Περί της γαστρονομικής τέχνης των Ελλήνων στην αρχαιότητα (β' ΕΚΔΟΣΗ)




Ο ΠΡΩΤΟΣ ΣΕΦ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΜΑΣ ΣΥΣΤΗΝΕΙ

Όποιος επιθυμεί να μελετήσει την ελληνική ιστορία από την αρχαιότητα μέχρι τις ημέρες μας δεν έχει παρά να εντρυφήσει στις υπέροχες γεύσεις που προσφέρει κάθε γεύμα της μεσογειακής κουζίνας. Από το «Συμπόσιον» του Πλάτωνα ως τη γαστρονομική ποίηση του Αρχέστρατου, από το ούζο των Βυζαντινών ως την κατοχύρωση της κρητικής διατροφής ως «αυλής πολιτιστικής κληρονομιάς» από την UNESCO, η ελληνική κουζίνα είναι στενά συνυφασμένη με την ιστορία του τόπου μας.

ΜΕΡΟΣ 1ον


Γαστρονομία: ο νόμος του… στομαχιού
Του Dalby Andrew

Λίγοι γνωρίζουν ότι οι αρχαίοι ημών πρόγονοι ήταν οι πρώτοι που μελέτησαν ενδελεχώς την έννοια της απόλαυσης του φαγητού. Η εφεύρεση της λέξης «γαστρονομία» (δηλαδή κανόνες του… στομαχιού, από τις λέξεις γαστήρ και νόμος) ανήκει στον πρώτο σεφ της ιστορίας, στον Συρακούσιο Αρχέστρατο. Ο διάσημος ποιητής και φιλόσοφος έζησε τον 4ο Αι π. Χ. και ήταν ο πρώτος που μελέτησε τους κανόνες περί ορέξεως. Στο περίφημο ποίημά του με τίτλο «Ηδυπάθεια» ο ποιητής ξεναγεί με γλαφυρές λεπτομέρειες τον αναγνώστη στα μυστικά της αρχαιοελληνικής κουζίνας, αφιερώνοντας ολόκληρα κεφάλαια στο ψάρι, στα όσπρια και στο κρασί - με άλλα λόγια στα τρόφιμα που χαρακτηρίζουν ως σήμερα την ελληνική διατροφή.
Οι υλικές απολαύσεις, με το φαγητό να κατέχει δεσπόζουσα θέση ανάμεσά τους, ανάγονται σε φιλοσοφία από τον μαθητή του Σωκράτη και ιδρυτή της «ηδονιστικής σχολής», τον φιλόσοφο Αρίστιππο. Λίγους αιώνες αργότερα, η άντληση
«ευδαιμονίας» από απλά καθημερινά στοιχεία, όπως η ικανοποίηση της πείνας, ήταν στοιχείο και του μεγάλου φιλοσόφου της Ελληνιστικής εποχής, του Επίκουρου.


Από το γλυκάνισο στο «Uso Massalia»
Στοιχεία της ελληνικής κουζίνας συνεχίζουν να δημιουργούνται καθ' όλη της διάρκεια της ιστορίας του ελλαδικού χώρου. Το ούζο αποτελεί ένα εξαιρετικό παράδειγμα. Ο γλυκάνισος, από τον οποίο παρασκευάζεται το ούζο, καταναλωνόταν από τους Αρχαίους ως μπαχαρικό, ενώ το προϊόν της απόσταξης του αρχικά χρησιμοποιούνταν μόνο ως φάρμακο. Σταδιακά, ωστόσο, αυτόχθονες οινοποιοί μετατρέπουν το απόσταγμα του γλυκάνισου στο δυνατό ποτό που απολαμβάνουμε μέχρι σήμερα και κατά τα βυζαντινά χρόνια το ούζο κατακτά ολόκληρη τη Μεσόγειο.
Ακόμα και η λέξη «ούζο» έχει το δικό της μύθο. Οι ιστορικοί πιστεύουν ότι προέρχεται από τη φράση «Uso Massalia» (προς χρήση στη Μασσαλία), η οποία αναγραφόταν στις κούτες με ούζο που μεταφέρονταν στη Μεσόγειο με προορισμό τη Μασσαλία. Σε κάθε περίπτωση, το ποτό πιστεύεται ότι καταναλωνόταν αιώνες πριν από την επικράτηση του ονόματος.

Αρχαίο ελληνικό  ειδώλιο με γυναίκα που φουρνίζει .

Πολιτιστική κληρονομιά .
Αν και η κρητική κουζίνα κέρδισε την αναγνώριση της UNESCO ως αϋλη πολιτιστική κληρονομιά, τα χαρακτηριστικά της δεν απέχουν καθόλου από όσα καταναλώνονταν στον ελλαδικό χώρο επί αιώνες. Ελαιόλαδο, όσπρια, δημητριακά και φρούτα, σε συνδυασμό με λίγο ψάρι και ελάχιστο κρέας αποτελούσαν επί αιώνες την τροφή του λαού μας και αναγνωρίστηκαν εν έτει 2010 ως «ένα σύνολο διαδικασιών, θεσμών, κουλτούρας, τρόπου ζωής και, φυσικά, διατροφής που αφορά τις χώρες της Μεσογείου».
Οι επιστήμονες θαυμάζουν το γεγονός, άλλωστε, ότι περιοχές φαινομενικά απομακρυσμένες μεταξύ τους μοιράζονταν ανέκαθεν τους ίδιους διατροφικούς κανόνες, από τα παράλια της Σικελίας, ως τα βουνά της Πελοποννήσου, τα νησιά του Αιγαίου και τη Μικρά Ασία, στοιχείο ομογένειας του πληθυσμού των Ελλήνων. Τα ιδιαίτερα προϊόντα κάθε περιοχής προσθέτουν και δεν αντικαθιστούν τους βασικούς κανόνες της μεσογειακής κουζίνας: φιστίκια στην Αίγινα, λουκούμια στη Σύρο, κρασί στη Σάμο, ελαιόλαδο στη Μάνη δίνουν σε κάθε περιοχή την «δική της» γεύση. Εν τέλει, όμως, όπως ο Οδυσσέας επιστρέφει στην πατρίδα του, έτσι και η μεσογειακή διατροφή «τριγυρνά» πάντα στους ίδιους κανόνες που προσέφεραν απλόχερα την απόλαυση από την αρχαιότητα ως τις μέρες μας. Ο φημισμένος Συρακούσιος ποιητής και φιλόσοφος του 4ου αι. π.Χ. Αρχέστρατος θεωρείται ως ο πατέρας της γαστρονομίας.
Ήταν ο πρώτος που αντιμετώπισε τη μαγειρική ως τέχνη και μάλιστα έγραψε το περίφημο ποίημα «Ηδυπάθεια», στο οποίο αποκαλύπτει τα μυστικά της αρχαιοελληνικής κουζίνας.

Ψάρι, όσπρια, κρασί
Στο έργο του αυτό κάνει εκτενείς αναφορές στο ψάρι, στα όσπρια και στο κρασί - δηλαδή στα τρόφιμα που εκτιμούσαν ιδιαίτερα οι αρχαίοι ημών πρόγονοι και τα οποία χαρακτηρίζουν μέχρι σήμερα την υγιεινή ελληνική διατροφή.
Ο Αρχέστρατος ήταν αυτός που εφηύρε και τον όρο γαστρονομία, η οποία στην κυριολεξία σημαίνει οι κανόνες του στομαχιού (από τις λέξεις γαστήρ και νόμος). Μελέτησε λοιπόν του κανόνες περί ορέξεως και γευστικής απόλαυσης και κατέθεσε το πρώτο βιβλίο μαγειρικής τέχνης στον κόσμο.

Ιχθυοπώλης τεμαχίζει τόνο ενώπιον του πελάτη.

Τι έτρωγαν οι Αρχαίοι
Οι αρχαίοι με την ανατολή του ήλιου ξεκινούσαν τις καθημερινές τους ασχολίες. Πριν ξεκινήσουν για τις δουλειές τους, έτρωγαν κάτι λιτό. Αυτό το πρώτο γεύμα λεγόταν ακράτισμα, ήταν ψωμί βουτηγμένο σε λίγο ανέρωτο κρασί. Προς το μεσημέρι ή το απόγευμα έπαιρναν ένα απλό και γρήγορο γεύμα, το άριστον. Πριν από το βραδινό γεύμα έτρωγαν κάτι στα γρήγορα, το εσπέρισμα. Το κανονικό γεύμα, που ήταν πλουσιοπάροχο, το έπαιρναν στο τέλος της μέρας και λεγόταν δείπνον. Έτρωγαν κανονικά μόνο τα βράδια, γιατί σχεδόν καθημερινά είχαν καλεσμένους.

Έτρωγαν συνήθως δημητριακά
Οι αρχαίοι χαρακτηρίζονταν για τη λιτότητα στα φαγητά. Έτρωγαν συνήθως δημητριακά, σιτάρι και κριθάρι, γι' αυτό ο Όμηρος τους
αποκαλεί «ψωμοφάγους». Είχαν δύο ειδών ψωμιά, τη μάζα, που ήταν κριθάρι ζυμωμένο σε γαλέτα, πιο φτηνό και το έψηναν είτε μόνοι τους στα σπίτια είτε στους φούρνους. Το άλλο είδος ψωμιού ήταν ο άρτος, κανονικό ψωμί. Κάθε στέρεη τροφή που συνόδευε το ψωμί ονομάζονταν όψον: χόρτα, κρεμμύδια, ελιές, ψάρια, κρέας, φρούτα, γλυκίσματα. Μια πολύ αγαπημένη τους τροφή ήταν το έτνος, φάβα από κουκιά και φακές. Έτρωγαν πολλά σκόρδα και τυρί. Το κρέας ήταν ακριβό, γι' αυτό σπάνια το έτρωγαν, και αυτό ήταν κυρίως από κρέας πουλερικών, γουρουνόπουλα, κυνήγι. Τα ψάρια ήταν βασική τροφή, τα έτρωγαν φρέσκα ή παστά, (τάριχος).



Επιδόρπιο και κρασί νερωμένο
Το δείπνο τελείωνε με επιδόρπιο, τράγημα: φρούτα φρέσκα ή ξερά, γλυκά, μέλι, καρύδια. Βασικό τους ποτό ήταν το κρασί, που το
έπιναν συνήθως νερωμένο, για να έχουν διαύγεια στη συζήτηση. Ένα άλλο ποτό που συχνά έπιναν και που καθόριζε το τελετουργικό στα Ελευσίνια μυστήρια, ήταν ο κυκεών, μείγμα κριθάλευρου, νερού και αρωματικών φυτών.
Οι αρχαίοι Έλληνες δεν χρησιμοποιούσαν πηρούνια, γι΄αυτό έκοβαν το κρέας σε μικρά κομμάτια και το έπιαναν με το χέρι. Ωστόσο χρησιμοποιούσαν οβελούς (σούβλες) και κρεάγρες με δύο ή τρία στελέχη. Χρησιμοποιούσαν κουτάλια, αλλά μερικές φορές και την
κόρα του ψωμιού για κουτάλι.

