατηγός Κίμων το 463, μετά την επιστροφή του από τη Θάσο, κατηγορήθηκε ότι ενήργησε ενάντια στα αθηναϊκά συμφέροντα, επειδή έχοντας δήθεν δωροδοκηθεί από τον βασιλιά Αλέξανδρο δεν εκμεταλλεύτηκε την ευκαιρία για περαιτέρω κατακτήσεις στη Μακεδονία, αν και αυτό θα ήταν εύκολο να πραγματοποιηθεί μετά τη νίκη εναντίον των κατοίκων της Θάσου.

Χαρακτηριστικό επίσης είναι ότι λίγα χρόνια πριν ο εξοστρακισμένος και καταδικασμένος ερήμην σε θάνατο αθηναίος πολιτικός Θεμιστοκλής, μετά τη φυγή του από την Αθήνα, βρήκε προσωρινό καταφύγιο στην αυλή του μακεδόνα βασιλιά. Επίσης και Μυκηναίοι, που ύστερα από επιθέσεις των Αργείων διέφυγαν από την πατρίδα τους, μπόρεσαν να εγκατασταθούν στη Μακεδονία υπό την προστασία του Αλεξάνδρου. Ο γιος του Περδίκκας ακολούθησε το παράδειγμά του και δέχτηκε το 446 τους κατοίκους της Ιστιαίας που εκδιώχθηκαν από τους Αθηναίους από την πατρίδα τους στην Εύβοια.




Όταν ο Αλέξανδρος πέθανε στα μέσα του 5ου αιώνα, προφανώς δεν είχε εξασφαλίσει επαρκώς τη διαδοχή μεταξύ των πέντε γιων του. Από αυτούς αναφέρεται βέβαια ως διάδοχος ο Περδίκκας Βʹ, στο επόμενο διάστημα όμως εμφανίζονται δύο από τους αδελφούς του να ασκούν την εξουσία σε επιμέρους τμήματα του μακεδονικού βασιλείου. Οι αθηναϊκές απόπειρες για εγκατάσταση αποικιών στα σύνορα της Μακεδονίας συνεχίστηκαν και μάλιστα ήταν εν μέρει επιτυχείς, όπως π.χ. το 436 με την ίδρυση της Αμφίπολης στον κάτω Στρυμόνα. Η πόλη αυτή δέσποζε τόσο στη διάβαση του ποταμού όσο και στη διαδρομή προς το εσωτερικό της χώρας .⁴ Όταν όμως οι Αθηναίοι έφτασαν στο σημείο να υποστηρίξουν εσωτερικούς αντιπάλους του Περδίκκα, συγκεκριμένα τον αδελφό του Φίλιππο που είχε την εξουσία στην περιοχή γύρω από τον κάτω Αξιό, από όπου όμως εκδιώχθηκε αργότερα, καθώς και τον Δέρδα τον Ελιμιώτη, ο Περδίκκας ακύρωσε τη συμμαχία που είχε συνάψει στα πρώτα χρόνια της κυριαρχίας του με την Αθήνα και το 433 επιδίωξε συνεργασία αφενός με τους δυσαρεστημένους συμμάχους των Αθηναίων στη Χαλκιδική και αφετέρου με τη Σπάρτη και την Κόρινθο, η οποία μετά την ήττα της στην Κέρκυρα επιδίωκε να πάρει εκδίκηση.

Πράγματι το επόμενο έτος ο μακεδόνας βασιλιάς επιτυγχάνει να υποκινήσει σε αποστασία από την Αθήνα την κορινθιακή αποικία Ποτείδαια που βρίσκεται στον ισθμό της Παλλήνης, τους κατοίκους της Βοττιαίας βορειότερα, τους περισσότερους Χαλκιδείς που κατοικούσαν στη Σιθωνία και στην ενδοχώρα της, καθώς και μεγάλο αριθμό πόλεων στην ηπειρωτική χώρα. Στους Βοττιαίους και Χαλκιδείς που αποστάτησαν διέθεσε καθ’ όλη τη διάρκεια του πολέμου εδάφη προς εγκατάσταση στην περιοχή της Μυγδονίας.⁵

Έτσι το 432 οι Αθηναίοι βρέθηκαν αντιμέτωποι όχι μόνο με τον μακεδόνα βασιλιά αλλά και με τους υποκινημένους από τον ίδιο σε αποστασία συμμάχους τους. Οι πολεμικές τους δραστηριότητες πάντως ύστερα από λίγο επικεντρώθηκαν στην ανάκτηση των πόλεων που αποστάτησαν, ενώ με τον μακεδόνα βασιλιά επιτυγχάνεται το 432 μια προσωρινή συμφωνία και το 431 συνάπτεται συμμαχία. Ήδη όμως το καλοκαίρι του 429 ο Περδίκκας στέλνει κρυφά χίλιους Μακεδόνες στην Ακαρνανία για να υποστηρίξει τους Λακεδαιμονίους, πράγμα που δεν διέφυγε της προσοχής των Αθηναίων• έτσι τον επόμενο χειμώνα υποκινούν εναντίον του μακεδόνα βασιλιά τον βασιλιά των Θρακών Σιτάλκη, η εισβολή του οποίου στην κάτω Μακεδονία απέβη ωστόσο απολύτως ατελέσφορη• η σωτηρία του Περδίκκα οφείλεται κατά κύριο λόγο στο ιππικό της Άνω Μακεδονίας.

Ο Περδίκκας για τέσσερα χρόνια βρίσκει πλέον την ησυχία του από τους Αθηναίους, οι οποίοι στο μεταξύ έχουν αναλάβει δράση σε άλλες εμπόλεμες περιοχές. Οι νίκες ωστόσο που πέτυχαν εκεί τον έκαναν να φοβάται το χειρότερο, και έτσι μαζί με τους Χαλκιδείς υποκινεί το 424 την αποστολή ενός πελοποννησιακού στρατεύματος στο βόρειο θέατρο του πολέμου, όπου κατά κύριο λόγο ενδιαφέρεται για παροχή στρατιωτικής υποστήριξης εναντίον του Αρραβαίου, του ηγεμόνα του Λύγκου. Πράγματι ο Περδίκκας κατόρθωσε δύο φορές να υποκινήσει τους νέους συμμάχους του να επέμβουν στην Άνω Μακεδονία, χωρίς πάντως την επιτυχή έκβαση που ήλπιζε• έτσι το 423/2 συνήψε και πάλι συνθήκη με τους Αθηναίους, την οποία τήρησε για μια πενταετία περίπου, έως ότου προσεταιρισθεί προσωρινά και πάλι τους αντιπάλους της Αθήνας.

Μια παρόμοια αμφιταλαντευόμενη πολιτική ενδέχεται να προκάλεσε την οργή τόσο των Αθηναίων όσο και των Σπαρτιατών, ωστόσο σχετικά με τον Περδίκκα οφείλουμε να λάβουμε υπόψη μας ότι δεν χρειαζόταν μόνο να αμυνθεί εναντίον των Αθηναίων αλλά και να αντιμετωπίσει τις απόπειρες ανεξαρτησίας των ηγεμόνων της Άνω Μακεδονίας• οφείλουμε επίσης να του αναγνωρίσουμε ότι κατόρθωσε να ελιχθεί επιτυχώς μεταξύ των αντιμαχόμενων μερών και να διατηρήσει σε μεγάλο βαθμό την ανεξαρτησία και εδαφική ακεραιότητα του βασιλείου του.


Από τα ευρήματα στις Αιγές 

Στον γιο και διάδοχό του Αρχέλαο, που κυβέρνησε από το 413 έως το 399, η μοίρα επιφύλασσε μια ευτυχέστερη εποχή διακυβέρνησης, καθώς ύστερα από την καταστροφή στη Σικελία είχε παύσει πλέον η πίεση εκ μέρους των Αθηναίων. Αμέσως η σχέση με τους Αθηναίους ανατρέπεται, εφόσον αυτοί εξαρτιόνταν για τη ναυπήγηση των πλοίων τους από τη μακεδονική ξυλεία. Η ουσιαστική σπουδαιότητα του Αρχέλαου αυτό το διάστημα έγκειται στο πεδίο της εσωτερικής πολιτικής, των στρατιωτικών του μεταρρυθμίσεων και των πολιτιστικών του επιδιώξεων. Έτσι όχι μόνο προώθησε τη δημιουργία των πόλεων της Μακεδονίας ⁶ και επέσπευσε την επέκταση του οδικού της δικτύου, αλλά ξεκίνησε και τη συγκρότηση ενός βαριά οπλισμένου πεζικού. Παράλληλα διασφάλισε και εν μέρει επέκτεινε τα όρια του βασιλείου του. Πρέπει να υπογραμμιστεί ιδιαιτέρως η «πολιτιστική του πολιτική».

Βέβαια ο Πίνδαρος είχε συνθέσει ήδη ένα εγκώμιο στον Αλέξανδρο Αʹ και υποτίθεται μάλιστα ότι διέμεινε κάποιο διάστημα και στην αυλή του, όπως ο διθυραμβογράφος Μελανιππίδης από τη Μήλο και ο Ιπποκράτης από την Κω έμειναν αργότερα στην αυλή του διαδόχου του, Περδίκκα Βʹ• η ουσιαστική, ωστόσο, ενσωμάτωση της Μακεδονίας στον ελληνικό πολιτισμό οφείλεται στον Αρχέλαο: έτσι αναθέτει τη διακόσμηση του παλατιού του στον εξέχοντα ζωγράφο Ζεύξι και καλεί πολυάριθμους Έλληνες ποιητές στην αυλή του, όπως τον επικό ποιητή Χοιρίλο τον Σάμιο, τον μουσικό Τιμόθεο από τη Μίλητο, καθώς και από την Αθήνα τους τραγικούς ποιητές Αγάθωνα και Ευριπίδη, ο οποίος μεταξύ άλλων «δίδαξε» εδώ τις Βάκχες του.

Τέλος, σε αυτόν ανάγεται και η ίδρυση γυμνικών και μουσικών αγώνων που τελούνταν στο εξής στο Δίον ως εθνικοί μακεδονικοί αγώνες, στους πρόποδες του Ολύμπου, με την ονομασία Ολύμπια. Τα τελευταία μάλιστα χρόνια της βασιλείας του ο Αρχέλαος κατόρθωσε να παρέμβει στη Θεσσαλία προς όφελος του διωκόμενου αριστοκρατικού γένους των Αλευαδών, να σημειώσει εδαφικές επιτυχίες και να διασφαλίσει την επιρροή του στη Λάρισα. Οι προϋποθέσεις λοιπόν για μια περαιτέρω επέκταση της μακεδονικής ισχύος ήταν δεδομένες, όταν το 399 π.Χ. ο Αρχέλαος δολοφονήθηκε.



Από τα ευρήματα στις Αιγές 


  
Η Μακεδονία κατά την περίοδο 399–359

Μια Αμερικανίδα συνάδελφος έχει κάνει την εξής εύστοχη παρατήρηση: «Οι μακεδόνες βασιλείς συνήθως πέθαιναν φορώντας τα άρβυλά τους» (Carney 1983, 260)• πράγματι η περίοδος 399–359 είναι γεμάτη από ταραχές και διενέξεις για την απόκτηση του θρόνου, εξαιτίας των οποίων η Μακεδονία δεν μπόρεσε να διατηρηθεί στη θέση που είχε επιτύχει ο Αρχέλαος. Μόλις στο δεύτερο μισό αυτών των σαράντα χρόνων μεσολάβησαν κάποια διαστήματα κατά τα οποία η Μακεδονία όχι μόνο κατάφερε να εδραιώσει την εξουσία της στο εσωτερικό αλλά παρουσίασε και κάποια ισχύ στο εξωτερικό. Στη συνέχεια θα καταδείξουμε πότε και γιατί κατέστη αυτό και πάλι δυνατό.

Στα έξι μόνο πρώτα χρόνια αυτής της περιόδου οι Μακεδόνες γνώρισαν όχι λιγότερους από τέσσερις βασιλείς, για τους οποίους το μόνο που ξέρουμε είναι ότι κατά κανόνα βρήκαν βίαιο θάνατο. Πιο σαφή εικόνα μπορούμε να έχουμε για τις δυσκολίες που αντιμετώπισε η Μακεδονία κατά τους πρώτους χρόνους της βασιλείας του Αμύντα Γʹ, ο οποίος κατάφερε να καταλάβει τον θρόνο το 393 π.Χ.⁷ Πολύ σύντομα μετά την ανάληψη της εξουσίας δέχεται την απειλή των Ιλλυριών και συνάπτει αμυντική συμμαχία με το κοινό των Χαλκιδέων, που μετά το τέλος του Πελοποννησιακού πολέμου έχει καταστεί σημαντικός παράγοντας ισχύος στις βόρειες ακτές του Αιγαίου. Το τίμημα της συμμαχίας αυτής για τον Αμύντα ήταν η εκχώρηση του Ανθεμούντα, της εύφορης κοιλάδας νοτιοανατολικά της Θέρμης.

Μόλις στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 380 είχε διασφαλίσει την εξουσία του σε τέτοιο βαθμό, που μπόρεσε να ζητήσει πίσω τα εδάφη που είχε προηγουμένως παραχωρήσει στους Χαλκιδείς. Εκείνοι όχι μόνο αρνήθηκαν να τα επιστρέψουν αλλά επιτέθηκαν στη Μακεδονία και ανάγκασαν τον Αμύντα να στραφεί για βοήθεια προς τους Σπαρτιάτες, οι οποίοι έστειλαν το 382 ένα εκστρατευτικό σώμα στον βορρά και, ύστερα από τριετή πόλεμο, ανάγκασαν τους Χαλκιδείς να διαλύσουν τον συνασπισμό τους. Τον πόλεμο αυτό, κατά τα λεγόμενα του Ξενοφώντα, είχαν αναλάβει κατά κύριο λόγο οι Σπαρτιάτες και οι σύμμαχοί τους. Μετά από αυτά οι Μακεδόνες δεν είχαν να παρουσιάσουν κάποια αξιομνημόνευτη στρατιωτική συμμετοχή, πολύτιμη πάντως υπήρξε η συμβολή του Δέρδα, του ηγεμόνα της Ελιμείας, και του ιππικού του. Ο Δέρδας και η επικράτειά του περιγράφονται ως ανεξάρτητοι από τον μακεδόνα βασιλιά και φαίνεται ότι και οι άλλοι ηγεμόνες της Άνω Μακεδονίας ανεξαρτητοποιήθηκαν τότε.


Από τα ευρήματα στις Αιγές. Ο ταφικός θρόνος της βασιλίσσης Ευρυδίκης -344 π. Χ. 

Για τα γεγονότα αυτά εκφράζει επίσης τις απόψεις του ο Ισοκράτης: στον Πανηγυρικό του, που δημοσιεύεται το 380 π.Χ., στηλιτεύει με σκληρές εκφράσεις την τρέχουσα σπαρτιατική πολιτική, αναφέροντας ως παράδειγμα μεταξύ των άλλων το γεγονός ότι οι Σπαρτιάτες βοήθησαν τον μακεδόνα βασιλιά Αμύντα, τον τύραννο της Σικελίας Διονύσιο και τον Μεγάλο Βασιλέα των Περσών, προ- κειμένου να αυξήσουν την κυριαρχία τους.


Αν ο Ισοκράτης ήθελε να είναι αξιόπιστος με την καταδίκη της σπαρτιατικής πολιτικής, δεν θα μπορούσε να συγκαταλέγει στην τριάδα των ισχυρών στις παρυφές του τότε ελληνικού κόσμου των πόλεων-κρατών έναν εντελώς άσημο μακεδόνα βασιλιά. Παρομοίως και ο αθηναίος Αισχίνης χαρακτηρίζει τον Αμύντα σημαντικό πολιτικό παράγοντα, όταν σε μια δίκη του 343 αναφέρει ότι τη δεκαετία του 370 ο βασιλιάς είχε στείλει αντιπροσωπεία σε ένα πανελλήνιο συνέδριο και υπήρξε απόλυτος κύριος των αποφάσεών του. Από τους Αθηναίους μάλιστα τότε ακριβώς έγινε περιζήτητος ο Αμύντας, όταν εκείνοι συνήψαν συμμαχία μαζί του, το περιεχόμενο της οποίας είναι δυστυχώς άγνωστο• σίγουρα όμως σχετιζόταν με την επιταχυνόμενη επέκταση της αθηναϊκής θαλάσσιας ισχύος. Ήδη το 375 μαθαίνουμε ότι η απαραίτητη για τη ναυπήγηση των πλοίων ξυλεία προερχόταν από τη Μακεδονία. Υπήρχε, συνεπώς, ξανά ζήτηση της μακεδονικής ξυλείας για τη ναυπήγηση πλοίων, και έτσι αυτή η συμφωνία αποτελεί μία επιπλέον απόδειξη ότι το βασίλειο της Μακεδονίας επανήλθε στην τάξη εκείνων των κρατών που ήταν σε θέση να ασκήσουν αυτόνομη πολιτική.


Το ίδιο έπραξε ο Αμύντας τη δεκαετία του 370 και απέναντι στους νότιους γείτονες του, όταν δεν ανέκτησε μόνο την κυριαρχία της Ελίμειας αλλά καθόρισε και τα σύνορα μεταξύ αυτής της περιοχής της Άνω Μακεδονίας και της περραιβικής Δολίχης. Εκτός αυτού, δημιουργήθηκαν οικογενειακοί δεσμοί με τον Σίρρα, τον ηγεμόνα του Λύγκου, η κόρη του οποίου, το αργότερο μέσα στο πρώτο μισό της δεκαετίας του 380, έγινε η δεύτερη σύζυγος του Αμύντα, χαρίζοντάς του τρεις διαδόχους, τον Αλέξανδρο Βʹ, τον Περδίκκα Γʹ και τον Φίλιππο Βʹ. Παρατηρούμε λοιπόν ότι κατά τη δεκαετία του 370 η Μακεδονία είχε πάλι ενισχυθεί και ότι ο Αμύντας λειτούργησε ως συνεχιστής των φιλοδοξιών του Αρχέλαου όσον αφορά την εξωτερική πολιτική.

Για την αρνητική εικόνα του Αμύντα που σχηματίζεται τόσο από μεταγενέστερες πηγές όσο και από νεότερους ερευνητές ευθύνεται ακουσίως ο γιος του, ο Φίλιππος Βʹ, που όχι μόνο επισκίασε με τα επιτεύγματά του όλους τους προκατόχους του, αλλά οδήγησε και πολυάριθμους ιστορικούς να τον αναδείξουν ως τον θεόσταλτο σωτήρα μιας Μακεδονίας βυθισμένης στο χάος. Στην πραγματικότητα ο Αμύντας κατόρθωσε για μεγάλο χρονικό διάστημα και με πυγμή να υπερβεί σταδιακά το χάος που προκλήθηκε μετά τη δολοφονία του Αρχέλαου –αν και επωφελήθηκε από τις μετατοπίσεις εξουσίας γύρω από τη Μακεδονία– και να κληροδοτήσει στους γιους του ένα σχετικά εδραιωμένο βασίλειο.



Από τα ευρήματα στις Αιγές


Η διαδοχή στον θρόνο το 370/69 έγινε χωρίς δυσκολίες, πράγμα που δείχνει πλέον ότι ο Αμύντας είχε εδραιώσει και πάλι την τάξη. Στο μεταξύ οι Ιλλυριοί δεν είχαν την ίδια άποψη και εισέβαλαν στη Μακεδονία. Κάποιος συγγενής του βασιλικού οίκου που ζούσε εξόριστος εκμεταλλεύτηκε τη δικαιολογημένη απουσία του νεαρού βασιλιά Αλεξάνδρου Βʹ και επιτέθηκε στη χώρα από τα ανατολικά. Αυτή τη δύσκολη στιγμή η βασιλομήτωρ Ευρυδίκη απευθύνεται στον αθηναίο στρατηγό Ιφικράτη, που διενεργούσε ήδη στρατιωτικές επιχειρήσεις στην περιοχή του Κάτω Στρυμόνα, και ζητά τη βοήθεια του. Εκείνος άδραξε ευχαρίστως την ευκαιρία να υποχρεώσει τον μακεδόνα βασιλιά, πράγμα που πέτυχε, και να εκδιώξει τον επίδοξο σφετεριστή του θρόνου. Με τον τρόπο αυτό διασφαλίζεται η εξουσία του Αλεξάνδρου και λίγο αργότερα κατορθώνει να δραστηριοποιηθεί και ο ίδιος, προστρέχοντας σε βοήθεια των Αλευαδών της Λάρισας εναντίον του τυράννου των Φερών.


Ο μακεδόνας βασιλιάς εμφανίζεται και καταλαμβάνει τις πόλεις Λάρισα και Κραννώνα, τις οποίες ωστόσο κράτησε για τον εαυτό του. Οι Θεσσαλοί ευγενείς δεν περίμεναν μια τέτοια τροπή των πραγμάτων• γι’ αυτό στρέφονται για βοήθεια στους Θηβαίους που στέλνουν τον στρατηγό τους Πελοπίδα.⁸ Αυτός εκστρατεύει με τον στρατό του προς βορρά και απελευθερώνει την Κραννώνα και τη Λάρισα από τη μακεδονική κυριαρχία. Στο μεταξύ ο Αλέξανδρος Βʹ είχε αναγκαστεί να επιστρέψει στη Μακεδονία, επειδή είχε εξεγερθεί εναντίον του ο γαμπρός του Πτολεμαίος. Και οι δύο αντιμαχόμενες πλευρές αυτού του εμφυλίου απευθύνθηκαν στον Πελοπίδα και τον κάλεσαν ως διαιτητή. Εκείνος παρουσιάζεται και αναλαμβάνει μεσολαβητικό ρόλο μεταξύ των αντιπάλων. Για να διασφαλίσει τη διάρκεια της διευθέτησης που είχε επιβληθεί από τον Πελοπίδα, ο Αλέξανδρος του παραδίδει ως ομήρους τον νεότερο αδελφό του, τον Φίλιππο, καθώς και τριάντα γιους από οικογένειες ευγενών.





Αντιλαμβανόμαστε λοιπόν ότι η θέση ισχύος της Μακεδονίας που είχε επιτύχει ο Αμύντας Γʹ και είχε κληρονομήσει ο Αλέξανδρος Βʹ χάνεται πολύ γρήγορα και το μακεδονικό κράτος περιέρχεται εκ νέου στην επιρροή της εκάστοτε ηγεμονεύουσας δύναμης στην Ελλάδα, πράγμα που συμβαίνει όμως με δική του υπαιτιότητα. Έτσι έμελλε να συμβεί για λίγο ακόμη. Γιατί λίγο μετά την αναχώρηση του Πελοπίδα μετά τη διευθέτηση της εμφύλιας διένεξης τον χειμώνα του 369/8 ο Αλέξανδρος Βʹ δολοφονείται.

Ως ένας από τους στενότερους συγγενείς του, ο Πτολεμαίος αναλαμβάνει τη διαχείριση των κυβερνητικών υποθέσεων ως κηδεμόνας του Περδίκκα, νεότερου αδελφού του Αλεξάνδρου. Οι φίλοι ωστόσο του δολοφονημένου ηγεμόνα τον αντιμετωπίζουν ως σφετεριστή της εξουσίας και στρέφονται το καλοκαίρι του 368 στον Πελοπίδα, ο οποίος εισβάλλει εκ νέου στην Μακεδονία. Ο Πτολεμαίος αναγκάζεται να δηλώσει πρόθυμος να συνάψει συμφωνία και να δεσμευτεί ότι θα διασφαλίσει την εξουσία για τους αδελφούς του Αλεξάνδρου, τον Περδίκκα και τον Φίλιππο. Επιπλέον αναγκάζεται να συνάψει συμφωνία με τη Θήβα και να δώσει ως εγγύηση για την τήρηση της συμφωνίας αυτής ομήρους. Και πάλι η Μακεδονία γίνεται έρμαιο στα χέρια ξένων δυνάμεων, και αυτό ως συνέπεια –για μία ακόμη φορά– εσωτερικών ταραχών.


Το 365 ο Περδίκκας Γʹ κατάφερε να απαλλαγεί από την κηδεμονία του Πτολεμαίου. Σύντομα, αφότου ανέλαβε την εξουσία, θεώρησε ενδεδειγμένο να στηριχθεί στους Αθηναίους, να συνεργαστεί με τον στρατηγό τους Τιμόθεο– που βρισκόταν την περίοδο εκείνη σε στρατιωτικές επιχειρήσεις στις μακεδονικές ακτές και φαίνεται ότι κατέκτησε τότε τις ανεξάρτητες από τη Μακεδονία πόλεις της Πύδνας και Μεθώνης– και να εκστρατεύσει μαζί του κατά των Χαλκιδέων και της Αμφίπολης. Στη χερσόνησο της Χαλκιδικής ο Τιμόθεος υποτάσσει την Ποτείδαια και την Τορώνη, δεν καταφέρνει ωστόσο τίποτε κατά της Αμφίπολης. Η συνεργασία με τον Τιμόθεο μπόρεσε να ανοίξει τα μάτια του μακεδόνα βασιλιά σχετικά με τους Αθηναίους και τις επεκτατικές φιλοδοξίες τους αλλά και τις – στο μεταξύ– περιορισμένες δυνατότητές τους, και να ενισχύσει τη δική του αυτοπεποίθηση. Εν πάση περιπτώσει, ο Περδίκκας σύντομα αποσκιρτά και διασφαλίζει την Αμφίπολη, εγκαθιστώντας εκεί στρατιωτική φρουρά.

Σε γενικές γραμμές η Μακεδονία αποκτά νέα ώθηση, αφότου ο Περδίκκας, ως νόμιμος διάδοχος, ανέρχεται στον θρόνο παραμερίζοντας τις αρχικές δυσχέρειες. Τώρα μπορεί να προωθήσει την περαιτέρω εδραίωση του κράτους και την εξωτερική του ασφάλεια. Το 361/60 ο πολιτικός Καλλίστρατος που είχε διαφύγει από την Αθήνα ανέλαβε να μεταρρυθμίσει το τελωνειακό σύστημα της Μακεδονίας και να αυξήσει σημαντικά τα έσοδά της. Πέραν τούτου, φαίνεται ότι ο μαθητής του Πλάτωνα Ευφραίος παρέμεινε αρκετό διάστημα στην αυλή του Περδίκκα και μαζί με τον Πλάτωνα παρακίνησε τον βασιλιά να παραχωρήσει στον αδελφό του Φίλιππο ένα τμήμα της ηγεμονίας της ανατολικής Μακεδονίας. Επίσης, φαίνεται ότι ο Περδίκκας υπέταξε πάλι τις ηγεμονίες της Άνω Μακεδονίας. Τέλος αποφάσισε να αντιμετωπίσει τους Ιλλυριούς, που από την εποχή του Αμύντα Γʹ έπλητταν συνεχώς τη Μακεδονία, και να τους εκδιώξει. Τελικά όμως συνετρίβη σε μια μεγάλη μάχη και σκοτώθηκε μαζί με 4.000 από τους Μακεδόνες του.