Πέντε κανόνες φαγητού
Tι συνταγές δίνει ο αρχαίος Συρακούσιος ποιητής και φιλόσοφος Αρχέστρατος, πατέρας της γαστρονομίας
Οι 5 χρυσοί κανόνες περί γαστρονομικής τέχνης του Αρχέστρατου (επίκαιροι σήμερα περισσότερο από ποτέ) ήταν:
  •    Αγνά υλικά για την παρασκευή φαγητού.
  •    Αρμονία των υλικών μεταξύ τους.
  •    Όχι στις βαριές σάλτσες και στα καυτερά υλικά. Καλύπτουν και δεν αναδεικνύουν τις επιμέρους γεύσεις.
  •    Ελαφρές σάλτσες. Βοηθούν στην απόλαυση του ουρανίσκου.
  •    Καρύκευμα του πιάτου με μέτρο έτσι ώστε να υπάρχει αρμονία των γεύσεων και των αρωμάτων του φαγητού.


Προϊόντα με ονομασία προέλευσης από την αρχαιότητα
Στα 200 χρόνια μετά από την εισβολή του Ξέρξη , ένας γαστρονομικός πολιτισμός εκπληκτικής περιπλοκότητας αναπτύχθηκε πάλι στην Ελλάδα. Ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά αυτού του πολιτισμού ήταν και η παράδοση των τοπικών τροφών και κρασιών. Δεν πρέπει να μας εκπλήσσει το γεγονός πως, καθώς η Ελλάδα αποκτούσε ξανά συνείδηση και γνώση των φαγητών της, οι τοπικές σπεσιαλιτέ και τα τοπικά επιτεύγματα ήρθαν στην επιφάνεια της συλλογικής γαστρονομικής συνείδησης.



Πελοπόννησος
Οι Έλληνες της Πελοποννήσου είχαν ασφαλώς τα δικά τους αγαπημένα φαγητά και κρασιά.. Οι μαρτυρίες που διαθέτουμε από συγγραφείς εκτός της χερσονήσου είναι, αδύναμες. Γνωρίζουμε πάντως πως η Αρκαδία ήταν διάσημη για μια μάλλον αμφιβόλου ποιότητος γαστρονομική διάκριση, για το γεγονός δηλαδή ότι τα βελανίδια αποτελούσαν το βασικό είδος διατροφής των κατοίκων της. Αλλά φανταστείτε με τα αιγοπρόβατα που υπήρχαν στην γη του Πάνα τι εκπληκτικά τυριά και γαλακτοκομικά θα είχε η περιοχή, αλλά και τα κρέατα , τι γεύση θα είχαν.
Είναι βέβαιο πως υπήρχαν αμπέλια στον Φλιούντα κατά τους ύστερους κλασικούς χρόνους, όπως υπάρχουν και σήμερα: οι αμπελώνες αυτοί είναι οι γνωστοί αμπελώνες της Νεμέας. Οι γόγγροι της Σικυώνας πάλι είχαν κερδίσει τους επαίνους και άλλων συγγραφέων. Αλλά αν πάρουμε το έργο του Αρχέστρατου ως παράδειγμα, ανάμεσα στα εξήντα οκτώ τοπωνύμια που καλύπτουν τον γεωγραφικό χώρο μεταξύ Σικελίας και βόρειας Μαύρης Θάλασσας, όπως τα συναντούμε στα σωζόμενα αποσπάσματα, μόνον δύο είναι πελοποννησιακά. Γαστρονομικώς λοιπόν, αν κρίνουμε τουλάχιστον από τη σωζόμενη λογοτεχνία, η Πελοπόννησος δεν κατείχε περίοπτη θέση στον κλασικό κόσμο. Όχι μόνον οι Αρκάδες, αλλά και οι κοσμοπολίτες Κορίνθιοι ακόμη, δεν ετύγχανον ιδιαιτέρας γαστρονομικής φήμης. Παρ΄ όλο που ήταν η μητρόπολη των Συρακουσών, η Κόρινθος δεν αναφέρεται ούτε μία φορά στα αποσπάσματα του Αρχέστρατου.
Στην αγορά τροφίμων της Κορίνθου κατά τον 4ο αιώνα, κατά τα λεγόμενα των Αθηναίων και παρά την ενδεχόμενη αντίφαση που μπορούμε να διακρίνουμε στα λόγια τους, οι ντόπιοι αναζητούσαν με πάθος τα ακριβά ξένα (εννοούμε από άλλους έλληνες οι αλλοεθνείς ονομάζονται βάρβαροι )  κρασιά, γιατί τα προτιμούσαν από τα δικά τους, παρ΄ όλο που η υπερβολική σπατάλη προκαλούσε την αστυνομική παρέμβαση και την τιμωρία.. Η Τεγέα έψηνε το ψωμί της στη στάχτη, η Ήλιδα είχε τις τρούφες της, η Αρκαδία τη ρίγανή της, οι Κλεωνές και η Κόρινθος τα ραπανάκια τους.
Φτάνουμε τώρα στη Σπάρτη όπου, κατά τρόπον άκρως ενδεικτικό, οι μαρτυρίες που διαθέτουμε είναι σχετικά αντιφατικές. Στην αρχαιότητα κυκλοφορούσαν τα χειρότερα ανέκδοτα για το κακό φαγητό και την κακής ποιότητας φιλοξενία της Σπάρτης. Ο «μέλας ζωμός» ήταν θρυλικός.(δείτε παρακάτω περισσότερα για τον μέλανα ζωμό ).
Παρ΄ όλα αυτά, η Σπάρτη διέθετε συντεχνία κληρονομικών μαγείρων, υπάρχουν δε και κάποιες μαρτυρίες, που δεν είναι ευθέως γαστρονομικές και δεν χαρακτηρίζονται από τις συνήθεις κοινοτοπίες, σύμφωνα με τις οποίες οι μάγειροι αυτοί είχαν στη διάθεσή τους πολύ καλής ποιότητας προϊόντα (οι μαρτυρίες αυτές προέρχονται από εγχειρίδια κηπουρικής). Από τα κείμενα αυτά μαθαίνουμε πως διάφορες ποικιλίες μαρουλιών, αγγουριών, μήλων και σύκων είχαν πάρει την ονομασία τους από τη Λακωνία- και πρέπει να σημειώσουμε ότι δεν μπορούμε να αναφέρουμε ούτε καν τέσσερα ανάλογα παραδείγματα από οποιαδήποτε άλλη ελληνική πόλη. Αν δεν λάβουμε υπόψη μας τις συγκεκριμένες πολιτικο-κοινωνικές συνθήκες της Σπάρτης, δεν είναι εκπληκτικό το γεγονός ότι μια περιοχή που, όπως γνωρίζουμε, διέθετε καλές γεωργικές εκτάσεις τις οποίες εκμεταλλευόταν ένας μικρός αριθμός γαιοκτημόνων, ήταν προφανώς η πηγή πολλών εκλεκτών ποικιλιών. Για το σπαρτιατικό κρασί γίνονταν κάποια σχόλια κατά την αρχαϊκή περίοδο, αλλά κατά τον 4ο αιώνα το μόνο που βρίσκουμε είναι μια αναφορά, προφανώς ειρωνική, στο σπαρτιατικό ξίδι.



Αττική
Βορείως της Κορίνθου ακούμε επαίνους για τα μήλα (ή μάλλον τα ρόδια) της Σίδης και για τα σύκα των Μεγάρων. Ο βόρειος Σαρωνικός, που προστατευόταν από την Αίγινα, από τα Μέγαρα, περνώντας από την Ελευσίνα και τον Πειραιά, ως το Φάληρο, προσέφερε διάφορες θαλασσινές σπεσιαλιτέ, κυρίως τις μαρίδες και τα άλλα μικρά ψάρια όπως γαύρο ή σαρδέλα που γίνονται τηγανητά. Κατά τον Χρύσιππο τον Σολέα, ο καλύτερος γαύρος ήταν της Αθήνας, αλλά οι ίδιοι οι Αθηναίοι δεν τον τιμούσαν όπως του άξιζε. Ο Αριστοτέλης διευκρινίζει πως ο καλύτερος γαύρος υπήρχε στη Σαλαμίνα, στον Μαραθώνα και στην περιοχή γύρω από το Θεμιστόκλειον. Η Αθήνα ήταν επίσης φημισμένη για το ψωμί φούρνου και τα γλυκά της αρτοσκευάσματα, που συχνά ήταν ποτισμένα με μέλι (αυτό το μέλι θα είχε φυσικά το άρωμα του θυμαριού του Υμηττού). Τα καλά σύκα προέρχονταν από την Αίγιλα της Αττικής.

Βοιωτία
Το καμάρι της Βοιωτίας, στον βαθμό τουλάχιστον που μπορούμε να εμπιστευθούμε τις αθηναϊκές πηγές, ήταν τα χέλια της Κωπαΐδας. Υπήρχαν επίσης οι βοιωτικές ποικιλίες ραπανιών και αγγουριών, καθώς και το βοιωτικό κριθάρι, που το εκτιμούσαν πολύ στην αρχαιότητα. Η Τανάγρα, όπως και η γειτονική Χαλκίδα, ήταν η πηγή μιας ράτσας κατοικίδιων πουλερικών. Η Ανθηδόνα, στην ακτή της Βοιωτίας, είχε «καλό κρασί και καλό φαΐ», ειδικά μάλιστα μπακαλιάρο.

Ψήστης αερίζει τα κάρβουνα να ανάψουν .
Θεσσαλία
Ο χυλός από σιτάρι και το βοδινό κρέας ήταν τα χαρακτηριστικά προϊόντα της πλούσιας γεωργικής περιοχής της Θεσσαλίας. Οι νεροκολοκύθες της Μαγνησίας επαινούνταν πολύ κατά την αρχαιότητα, όπως άλλωστε και το κρασί της περιοχής. Κρασί άφθονο υπήρχε και στις γειτονικές περιοχές, αφού απέναντι από τις ακτές του Πηλίου βρίσκονται η Σκιάθος και η  Πεπάρηθος,(Σκόπελος) Η Καλυδώνα, στη Βορειοδυτική Ελλάδα, και η Αμβρακία, στα βόρεια της Καλυδώνας, διέθεταν εκλεκτά ψάρια. Ανάμεσα στα Ιόνια νησιά, το κρασί της Λευκάδας είχε αρχίσει εκείνη περίπου την εποχή να γίνεται περιζήτητο.



Αιγαίο
Τα νησιά του Αιγαίου ήταν γνωστά για τα ψάρια τους και, επίσης, για τις ποικιλίες κηπευτικών τους. Η Εύβοια, το μεγαλύτερο νησί, ήταν προφανώς η πηγή των αχλαδιών, των μήλων και των κάστανων που έφταναν στην αθηναϊκή αγορά (ευβοϊκόν κάστανον ήταν άλλωστε η κοινή ονομασία των καστάνων). Υπήρχε μια χαλκιδική ποικιλία σύκων, που αργότερα καλλιεργήθηκε και στη δημοκρατική Ρώμη. Η Χαλκίδα, η Ερέτρια και η Κάρυστος, τρεις πόλεις της Εύβοιας, επαινούνται από τον Αρχέστρατο για τα ψάρια τους, όπως και η Δήλος και η Τήνος. Στη Σκύρο παραγόταν το εκλεκτότερο κατσικίσιο γάλα, έτσι τουλάχιστον έλεγε ο Πίνδαρος.