Από τα ευρήματα στις Αιγές .Ο Φίλιππος Β΄ 

Η περίοδος του Φιλίππου Β΄ -Η επέκταση του βασιλείου και οι σχέσεις με τη νότια Ελλάδα


Ούτως εχόντων των πραγμάτων, ο αδελφός του Περδίκκα Φίλιππος αρχίζει με αποφασιστικότητα, στρατιωτική ικανότητα και διπλωματική επιδεξιότητα την προσπάθεια να σταθεροποιήσει πρώτα τη Μακεδονία και να την οδηγήσει στη συνέχεια, εκμεταλλευόμενος τις εκάστοτε ευκαιρίες, σε μια επεκτατική πορεία.⁹ Σύντομα κατόρθωσε να παραμερίσει τους μνηστήρες του θρόνου, που σχεδόν πάντα παρουσιάζονταν σε ανάλογες στιγμές στη Μακεδονία, και να προχωρήσει κατόπιν στην εξασφάλιση των συνόρων του βασιλείου του και των γειτονικών περιοχών.

Η κατάσταση που επικρατούσε τότε στην Ελλάδα ήταν η εξής: Οι Σπαρτιάτες, που επί σειρά ετών συμπεριφέρονταν ως ηγεμόνες ολόκληρης της Ελλάδας και μάλιστα την περίοδο 382–379 είχαν επέμβει υπέρ του τότε βασιλιά της Μακεδονίας, μετά την ήττα τους στα Λεύκτρα (371) είχαν εξουδετερωθεί ως ηγετική δύναμη. Οι Αθηναίοι είχαν εμπλακεί από το 357 έως το 355 σε προστριβές με κάποιους από τους συμμάχους τους και η Βʹ Αθηναϊκή ναυτική συμμαχία είχε αρχίσει γενικά να αποσυντίθεται.




Η ισχύς των Θηβαίων επίσης σταδιακά υποχωρούσε: ενώ πριν από μία δεκαετία ασκούσαν καθοριστική επιρροή έως τη Μακεδονία και ακόμη και στην Πελοπόννησο, τώρα αποτύγχαναν στην προσπάθειά τους να χαλιναγωγήσουν τους γειτονικούς Φωκείς. Οι τελευταίοι, περίπου στις αρχές του θέρους του 356, είχαν καταλάβει το Ιερό των Δελφών και είχαν κατορθώσει με τη βοήθεια των εκεί θησαυρών να συγκροτήσουν μεγάλο μισθοφορικό στρατό και να επικρατήσουν των άλλων μελών της Αμφικτυονίας.

Τέλος και η κατάσταση στη Θράκη ήταν ευνοϊκή για τον Φίλιππο, αφού ο ντόπιος βασιλιάς Κότυς, που είχε εκ νέου καταφέρει να ενώσει το κράτος του, δολοφονήθηκε το καλοκαίρι του 360 και η Θράκη, με τις διαμάχες που ακολούθησαν για τη διαδοχή, διαμελίστηκε σε τρία επιμέρους βασίλεια. Έτσι, μέσα στη δεκαετία του 350 ο Φίλιππος είχε ήδη επιτύχει αξιόλογες νίκες σε όλα τα σύνορα του βασιλείου του.

Τα δυτικά και βόρεια σύνορα παρουσίαζαν τις μικρότερες δυσκολίες: ήδη στις αρχές του καλοκαιριού του 358 ο Φίλιππος εκστρατεύει κατά των Ιλλυριών που αναγκάζονται να παραχωρήσουν εκτεταμένα εδάφη έως τη λίμνη της Οχρίδας. Όταν δύο χρόνια αργότερα ο βασιλιάς των Ιλλυριών συνασπίστηκε με τους Παίονες, τους Θράκες και την Αθήνα εναντίον του Φιλίππου, ήταν αρκετό να αποσταλεί εναντίον του ο έμπιστός του στρατηγός Παρμενίων. Μετά από αυτό, επικράτησε στην περιοχή αυτή ηρεμία για περισσότερο από δέκα χρόνια, κυρίως επειδή μετά τα τέλη της δεκαετίας του 350 η περιοχή διασφαλίστηκε περαιτέρω, αφού ο Φίλιππος εγκατέστησε τον γαμπρό του Αλέξανδρο ως ηγεμόνα της Ηπείρου και έτσι κατέστησε τη χώρα ένα είδος υποτελούς κράτους, ενώ προσάρτησε και την Παραυαία, μεταξύ Ηπείρου και Μακεδονίας.




Μεταξύ των γειτόνων που ήλπιζαν ύστερα από την ήττα του Περδίκκα Βʹ να επωφεληθούν εις βάρος της Μακεδονίας συγκαταλέγονται και οι Παίονες, κάτοικοι του Μέσου Αξιού. Στην αρχή ο Φίλιππος με χρήματα και υποσχέσεις κατόρθωσε να τους καθησυχάσει, όταν όμως αργότερα εκείνοι επιτέθηκαν, τους νίκησε και τους ανάγκασε να υποταχθούν. Το 356 ο βασιλιάς των Παιόνων προσχώρησε στην προαναφερθείσα συμμαχία, ενώ λίγο αργότερα η χώρα του υποτάχθηκε οριστικά.

Το 357 ο Φίλιππος αρχίζει την προέλασή του στα ανατολικά και ολοκληρώνει την κυριαρχία του στα παράλια της Μακεδονίας. Πρώτη κυριεύει την Αμφίπολη, που έλεγχε τόσο τη διάβαση του Στρυμόνα όσο και την πρόσβαση στο εσωτερικό της χώρας όπου βρίσκονταν οι πλουτοπαραγωγικές πηγές ευγενών μετάλλων και τα αποθέματα ξυλείας. ¹⁰ Λίγο αργότερα επιτίθεται στην Πύδνα, που βρισκόταν στα μακεδονικά παράλια. Οι Αθηναίοι, που κατείχαν τότε την Πύδνα και διεκδικούσαν την Αμφίπολη, του κήρυξαν τον πόλεμο. Ο Φίλιππος ωστόσο απάντησε σε αυτή την κήρυξη πολέμου προσεγγίζοντας το Κοινό των Χαλκιδέων, στους οποίους υποσχέθηκε την αθηναϊκή Ποτείδαια. Αυτό πρέπει να συνέβη το επόμενο έτος 356, όμως, ενώ ακόμη πολιορκούσε την πόλη, δέχθηκε αίτημα βοήθειας από την ελληνική αποικία των Κρηνιδών που βρισκόταν πίσω από τη Νεάπολη, τη σημερινή Καβάλα, και αντιμετώπιζε την απειλή ενός ηγεμόνα των Θρακών. Ο Φίλιππος εμφανίζεται ξαφνικά και εγκαθιστά στρατιωτική φρουρά στην πόλη την οποία επανιδρύει με το όνομα Φίλιπποι.¹¹

Με την πόλη αυτή ο Φίλιππος δεν κερδίζει απλώς ένα επιπλέον στρατηγικό έρεισμα στα ανατολικά αλλά εξασφαλίζει και τη δυνατότητα να εκμεταλλεύεται προς ίδιον όφελος τα πλούσια κοιτάσματα χρυσού του Παγγαίου. Φυσικά και ο ηγεμόνας των Θρακών, στην περιοχή του οποίου βρίσκονταν οι Φίλιπποι, προστέθηκε στον εν λόγω συνασπισμό, και στα τέλη του χρόνου έγινε υποτελής στον Φίλιππο, ενώ ο τελευταίος επέκτεινε την κυριαρχία του έως τον Νέστο. Το φθινόπωρο του 355 ο Φίλιππος επιτίθεται στη Μεθώνη, το τελευταίο στρατηγικό σημείο των Αθηναίων στα παράλιά του, και κατορθώνει ύστερα από μακρά πολιορκία να την αναγκάσει να συνθηκολογήσει. Και αυτό υπήρξε επίσης μια νίκη σε επίπεδο προπαγάνδας, αφού οι Αθηναίοι δεν προσέφεραν καμία βοήθεια στην πόλη, παρόλο που μετά το τέλος του πολέμου εναντίον των συμμάχων τους είχαν όλη την άνεση να την προσφέρουν.




Αυτό ο Φίλιππος το θεώρησε άξιο μιας δεύτερης απόπειρας: την άνοιξη του 353 επιχειρεί ανατολικά του Νέστου, προκειμένου να βλάψει τις σύμμαχες των Αθηναίων ελληνικές πόλεις των παραλίων και να εντυπωσιάσει τον θράκα ηγεμόνα της περιοχής αυτής. Αυτό το περιορισμένο χρονικά πείραμα φαίνεται να είχε ευχάριστη έκβαση για τον Φίλιππο: το φθινόπωρο του 352 ο Φίλιππος επιστρέφει στη Θράκη και προελαύνει αστραπιαία πέρα από τον Έβρο κατά του Κερσοβλέπτη, ηγεμόνα του ανατολικότερου από τα τρία θρακικά βασίλεια, ο οποίος εξαναγκάσθηκε να υποταχθεί και αυτός.

Οι επιχειρήσεις που περιγράφηκαν μέχρι τώρα εξυπηρετούσαν κατά κύριο λόγο τη διασφάλιση και επέκταση του μακεδονικού κράτους και στρέφονταν από όλες τις ελληνικές πόλεις αποκλειστικά κατά των Αθηναίων. Μεταξύ των δύο εκστρατειών στην κεντρική και ανατολική Θράκη συμβαίνουν ωστόσο γεγονότα που πρέπει να εξασφάλισαν στον Φίλιππο μια αποφασιστικής σημασίας επιρροή στην κεντρική Ελλάδα. Οι δραστήριοι ηγέτες μεταξύ των προκατόχων του ακολουθούσαν πάντα τρεις στόχους: την υποταγή των ηγεμόνων της Άνω Μακεδονίας, την κατάκτηση των εκβολών του Στρυμόνα, ώστε μέσα από αυτή την οδό να διασφαλίσουν την πλούσια σε ευγενή μέταλλα περιοχή της Βισαλτίας καθώς και την απαλλαγή από κάθε ενδεχόμενη πίεση των Αθηναίων στις ακτές του βασιλείου, καθώς επίσης την επέκταση της επιρροής στην Θεσσαλία.


Ο Φίλιππος γρήγορα πέτυχε τους δύο πρώτους στόχους, ξεπερνώντας μάλιστα ως προς αυτό τους προκατόχους του, εφόσον προς τα δυτικά δεν υπέταξε μόνο τα έως τότε ανεξάρτητα εδάφη της Άνω Μακεδονίας, αλλά προώθησε τα δυτικά σύνορα της Μακεδονίας έως τη λίμνη της Οχρίδας, ενώ προς Ανατολάς δεν έφτασε μόνον έως τον Στρυμόνα αλλά μέχρι και τον Νέστο και έθεσε υπό τον έλεγχό του τόσο τα κοιτάσματα ευγενών μετάλλων της Βισαλτίας όσο και αυτά του Παγγαίου. Σύντομα στράφηκε προς τον τρίτο στόχο που του κληροδοτήθηκε και αξιοποίησε την επιρροή του στη Θεσσαλία.¹²

Εδώ κατόρθωσε να εκμεταλλευτεί προς το δικό του συμφέρον τις εντάσεις που υπήρχαν μεταξύ του Κοινού των Θεσσαλών και του τυράννου των Φερών: επεμβαίνει για πρώτη φορά το 358, διασφαλίζοντας τη θέση των νέων φίλων του από την τάξη των Θεσσαλών ευγενών. Για δεύτερη φορά ο Φίλιππος επεμβαίνει το 355 υπέρ του Κοινού των Θεσσαλών και μόλις τότε το καθιστά ικανό να αναλάβει μαζί με τους Θηβαίους τον Ιερό Πόλεμο εναντίων των Φωκέων, οι οποίοι για πάνω από έναν χρόνο είχαν εγκατασταθεί ατιμωρητί στους Δελφούς. Προφανώς ο Φίλιππος είχε αντιληφθεί ότι αυτή η περίπλοκη κατάσταση στην κεντρική Ελλάδα του έδινε ενδεχομένως την ευκαιρία να κερδίσει και εδώ επιρροή μέσω της προσωπικής του παρέμβασης, μια επιρροή που αργότερα ίσως μπορούσε να χρησιμοποιηθεί με κύρος και έναντι των Αθηναίων.¹³

Το φθινόπωρο του 354 φάνηκε πια ότι ο Ιερός Πόλεμος έφτασε πλέον στο τέλος του. Ο Φίλιππος δεν διέκρινε καμία δυνατότητα επέμβασης σε αυτόν και την άνοιξη του 353 στρέφεται πλέον εναντίον της Θράκης. Αλλά τότε συμβαίνει στην κεντρική Ελλάδα η αναμενόμενη τροπή, η αναζωπύρωση δηλαδή των συγκρούσεων μεταξύ Θεσσαλών και των τυράννων των Φερών. Οι τελευταίοι στρέφονται προς τους Φωκείς και οι πρώτοι προς τον Φίλιππο. Εκείνος εμφανίζεται, σημειώνοντας νίκες αρχικά, κατόπιν όμως και αφού υφίσταται δύο ήττες αναγκάζεται να αποσυρθεί στη Μακεδονία. Όμως ήδη το 352 επιστρέφει, αναλαμβάνει το γενικό πρόσταγμα των δυνάμεων του Κοινού των Θεσσαλών και καταφέρει ένα συντριπτικό πλήγμα κατά των Φωκέων. Ύστερα από λίγο διάστημα υποκύπτουν οι Φερές και το επίνειό τους, οι Παγασές. Φυσικά ήταν φανερό ότι έπρεπε να εκμεταλλευτεί τις έως τότε επιτυχίες του και να νομιμοποιήσει τη θέση του αρχηγού του στρατού των Θεσσαλών.

Έτσι ο Φίλιππος κινεί τα στρατεύματά του εναντίον των κατεχόμενων από τους Φωκείς Θερμοπυλών, προκειμένου να καταφέρει το αποφασιστικό χτύπημα κατά των ιερόσυλων του μαντείου. Αυτή όμως δεν ήταν πλέον υπόθεση που αφορούσε μόνο τον Φίλιππο και τους Θεσσαλούς από τη μία πλευρά και τους Φωκείς από την άλλη. Η κατοχή των Θερμοπυλών θα άφηνε πλέον ανοικτό στον μακεδόνα βασιλιά τον δρόμο προς τον νότο• έτσι βρήκε το πέρασμα κλειστό από τα στρατεύματα των Φωκέων, των Αθηναίων, των Αχαιών, των Σπαρτιατών και των εκδιωχθέντων τυράννων των Φερών, και αναγκάστηκε πάλι να αποσυρθεί. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα τη συνέχιση των διενέξεων στην κεντρική Ελλάδα χωρίς αυτόν και την αμοιβαία φθορά των αντιπάλων. Αυτό βέβαια εξυπηρέτησε τον Φίλιππο, και έτσι για ένα χρονικό διάστημα στράφηκε προς άλλους στόχους στον βορρά, δηλαδή αφενός προς τη Θράκη και την Ήπειρο και αφετέρου στην αποκατάσταση των σχέσεών του με το Κοινό των Χαλκιδέων.




Ο συνασπισμός αυτός είχε πλέον ολοκληρώσει τον ρόλο του ως συμμάχου του Φιλίππου στον πόλεμο κατά των Αθηναίων και είχε μετατραπεί σε ξένο σώμα προς την ολοένα επεκτεινόμενη Μακεδονία, ενώ η μωρία του να προσφέρει στον Φίλιππο τη δυνατότητα επέμβασης λόγω ανυποταγής οδήγησε το 348 στην καταστροφή της Ολύνθου, στη διάλυση του Κοινού και στην ενσωμάτωση των εδαφών του. Από αυτό δεν προστάτευσε τους Χαλκιδείς ούτε και η στρατιωτική συμμαχία που είχαν συνάψει το καλοκαίρι του 349 με τους Αθηναίους.

Στην πραγματικότητα οι τελευταίοι όλα αυτά τα χρόνια δεν κατόρθωσαν να επιτύχουν καμιά στρατιωτική νίκη απέναντι στον Φίλιππο. Αυτός πάλι όχι μόνο είχε αποφύγει οποιαδήποτε σοβαρή σύγκρουση με τους Αθηναίους, αλλά επανειλημμένα είχε δώσει δείγματα της προθυμίας του για ειρήνη. Ταυτόχρονα μετά το 352 μειώθηκαν αισθητά οι στρατιωτικές του επιχειρήσεις, χωρίς ωστόσο να παραιτηθεί από τον στόχο του να διαδραματίσει αποφασιστικό ρόλο στην Ελλάδα. Μπορούσε όμως να περιμένει. Τελικά όταν οι Φωκείς το 346 έπνεαν πλέον τα λοίσθια, συνθηκολόγησαν με τον Φίλιππο, και σε αυτόν επίσης όφειλαν τους ηπιότερους όρους της συνθηκολόγησης σε σχέση με τις αξιώσεις κάποιων άλλων μελών της Αμφικτυονίας. ¹⁴ Ο Φίλιππος μπορούσε να πιστέψει ότι είχε ρυθμίσει την κατάσταση στην κεντρική Ελλάδα κατά έναν ευνοϊκό γι’ αυτόν τρόπο. Για τη συνεχή επιρροή του στην περιοχή αυτή είχε μεριμνήσει ήδη, καθώς κράτησε για τον εαυτό του τις δύο ψήφους των Φωκέων στο συμβούλιο της Αμφικτυονίας, ενώ κατόρθωσε επίσης να εκμεταλλευτεί προς ίδιον όφελος και τις ψήφους των Θεσσαλών και περιοίκων.

Λίγο πριν, δηλαδή την άνοιξη του 346, είχε επιτευχθεί επίσης η σύναψη ειρήνης με τους Αθηναίους, η λεγόμενη Ειρήνη του Φιλοκράτη, και μάλιστα βάσει του υφιστάμενου status quo .¹⁵ Οι Αθηναίοι αναγκάστηκαν λοιπόν να παραιτηθούν από την Αμφίπολη και άλλες περιοχές που είχαν χάσει στις μακεδονικές και θρακικές ακτές. Αντ’ αυτών όμως ο Φίλιππος τους εγγυήθηκε την κατοχή της θρακικής Χερσονήσου, τόπο ζωτικής σημασίας για τους Αθηναίους. Αυτό υπήρξε μια ειλικρινής κίνηση καλής θέλησης εκ μέρους του και το απέδειξε στους Αθηναίους στη διάρκεια των ειρηνευτικών διαπραγματεύσεων: ενώ στην Αθήνα διεξάγονταν διαβουλεύσεις σχετικά με τους όρους που είχαν προταθεί από τον ίδιο στην Πέλλα, ο Φίλιππος εκστρατεύοντας αστραπιαία κατά του Kερσοβλέπτη τον αναγκάζει να αναγνωρίσει εκ νέου την επικυριαρχία των Μακεδόνων. Από το σημείο αυτό ήταν μόνο δύο βήματα για τη Χερσόνησο.


Παρά την υπεροχή που για μία ακόμη φορά απέδειξε, ο Φίλιππος παραχωρεί το 346 στους Αθηναίους μια ειρήνη με σχετικά ευνοϊκούς όρους. ¹⁶ Σύντομα ωστόσο επρόκειτο να αποδειχθεί ότι ο Φίλιππος είχε επενδύσει στην ειρήνη αυτή υπερβολικές προσδοκίες και ότι του ήταν αδύνατον να ενισχύει από τη μία την επιρροή του στην Ελλάδα και να επιτυγχάνει ταυτόχρονα καλές σχέσεις με τους Αθηναίους. ¹⁷ Σε πρώτη φάση περιορίστηκε τα επόμενα χρόνια στην εδραίωση και επέκταση της κυριαρχίας του στον βορρά. Το 345 αναλαμβάνει μια εκστρατεία κατά των Ιλλυριών, το 344 προβαίνει στην ανάληψη στρατιωτικών μέτρων στη Θεσσαλία. Τον χειμώνα του 343/2 εμφανίζεται στην Ήπειρο, προσφέρει στον ηγεμόνα της κάποιες ελληνικές πόλεις στις ακτές και έτσι τον προσεταιρίζεται ακόμη περισσότερο. Κατόπιν εκτελείται στη Θεσσαλία μια διοικητική μεταρρύθμιση, με την οποία ο Φίλιππος εδραιώνει ακόμη περισσότερο τον έλεγχό του στην περιοχή. Εφόσον λοιπόν τώρα είχαν διασφαλιστεί οι σχέσεις στον νότο, δηλαδή στη Θεσσαλία, στα νοτιοδυτικά, δηλαδή στην Ήπειρο, και βορειοδυτικά, δηλαδή έως την Ιλλυρία, μπορεί πλέον να αρχίσει το 342/1 η εκστρατεία στη Θράκη.


Στήλη του Αντίγονου 340-330 π. Χ. Συντροφεύεται από τον σκύλο του και τον υπηρέτη του .Ο νεαρός Αντίγονος εκφράζει το αριστοκρατικό ιδεώδες του «καλού καγαθού» που εμπνέει τους νεαρούς Μακεδόνες εταίρους .Έργο πολύ επιδέξιου γλύπτη με ντόπιο μάρμαρο που εργαζόταν στην περιοχή των Αιγών έχοντας αφομοιώσει τα διδάγματα της τέχνης του Πραξιτέλη . Από τα ευρήματα στις Αιγές.


Νότια της Θεσσαλίας ο Φίλιππος δεν επιδίωξε καμία εδαφική επέκταση του βασιλείου του, χωρίς όμως να παραιτηθεί επ’ ουδενί από την εξάπλωση της επιρροής του και εδώ. Παράλληλα γίνεται εμφανές ότι επιδιώκει συνεχώς την εύνοια των Αθηναίων και ότι προσπαθεί να αποφύγει μια σύγκρουση μαζί τους. Πρώτη φορά το απέδειξε το καλοκαίρι του 346, όταν οι Αθηναίοι, παρά τη συμμαχία τους με τον Φίλιππο, δεν συμμετείχαν στην επιχείρησή του κατά των Φωκέων και δεν έστειλαν κανέναν αντιπρόσωπο στο συμβούλιο της Αμφικτυονίας, καθώς και όταν αποτόλμησαν στα Πύθια μια ακόμη μεγαλύτερη πρόκληση «παραλείποντας» να στείλουν αντιπροσωπεία στους αγώνες που διεξάγονταν υπό την ηγεσία του Φιλίππου.

Με βάσει την υπέρ των Φωκέων στάση των Αθηναίων κατά τη διάρκεια του δεκαετούς Ιερού Πολέμου και το γενικότερο κλίμα που επικρατούσε μεταξύ των Αμφικτυόνων θα ήταν εύκολο για τον Φίλιππο να προκαλέσει την κήρυξη ενός νέου Ιερού Πολέμου κατά των Αθηναίων αυτή τη φορά. Όχι μόνον απέφυγε μια στρατιωτική επιχείρηση εναντίον τους, αλλά λίγο αργότερα φρόντισε μάλιστα για μια απόφαση του συμβουλίου της Αμφικτυονίας που λάμβανε υπόψη τα συμφέροντα της Αθήνας. Από την άλλη, το 344 υποστήριξε τους αντιπάλους της Σπάρτης στην Πελοπόννησο με χρήματα και αποστολή μισθοφόρων, προκαλώντας έτσι μια αντίθετη αθηναϊκή αποστολή στην Πελοπόννησο.

Εδώ διαφαίνεται το δίλημμα το οποίο δεν απέφυγε ο Φίλιππος και που οδήγησε τελικά σε αλλαγή της πολιτικής του: μια καλή συμφωνία με τους Αθηναίους ύστερα από τα πλήγματα που είχε καταφέρει εναντίον τους τα τελευταία χρόνια δεν ήταν ασφαλώς εύκολο να επιτευχθεί. Αντίθετα, οι ταυτόχρονες προσπάθειές του για την επέκταση της δικής του επιρροής στην Ελλάδα πρέπει να διατάραξαν ακόμη περισσότερο τις σχέσεις τους ή να δυσχέραναν μια προσέγγιση. Στην αρχή ο Φίλιππος ήλπιζε να καταφέρει κάτι με διάφορες υποχωρήσεις και τον χειμώνα του 344/3 πρότεινε στους Αθηναίους διαπραγματεύσεις για την αναθεώρηση της ειρηνευτικής συμφωνίας του 346. Οι Αθηναίοι με τις υπερβολικές αξιώσεις τους οδήγησαν αυτές τις διαπραγματεύσεις σε αποτυχία.

Ο Φίλιππος αντέδρασε ασκώντας το επόμενο έτος 343 εκ νέου επιρροή στις εσωτερικές υποθέσεις ελληνικών πόλεων, όπως στην Ήλιδα, τα Μέγαρα και την Εύβοια – πολύ κοντά δηλαδή στην Αθήνα.

Ύστερα από αυτή την προειδοποίηση προσεγγίζει τους Αθηναίους την άνοιξη του 342 με μια καινούρια πρόταση για τη βελτίωση των αμοιβαίων σχέσεων. Όταν προσκρούει και πάλι σε άρνηση, του γίνεται πλέον σαφές ότι η οριστική αντιπαράθεση είναι αναπόφευκτη. Τις συνθήκες όμως υπό τις οποίες θα συνέβαινε αυτό ήθελε να τις καθορίσει ο ίδιος, καθώς τώρα εκστρατεύει με σκοπό την κατάκτηση της Θράκης, η οποία έως τώρα διατηρούσε σχέσεις χαλαρής εξάρτησης με τη Μακεδονία, με στόχο την προσάρτηση ολόκληρης της περιοχής έως τον Ελλήσποντο στο βασίλειό του. Με την κατοχή τους θα μπορούσε πλέον να αναγκάσει τους Αθηναίους σε υποταγή.


Η εκστρατεία όμως κατά της Θράκης δεν στρεφόταν μόνον εναντίον των Αθηναίων: το 344 ο Μέγας Βασιλέας των Περσών είχε ανακτήσει την Κύπρο, το 343 τη Φοινίκη και, αν έκρινε κανείς από τους εν εξελίξει στρατιωτικούς εξοπλισμούς, επόμενος στόχος ήταν η ανάκτηση της Αιγύπτου. Βέβαια, σύμφωνα με την εικόνα που παρουσίαζε το περσικό βασίλειο τις τελευταίες δεκαετίες ,¹⁸ αυτό δεν αποτελούσε μια επίφοβη προοπτική ή απειλή για τη Μακεδονία, κάλλιστα όμως μπορούσε μια εκ νέου σταθεροποιημένη περσική αυτοκρατορία να αλλάξει την ισορροπία των δυνάμεων στο Αιγαίο. Αυτό ωστόσο μπορούσε να το προλάβει η εξάπλωση της ίδιας της Μακεδονίας μέχρι τον Ελλήσποντο.