Πήλινα ομοιώματα καρπών -Ευρήματα από αρχαιολογική ανασκαφή

Τα αμύγδαλα της Νάξου, το Ναξιώτικο κρασί, τα σύκα της Πάρου και της Κιμώλου είχαν αξιόλογη φήμη. Η βασική καλλιεργούμενη ποικιλία κυδωνιών είχε πάρει το όνομά της από την Κυδωνία, στη βόρεια ακτή της Κρήτης, έτσι τουλάχιστον θεωρούσαν γενικώς οι Έλληνες. Υπήρχε επίσης μια κρητική ποικιλία κρεμμυδιών. Κατά την περίοδο της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, η Κρήτη έγινε ο σημαντικότερος παραγωγός ιατρικών βοτάνων.

Επιτραπέζια κουτάλια από την αρχαιότητα -Μακεδονία

Μακεδονία
Μεταφερόμαστε τώρα στα βόρεια παράλια του Αιγαίου. Ο Αρχέστρατος γνώριζε τα ψάρια τριών πόλεων του Θερμαϊκού, το καλαμάρι
του Δίου, το μιλιοκόπι της Πέλλας και τον γλαύκο της Ολύνθου. Η Μένδη, στη νότια Χαλκιδική, έδινε ένα πασίγνωστο και φημισμένο κρασί. Κρασί παρήγαν επίσης η Σκιώνη και η Τορώνη. Η Τορώνη μάλιστα διέθετε και μια ποικιλία καρχαρία που άρεσε ιδιαίτερα στον Αρχέστρατο. Στην ίδια περιοχή, υπήρχαν δύο ψάρια του γλυκού νερού. Το λαβράκι (ή κέφαλος) της λίμνης Βόλβης προσφερόταν ως θύμα σε μια «ετήσια θυσία, ετήσια ψαριά» από τους κατοίκους της περιοχής της Ολύνθου, οι οποίοι, με τον τρόπο αυτόν, προμηθεύονταν παστό ψάρι για όλο τον χρόνο. Τα χέλια του Στρυμόνα γίνονταν επίσης παστά.

Προϊστορικοί πίθοι τροφίμων από την Θάσο.

Το μεγάλο νησί της Θάσου ήταν επίσης γνωστό για τα μπαρμπούνια, τις σκορπίνες και τα χταπόδια του, για το κριθάρι, τους ξηρούς
καρπούς και μια ποικιλία ραδικιών που ονομάζονταν λειοθάσια ή θρακιώτικα. Μια ποικιλία κρεμμυδιών ήταν γνωστά ως κρεμμύδια της Σαμοθράκης. Η Τένεδος ήταν πηγή ρίγανης. Κατά μήκος των θρακικών ακτών, στα βόρεια και τα ανατολικά της Θάσου, μια σειρά από ελληνικές πόλεις καυχιόντουσαν για το καλό κρασί και το εκλεκτό τους ψάρι: τα Αβδηρα για τους κέφαλους και τις σουπιές τους, η Μαρώνεια για τις σουπιές της, η Ακανθος και ο Αίνος για τα μύδια και τις ύες.



Λέσβος
Τέλος, ερχόμαστε στα ανατολικά παράλια του Αιγαίου και στα μεγάλα νησιά της περιοχής. Η Λέσβος ήταν φημισμένη όχι μόνο για το κρασί της, αλλά και για τη σάλπα της Μυτιλήνης, τα χτένια της Μυτιλήνης και της Μήθυμνας, τις τρούφες της Μυτιλήνης και το κριθάρι της Ερεσού, «λευκότερο κα από το αιθερογεννημένο χιόνι. Αν οι θεοί τρώνε ψωμί (άλφιτα), εκεί πηγαίνει ο Ερμής και τους το αγοράζει» (Αρχέστρατος). Η διαβεβαίωση αυτή ταιριάζει και με τα νομίσματα της Ερεσού, που έφεραν μία κεφαλή Ερμού και ένα στάχυ κριθαριού.

Μαστίχα
Χίος 
Η Χίος ήταν μια άλλη σημαντική οινοπαραγωγική περιοχή· επίσης εκεί είχε αναπτυχθεί μια από τις μεγάλες σχολές μαγειρικής παράδοσης. Αργότερα αποτελούσε πηγή καλών σαλιγκαριών. Η Χίος είχε, ήδη κατά την αρχαιότητα, μεγάλη φήμη για την εξαιρετική της μαστίχα, ενώ στο νησί αυτό βρίσκουμε και μια ποικιλία σύκων.
Απέναντι από τα στενά της Χίου βρίσκονταν οι μικρασιατικές πόλεις Τέως και Ερυθραί, και οι δύο φημισμένες για τα μπαρμπούνια τους, οι Ερυθρές δε και για το ψωμί τους, που ψηνόταν σε πήλινους φούρνους. Ο Αρχέστρατος είχε πολλά να πει για τα θαλασσινά της Εφέσου. Τα μύδια της τα συστήνει και ο διαιτολόγος συγγραφέας Δίφιλος ο Σίφνιος.

 Ψάρεμα στην αρχαία Ελλάδα

Σάμος - Μ. Ασία -Ρόδος.

Ο τόνος της Σάμου, ένα καρκινοειδές της Πάρου και τέσσερα ψάρια που μπορούσε κανείς να βρει στη Μίλητο συστήνονταν επίσης ενθέρμως. Η Μίλητος ήταν προφανώς γνωστή για τα ρεβίθια και το κάρδαμό της. Στο λιμάνι της Τειχιούσσας, κοντά στον φημισμένο ναό των Διδύμων, έβρισκε κανείς μπαρμπούνια. Γαρίδες υπήρχαν, μεταξύ άλλων προϊόντων, στην ιχθυαγορά της Ιασού. Ο Αρχέστρατος συνιστούσε επίσης τα χταπόδια της Καρίας.



Η Αστυπάλαια ήταν αργότερα περήφανη για τα σαλιγκάρια της. Η Ικαρία, και αργότερα η Κως και η Κνίδος, ήταν γνωστές για τα κρασιά τους. Από την Κνίδο προερχόταν και μια ποικιλία κρεμμυδιών. Η Κως και η Κάλυδνα παρήγαν εξαίρετο μέλι. Και δεν είναι άσχετο με τα ζητήματα της γαστρονομίας το γεγονός πως στην Κω παράγονταν αρώματα από μαντζουράνα και κυδώνι, ενώ στη Ρόδο έφτιαχναν άρωμα από ζαφορά. Η Ρόδος ήταν σημαντικό νησί για τα θαλασσινά και μεγάλος εξαγωγέας σταφίδας και ξερών σύκων.


Μακεδονικά σκεύη κρασιού κλασικής εποχής ,αρύταινα και ηθμός για διήθηση κρασιού και 3 αργυροί κάλυκες ως ποτήρια

Στην πρώιμη ελληνιστική περίοδο, το ροδίτικο κρασί έγινε καλύτερα γνωστό. Σύμφωνα με έναν μεταγενέστερο θρύλο, το ροδίτικο ήταν το ένα από τα δύο κρασιά στα οποία αναφέρθηκε ο Αριστοτέλης την ώρα του θανάτου του. Τα ξερά φρούτα της Ρόδου πρέπει πάντως,εν μέρει τουλάχιστον, να προέρχονταν από την απέναντι καρική ακτή, αφού η Καρία ήταν σημαντική πηγή ξερών σύκων (caricae) κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους.
Οι τοπικές γαστρονομικές παραδόσεις έφτασαν σε υψηλό σημείο ανάπτυξης κατά τον 5ο και τον 4ο αιώνα, ήταν όμως περιορισμένης διάδοσης. Τα πράγματα που αναζητούσαν οι Έλληνες εκτός των προϊόντων της ευρύτερης περιοχής τους, με εξαίρεση βεβαίως του σταριού, αυτής της βασικής τροφής την οποία έφερναν στα νότια  κυρίως από τις πόλεις τους στον Εύξεινο Πόντο αλλά και τη Βόρεια Αφρική και την Συρία, και κάποιων πολύτιμων αρωματικών και μπαχαρικών, ήταν τελικά λίγα. Η αρχαία αυτή ελληνική γαστρονομική παράδοση έγινε τελικά μέρος της γαστρονομίας της ελληνιστικής δηλαδή όλης της αυτοκρατορίας του Μ. Αλέξανδρου και της ελληνορωμαϊκής Μεσογείου.


ΜΕΡΟΣ 2ον



Ελληνικές γαστρονομίες 4.000 ετών
Το πρώτο πιάτο περιλαμβάνει πίτα και µια εξέχουσα λιχουδιά, χοχλιούς. Για δεύτερο σερβίρεται σουβλάκι κατσικίσιο ή γίδα βραστή, ενώ για απεριτίφ προτείνεται χυµός από εξωτικό ρόδι ή σταφύλι.
Το µενού δεν είναι έµπνευση ενός ακόµη master chef από εκείνους που έχουν κατακλύσει την τηλεοπτική οθόνη, αλλά οι αγαπηµένες γεύσεις των κατοίκων που έζησαν πριν και κατά τη 2η χιλιετία π.Χ. στην προϊστορική Θήρα.

Ζεύγος κρατευτών για ψήσιμο σουβλακιού του 17ου αιώνα π.Χ. Πρώιμη υστεροκυκλαδική από την νήσο Θήρα

Φαγητά, υλικά και σκεύη (από σουβλάκια έως χύτρες) που συντηρήθηκαν μέσα στην ηφαιστειακή λάβα και κατάφεραν να αντέξουν ως τις µέρες µας για να αποκαλυφθούν από τη σκαπάνη του Χ. Ντούµα σ’ έναν από τους σηµαντικότερους  οικισµούς τού προϊστορικού Αιγαίου, του Ακρωτηρίου.

Θήρα- φύλα δένδρου ελιάς μέσα σε ηφαιστειακή λάβα είναι από την έκρηξη του ηφαιστείου 1625-1645 π.Χ.

«Η πόλη του Ακρωτηρίου ήταν δημιούργημα µιας κοινωνίας οικονοµικά εύρωστης και µε επαφές που της προσέδιδαν χαρακτήρα κοσµοπολίτικο. Και η ποικιλία εδεσµάτων και ποτών που άµεσα ή έµµεσα αποκαλύπτουµε το επιβεβαιώνει.
Μόνο µια εύπορη κοινωνία µπορεί όχι μόνον να ανταποκριθεί αποτελεσματικά στην κάλυψη των καθημερινών αναγκών αλλά και να
µετατρέψει την κάλυψη της βασικής ανάγκης σε απόλαυση, χωρίς να φτάσει στη χλιδή» επισήµανε ο ανασκαφέας αρχαιολογικού χώρου

Από την Κρήτη- Αγ.Τριάδα. Σφαχτάρια θυσίας

Εφευρετικοί οι κάτοικοι της προϊστορικής Θήρας, αναγκάστηκαν να µπουν στην κουζίνα µε τα λιγοστά υλικά που τους έδινε το άνυδρο νησί. Τα αιγοπρόβατα κατείχαν την πρώτη θέση σε ποσοστό 80%, τα χοιρινά ακολουθούσαν µε 19% ενώ µόλις 1% της διατροφής κάλυπταν τα ζώα από κυνήγι και τα βοοειδή που δεν µπορούσαν να εκτραφούν στη φτωχή σε λιβάδια Θήρα.