Η πανοπλία του Φιλίππου του Β΄ .


Ο Φίλιππος δεν ήταν ο μόνος που θεωρούσε αναπόφευκτη την οριστική σύγκρουσή του με τους Αθηναίους, όσο κι αν επιθυμούσε να την αποφύγει. Και ο Δημοσθένης έβλεπε ως μόνη διέξοδο τον πόλεμο. Σε αντίθεση όμως προς τον Φίλιππο ο Αθηναίος εργαζόταν προσηλωμένος με στόχο την κήρυξή του. Πράγματι κατάφερε με στοχευμένες προκλήσεις να αναζωπυρώσει την κρίση και τελικά να συστήσει την άνοιξη του 340 μια πανελλήνια συμμαχία κατά του Φιλίππου, το Κοινόν των Ελλήνων, η οποία εκτός της Αθήνας περιλάμβανε την Εύβοια, τα Μέγαρα, την Κόρινθο με τις αποικίες της Λευκάδα και Κέρκυρα, όπως επίσης και την Αχαΐα και Ακαρνανία, με έναν ωστόσο καθαρά αμυντικό χαρακτήρα.

Μετά την υποταγή της Θράκης ο Φίλιππος οδηγεί τα στρατεύματά του εναντίον της Περίνθου, την οποία όμως δεν μπόρεσε να καταλάβει, κυρίως επειδή υποστηριζόταν από τους κατοίκους του Βυζαντίου και τους Πέρσες σατράπες πέραν της Προποντίδας. Έτσι το φθινόπωρο του 340 αποπειράται μια επίθεση κατά του Βυζαντίου. Σε κοντινή απόσταση κατέπλευσε με τον στόλο του ο αθηναίος στρατηγός Χάρης με την αποστολή να οδηγεί τα πλοία που έφταναν από την περιοχή της Μαύρης Θάλασσας φορτωμένα με σιτάρι από τα στενά στο Αιγαίο. Ο Χάρης λοιπόν, ενώ συγκεντρωνόταν αυτός ο στόλος, συναντήθηκε για συνομιλίες με τους πέρσες στρατηγούς.


Ο Φίλιππος πρέπει τώρα να είχε πειστεί πλέον οριστικά για το αναπόφευκτο του πολέμου, και ο αθηναϊκός στόλος ως έτοιμη λεία μπροστά του αποτέλεσε μεγαλύτερο δέλεαρ από το να περιμένει ίσως για ακόμη έναν χρόνο μια παρόμοια ευκαιρία. Έτσι καταλαμβάνει τα πλοία, κατά την απουσία του Χάρη, ενώ μαζί με την πλούσια λεία επιτυγχάνει και την κήρυξη του πολέμου εκ μέρους των Αθηναίων. Το ότι θα επακολουθούσε αυτό θα πρέπει να του ήταν σαφές.


Αναρωτιέται μόνο κανείς αν πράγματι ήθελε να εξουδετερώσει τους Αθηναίους στον πόλεμο ή αν με το πλήγμα εναντίον του στόλου των σιτηρών ήθελε να τους πείσει για τη μειονεκτική τους θέση και στη θάλασσα. Εν πάση περιπτώσει, αρχικά δεν τον απασχόλησαν καθόλου οι Αθηναίοι, αλλά συνέχισε τις στρατιωτικές επιχειρήσεις του εναντίον του Βυζαντίου. Η πόλη υποστηριζόταν όμως τώρα επιτυχώς από τους Αθηναίους και την άνοιξη του 339 ο Φίλιππος αναγκάστηκε να διακόψει τις επιχειρήσεις του. Αντί όμως να εκστρατεύσει κατά των Αθηναίων εκστρατεύει εναντίον των Σκυθών κοντά στις εκβολές του Δούναβη, προκειμένου να διασφαλίσει το νέο του απόκτημα, τη Θράκη, και από αυτή την πλευρά, ενώ κατόπιν διά μέσου της χώρας των Τριβαλλών επιστρέφει στη Μακεδονία. Εδώ δέχεται σύντομα μια έκκληση βοηθείας από τους φίλους του στην κεντρική Ελλάδα.


Νεαρός Διόνυσος ,Μαινάδες και Σειληνός . Από εύρημα ζωγραφικής σε αγγείο  στις Αιγές


Φυσικά ο Φίλιππος δεν είχε λησμονήσει τους Αθηναίους. Εκείνοι δεν είχαν μπορέσει έως τότε να κινητοποιήσουν τους συμμάχους τους εναντίον του και έτσι ο ίδιος επιχείρησε να απομονώσει περισσότερο την πόλη, στέλνοντας έμπιστους να υποβάλουν καταγγελία στο συμβούλιο της Αμφικτυονίας κατά της Αθήνας. Η μομφή που τους αποδιδόταν είχε επιλεγεί με μεγάλη επιδεξιότητα: οι Αθηναίοι στη διάρκεια του πολέμου κατά των Φωκέων είχαν αναρτήσει στο ιερό του Απόλλωνα στους Δελφούς, πριν αυτό ακόμη καθαγιαστεί, αναθήματα ως ανάμνηση της νίκης τους κατά των Περσών και των Θηβαίων το 479.


Η αθηναϊκή θρησκευτική ασέβεια ήταν προφανής και λόγω των συσχετισμών στο αμφικτυονικό συμβούλιο ήταν αναμενόμενη η καταδίκη της πόλης με υψηλό χρηματικό πρόστιμο. Φυσικά οι Αθηναίοι δεν επρόκειτο να πληρώσουν, ενώ λόγω και αυτής της αφορμής ούτε οι Θηβαίοι θα μπορούσαν να αποφύγουν τη συμμετοχή τους σε έναν υποχρεωτικό Ιερό Πόλεμο. Αυτό το με εξαιρετική πανουργία εξυφασμένο σχέδιο απέτυχε, επειδή εκείνη την εποχή τα αθηναϊκά συμφέροντα στους Δελφούς αντιπροσώπευε ο Αισχίνης, ο αντίπαλος του Δημοσθένη, που με εξαιρετική μαεστρία κατάφερε να εκτρέψει τον θυμό των αμφικτυόνων προς την μικρή Άμφισσα, έτσι ώστε να κηρυχτεί μεν Ιερός Πόλεμος, ο οποίος όμως είχε διαφορετική έκβαση από αυτή που είχε σχεδιάσει ο Φίλιππος.


Διότι οι Θηβαίοι, που ο Φίλιππος ήθελε προς ίδιον όφελος και μάλιστα αντ’ αυτού να στρέψει εναντίον των Αθηναίων, όχι μόνο υποστήριξαν τους πολίτες της Άμφισσας αλλά στράφηκαν και εναντίον του Φιλίππου και του απέσπασαν βίαια τον έλεγχο των Θερμοπυλών. Έτσι κατέστη πλέον αδύνατο στους υπόλοιπους αμφικτύονες να οδηγήσουν τα στρατεύματά τους νότια και να προελάσουν στρατιωτικά εναντίον της Άμφισσας. Το φθινόπωρο του 339 αναγκάστηκαν να καλέσουν σε βοήθεια τον Φίλιππο, που μόλις είχε επιστρέψει από τον Δούναβη. Έτσι λοιπόν τα γεγονότα οδηγούν σε πόλεμο στην κεντρική Ελλάδα, που ο Φίλιππος επιθυμούσε απολύτως να αποφύγει, καθώς βέβαια και να τεθεί επικεφαλής του, ενώ και μετά την κήρυξη αυτού του πολέμου προσπάθησε να τον διευθετήσει με επανειλημμένες διαπραγματεύσεις. Η απόφαση όμως για στρατιωτική επέμβαση ήταν πλέον αναπόφευκτη, και η αποφασιστική μάχη στις αρχές Αυγούστου του 338 στη Χαιρώνεια απέβη σαφώς υπέρ του μακεδόνα βασιλιά. Τώρα εκείνος μπορούσε εκ νέου να ρυθμίσει τη σχέση του με τους (σ.σ. υπόλοιπους) Έλληνες. ¹⁹


Από τα ευρήματα στις Αιγές

Η Θήβα, σύμμαχός του για μακρό χρονικό διάστημα, τιμωρήθηκε σκληρά επειδή προσχώρησε στο εχθρικό στρατόπεδο: στην Καδμεία, την Ακρόπολη των Θηβών, εγκαταστάθηκε μόνιμα μακεδονική στρατιωτική φρουρά και επιτράπηκε η επιστροφή των εξόριστων, γεγονός που έφερε στην εξουσία τους φίλους του Φιλίππου και οδήγησε στην αλλαγή εξουσίας. Το Βοιωτικό Κοινό δεν διαλύθηκε• με αυτό τον τρόπο επρόκειτο να εξουδετερωθούν οι Θηβαίοι που χάνουν τώρα την ηγετική τους θέση στη Βοιωτία. Τον σκοπό αυτό εξυπηρέτησε και η επανίδρυση βοιωτικών πόλεων που είχαν καταστραφεί από τους Θηβαίους τον καιρό της ηγεμονίας τους. Συνεπώς τα μέτρα αυτά απέβλεπαν σε έναν και τον αυτό στόχο: η Θήβα έπρεπε να αποδυναμωθεί ως στρατιωτική δύναμη και να υποταχθεί στον έλεγχο εχθρικών γειτόνων.

Οι Αθηναίοι είχαν επιτύχει το 346 μια ευνοϊκή, για τους ελληνικούς συσχετισμούς, ειρήνη και είχαν συνάψει συμμαχία με τον Φίλιππο. Η ειρήνη και η συμμαχία επεκτάθηκαν αργότερα και στους απογόνους του Φιλίππου και έτσι θεωρήθηκαν αιώνιες. Για το ότι ο Φίλιππος επιδίωξε την εύνοια των Αθηναίων τα επόμενα χρόνια έχει ήδη γίνει λόγος, όπως και για την προσπάθεια του Δημοσθένη να ματαιώσει κάθε προσέγγιση, να δημιουργήσει μέτωπο ελληνικών πόλεων εναντίον του Φιλίππου και, τελικά, να προκαλέσει μια αποφασιστική σύγκρουση μαζί του. Έτσι, οι Αθηναίοι στα μάτια του Φιλίππου φαίνονταν ένοχοι και έκαναν και άλλους να φαίνονται ένοχοι, ενώ, λόγω της ισχυρογνωμοσύνης τους, υποτίθεται ότι δεν άξιζαν καμία επιείκεια. Και όμως είχαν την τύχη να τους επιδειχθεί μια απροσδόκητα μεγάλη επιείκεια. Έτσι ο Φίλιππος, παρά τις άσχημες εμπειρίες που είχε μαζί της, δεν έθιξε την αθηναϊκή δημοκρατία και ούτε καν διανοήθηκε να εισβάλει στην Αττική. Εξάλλου, επιτράπηκε στους Αθηναίους να διατηρήσουν τις κτήσεις τους εκτός Αττικής, όπως τη Λήμνο, την Ίμβρο, τη Σκύρο και τη Σάμο, και αναγκάστηκαν μόνο να εκχωρήσουν τη θρακική χερσόνησο στον Φίλιππο. Επειδή οι Αθηναίοι εξαρτιόνταν από την εισαγωγή σιτηρών από την περιοχή της Μαύρης Θάλασσας, πρέπει η απώλεια της θρακικής χερσονήσου να τους ανάγκαζε να τηρούν φιλική στάση απέναντι στον Φίλιππο και έθετε πλέον ενώπιόν τους το ενδεχόμενο ενός αποκλεισμού του Ελλησπόντου. Επιπλέον, οι Αθηναίοι δεν είχαν πια καμιά δυνατότητα για την προετοιμασία ή την ανάληψη στρατιωτικής ναυτικής εκστρατείας κατά του Φιλίππου. Για τον λόγο αυτό η Βʹ Αθηναϊκή Συμμαχία, ή ό,τι είχε απομείνει ακόμη από αυτήν, διαλύεται .²⁰





Για τη μεταχείριση άλλων ελληνικών πόλεων και μάλιστα όσων συμμετείχαν με στρατεύματα στη μάχη της Χαιρώνειας δεν γνωρίζουμε πολλά. Η Κόρινθος και η Αμβρακία αναγκάστηκαν να δεχθούν μακεδονική φρουρά. Μαζί με την Ακρόπολη της Θήβας αποτέλεσαν τρεις τοποθεσίες εγκατάστασης μακεδονικών στρατευμάτων και φαίνεται ότι αυτό αρκούσε στον Φίλιππο. Η επιλογή πάντως αυτών των τοποθεσιών έγινε με μεγάλη προσοχή: η Κόρινθος είχε τον έλεγχο της πρόσβασης στην Πελοπόννησο, και η τάξη που επιβλήθηκε ύστερα από λίγο εγγυήθηκε την καλή στάση της χερσονήσου. Η Αμβρακία, που βρισκόταν μεταξύ Αιτωλίας και Ηπείρου, δύο νέων αναδυόμενων και έως τότε υποστηριζόμενων από τον Φίλιππο περιοχών, που δεν ήταν όμως άξιες της εμπιστοσύνης του, έλεγχε τη βορειοδυτική Ελλάδα. Τέλος, τους Θηβαίους τους γνώριζε προσωπικά και ήξερε τις προσπάθειές τους να κυριαρχήσουν στην κεντρική Ελλάδα. Για να αποτρέψει κάτι τέτοιο, έπρεπε οι φίλοι του να πάρουν τα ηνία στην πόλη αυτή και, επειδή αυτοί δεν ήταν πολυάριθμοι και αντιμετώπιζαν την εχθρότητα του Δήμου, έπρεπε να διασφαλίσει την υποστήριξή τους με την επιβολή μακεδονικής φρουράς.


Αυτά ήταν τα μέτρα που λήφθηκαν αμέσως μετά τη μάχη της Χαιρώνειας, τα οποία όμως παρουσιάζουν μεγάλες διαφορές ως προς τους ειρηνευτικούς όρους και σύμφωνα με τα οποία η μεταχείριση των πρώην στρατιωτικών αντιπάλων βρίσκεται σε μια αξιοθαύμαστη σχέση αναντιστοιχίας προς την πραγματική ενοχή τους. Το ίδιο ισχύει και για τα μέτρα που έλαβε ο Φίλιππος στην Πελοπόννησο. Όσοι ανήκαν στον αντίπαλο συνασπισμό της βόρειας Πελοποννήσου αντιμετωπίστηκαν με επιείκεια, η Σπάρτη αντιθέτως που παρέμεινε ουδέτερη αποδυναμώθηκε σε σημαντικό βαθμό, αφού αναγκάσθηκε να παραχωρήσει στους εχθρικούς της γείτονες τη Μεσσηνία, τη Μεγαλόπολη, την Τεγέα και τις παραμεθόριες περιοχές του Άργους. Εδώ στόχος ήταν όχι η απόλυτη εκμηδένιση της Σπάρτης αλλά απλώς η ενίσχυση των γειτόνων σε βάρος της. Από αυτές τις πόλεις-κράτη καμία δεν ήταν σε θέση να αναλάβει την ηγεμονία ολόκληρης της Πελοποννήσου.

Την αύξηση των εδαφών τους τη χρωστούσαν στον Φίλιππο και έτσι όσο ακόμα υπήρχε η Σπάρτη και σκεφτόταν την ανάκτηση των αναγκαστικών παραχωρήσεών της, τα κράτη αυτά δεν μπορούσαν να λησμονήσουν ποιος ήταν φίλος και σύμμαχός τους.

Με τις ρυθμίσεις που σκιαγραφούνται εδώ ο Φίλιππος φρόντισε ώστε οι πρώην ηγεμονικές δυνάμεις της Ελλάδας να μην είναι πλέον σε θέση να διαδραματίσουν ανταγωνιστικό ρόλο απέναντί του. Και οι τρεις είχαν αποδυναμωθεί και είχαν τεθεί εκτός των άλλων και σε επιτήρηση: οι Θηβαίοι, με την αλλαγή πολιτεύματος, την κατοχή της Καδμείας και την ενίσχυση και πολλαπλασιασμό των επιμέρους πόλεων του Κοινού των Βοιωτών, οι Σπαρτιάτες με εδαφικές απώλειες και την δυσπιστία των εχθρικών πόλεων-κρατών που τους περιέβαλλαν, οι Αθηναίοι ωστόσο μόνο με την απώλεια της Θρακικής χερσονήσου και τη διάλυση των μικρών υπολειμμάτων της ναυτικής συμμαχίας τους. Οι διαφορές στη μεταχείριση γίνονται σαφέστερες, αν παρατηρήσει κανείς τί διατήρησαν οι Αθηναίοι και συγκριτικά τί δυναμικό αφαιρέθηκε από όλες τις άλλες πόλεις-κράτη.

Η Θήβα και η Σπάρτη αποτελούσαν ισχυρές δυνάμεις στην ξηρά και ως τέτοιες αναμφίβολα αποδυναμώθηκαν. Η ισχύς των Αθηναίων βασιζόταν στον στόλο τους, τον οποίο ο Φίλιππος άφησε στον δικό τους έλεγχο, παρά το γεγονός ότι δεν μπορούσε να τους αντιπαρατάξει ανάλογη δύναμη. Η επιεικής μεταχείριση των Αθηναίων προκάλεσε συνεπώς μεγαλύτερη κατάπληξη και έτσι επιχειρήθηκε φυσικά η ερμηνεία της. Έτσι εικάζει ότι ο Φίλιππος θέλησε να διατηρήσει τον αθηναϊκό στόλο για να έχει τη δυνατότητα να τον χρησιμοποιήσει σε πόλεμο κατά των Περσών.²¹ Αυτό εξηγεί επίσης τη διαρκή επιδίωξη του Φιλίππου να κερδίσει την εύνοια των Αθηναίων, που διαπιστώνεται με σαφήνεια ήδη από το 348. Το τελευταίο είναι αναμφισβήτητο, καθώς μια σχετική επιείκεια απέναντι στους Αθηναίους μπορεί να παρατηρηθεί και στο παρελθόν.


Από τα ευρήματα στις Αιγές



Τα σχέδια για εκστρατεία κατά των Περσών


Αυτό μας οδηγεί στο ερώτημα εάν ο Φίλιππος αντιμετώπιζε σοβαρά το ενδεχόμενο μιας εκστρατείας εναντίον των Περσών και είχε προσανατολίσει ανάλογα και την πολιτική του στη νότια Βαλκανική. Στα κείμενα που μας έχουν παραδοθεί η ιδέα μιας εκστρατείας εναντίον των Περσών απαντά για πρώτη φορά το 346, και αυτό βέβαια σε κάποια μεταγενέστερη πηγή. Ο Διόδωρος, σε συνέχεια της αναφοράς του για τη λήξη του πολέμου κατά των Φωκέων, κάνει λόγο για την επιθυμία του Φιλίππου να ανακηρυχθεί εξουσιοδοτημένος στρατηγός των Ελλήνων και ηγέτης της εκστρατείας κατά των Περσών. Ο Διόδωρος, ή η πηγή του, γνώριζε βέβαια ότι αυτή η επιθυμία που αποδόθηκε στον Φίλιππο το 346, έγινε αργότερα πραγματικότητα, οπότε υπήρχε το ενδεχόμενο μιας αδικαιολόγητα πρώιμης χρονολόγησης. Από την άλλη, το σχέδιο ενός πολέμου κατά του Μεγάλου Βασιλέα το 346 δεν ήταν απίθανο αυτό καθαυτό, αν λάβουμε υπόψη την κατάσταση του περσικού κράτους, έτσι όπως την περιγράφει ο Ισοκράτης σε μια επιστολή που απευθύνει στον μακεδόνα βασιλιά το καλοκαίρι του ίδιου έτους. Με αυτή την επιστολή ο αθηναίος ρήτορας επιθυμούσε να παρακινήσει τον Φίλιππο να αναλάβει εκστρατεία κατά του περσικού κράτους. Ο Ισοκράτης μπορούσε να υποβάλει ως πρόταση στον μακεδόνα βασιλιά ένα παρόμοιο σχέδιο, μόνον αν μπορούσε να υπολογίζει ότι ο τελευταίος θα θεωρούσε μια τέτοιου είδους πρόταση πραγματοποιήσιμη βάσει των υφιστάμενων τότε δυνάμεων και της κατάστασης του περσικού κράτους.


Από τα ευρήματα στις Αιγές


Δεν ήταν η πρώτη φορά που ο Ισοκράτης είχε υποστηρίξει δημόσια το σχέδιο ενός περσικού πολέμου. Ήδη στον Πανηγυρικό του (380) είχε προπαγανδίσει τη συναδέλφωση μεταξύ των Ελλήνων και μια εκστρατεία εναντίον των Περσών, και με αυτό το σύγγραμμα δεν θα μπορούσε να ελπίζει σε καμιά επιτυχία, αν οι αναγνώστες του δεν ήταν πεπεισμένοι για τη δυνατότητα πραγματοποίησης ενός πολέμου εναντίον του Μεγάλου Βασιλέα. Στους αναγνώστες του συγκαταλέγονταν ασφαλώς επίσης ο Ιάσων, τύραννος των Φερών, που αντιπροσώπευε τότε τη μεγαλύτερη δύναμη στην κεντρική Ελλάδα.


Γύρω στα τέλη της δεκαετίας του 370 η ανακοίνωσή του ότι θα αναλάμβανε εκστρατεία κατά των Περσών είχε γίνει πιστευτή. Η ιστορικότητα των ισχυρισμών αυτών είναι βέβαιη: αφενός αναφέρεται από τον Ισοκράτη το 346 στην επιστολή του προς τον Φίλιππο, αφετέρου ως αξιόπιστο μεσολαβητή των φιλοδοξιών του Ιάσονα έχουμε τον Ξενοφώντα, ο οποίος δεν ζούσε πλέον την εποχή σύνθεσης του Φιλίππου και ο οποίος βάζει τον τύραννο να μιλάει για το σχέδιό του να υποτάξει τον Μεγάλο Βασιλιά και να εξηγεί τη δυνατότητα εφαρμογής του ως εξής: «Διότι γνωρίζω,... από τί είδους στρατεύματα –και αυτό αφορά τόσο τον στρατό του Κύρου κατά την προέλασή του στο εσωτερικό της χώρας όσο και τον στρατό του Αγησιλάου– έφτασε ο Πέρσης βασιλιάς στο χείλος της καταστροφής».²²

Ο Ξενοφών βάζει εδώ τον Ιάσονα να επιχειρηματολογεί για στρατιωτικές επιχειρήσεις στις οποίες συμμετείχε και ο ίδιος. Με τα παραδείγματα αυτά είχε ήδη ασχοληθεί και ο Ισοκράτης το 380, και τον 2ο αιώνα επωφελήθηκε χρησιμοποιώντας τα και ο Πολύβιος, όταν αναφερόμενος στο σχέδιο του Φιλίππου για μια εκστρατεία κατά του πέρση βασιλιά, κάνει μια αναδρομή στην αποδεδειγμένη ανικανότητα των Περσών έναντι των ελληνικών στρατευμάτων (Ισοκράτης, Πανηγυρικός 142–149· Πολύβιος 3.6.9–14). Ο Πολύβιος δεν αναφέρεται στον χρόνο σύλληψης αυτού του σχεδίου από τον μακεδόνα βασιλιά, επειδή ενδιαφέρεται μόνο για τις προϋποθέσεις του. Αυτές ήταν δεδομένες ήδη από την αρχή του 4ου αιώνα.



Μετά την επιτυχή επιστροφή των Μυρίων (των 10.000 Ελλήνων μισθοφόρων) και ακόμη περισσότερο ύστερα από την εποχή των επιχειρήσεων του Αγησιλάου στη δυτική Μικρά Ασία είχε καταστεί πλέον πασιφανής η αδυναμία και η στρατιωτική κατωτερότητα των Περσών. Ήταν συνεπώς απολύτως ρεαλιστικό το να αναφερθεί το 380 ο Ισοκράτης στον Πανηγυρικό του σε μια πανελλήνια εκστρατεία κατά του Πέρση βασιλιά. Παρομοίως και λίγο αργότερα ο Ιάσων, ο τύραννος των Φερών, μπορούσε να σκέφτεται δημόσια έναν πόλεμο με τους Πέρσες, χωρίς να φοβάται να γελοιοποιηθεί: επιπλέον ο Ιάσων αντιπροσώπευε τότε τη μεγαλύτερη χερσαία δύναμη στην κεντρική Ελλάδα, σε μια περιοχή δηλαδή το γενικό πρόσταγμα της οποίας ανέλαβε ο Φίλιππος το 352.

Και αυτό αποτελούσε κατά βάση απλώς και μόνον ένα προσάρτημα της Μακεδονίας, που είχε εδραιωθεί στο μεταξύ και επεκταθεί προς κάθε κατεύθυνση. Έναντι αυτής, τα πρώτα χρόνια διακυβέρνησης του Φιλίππου, το περσικό κράτος παρουσίαζε μια εικόνα που καθιστούσε περισσότερο δελεαστική από ό,τι στην αρχή του αιώνα μια επίθεση εναντίον του. Αυτό ισχύει ακόμη περισσότερο μετά την ολοκλήρωση της δεύτερης φάσης ανόδου της Μακεδονίας που εκτείνεται από το 352 ως το 346, στο τέλος της οποίας ο Ισοκράτης, σε μια ανοικτή του επιστολή προς τον μακεδόνα βασιλιά, τον προτρέπει να αναλάβει εκστρατεία κατά των Περσών. Στη φάση αυτή μια παρόμοια επιχείρηση θα είχε όντως ρεαλιστικές πιθανότητες επιτυχίας. Η σύνοψη επίσης των δράσεων και δραστηριοτήτων του Φιλίππου θα μπορούσε να καταδείξει ότι στη διάρκεια του βίου του κύριο μέλημά του υπήρξε η ισχύς και η επέκτασή της. Μέσα από αυτή την τοποθέτηση ο σχεδιασμός ενός περσικού πολέμου μπορεί από πολύ νωρίς κιόλας να διαδραμάτισε κάποιο ρόλο στους συλλογισμούς του και, τελικά, τίθεται το ερώτημα πότε μπορεί να προέκυψε κάτι τέτοιο, πότε μπορεί να πήρε υπόσταση και κατά πόσο καθόρισε την πολιτική του στη Βαλκανική χερσόνησο.