Μια αποθήκη από το κτήριο ΒΒ δωμ. 1 με τροφές από την Θήρα

Συλλέκτριες κρόκου. Οι Μινωίτες γνώριζαν πολύ καλά τις ιδιότητες του κρόκου. Κυδώνια, χτένια, αχινοί, πεταλίδες, πορφύρα – καταναλωνόταν και ως τροφή εκτός από τη χρήση της για παραγωγή χρώµατος – και βεβαίως ψάρια φρέσκα και παστωµένα είχαν βασικό ρόλο στη διατροφή.


 Θαλασσινά από ζωγραφική σε αμφορίσκο της Θήρας είναι πριν την έκρηξη του ηφαιστείου 1625-1645 π.Χ. ΔΕΞΙΑ Απομεινάρι παστού ψαριού από την Θήρα κατά την έκρηξη του ηφαιστείου.

Σύκα (οι σπόροι τους βρέθηκαν στα κατακάθια των υπονόµων) και αµύγδαλα ήταν επίσης ψηλά στις προτιµήσεις, ενώ δεν αποκλείεται να γνώριζαν και το µέλι, όπως δείχνει το κερί που είχε χρησιμοποιηθεί ως µονωτικό υλικό για τη στεγανοποίηση πιθαριών.

Φουρνάκι από την Θήρα είναι πριν την έκρηξη του ηφαιστείου 1625-1645 π.Χ.

Κι αν το κριθάρι –σπανιότερα το στάρι –, το λαθούρι, τα µπιζέλια, η φάβα και οι φακές ήταν τα κατεξοχήν σιτηρά και όσπρια που έτρωγαν οι κάτοικοι του Ακρωτηρίου, εντυπωσιακό είναι πως δεν έτρωγαν ελιές. «Η απουσία ολόκληρων ελαιοπυρήνων από τις αποθήκες του Ακρωτηρίου δείχνει ότι ο καρπός της ελιάς δεν φυλασσόταν ως διατροφικό είδος. Αντίθετα, η πληθώρα θρυµµατισµένων ελαιοπυρήνων μαρτυρεί σύνθλιψη και πολτοποίηση του καρπού για εξαγωγή ελαιολάδου» -.( Ντούµας).

Αμφορίσκος με σταφύλια από την Θήρα είναι πριν την έκρηξη του ηφαιστείου 1625-1645 π.Χ.

Στις εξωτικές γεύσεις δε συμπεριλαμβάνονται το ρόδι που πιθανά ήρθε από την περιοχή της Κασπίας και το κρασί, το οποίο ίσως έφεραν, την άμπελο ,από τις συναλλαγές τους στις αρχές της 2ης χιλιετίας π.Χ. Στη Θήρα η παραγωγή του είχε µια πρωτοτυπία: τοποθετούσαν ένα κοφίνι ασβέστη µέσα στον ληνό, ως ένα είδος φίλτρου καθαρισµού του µούστου.
ΜΕΡΟΣ 3ον
Ψήσιμο ψωμιού

ΚΑΛΟΦΑΓΑΔΕΣ ΚΑΙ ΜΑΓΕΙΡΟΙ
Κατά την αρχαϊκή και κλασική εποχή, η λιτότητα, την οποία επέβαλλαν οι φυσικές και κλιματικές συνθήκες της Ελλάδας, αναγνωρίζεται ως αρετή. Οι Έλληνες δεν αγνοούν την καθαρή απόλαυση που μπορεί να προσφέρει το φαγητό, εντούτοις το τελευταίο ώφειλε να παραμένει απλό. Ο Ησίοδος, ως άνθρωπος της υπαίθρου, θεωρεί πραγματικό τσιμπούσι μια μερίδα κρέατος ψημμένη στη σχάρα, το γάλα και τις γαλέττες, όλα αυτά στα πλαίσια μιας ηλιόλουστης ημέρας. Ακόμη καλύτερο γεύμα θεωρείται το δωρεάν γεύμα:
«ξεφάντωμα χωρίς πληρωμή είναι κάτι που δεν πρέπει να αφήνει κανείς να πάει χαμένο», σημειώνει ο φιλόσοφος Χρύσιππος.[86]
Η επιδίωξη της γαστρονομικής υπερβολής θεωρούταν, αντίθετα, απαράδεκτη, το δίχως άλλο ένα σημάδι ανατολίτικης μαλθακότητας:
οι Πέρσες ήταν πρότυπο παρακμής εξαιτίας της αγάπης τους για την πολυτέλεια, η οποία εκδηλώνεται φυσικά και στο τραπέζι.[87] Οι αρχαίοι συγγραφείς αρέσκονταν στο να περιγράφουν το γεύμα του Μεγάλου Βασιλέως των Αχαιμενιδών: ο Ηρόδοτος,[88] ο Κλέαρχος ο Σολεύς,[89] ο Στράβων [90] και ακόμη περισσότερο ο Κτησίας [91] συμφωνούν στις περιγραφές τους.
Από την άλλη πλευρά, οι Έλληνες τόνιζαν με υπερηφάνεια την αυστηρότητα των διατροφικών τους συνηθειών.


 Ο Πλούταρχος [92] αφηγείται πως ένας από τους βασιλείς του Πόντου, περίεργος να δοκιμάσει τον περίφημο «μέλανα ζωμό» των Λακεδαιμονίων, αγόρασε έναν μάγειρα από τη Λακωνία. Δοκιμάζοντάς το διαπίστωσε πως ήταν πολύ άνοστο για τα γούστα του. Ο μάγειράς του, ωστόσο, απεφάνθη: «Ω βασιλιά, για να εκτιμήσει κάποιος αυτό το ζωμό, πρέπει αρχικά να κολυμπήσει στον ποταμό Ευρώτα». Σύμφωνα με τον Πολύαινο,[93] ο Αλέξανδρος ο Μέγας, ανακαλύπτοντας την αίθουσα όπου παρατίθονταν τα γεύματα της περσικής αυλής, ειρωνεύτηκε το γούστο τους στο φαγητό και σε αυτό απέδωσε την ήττα τους. Ο Παυσανίας από τη Σπάρτη, μαθαίνοντας τις διατροφικές συνήθειες του Πέρση Μαρδόνιου, ειρωνεύτηκε τους Πέρσες που επιθυμούσαν να κατακτήσουν τους Έλληνες τη στιγμή που ζούσαν τόσο απλά.[94]
Αποτέλεσμα αυτής της λατρείας για την αυστηρότητα, ήταν η κουζίνα παραμένει για αιώνιες βασίλειο των γυναικών, είτε ελεύθερων είτε δούλων. Μολαταύτα, στην κλασική περίοδο κάνουν την εμφάνισή τους στην αρχαία γραμματεία ειδικοί στη μαγειρική. Τόσο ο Αιλιανός, όσο και ο Αθήναιος αναφέρουν τους χίλιους μάγειρες που συνόδευαν το Σμινδυρίδη από τη Σύβαρη στο ταξίδι του στην Αθήνα κατά την εποχή του Κλεισθένη, αν και με αποδοκιμασία. Ο Πλάτων στο έργο του «Γοργίας» αναφέρει το Θεαρίωνα τον αρτοποιό, το Μίθαικο που συνέγραψε μια πραγματεία για τη μαγειρική των Σικελών και το Σάραμβο που πωλούσε κρασιά. Τρεις εξέχοντες γνώστες των γλυκισμάτων, της κουζίνας κα του οίνου.[95] Και διάφοροι άλλοι μάγειρες συνέγραψαν έργα σχετικά με την τέχνη τους.Με το πέρασμα του χρόνου, οι Έλληνες όλο και πιο πολύ εξελίσσονται σε καλοφαγάδες.


Ο Αιλιανός σημειώνει: «στη Ρόδο, εκείνος που προσέχει ιδιαίτερα τα ψάρια και τα εκτιμά κι εκείνος που ξεπερνά τους πάντες σε γευσιγνωσία εγκωμιάζεται, θα λέγαμε, από τους συμπολίτες του ως ευγενικό πνεύμα». Κατά την ελληνιστική και κατόπιν κατά τη ρωμαϊκή περίοδο, οι Έλληνες - τουλάχιστον οι εύποροι
- χάνουν σιγά σιγά την εμμονή στη λιτότητα. Οι συνδαιτημόνες του συμποσίου το οποίο αφηγείται ο Αθήναιος κατά το 2ο - 3ο αιώνα μ.Χ. αφιερώνουν μεγάλο μέρος της συζήτησής τους σε απόψεις για το κρασί και τη γαστρονομία. Αναφέρονται στις ιδιότητες κάποιων ποικιλιών κρασιού, λαχανικών και κρεάτων, καθώς και σε ξακουστά πιάτα (γεμιστό καλαμάρι, κοιλιά κόκκινου τόνου, καραβίδες, μαρούλια ποτισμένα με οίνο και μέλι).
Επικαλούνται ακόμη μεγάλους μάγειρες όπως ο Σωτηρίδης, σεφ του βασιλέως Νικομήδη Α' της Βιθυνίας. Όταν ο αφέντης του Σωτηρίδη βρισκόταν βαθειά στην ενδοχώρα πεθύμησε να φάει αντζούγιες. Εκείνος τότε προσομοίασε τη γεύση τους χρησιμοποιώντας ραπανάκια προσεκτικά τυλιγμένα ώστε να θυμίζουν αντζούγιες, λαδωμένα και αλατισμένα,πασπαλισμένα με σπόρους παπαρούνας. Το κατόρθωμα αυτό  το βυζαντινό λεξικό ,του Σούδα,[96] το αποδίδει λανθασμένα στο διάσημο Ρωμαίο γευσιγνώστη Απίκιο (1ος αιώνας π.Χ.), απόδειξη πως οι Έλληνες δεν υπολείπονταν πλέον σε τίποτα από τους Ρωμαίους.


Τις διατροφικές συνήθειες των αρχαίων Ελλήνων χαρακτήριζε η λιτότητα, κάτι που αντικατόπτριζε τις δύσκολες συνθήκες υπό τις οποίες διεξάγετε η ελληνική γεωργική δραστηριότητα. Θεμέλιο τους ήταν η λεγόμενη «μεσογειακή τριάδα»:[α] σιτάρι, λάδι και κρασί. Στη βάση της διατροφής των αρχαίων Ελλήνων συναντούμε τα δημητριακά, ζεία και σε περιπτώσεις ανάγκης μείγμα κριθαριού με σιτάρι, από το οποίο παρασκευαζόταν ο άρτος. Με το σιτάρι που χρησιμοποιείται σήμερα οι αρχαίοι τάιζαν τα ζώα. Τα δημητριακά συνοδεύονταν συνήθως από οπωροκηπευτικά (λάχανα, κρεμμύδια, φακές και ρεβύθια). Η κατανάλωση κρέατος και θαλασσινών σχετιζόταν με την οικονομική κατάσταση της οικογένειας, αλλά και με το αν κατοικούσε στην πόλη, στην ύπαιθρο ή κοντά στη θάλασσα. Οι Έλληνες κατανάλωναν ιδιαιτέρως τα γαλακτοκομικά και κυρίως το τυρί. Το βούτυρο ήταν γνωστό, αλλά αντί αυτού γινόταν χρήση κυρίως του ελαιόλαδου. Το φαγητό συνόδευε κρασί (κόκκινο, λευκό ή ροζέ) αναμεμειγμένο με νερό.


ΟΙ ΘΕΡΙΣΤΕΣ ΣΕ ΑΓΓΕΙΟ ΤΗΣ 2ης ΧΙΛΙΕΤΙΑΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΓΙΑ ΤΡΙΑΔΑ ΚΡΗΤΗ.

Πληροφορίες για τις διατροφικές συνήθειες των αρχαίων Ελλήνων παρέχουν τόσο οι γραπτές μαρτυρίες όσο και διάφορες καλλιτεχνικές απεικονίσεις: οι κωμωδίες του Αριστοφάνη και το έργο του γραμματικού Αθήναιου από τη μία πλευρά, τα κεραμικά αγγεία και τα αγαλματίδια από ψημένο πηλό από την άλλη.
Για τους αρχαίους Έλληνες τα γεύματα της ημέρας ήταν τρία στον αριθμό. Το πρώτο από αυτά (ἀκρατισμός) αποτελούσε κριθαρένιο ψωμί βουτηγμένο σε κρασί (ἄκρατος), συνοδευόμενο από σύκα ή ελιές.[1] Το δεύτερο (ἄριστον) λάμβανε χώρα το μεσημέρι ή νωρίς το απόγευμα.[2] Το τρίτο (δεῖπνον), το οποίο ήταν και το σημαντικότερο της ημέρας, σε γενικές γραμμές καταναλωνόταν αφού η νύχτα είχε πλέον πέσει. Σε αυτά μπορεί να προστεθεί ένα επιπλέον ελαφρύ γεύμα (ἑσπέρισμα) αργά το απόγευμα. Τέλος το ἀριστόδειπνον ήταν ένα κανονικό γεύμα που μπορούσε να σερβιριστεί αργά το απόγευμα στη θέση του δείπνου.



Φαίνεται πως, στις περισσότερες περιστάσεις, οι γυναίκες γευμάτιζαν χωριστά από τους άνδρες.[3] Εάν το μέγεθος του σπιτιού το καθιστούσε αδύνατο, οι άνδρες κάθονταν στο τραπέζι πρώτοι, με τις γυναίκες να τους ακολουθούν μόνο αφού οι τελευταίοι είχαν ολοκληρώσει το γεύμα τους.[4] Ρόλο υπηρετών διατηρούσαν οι δούλοι. Στις φτωχές οικογένειες, σύμφωνα με το φιλόσοφο Αριστοτέλη, τις υπηρεσίες τους προσέφεραν οι γυναίκες και τα παιδιά, καλύπτοντας την απουσία δούλων.[5]
Χάρις στο έθιμο της τοποθέτησης στους τάφους μικρών μοντέλων επίπλων από ψημένο πηλό, σήμερα κατέχουμε σημαντικές πληροφορίες για το πώς έμοιαζαν. Οι Έλληνες έτρωγαν καθιστοί, ενώ οι πάγκοι χρησιμοποιούνταν κυρίως στα συμπόσια.[6] Τα τραπέζια, υψηλά για καθημερινή χρήση και χαμηλά για τα συμπόσια, είχαν συνήθως ορθογώνιο σχήμα. Κατά τον 4ο αιώνα π.Χ. ιδιαίτερα διαδεδομένα ήταν τα στρογγυλά τραπέζια, συχνά με ζωόμορφα πόδια.


Κομμάτια πεπλατυσμένου ψωμιού μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν ως πιάτα, ωστόσο τα πήλινα δοχεία ήταν και τα πιο διαδεδομένα.[7] Τα πιάτα με την πάροδο του χρόνου κατασκευάζονταν με περισσότερο γούστο και επιμέλεια, με αποτέλεσμα να συναντά κανείς κατά τη ρωμαϊκή περίοδο πιάτα από πολύτιμα μέταλλα ή ακόμη και γυαλί. Η χρήση μαχαιροπήρουνων δεν ήταν και πολύ συχνή: η χρήση του πηρουνιού ήταν άγνωστη και ο σύνηθης τρόπος λήψης του φαγητού ήταν με τα δάχτυλα.[8] Εντούτοις μαχαίρια χρησιμοποιούνταν για την κοπή του κρέατος, καθώς και κάποια μορφή κουταλιών για σούπες και ζωμούς.[7] Κομμάτια ψωμιού (ἀπομαγδαλία) μπορούσαν να χρησιμεύσουν για τη λήψη τροφής [8] ή ακόμη και ως πετσέτα για τα δάχτυλα.[9]
Στην ελληνική αρχαιότητα εκτός από το καθημερινό δείπνο (βραδινό γεύμα) υπήρχε και το δειπνούμενο γεύμα με φίλους ή γνωστούς που ονομάζονταν "συμπόσιο" ή "εστίαση" που σήμερα λέγεται συνεστίαση. Υπήρχαν και δείπνα όπου οι συμμετέχοντες συνεισέφεραν ή οικονομικά, ή με τρόφιμα, τα οποία και λέγονταν "συμβολές". Ο Όμηρος τα αποκαλεί "εράνους", ενώ γνωστές είναι οι αρχαίες σχετικές φράσεις "δειπνείν από συμβολών", ή "δείπνον από σπυρίδος".



Το συμπόσιον (λέξη που σημαίνει «συνάθροιση ανθρώπων που πίνουν») αποτελούσε έναν από τους πιο αγαπημένους τρόπους διασκέδασης των Ελλήνων.[10] Περιελάμβανε δύο στάδια: το πρώτο ήταν αφιερωμένο στο φαγητό, που σε γενικές γραμμές ήταν λιτό, ενώ το δεύτερο στην κατανάλωση ποτού.[10] Στην πραγματικότητα, οι αρχαίοι έπιναν κρασί και μαζί με το γεύμα, ενώ τα διάφορα ποτά συνοδεύονταν από μεζέδες (τραγήματα): κάστανα, κουκιά, ψημένοι κόκκοι σίτου ή ακόμη γλυκίσματα από μέλι, που είχαν ως στόχο την απορρόφηση του οινοπνεύματος ώστε να επιμηκυνθεί ο χρόνος της συνάθροισης.[11]
Το δεύτερο μέρος ξεκινούσε με σπονδή, τις περισσότερες φορές προς τιμή του Διονύσου.[12] Κατόπιν οι παριστάμενοι συζητούσαν ή έπαιζαν διάφορα επιτραπέζια παιχνίδια, όπως ο κότταβος. Συνεπώς τα άτομα έμεναν ξαπλωμένα σε ανάκλιντρα (κλίναι), ενώ χαμηλά τραπέζια φιλοξενούσαν τα φαγώσιμα και τα παιχνίδια. Χορεύτριες, ακροβάτες και μουσικοί συμπλήρωναν την ψυχαγωγία των παρευρισκομένων. Ένας «βασιλιάς του συμποσίου» ο οποίος εκλεγόταν στην τύχη αναλάμβανε να υποδεικνύει στους δούλους την αναλογία κρασιού και νερού κατά την προετοιμασία των ποτών.[12]
Εντελώς απαγορευμένο στις γυναίκες, με εξαίρεση τις χορεύτριες και τις εταίρες, το συμπόσιο ήταν ένα σημαντικότατο μέσο κοινωνικοποίησης στην Αρχαία Ελλάδα. Μπορούσε να διοργανωθεί από έναν ιδιώτη για τους φίλους ή για τα μέλη της οικογένειάς του, όπως ακριβώς συμβαίνει και σήμερα με τις προσκλήσεις σε δείπνο. Μπορούσε επίσης να αφορά τη μάζωξη μελών μιας θρησκευτικής ομάδας ή μιας εταιρείας (ενός είδος κλειστού κλαμπ για αριστοκράτες). Τα πολυτελή συμπόσια προφανώς προορίζονταν για τους πλούσιους, ωστόσο στα περισσότερα σπιτικά θρησκευτικές ή οικογενειακές γιορτές αποτελούσαν αφορμή για δείπνο, έστω και μετριοπαθέστερο.


Συσσίτια
Το συμπόσιο ως πρακτική εισήγαγε κι ένα πραγματικό λογοτεχνικό ρεύμα: το «Συμπόσιον» του Πλάτωνα, το ομώνυμο έργο του Ξενοφώντα, «Το Συμπόσιον των Επτά Σοφών» του Πλουτάρχου και οι «Δειπνοσοφισταί» του Αθήναιου αποτελούν χαρακτηριστικά έργα.
Τα συσσίτια αποτελούσαν κοινά γεύματα στα οποία συμμετείχαν υποχρεωτικά άνδρες κάθε ηλικίας στα πλαίσια κοινωνικού ή
θρησκευτικού εθιμοτυπικού. Οι χαρακτηριστικότερες περιπτώσεις εντοπίζονται στην Κρήτη και τη Σπάρτη, αν και ορισμένες πηγές κάνουν αναφορά σε ανάλογες πρακτικές και σε άλλα μέρη. Άλλες γνωστές ονομασίες της πρακτικής αυτής είναι φειδίτια και ὰνδρεῖα.


Συγκεκριμένα στην Αρχαία Σπάρτη, η συμμετοχή στα συσσίτια ήταν υποχρεωτική. Ανάμεσα στις υποχρεώσεις των Ομοίων, δηλαδή των μελών της σπαρτιατικής κοινωνίας με πλήρη πολιτικά δικαιώματα, ήταν η συνεισφορά τροφίμων (ή έτερης αποζημίωσης) για τη διατροφή που τους παρείχε το κράτος. Η αποτυχία ανταπόκρισης στον κανόνα αυτό ήταν ατιμωτική. Αντίθετα με τα συμπόσια, τα συσσίτια χαρακτήριζε η λιτότητα και η μετριοπάθεια.[13]

Αρχαιοελληνικό ειδώλιο με γυναίκες καθοδηγούμενες να ζυμώνουν .