Πριν από την άνοδό του στον θρόνο, ο Φίλιππος είχε ζήσει για μερικά χρόνια ως όμηρος στη Θήβα, στον οίκο του στρατηγού Παμμένη. Αρχές του 353 ο τελευταίος αναλαμβάνει αποστολή με 5.000 στρατιώτες στη Μικρά Ασία, προστρέχοντας σε βοήθεια του σατράπη Αρτάβαζου που είχε στασιάσει. Ο Φίλιππος διευκόλυνε τότε τη διέλευσή του από τη Μακεδονία και Θράκη και γνώριζε, κατά συνέπεια, πόσοι στρατιώτες επαρκούσαν για τη ριψοκίνδυνη στρατιωτική αποστολή εναντίον του στρατού του Μεγάλου Βασιλέα. Επίσης ο Φίλιππος πληροφορήθηκε τις νίκες του Παμμένη το αργότερο ύστερα και από τη ρήξη του τελευταίου με τον Αρτάβαζο και τη φυγή του στη Μακεδονία. Μπορεί λοιπόν κανείς εύκολα να σκεφτεί ότι ο Φίλιππος ήδη στα τέλη της δεκαετίας του 350 έτρεφε την ιδέα μιας εκστρατείας κατά των Περσών.

 Από τα ευρήματα στις Αιγές 



Αλλά οι συνθήκες και η μακρόχρονη απουσία που συνεπαγόταν η πραγματοποίηση της εκστρατείας δεν ευνοούσαν ακόμη μια τέτοια επιχείρηση. Βρισκόταν ήδη σε πόλεμο με τη ναυτική δύναμη της Αθήνας και, μολονότι οι Αθηναίοι έως τώρα δεν είχαν κατορθώσει να τον βλάψουν αλλά έχαναν από εκείνον τον έναν σύμμαχο (ή τη μία βάση) μετά τον άλλον, θα μπορούσαν ωστόσο ως ενδεχόμενοι σύμμαχοι του Μεγάλου Βασιλέα να καταστούν επικίνδυνοι. Επίσης το 352 ο Φίλιππος είχε εξασφαλίσει τη Θεσσαλία έναντι των τυράννων των Φερών και της προέλασης των Φωκέων, δεν είχε κατορθώσει όμως να καταλάβει τις Θερμοπύλες. Έτσι δεν υπήρχε ακόμη η δυνατότητα για την άσκηση μιας αποφασιστικής επιρροής στα πράγματα της κεντρικής και νότιας Ελλάδας.


Ο Φίλιππος όμως μπορούσε να προετοιμάσει έναν πόλεμο κατά των Περσών και με άλλον τρόπο. Αμέσως μετά την αποχώρησή του από τις Θερμοπύλες οδήγησε τον στρατό του εναντίον της Θράκης και μέχρι την Προποντίδα. Η εκστρατεία αυτή αποτελούσε φυσικά και μια επίδειξη δύναμης προς τους Αθηναίους, μια σαφή προειδοποίηση ότι μπορούσε ανά πάσα στιγμή να απειλήσει την εισαγωγή των σιτηρών τους και τις κτήσεις τους στη Χερσόνησο. Η καθυπόταξη του Κερσοβλέπτη όμως ως υποτελή του Φιλίππου και η σύναψη συμμαχίας του μακεδόνα βασιλιά με το Βυζάντιο και ενδεχομένως και με άλλες παραλιακές πόλεις, διασφάλιζαν ταυτόχρονα μια περιοχή που θα χρειαζόταν κάποτε για τη διέλευση του στρατού ξηράς εναντίον της Μικράς Ασίας.

Το σχέδιο μιας τέτοιας εκστρατείας, που έπαιζε ήδη κάποιον ρόλο στους συλλογισμούς του Φιλίππου, πρέπει να φάνηκε ακόμη ελκυστικότερο ύστερα από λίγο, όταν ο Μέγας Βασιλεύς όχι μόνο απέτυχε για μία ακόμη φορά να ανακτήσει την Αίγυπτο αλλά και όταν, ως επακόλουθο αυτής της ήττας, ξέσπασαν ταραχές στις γειτονικές προς την Αίγυπτο σατραπείες. Φαίνεται ότι δεν αποτελεί σύμπτωση το γεγονός ότι από το φθινόπωρο του 351 και για ενάμιση χρόνο ακόμη δεν ακούμε τίποτε για στρατιωτικές επιχειρήσεις του Φιλίππου κατά των Αθηναίων, ότι αυτές ξαναρχίζουν μόνο σε σχέση με την επίθεσή του κατά του Κοινού των Χαλκιδέων και ότι ο Φίλιππος ακόμη και εκείνο το διάστημα υπέβαλλε ειρηνευτικές προτάσεις στους Αθηναίους.


Πολλά συνηγορούν λοιπόν υπέρ της υπόθεσης ότι ο Φίλιππος ήδη στα τέλη της δεκαετίας του 350 είχε συλλάβει το σχέδιο ενός πολέμου κατά των Περσών και ότι προς τα εκεί προσανατολιζόταν και η πολιτική του απέναντι στην Ελλάδα. Η πολιτική αυτή μπορεί να στηριζόταν στην ακόλουθη σκέψη: για μια εκστρατεία κατά των Περσών χρειαζόταν τους Έλληνες, αν όχι ως συμπολεμιστές, τουλάχιστον ως ευνοϊκά διακείμενους ουδέτερους παρατηρητές, και έπρεπε να εξασφαλίσει ότι δεν θα υποκινούνταν από τον Μεγάλο Βασιλέα πίσω από την πλάτη του για να προκαλέσουν δυσχέρειες. Το τελευταίο αφορούσε κυρίως την Αθήνα, όπου η πόλη και το λιμάνι σχημάτιζαν ένα οχυρό που δύσκολα μπορούσε να καταληφθεί, και σε καμιά περίπτωση δεν επιτρεπόταν να καταστούν περσική στρατιωτική βάση σε ευρωπαϊκό έδαφος. Ακόμη καλύτερο ήταν βεβαίως να κερδίσει προς όφελός του τους Αθηναίους και τη ναυτική τους εμπειρία, για να μπορέσει να αντιπαρατάξει στον περσικό στόλο μια ισάξια δύναμη.²³


Μέρος από το ανάκτορο των Αιγών.


Αν αντιληφθεί κανείς τις προθέσεις του Φιλίππου, γίνεται πιο εύκολα κατανοητή η πολιτική του απέναντι στα διάφορα ελληνικά κράτη, η οποία ήταν εντελώς διαφορετική από ό,τι έναντι των βαρβάρων της Ιλλυρίας και της Θράκης, εναντίον των οποίων έκανε συχνές επιθέσεις και δεν επιδείκνυε ιδιαίτερη ευαισθησία. Πλήγματα κατά Ελλήνων ο Φίλιππος κατάφερε μόνον όταν ήταν απολύτως αναγκαίο, με τέτοια όμως δύναμη που ένα και μόνο πλήγμα ήταν αρκετό. Μετά τη νίκη του μπορούσε να επιδεικνύει καλοπροαίρετη ηπιότητα. Ακόμη καλύτερο ήταν όμως, όταν υπήρχε δυνατότητα, να αποφύγει εντελώς τον πόλεμο εναντίον των (σ.σ. υπόλοιπων) Ελλήνων. Το τελευταίο αποδείχθηκε μια ψευδαίσθηση, μετά τη νίκη της Χαιρώνειας όμως ο Φίλιππος κατόρθωσε να ρυθμίσει εκ νέου τη σχέση του με τους Έλληνες του νότου και να θέσει οριστικά στέρεες βάσεις για τα μελλοντικά του σχέδια. Ο στόχος της δημιουργίας προϋποθέσεων για μια ακίνδυνη μακροχρόνια απουσία του και μια επιτυχή επίθεση κατά του περσικού κράτους εξυπηρετούνταν από τις ρυθμίσεις που θεσπίστηκαν αμέσως μετά τη νίκη, οι οποίες γίνονται εύκολα κατανοητές μέσα από το πλαίσιο που περιγράφηκε. Στα συμφέροντα του Φιλίππου ανταποκρινόταν τόσο η μεγάλη επιείκειά του προς τους Αθηναίους όσο και η σκληρή μεταχείριση των Θηβαίων. Αντίθετα με την περίπτωση του αθηναϊκού στόλου, φαίνεται ότι η συμμετοχή των Θηβαίων οπλιτών σε έναν πόλεμο κατά των Περσών είχε μικρότερη σημασία. Ο Φίλιππος μπορούσε να στρατολογήσει στη Μακεδονία επαρκή δύναμη πεζικού. Από την άλλη οι Θηβαίοι αποτελούσαν ακόμη την ισχυρότερη χερσαία ελληνική δύναμη και μπορούσαν λόγω των φιλοδοξιών τους για πολιτική ισχύ να αποβούν επικίνδυνοι, εάν κατά την απουσία του Φιλίππου διατάρασσαν την ησυχία στην κεντρική Ελλάδα.

Αν εξαιρεθούν οι Θηβαίοι, ο Φίλιππος επιφύλασσε στους πολεμικούς του αντιπάλους συνήθως ήπιους όρους, αλλά παρά τη μετριοπαθή του συμπεριφορά απέναντί τους δημιούργησε σταθερά θεμέλια για την εδραίωση της μακεδονικής ηγεμονίας στην Ελλάδα. Εκτός αυτού, όσον αφορά τους Σπαρτιάτες, αποδυνάμωσε μια ουδέτερη αλλά δυνητικά επικίνδυνη δύναμη. Αυτά όμως υπήρξαν εντέλει απλώς κάποια επιμέρους μέτρα, και ο Φίλιππος δικαίως αμφέβαλλε για το κατά πόσο συνιστούσαν συνολικά μια σταθερή βάση για τον έλεγχο της Ελλάδας. Γι’ αυτό τον σκοπό χρειαζόταν μια ρύθμιση που θα περιλάμβανε όλα τα κράτη και δεν θα θεωρούνταν αυτομάτως μέσο μακεδονικής επιβολής επικυριαρχίας. Το καλύτερο θα ήταν ένας κοινός θεσμός, πράγμα που υπήρχε ήδη στην παράδοση των Ελλήνων, ο οποίος όμως δεν θα παρέπεμπε στα ηγεμονικά συστήματα των Αθηναίων, Σπαρτιατών ή Θηβαίων.






Έτσι, ο Φίλιππος διασφάλισε συμβατικά το καθεστώς που ο ίδιος είχε επιφέρει με μια πανελλήνια συνθήκη ειρήνης (την κοινὴν εἰρήνην), το λεγόμενο Κοινό της Κορίνθου, που έμελλε να αποτελέσει τη βάση και για τις σχέσεις του Αλεξάνδρου με τα υπόλοιπα ελληνικά κράτη. ²⁴ Στο πρώτο μισό του 337, ύστερα από πρόσκληση του Φιλίππου, συνήλθαν στην Κόρινθο αντιπρόσωποι των ελληνικών κρατών και όπως συνέβαινε σε προηγούμενες συμφωνίες κοινῆς εἰρήνης συμφώνησαν για την ελευθερία και αυτονομία όλων των Ελλήνων. Επίσης δεν απαγορεύτηκε μόνον η στρατιωτική επίθεση απέναντι σε κάθε μέλος της ειρηνευτικής αυτής διαδικασίας, αλλά το σύμφωνο, εκτός από την εγγύηση του υφιστάμενου εδαφικού καθεστώτος των κρατών, διασφάλισε και τα ισχύοντα συντάγματά τους από ενδεχόμενες ανατροπές. Επιπλέον, το σύμφωνο περιλάμβανε μια υποχρεωτική εκτελεστική ρήτρα και υποχρέωνε κάθε συμβαλλόμενο μέλος να παρέχει στρατιωτική βοήθεια σε θύματα επιθέσεων και να θεωρεί εχθρούς όσους διαταράσσουν την ειρήνη.



Και προηγούμενες ειρηνευτικές συμφωνίες εμπεριείχαν έναν παρόμοιο όρο, μόνον που εκεί υπήρχε το πρόβλημα, με ποιον τρόπο θα διαπιστωνόταν υποχρεωτικά το ποιος παραβίασε την ειρήνη και πώς θα έπρεπε να τεθούν σε ισχύ οι κυρώσεις εναντίον του. Τώρα δημιουργούνται για πρώτη φορά θεσμοί που όχι μόνο έπρεπε να επιβλέπουν την τήρηση των διατάξεων, αλλά που, όταν χρειαζόταν, θα έπαιρναν αναγκαστικά μέτρα και θα μπορούσαν να επαναφέρουν την τάξη.


Ο πυρήνας αυτής της κοινῆς εἰρήνης ήταν ένα «Συνέδριο», το Κοινό των Ελλήνων, στο οποίο εκπροσωπούνταν όλες οι δυνάμεις που συμμετείχαν με εκλεγμένους αντιπροσώπους, οι αποφάσεις των οποίων ήταν δεσμευτικές για όλα τα κράτη-μέλη. Προκειμένου να εκτελούνται οι αποφάσεις του Συνεδρίου, δημιουργήθηκε το αξίωμα του «ηγεμόνα», ο οποίος αναλάμβανε την αρχηγία των εκτελεστέων αποφάσεων του Κοινού. Στο αξίωμα αυτό εκλέχτηκε, όπως αναμενόταν άλλωστε, ο Φίλιππος.


Από τα ευρήματα στις Αιγές -Αττικό έργο του 440 π. Χ. 