Δημητριακά και ψωμί
Τα δημητριακά αποτελούσαν τη βάση της διατροφής των Ελλήνων στην αρχαιότητα , κατά τη μινωική, τη μυκηναϊκή[14] και την κλασική περίοδο.[15] Χαρακτηριστικό είναι πως η Αθήνα του Περικλή, αποτελούσε το μεγαλύτερο εισαγωγέα σιτηρών του αρχαίου κόσμου: τα φορτία που κατέφθαναν από τη Μαύρη Θάλασσα και τον Ελλήσποντο ανέρχονταν κατά μέσο όρο σε 17.000 τόνους ετησίως.[16] Κύρια προϊόντα ήταν το σκληρό σιτάρι (πύρος), η όλυρα (ζειά) και το κριθάρι (κριθαί).[17]
Το σιτάρι μουσκευόταν προκειμένου να γίνει μαλακό και κατόπιν επεξεργαζόταν με δύο πιθανούς τρόπους: πρώτη περίπτωση ήταν το άλεσμά του προκειμένου να γίνει χυλός, ώστε να αποτελέσει συστατικό του λαπά. Η άλλη περίπτωση ήταν να μετατραπεί σε αλεύρι (ἀλείατα) από το οποίο προέκυπτε το ψωμί (ἄρτος) ή διάφορες πίττες, σκέτες ή γεμιστές με τυρί ή μέλι.[18] Η μέθοδος «φουσκώματος» του ψωμιού ήταν γνωστή. Κατά τη ρωμαϊκή εποχή οι Έλληνες χρησιμοποίησαν κάποιο αλκαλικό συστατικό ή μαγιά σαν καταλύτη της διαδικασίας.[19][20]


Η ζύμη ψηνόταν στο σπίτι σε υπερυψωμένους φούρνους από άργιλο (ἰπνός).[21] Μια απλούστερη μέθοδος προέβλεπε την τοποθέτηση αναμμένων κάρβουνων στο έδαφος και την κάλυψη του σκεύους με καπάκι σε σχήμα θόλου (πνιγεὐς). Όταν το έδαφος ήταν αρκετά ζεστό, τα κάρβουνα απομακρύνονταν και στη θέση τους τοποθετούταν η ζύμη, η οποία καλυπτόταν και πάλι από το καπάκι. Κατόπιν τα κάρβουνα αποθέτονταν πάνω ή γύρω από το καπάκι για διατήρηση της θερμοκρασίας.[22] Οι πέτρινοι φούρνοι έκαναν την εμφάνισή τους κατά τη ρωμαϊκή πια περίοδο. Ο Σόλων, ο Αθηναίος νομοθέτης του 6ου αιώνα π.Χ., όρισε πως το ψωμί από σιτάρι έπρεπε να καταναλώνεται μόνο κατά τις εορταστικές ημέρες.[23] Από την κλασική εποχή και έπειτα, και μόνο για εκείνους που είχαν τα οικονομικά μέσα, το εν λόγω ψωμί ήταν διαθέσιμο καθημερινά στα αρτοπωλεία.[24][25]

Ελληνική χύτρα ταχύτητας στην αρχαιότητα 

Το κριθάρι ήταν απλούστερο στην παραγωγή, μα αρκετά πιο δύσχρηστο στην παραγωγή ψωμιού. Το ψωμί που προκύπτει από το κριθάρι είναι θρεπτικό αλλά και βαρύτερο.[19] Συνεπώς συνήθως ψηνόταν προτού αλεστεί για να προκύψει αλεύρι (ἄλφιτα), το οποίο χρησίμευε στην παραγωγή (τις περισσότερες φορές άνευ ψησίματος καθώς οι σπόροι ήταν ήδη ψημμένοι) του βασικού πιάτου της ελληνικής κουζίνας, που ονομαζόταν μᾶζα.
Γενικά το σιταρένιο ψωμί λεγόταν "άρτος", το κριθαρένιο "άλφιτον", το προερχόμενο με ζύμη που ψηνόταν σε χαμηλούς κλιβάνους (είδος γάστρας) λεγόταν "ζυμίτης", ενώ το προερχόμενο χωρίς ζύμη που ψηνόταν σε ανθρακιά λεγόταν "άζυμος" και ιδιαίτερα "σποδίτης". Οτιδήποτε τρώγονταν με ψωμί (προσφάγιο) λεγόταν "όψον". Ο άρτος ή το άλφιτο που τρώγονταν βουτηγμένο σε άκρατο οίνο (= ανέρωτο) λεγόταν "ακράτισμα". Το ακράτισμα τρώγονταν κυρίως το πρωί, εξ ου και το πρωινό γεύμα λέγονταν ομοίως ακράτισμα.
Χαρακτηριστικά οι Ρωμαίοι αποκαλούσαν τους Έλληνες «κριθαροφάγους», ενώ στην κωμωδία «Ειρήνη» ο Αριστοφάνης χρησιμοποιεί την έκφραση «ἔσθειν κριθὰς μόνας», που μεταφράζεται «το να ζει κανείς μονάχα με κριθάρι» ή κατά τη νεοελληνική έκφραση «τη βγάζω με νερό και ψωμί».[26] Στις μέρες μας επιβιώνουν διάφορες συνταγές για την παρασκευή μάζας. Σερβιριζόταν ψημένη ή ωμή, με τη μορφή χυλού ή ζυμαρικών ή ακόμη και πίττας.[18] Επίσης μπορούσε να νοστιμίσει με τυρί ή μέλι.

ΕΠΙΤΟΙΧΟΣ ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ ΡΩΜΑΪΚΗΣ ΕΠΟΧΗΣ


Φρούτα, λαχανικά και όσπρια
Τα δημητριακά σερβίρονταν συνήθως με ένα συνοδευτικό γνωστό με τη γενική ονομασία ὄψον.[27] Αρχικά η ονομασία αναφερόταν σε ό,τι μαγειρευόταν στη φωτιά, και, κατ' επέκταση, σε ο,τιδήποτε συνόδευε το ψωμί. Από την κλασική εποχή και μετά, πρόκειται για ψάρι και λαχανικά: λάχανα, κρεμμύδια (κρόμμυον), γλυκομπίζελα, πράσα, βολβούς, μαρούλια, βλίτα, ραδίκια κ.ά. Σερβίρονταν ως σούπα, βραστά ή πολτοποιημένα (ἔτνος), καρυκευμένα με ελαιόλαδο, ξύδι, χόρτα ή μια σάλτσα ψαριού γνωστή με την ονομασία γάρον. Αν πιστέψουμε τον Αριστοφάνη,[28] ο πουρές ήταν ένα από τα αγαπημένα πιάτα του Ηρακλή, ο οποίος στις κωμωδίες πάντα παρουσιαζόταν ως μεγάλος λιχούδης. Οι πιο φτωχές οικογένειες κατανάλωναν βελανίδια (βάλανοι).[29] Οι ελιές ήταν πολύ συνηθισμένο συνοδευτικό, ωμές ή συντηρημένες.[30]
Ειδικά οι λαϊκές τάξεις κατανάλωναν πολύ και όσπρια.[15] Προτιμούσαν τους φασίολους,[β] τις φακές, τα ρεβίθια, τα κουκιά (κύαμοι)
και τους θέρμους (λούπινα).

ΕΠΙΤΟΙΧΟΣ ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ ΡΩΜΑΪΚΗΣ ΕΠΟΧΗΣ

Για τους κατοίκους των πόλεων τα φρέσκα οπωροκηπευτικά ήταν πολύ ακριβά κι έτσι καταναλώνονταν σπάνια. Οι φτωχότεροι πολίτες προτιμούσαν τα ξηρά λαχανικά. Το τυπικό φαγητό του μέσου εργάτη ήταν η φακή. Μια τυπική στρατιωτική μερίδα περιελάμβανε τυρί, σκόρδο και κρεμμύδια.[31] Ο Αριστοφάνης συχνά συνδέει την κατανάλωση κρεμμυδιών με τους στρατιώτες,[32] για παράδειγμα στην κωμωδία του, «Ειρήνη», ο χορός που πανηγυρίζει για τη λήξη των πολέμων εκφράζει την χαρά του που απαλλάχτηκε πλέον «από το κράνος, το τυρί και τα κρεμμύδια».[33] Ο πικρός βίκος θεωρούταν φαγητό λιμού.
Τα φρούτα, φρέσκα ή ξηρά, τρώγονταν ως επιδόρπιο. Πρόκειται κυρίως για σύκα, σταφίδες, καρύδια και φουντούκια. Τα ξηρά σύκα χρησίμευαν επίσης ως ορεκτικό, πίνοντας παράλληλα κρασί. Στην περίπτωση αυτή, συνοδεύονταν συχνά από ψητά κάστανα, στραγάλια ή ψημένους καρπούς οξιάς.



Κρέας
Η κατανάλωση ψαριών και κρεατικών σχετίζεται με την οικονομική επιφάνεια του σπιτικού αλλά και τη γεωγραφική του θέση: οι αγροτικές οικογένειες μέσω του κυνηγιού και της τοποθέτησης μικροπαγίδων είχαν πρόσβαση σε πτηνά και λαγούς, ενώ μπορούσαν να μεγαλώνουν πουλερικά και χήνες στις αυλές τους. Οι ελαφρώς πλουσιότεροι μπορούσαν να διατηρούν κοπάδια με πρόβατα, κατσίκες και γουρούνια. Στις πόλεις το κρέας κόστιζε πάρα πολύ με εξαίρεση το χοιρινό: κατά την εποχή του Αριστοφάνη, ένα γουρουνάκι γάλακτος κόστιζε τρεις δραχμές,[34] ποσό που αντιστοιχεί σε τρία ημερομίσθια ενός δημοσίου υπαλλήλου. Στην κλασική Αθήνα, οι περισσότεροι έτρωγαν κρέας, αρνίσιο ή κατσικίσιο, μονάχα στις γιορτές.[16] Μολαταύτα, τόσο οι πλούσιοι όσο και οι φτωχοί κατανάλωναν λουκάνικα.[35]

Κρητομυκηναϊκή ψηστιέρα του 2000 π.Χ.

Κατά τη μυκηναϊκή περίοδο είναι γνωστό πως κατανάλωναν αρνίσιο, βοδινό και μοσχαρίσιο κρέας.[15] Κατά τον 8ο αιώνα π.Χ. ο Ησίοδος, περιγράφει στο «Έργα και Ημέραι» την ιδανική αγροτική γιορτή: Το κρέας αναφέρεται πολύ λιγότερο στα κείμενα της κλασικής εποχής σε σύγκριση με την ποίηση της αρχαϊκής εποχής. Κατά πάσα πιθανότητα αυτό δεν οφείλεται σε αλλαγή των διατροφικών συνηθειών, μα μόνο στους άτυπους κανόνες που διέπουν τα δύο αυτά είδη γραμματείας.
Η κατανάλωση κρέατος έχει εξέχοντα ρόλο στα πλαίσια θρησκευτικών εθιμοτυπικών: η μερίδα των θεών (λίπη και οστά) παραδίδονται στις φλόγες, ενώ η μερίδα των ανθρώπων (το ψαχνό κρέας) μοιράζεται στους παρευρισκομένους. Παράλληλα παρατηρούμε την ακμή ενός εμπορικού κλάδου, εκείνου των ψημένων ή παστών κρεάτων, που φαίνονται επίσης να σχετίζονται με θρησκευτικές τελετές και θυσίες.[37] Χαρακτηριστικό της τεχνικής του Έλληνα χασάπη είναι πως το σφάγιο δεν διαμελιζόταν ανάλογα με τον τύπο των μελών του, μα σε κομμάτια ίσου βάρους. Στην Κρήτη τα καλύτερα από αυτά αποδίδονταν στους φρονιμότερους πολίτες ή στους καλύτερους πολεμιστές. Σε άλλες περιοχές όπως στη Χαιρώνεια, οι μερίδες μοιράζονταν τυχαία με αποτέλεσμα να είναι θέμα τύχης για τον καθένα το αν θα λάμβανε καλό ή κακό κομμάτι.[38]
Κύρια τροφή των Σπαρτιατών πολεμιστών ήταν ένας ζωμός από χοιρινό, γνωστός με την ονομασία μέλας ζωμός. Ο Πλούταρχος υποστηρίζει πως «ανάμεσα στα πιάτα, αυτό που έχαιρε της μεγαλύτερης εκτίμησης ήταν ο μέλας ζωμός, μάλιστα σε τέτοιο σημείο που οι ηλικιωμένοι δεν αναζητούσαν καθόλου το κρέας. Το άφηναν για τους νεότερους και δειπνούσαν μονάχα με το ζωμό που τους παρείχαν».[39] Για τους υπόλοιπους Έλληνες πρόκειται για αξιοπερίεργο φαινόμενο. «Φυσικά και οι Σπαρτιάτες είναι οι γενναιότεροι ανάμεσα σε όλους», αστειεύεται ένας Συβαρίτης, «ο οποιοσδήποτε λογικός άνθρωπος θα προτιμούσε να πεθάνει χίλιους θανάτους παρά να διάγει τόσο λιτό βίο».[40][41] Το πιάτο αυτό αποτελούταν από χοιρινό, αλάτι, ξύδι και αίμα.[7] Συνοδευόταν από τη γνωστή μάζα, σύκα, τυρί και καμία φορά από θηράματα ή ψάρι.[39] Ο Αιλιανός, συγγραφέας του 2ου και 3ου αιώνα μ.Χ., υποστηρίζει πως στους Λακεδαιμόνιους μάγειρες απαγορευόταν να προετοιμάζουν ο,τιδήποτε άλλο εκτός από κρέας.[42]

ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΡΩΜΑΪΚΗ ΕΠΟΧΗ ΜΕ ΑΛΙΕΥΜΑΤΑ

Ψάρι
Η στάση των Ελλήνων απέναντι στο ψάρι ποικίλλει ανάλογα με την εποχή. Στο έπος της Ιλιάδας δεν γίνεται κατανάλωση ιχθύων παρά μόνο ψητού κρέατος.[43] Ο Πλάτων το αποδίδει στην αυστηρότητα των εθίμων της εποχής,[44] εντούτοις μοιάζει πως το ψάρι θεωρούταν φαγητό για φτωχούς. Στην Οδύσσεια αναφέρεται πως οι σύντροφοι του Οδυσσέα κατέφυγαν στο ψάρι, αλλά μόνο γιατί υπέφεραν από την πείνα αφού πέρασαν από τα στενά της Σκύλλας και της Χάρυβδης κι έτσι αναγκάστηκαν να φάνε ό,τι υπήρχε διαθέσιμο.[45]

 ΕΛΛΗΝΕΣ ΨΑΡΑΔΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ -ΣΚΙΤΣΟΓΡΑΦΗΜΑ ΤΟΥ 1944 ΓΙΑ ΤΟ ΕΘΝΙΚΟ ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΤΩΝ Η.Π.Α

Αντιθέτως, κατά την κλασική εποχή, το ψάρι μετατρέπεται σε προϊόν πολυτελείας, το οποίο αναζητούν για το τραπέζι τους οι γευσιγνώστες. Μάλιστα κατά την ελληνιστική περίοδο συναντούμε και σχετική βιβλιογραφία, όπως ένα σύγγραμμα του Λυγκέως από τη Σάμο το οποίο πραγματεύεται την τέχνη του να αγοράζει κανείς ψάρι σε χαμηλές τιμές.[46] Άλλα ειδικά συγγράμματα της αρχαίας ελληνικής γραμματείας με έξοχες και λεπτομερείς περιγραφές ψαριών είναι: το «Περί Ιχθύων» του Αριστοτέλη, ο «Αλιευτικός» του Νουμηνίου, η «Αλιευομένη», του Αντιφάνους, ο «Ιχθύς» του Αρχίππου.
Πάντως όλα τα προϊόντα αλιείας δεν κόστιζαν το ίδιο. Μια στήλη που ανάγεται στα τέλη του 3ου αιώνα π.Χ. και που προέρχεται από τη βοιωτική πόλη Ακραιφνία, στη λίμνη της Κωπαΐδας, εμπεριέχει έναν τιμοκατάλογο ψαριών, ίσως για την προστασία των καταναλωτών από την κερδοσκοπία.[47] Οικονομικότεροι όλων είναι οι σκάροι, ενώ η κοιλιά του κόκκινου τόνου κοστίζει τρεις φορές περισσότερο.[48] Οι σαρδέλες, οι αντζούγιες -γαύρος- και οι μαρίδες είναι οικονομικές και αποτελούν φαγητά της καθημερινότητας για τους αρχαίους Αθηναίους. Επίσης στην ίδια κατηγορία μπορούν να αναφερθούν ο λευκός τόνος, το λυθρίνι, το σαλάχι, ο ξιφίας και ο οξύρρυγχος, ο οποίος καταναλώνεται αλατισμένος. Η λίμνη Κωπαϊδα φημιζόταν για τα χέλια της, ξακουστά σε ολόκληρη την Ελλάδα, τα οποία εξαίρονται και στην κωμωδία «Αχαρνείς». Ανάμεσα στα ψάρια του γλυκού νερού μπορούν να σημειωθούν το λαβράκι, ο κυπρίνος και το υποτιμημένο γατόψαρο.
Οι Έλληνες απολάμβαναν εξίσου και τα υπόλοιπα θαλασσινά. Σουπιές (σηπία), χταπόδια (πολύπους) και καλαμάρια (τευθίς)
μαγειρεύονταν ψητά ή τηγανητά και σερβίρονταν ως ορεκτικά, ως συνοδευτικά ή ακόμη και στα συμπόσια αν ήταν μικρού μεγέθους. Τα θαλασσινά μεγαλύτερου μεγέθους συγκαταλέγονταν στα πιάτα της υψηλής μαγειρικής.[49] Ο ποιητής Έριφος κατατάσσει τις σουπιές, την κοιλιά του τόνου και τον γόγγρο στα εδέσματα των θεών, απλησίαστα για τους θνητούς με περιορισμένα οικονομικά μέσα.[50] Οι σουπιές και τα χταπόδια αποτελούσαν παραδοσιακά δώρα κατά τον εορτασμό των Αμφιδρομίων, όταν οι γονείς έδιναν ονόματα στα παιδιά τους. Όσον αφορά τα οστρακοειδή, οι αρχαίες πηγές αναφέρουν την κατανάλωση σπειροειδών κοχυλιών, μυδιών, πίννας, αυτιών της θάλασσας, αχιβάδων, πεταλίδων και χτενιών.[49] Ο Γαληνός είναι ο πρώτος που αναφέρει την κατανάλωση ψητών στρειδιών (ὄστρεον).[51] Τέλος εκτίμησης έχαιραν τα καβούρια (καρκίνος), οι αστακοί (ἀστακός), οι αχινοί (ἐχῖνος) και οι καραβίδες (κάραϐος).[52]



ΜΑΓΕΙΡΕΜΑ ΣΤΗΝ ΠΡΟΚΥΜΑΙΑ ΑΠΟ ΤΑ ΜΥΚΗΝΑΪΚΑ EΥΡΗΜΑΤΑ ΣΤΗΝ ΑΓΙΑ ΕΙΡΗΝΗ ΤΗΣ ΝΗΣΟΥ ΚΕΑΣ (MORGAN 1998)

Οι ψαράδες στην πλειοψηφία των περιπτώσεων έβγαιναν στη θάλασσα μόνοι και παρέμεναν κοντά στην ακτή.[53] Χρησιμοποιούσαν άγκιστρα, κυρίως χάλκινα, τα οποία έδεναν με ορμιά (πετονιά), φτιαγμένη από τρίχες ζώων ή φυτικές ίνες. Για να βυθίζεται το άγκιστρο, του έδεναν μολύβδινο βαρίδι. Συνηθισμένο ήταν το ψάρεμα με δίχτυα διαφόρων ειδών ανάλογα με το είδος των ψαριών, εφοδιασμένα με φελλούς και βαρίδια, αλλά και το ψάρεμα με καμάκι (κάμαξ) ή τρίαινα. Χρησιμοποιούσαν επίσης κύρτους πλεγμένους από βέργες. Πιο κατάλληλες ώρες για ψάρεμα θεωρούσαν το σούρουπο και το χάραμα. Ψάρευαν επίσης τη νύχτα με φως πυρσών.[54] Το μεγαλύτερο μέρος της ψαριάς πρέπει να πωλούταν στις αγορές των πόλεων σε ειδικούς χώρους.[55] Το ψάρι εμφανίζεται συχνά διατηρημένο στην άλμη. Πρόκειται για μια διαδικασία πολύ διαδεδομένη στα ψάρια μικρού μεγέθους, ωστόσο απαντάται και σε μεγαλύτερα όπως η παλαμίδα, ο τόνος, το σκουμπρί, η πεσκαντρίτσα και ο οξύρρυγχος, ακόμη στα καβούρια και τους αχινούς.[56]


Αυγά και γαλακτοκομικά
Οι Έλληνες ανέτρεφαν πάπιες, χήνες, ορτύκια και κότες για να εξασφαλίζουν αυγά. Ορισμένοι συγγραφείς [57] κάνουν ακόμη αναφορά σε αυγά φασιανού και αιγυπτιακής χήνας, εντούτοις μπορούμε να υποθέσουμε πως επρόκειτο για σπάνια εδέσματα. Τα αυγά καταναλώνονταν είτε μελάτα είτε σφικτά ως ορεκτικό ή επιδόρπιο. Επιπλέον τόσο ο κρόκος όσο και το ασπράδι του αυγού
αποτελούσαν συστατικά διάφορων συνταγών.[58]
Το γάλα ήταν αρκετά διαδεδομένο, ωστόσο σπάνια χρησιμοποιούταν στη μαγειρική. Το βούτυρο ήταν γνωστό, αλλά χρησιμοποιούταν σπάνια: γενικώς θεωρούταν χαρακτηριστικό της διατροφής των κατοίκων της Θράκης τους οποίους ο κωμικός ποιητής Αναξανδρίδας αποκαλεί «βουτυροφάγους».[59] Παρόλα αυτά τα γαλακτοκομικά προϊόντα έχαιραν εκτίμησης. Η πυριατή [60] ήταν ένα είδος παχύρρευστου γάλακτος, το οποίο συχνά συγχέεται με το γιαούρτι. Βασικό συστατικό της ελληνικής διατροφής ήταν το τυρί, είτε από γάλα κατσίκας είτε από γάλα προβάτου. Γινόταν διάκριση ανάμεσα στο φρέσκο και το σκληρό τυρί που πωλούταν σε διαφορετικά καταστήματα: το πρώτο κόστιζε τα δύο τρίτα της τιμής του δεύτερου.[61] Καταναλώνονταν σκέτα ή με μέλι ή με λαχανικά. Επίσης αποτελούσε συστατικό διάφορων συνταγών, ανάμεσα στα οποία συναντούμε και το ψάρι.[62]

Άλλα φαγητά
Άλλα εδέσματα των αρχαίων Ελλήνων ήταν γλυκά όπως η «σησαμίς» (είτε με τη μορφή που έχει το σημερινό παστέλι, είτε σε σφαιροειδή μορφή),[63] οι «πλακούντες», η «άμμιλος» (τούρτα), η «μελιττούτα» (είδος γαλατόπιττας) καθώς και τα «αρτοκρέατα» (κρεατόπιττες), οι «τηγανίτες» ή τα «τήγανα» (τηγανήτες ή λουκουμάδες).[64]


 Είδος κάνθαρου μυκηναϊκής εποχής.