Ιδρύοντας το Κοινό της Κορίνθου ο Φίλιππος θεμελίωσε την ηγεμονική του θέση στην Ελλάδα βάσει συνθήκης και με τον τρόπο αυτό επισφράγισε την άνοδο της Μακεδονίας σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο. Γι’ αυτό υιοθέτησε τον γενικό και στο μεταξύ οικείο στους Έλληνες τύπο συνθήκης, εξελίσσοντάς τον περισσότερο, αφού δημιούργησε ένα σώμα επιτήρησης και λήψης αποφάσεων, προσθέτοντας και το αξίωμα του στρατηγού του Κοινού, με αρμοδιότητα την εφαρμογή των αποφάσεών του. Όμως οι καλύτερες των διατάξεων και των όρων του συμφώνου δεν θα είχαν ουδεμία αξία, αν ο τότε εκλεγμένος ηγεμόνας δεν συμβόλιζε μια δύναμη την οποία ακόμη και χωρίς συμφωνίες κανείς στη νότια Βαλκανική χερσόνησο δεν θα τολμούσε πλέον να αμφισβητήσει.


Το Κοινό της Κορίνθου ήταν αναμφίβολα η καλύτερη έως τότε γενική συμφωνία ειρήνης που είχε συναφθεί και φαινόταν ότι μπορούσε τάχιστα να εγγυηθεί τη διατήρηση της ειρήνης. Η ειρήνη αυτή είχε βεβαίως επιβληθεί από τον νικητή και ήταν ένα μέσο για να εδραιώσει την υπεροχή του και να διασφαλίσει την επικυριαρχία του στην Ελλάδα ∙ ωστόσο αυτός ο νικητής πολύ επιτήδεια είχε περιβάλει την όλη υπόθεση με τον μανδύα μιας γενικής διακρατικής ειρήνης, για την επίτευξη και διάρκεια της οποίας υπό μια αποδεκτή για όλα τα κράτη μορφή, είχαν, μάταια, καταβληθεί στην Ελλάδα πολλές προσπάθειες στο διάστημα μιας πεντηκονταετίας. Έτσι, ήταν αναμενόμενο ότι τη νέα ρύθμιση θα χαιρέτιζαν ειδικά τα μικρότερα κράτη, επειδή θα μπορούσαν να περιμένουν μέσω αυτής την προστασία τους από τους ισχυρότερους γείτονές τους.





Επίσης τώρα φαινόταν εξασφαλισμένη σε γενικές γραμμές η ειρήνη στο εσωτερικό της Ελλάδας και για χάρη της ήταν πιθανό να υπομείνει ένα κράτος ακόμη και μια υποχώρηση ως προς την ανεξαρτησία του. Η εγγύηση όμως για το υφιστάμενο καθεστώς ήταν σε πρώτη γραμμή το πρόσωπο του «ηγεμόνα» και στον αποσπασματικά σωζόμενο σε επιγραφές όρκο της Κοινής Ειρήνης περιλαμβάνεται επίσης η υποχρέωση να μην παραγκωνιστεί η κυριαρχία του Φιλίππου και των διαδόχων του. Με όλα αυτά όμως ο Φίλιππος δεν επιδίωκε την εγκαθίδρυση μιας άμεσου τύπου επικυριαρχίας στις ελληνικές πόλεις αλλά τη μεμονωμένη και έμμεση επιβολή της σε αυτές ως προϋπόθεση για τον πόλεμο με τους Πέρσες, του οποίου προφανώς είχε κατά νου να ηγηθεί περίπου από τα τέλη της δεκαετίας του 350. Το ότι διαρκώς αναγκαζόταν να αναβάλλει αυτά τα σχέδια οφειλόταν σε υπαιτιότητα των αντιπάλων του στην Ελλάδα, ιδιαίτερα στην Αθήνα. Τώρα όμως τίποτε πια δεν θα τον εμπόδιζε.


Ύστερα από πρόταση του Φιλίππου το Συνέδριο της Κορίνθου αποφάσισε τον πόλεμο κατά του περσικού βασιλείου. Ήδη την άνοιξη του 336 ένα μακεδονικό τμήμα 10.000 στρατιωτών είχε διασχίσει τον Ελλήσποντο για να υποκινήσει αρχικά σε αποστασία τις ελληνικές πόλεις της Μικράς Ασίας• ο Φίλιππος θα ακολουθούσε μετά την ολοκλήρωση των πολεμικών εξοπλισμών. Αυτό όμως δεν έγινε ποτέ, γιατί ο βασιλιάς έπεσε θύμα δολοφονίας το φθινόπωρο του 336. Αυτή τη φορά η αλλαγή ηγεμόνα εξελίχθηκε δίχως προβλήματα: όταν στις αρχές του 334 ο Αλέξανδρος ξεκίνησε την εκστρατεία του κατά των Περσών, μπορούσε να το πράξει με πλήρη εμπιστοσύνη στις βάσεις που είχε θέσει ο πατέρας του, και όταν ύστερα από κάποιους αιώνες άρχισαν να τον αποκαλούν Μέγα, είχαν παραβλέψει το γεγονός ότι στην πραγματικότητα ήταν ο γιος ενός ακόμη Μεγαλύτερου.





Michael Zahrnt
Μετάφραση   Ι. Θεοφανοπούλου



ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

* Όλες οι ημερομηνίες στο κείμενο αυτό αναφέρονται στην π.Χ. εποχή.
1  Απεναντίας σήμερα υπάρχει ένας αρκετά μεγάλος αριθμός ιστοριών της Μακεδονίας, από τις οποίες θα αναφερθούν μερικές μόνο, κυρίως οι πλέον πρόσφατες: Geyer 1930· Hammond 1972· Hammond  & Griffith 1979· Σακελλαρίου 1982· Errington 1986· Borza 1990, 1999.
2  Για την αποτίμηση και των δύο κειμένων καθώς και πρόσθετων πηγών σχετικά με την πρώιμη ιστορία της Μακεδονίας βλ. Zahrnt 1984.
3  Για τη Μακεδονία της εποχής των Περσικών πολέμων βλ. Zahrnt 1992 και 2011.
4  Σχετικά με αυτά και τα επόμενα γεγονότα και την περιγραφή τους από τον Θουκυδίδη βλ. Zahrnt 2006 a∙ για τη σημασία της Μακεδονίας στην έκρηξη του Πελοποννησιακού πολέμου βλ. Zahrnt 2010.
5  Για το θέμα αυτό καθώς και για περαιτέρω σχέσεις μεταξύ Μακεδόνων και Χαλκιδέων, πρβ. Zahrnt 1971.
6  Γενικά για τη δημιουργία πόλεων στη Μακεδονία πρβ. Hatzopoulos 1996 και ειδικά για τη σημασία του Αρχέλαου σσ. 469 κ.ε. Βλ. επίσης τη μελέτη του Muller στον ανά χείρας τόμο.
7  Για τον ηγεμόνα αυτόν πρβ. Zahrnt 2006b.
8  Για την ιστορία της Μακεδονίας κατά την εποχή της θηβαϊκής ηγεμονίας πρβ. Hatzopoulos
1985.
9  Βιβλιογραφία για τον Φίλιππο Βʹ: Ellis 1976· Cawkwell 1978· Griffith 1979· Hatzopoulos
& Loukopoulou 1980· Brandford 1992· Hammond
1994a· Le Rider 1977, 1996.
10  Σχετικά με την Αμφίπολη πριν και μετά την προσάρτησή της πρβ. Hatzopoulos 1991.
11  Όσον αφορά τους Φιλίππους ακόμη και σήμερα αξίζει να διαβαστεί το σύγγραμμα του Collart 1937.
12  Για τον χαρακτήρα και τη χρονολογία αυτών των επεμβάσεων πρβ. Griffith 1970.
13  Γενικά για τον αποκαλούμενο Τρίτο Ιερό Πόλεμο πρβ. Buckler 1989· για τη χρονολογία των πρώτων ετών του πολέμου σημαντικός παραμένει πάντα ο Hammond 1937.
14  κατάλογος των πηγών σχετικά με την συμφωνία της συνθηκολόγησης στο Bengtson
1975, 318 κ.ε.
15  Για παράθεση των πηγών και αναφορά παλαιότερης βιβλιογραφίας βλ. Bengtson 1975,
312 κ.ε.
16  Κατά τον Markle (1974) και τον Ellis (1982), το 346 ο Φίλιππος είχε μάλιστα την πρόθεση να αποδυναμώσει τους Θηβαίους προς όφελος των Αθηναίων (πράγμα που όπως θα δούμε συνέβη πράγματι μετά τη μάχη της Χαιρώνειας)· εντούτοις τα σχέδια αυτά ματαιώθηκαν από μηχανορραφίες αθηναίων πολιτικών. Επειδή οι κύριες πηγές μας για την επίτευξη της Φιλοκράτειας Ειρήνης είναι οι δύο λόγοι που εκφωνήθηκαν από τον Δημοσθένη και τον Αισχίνη τρία χρόνια αργότερα στη δίκη για την αποστολή πρέσβεων (Περί της παραπρεσβείας) και επειδή και οι δύο κατά τη δίκη μίλησαν ο καθένας από την πλευρά του και σε μεταγενέστερες αναφορές τους στα γεγονότα εκείνα δεν έλεγαν πάντα την αλήθεια, δεν μπορεί πλέον να εξακριβωθούν με ασφάλεια οι πραγματικές προθέσεις του Φιλίππου· ωστόσο θα δούμε ακόμη ότι ήδη από τότε ο μακεδόνας βασιλιάς επιδίωκε καλές σχέσεις με τους Αθηναίους.
17  Βλ. σχετικά Wüst 1938 και Ryder 1994.
18  Για την τότε κατάσταση του περσικού βασιλείου πρβ. Zahrnt 1983.
19  Για τα μέτρα που λήφθηκαν τότε πρβ. Rοebuck 1948.
20  Για τη σύναψη ειρήνης και συμμαχίας μεταξύ Αθηναίων και Φιλίππου πρβ. Schmitt
1969, 1 κ.ε.
21  Πρβ. π.χ., Griffith 1979, 619 κ.ε.· ο Ellis
1976, 11 κ.ε· 1992 και ο Cowkwell 1978, 111 κ.ε, υποθέτουν μάλιστα ότι αυτό συνέβη ήδη κατά την εποχή της Ειρήνης του Φιλοκράτη.
22  Για τα υποτιθέμενα σχέδια του Φιλίππου το 346 βλ. Διόδωρος 16.60.5· για την κατάσταση του περσικού κράτους βλ. Ισοκράτης, Φίλιππος
99-104· για τα σχέδια του Ιάσονα βλ. Ισοκράτης, Φίλιππος 119 κ.ε.· Ξενοφών, Ελληνικά 6.1.12.
23  Αυτή είναι και η άποψη των ερευνητών που αναφέρονται στην υποσημείωση 21. Από αυτούς ο Ellis θεωρεί ότι ήδη από τα τέλη του 350 ο Φίλιππος έπαιζε με την ιδέα ενός περσικού πολέμου, ενώ οι Cowkwell και Griffith δέχονται ως βέβαιο κάτι παρόμοιο μόνο για την εποχή της Φιλοκράτειας Ειρήνης. Μια παρόμοια σύμπτωση απόψεων μεταξύ νεότερων ερευνητών δεν θα παρέμενε φυσικά αδιαμφισβήτητη. Έτσι ο Errington (1981) απορρίπτει και τις τρεις παραπάνω χρονικές αφετηρίες, αποδίδοντας στον Φίλιππο τη σύλληψη της ιδέας για μια εκστρατεία κατά των Περσών λίγο πριν από τη μάχη της Χαιρώνειας. Αφού η διπλωματική του τακτική στην κεντρική Ελλάδα απέτυχε, θέλησε υπό το κράτος της μακεδονικής ισχύος να συμφιλιώσει τους Έλληνες• με το σχέδιο μιας εκστρατείας κατά των Περσών προέβη σε μια δραματική ελληνική χειρονομία, με άλλα λόγια, οικειοποιήθηκε μια εθνική υπόθεση. Κατά τον Buckler (1996), οι ενδεχόμενες προσπάθειες του Φιλίππου να εγκαθιδρύσει την ηγεμονία του στην Ελλάδα δεν άφησαν πίσω τους ίχνη, αλλά για τις φιλοδοξίες του απέναντι στο περσικό κράτος μπορεί μόνον να γίνουν υποθέσεις, ενώ μέχρι το τέλος ο πραγματικός τους στόχος ήταν οι Αθηναίοι. Μετά την ανάλυση που προηγήθηκε στο κείμενο αυτό μια λεπτομερής αντίκρουση των συγκεκριμένων απόψεων θεωρείται περιττή.
24  Για μια συνολική και εμπεριστατωμένη αποτίμηση των πηγών βλ. Schmitt 1969, 3 κ.ε. Βασικό σχετικά με το Κοινό της Κορίνθου του Φιλίππου Βʹ είναι τώρα το εγχειρίδιο του Jehne 1994, 139 κ.ε. Περαιτέρω για το «background of the inter-state relations during ths 4th century» πρβ. Perlman 1985.

ΤΕΛΟΣ



ΔΗΜΟΣΙΕΥΕΤΑΙ ΓΙΑ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ
ΠΕΡΙΕΧΕΙ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΠΟΥ ΔΕΝ ΕΠΙΤΡΕΠΟΥΝ ΤΗΝ ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ
























ΕΙΚΟΝΕΣ ΑΡΧΑΙΟΓΝΩΜΩΝ

ΓΙΑ ΝΑ ΔΕΙΤΕ ΚΑΝΟΝΙΚΑ ΤΗΝ ΕΙΚΟΝΑ ΣΤΟ ΚΙΝΗΤΟ ΚΛΙΚ ΕΠΑΝΩ ΤΗΣ