Ποτά
Στη πόση των αρχαίων Ελλήνων με την ευρύτερη κατανάλωση ήταν προφανώς το νερό. Η αναζήτηση νερού υπαγόταν στις εργασίες που έπρεπε να διεκπεραιώσουν καθημερινά οι γυναίκες. Αν και η χρήση πηγαδιού συχνά ήταν αναπόφευκτη, όπως είναι φυσικό
υπήρχε προτίμηση σε νερό «από πηγή πάντα ρέουσα και αναβλύζουσα».[65] Το νερό θεωρείται θρεπτικό - κάνει τα δέντρα και τα φυτά να αναπτύσσονται - αλλά και επιθυμητό.[γ] Ο Πίνδαρος ονομάζει το νερό μιας πηγής «ευχάριστο σαν μέλι».[66] Οι πηγές περιγράφουν κατά καιρούς το νερό ως βαρύ (βαρυσταθμότερος), ξηρό (κατάξηρος), όξινο (Ὀξύς), να θυμίζει κρασί (Οἰνώδης) κ.ά. Ένας από τους χαρακτήρες του κωμικού ποιητή Αντιφάνη υποστηρίζει πως θα μπορούσε να αναγνωρίσει ανάμεσα σε όλο το νερό του κόσμου εκείνο της Αττικής από την καλή του γεύση.[67] Τέλος, ο Αθήναιος αναφέρει μια σειρά από φιλοσόφους που κατανάλωναν παρά μόνο νερό, συνήθεια που συνοδεύεται συνήθως από αυστηρή χορτοφαγία.[68] Άλλα ποτά που καταναλώνονται συχνότατα ήταν το γάλα κατσίκας και το υδρόμελι.

 ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΣΚΎΦΟΣ  ΤΥΠΟΥ β΄  Ή ΚΟΤΥΛΗ 

Το σκεύος που χρησιμοποιούταν για την πόση ήταν ο  σκύφος, κατασκευασμένος από ξύλο, πηλό ή μέταλλο. Ο Κριτίας αναφέρει δια μέσου του έργου του Πλουτάρχου ένα λακωνικής καταγωγής κυκλικό αγγείο, που ονομαζόταν κώθων.[69] Θεωρούνταν από τους αρχαίους το πιο κατάλληλο για στρατιωτική χρήση, γιατί λόγω του χρώματος του δοχείου εμποδίζονταν εκείνος που έπινε να αντιληφθεί τις τυχόν ακαθαρσίες του νερού και χώματα, ενώ παράλληλα είχε αρκετά γυριστό χείλος, ώστε να μένουν σε αυτό οι ακαθαρσίες κατά την πόση. Ένα άλλο διαδεδομένο σκεύος ήταν η  κύλικα, ένα ποτήρι κυκλικού σχήματος, βαθύ, αλλά τελείως ανοιχτό, με βάση και δύο λαβές. Επίσης, ο κάνθαρος, αγγείο με δύο, συνήθως ψηλές, κάθετες λαβές και το ρυτόν που ήταν συχνά ζωόμορφο και που χρησιμοποιούταν συνήθως ως κρασοπότηρο σε συμπόσια.[70]


Ελληνικός Κάνθαρος στην αρχαιότητα.

  Οίνος
Κατά την αρχαιότητα υπήρχαν πολλά είδη κρασιού: λευκό, κόκκινο, ροζέ. Υπάρχουν μαρτυρίες για όλα τα είδη καλλιέργειας, από το καθημερινό κρασί μέχρι εκλεκτές ποικιλίες. Ξακουστοί αμπελώνες υπήρχαν στη Νάξο, τη Θάσο, τη Λέσβο και τη Χίο. Δευτερεύον κρασί παραγόταν από νερό και μούστο, αναμεμειγμένο με κατακάθια, το οποίο και διατηρούσαν οι χωρικοί για προσωπική τους χρήση. Ορισμένες φορές το κρασί γινόταν γλυκύτερο με μέλι, ενώ μπορούσε να χρησιμοποιηθεί και για φαρμακευτικούς σκοπούς αν ανακατευόταν με θυμάρι, κανέλλα και άλλα βότανα.
Κατά τη ρωμαϊκή εποχή, ίσως και λίγο νωρίτερα, ήταν γνωστό ένας πρόγονος της σημερινής ρετσίνας [71] και του βερμούτ.[72] Ο Αιλιανός επίσης αναφέρει έναν οίνο που αναμιγνυόταν με άρωμα.[73][74] Επίσης παρασκευαζόταν και ζεστό κρασί,[75] ενώ στη Θάσο ένα είδος «γλυκού κρασιού».[73]
Το κρασί στις περισσότερες περιπτώσεις αραιωνόταν με νερό, καθώς ο "άκρατος οίνος" (μη αραιωμένο κρασί) δεν ενδεικνυόταν για καθημερινή χρήση. Το κρασί αναμιγνυόταν σε έναν κρατήρα από τον οποίο οι δούλοι γέμιζαν τα ποτήρια με τη βοήθεια μιας οινοχόης. Το κρασί επίσης είχε θέση και στη γενική ιατρική, καθώς του αποδίδονταν φαρμακευτικές ιδιότητες. Ο Αιλιανός αναφέρει πως το κρασί της Ηραίας στην Αρκαδία μπορεί να επιφέρει τρέλλα στους άνδρες, αλλά και πως καθιστούσε τις γυναίκες γόνιμες. Αντιθέτως ένα κρασί από την Αχαΐα είχε τη φήμη πως μπορούσε να επιφέρει αποβολή στις εγκύους.[76] Εκτός από τις ιατρικές περιστάσεις, η ελληνική κοινωνία αποδοκίμαζε τις γυναίκες που έπιναν κρασί. Σύμφωνα με τον Αιλιανό ένας νόμος στη Μασσαλία απαγόρευε στις γυναίκες να πίνουν ο,τιδήποτε εκτός από νερό.[77] Η Σπάρτη ήταν η μοναδική πόλη όπου επιτρεπόταν στις γυναίκες να καταναλώνουν ό,τι ήθελαν.
Τα κρασιά που προορίζονταν για τοπική χρήση διατηρούνταν σε ασκιά. Εκείνα που επρόκειτο να πουληθούν τοποθετούνταν σε πίθους, μεγάλα αποθηκευτικά αγγεία από πηλό. Κατόπιν μεταφέρονταν σε σφραγισμένους αμφορείς για να πωληθούν ανεξάρτητα, είτε στον ίδιο τόπο, είτε σε άλλο, μεταφερόμενοι με πλοία. Τα επώνυμα κρασιά έφεραν ετικέτες με το όνομα του παραγωγού ή των αρχόντων μιας πόλης που εγγυόντουσαν την καταγωγή του.[78] Αποτελεί το πρώτο παράδειγμα στην ιστορία μιας πρακτικής που επιβιώνει ως τις ημέρες μας.


Ευρήματα του Έβανς στην Μινωική Κρήτη μαγειρικών σκευών από χαλκό.

Κυκεών και Πτισάνη
Ο Έλληνες παρασκεύαζαν επίσης ένα τρόφιμο ανάμεσα στο φαγητό και το ποτό που ονομαζόταν κυκεών (προέρχεται από το ρήμα κυκάω που σημαίνει «ανακατεύω»). Πρόκειται για πληγούρι κριθαριού στο οποίο προσέθεταν νερό και βότανα. Στην Ιλιάδα περιελάμβανε επίσης τριμμένο κατσικίσιο τυρί.[79] Στην Οδύσσεια, η μάγισσα Κίρκη του προσέθεσε μέλι κι ένα μαγικό φίλτρο.[80] Στον Ομηρικό Ύμνο της Δήμητρας,[81] η θεά απορρίπτει το κόκκινο κρασί, ωστόσο δέχεται κυκεώνα από νερό, αλεύρι και βλήχονα. Χρήσιμος και ως ιερό ποτό στα Ελευσίνια Μυστήρια, ο κυκεώνας αποτελεί και λαϊκή τροφή ιδίως στην ύπαιθρο: ο Θεόφραστος στους
«Χαρακτήρες» του παρουσιάζει έναν αγρότη που ήπιε δυνατό κυκεώνα προκαλώντας δυσφοριά στους διπλανούς του στην Εκκλησία του Δήμου με την αναπνοή του.[82] Το ποτό αυτό είναι επίσης φημισμένο για την ιδιότητά του να βοηθά στην πέψη. Έτσι, στην «Ειρήνη», ο θεός Ερμής το συνιστά στον πρωταγωνιστή που το παράκανε τρώγοντας ξηρά φρούτα.[83]
Στην ίδια λογική, η πτισάνη ήταν ένα αφέψημα από κριθάρι που χρησίμευε ως τροφή για αρρώστους.[84] Ο Ιπποκράτης το συνιστά σε ασθενείς που υποφέρουν από οξείες παθήσεις.[85]

Χορτοφαγία
Ο ορφισμός και ο πυθαγορισμός, δύο αρχαιοελληνικά θρησκευτικά ρεύματα, πρότειναν ένα διαφοροποιημένο τρόπο ζωής, βασισμένο στην αγνότητα και την κάθαρση - στην πραγματικότητα πρόκειται για μία μορφή άσκησης. Στο πλαίσιο αυτό η χορτοφαγία αποτελεί κεντρικό σημείο στην ιδεολογία του ορφισμού, καθώς και σε μερικές από τις παραλλαγές του πυθαγορισμού.
Ο Εμπεδοκλής τον 5ο αιώνα π.Χ. πλαισιώνει τη χορτοφαγία στην πεποίθηση της μετεμψύχωσης: ποιος μπορεί να εγγυηθεί ότι ένα ζώο που θανατώνεται δεν αποτελεί το καταφύγιο μιας ανθρώπινης ψυχής; Οφείλουμε να παρατηρήσουμε, ωστόσο, πως ο Εμπεδοκλής, αν ήθελε να είναι συνεπής με την ίδια του τη λογική, θα έπρεπε να αρνείται επίσης να καταναλώνει και φυτά για τον ίδιο λόγο.[97] ,αλλά από την άλλη ομιλεί για ψυχή κάτι δύσκολο να ανιχνευτεί σε ένα φυτό. Η χορτοφαγία πιθανώς επίσης εκπορεύεται από την απέχθεια προς τη θανάτωση ζωντανών οργανισμών, καθώς ο ορφισμός δίδασκε την αποχή από αιματοχυσίες.[98]
Η διδασκαλία του Πυθαγόρα τον 4ο αιώνα π.Χ. είναι ακόμη δυσκολότερο να οριοθετηθεί με ακρίβεια. Οι ποιητές της Μέσης Κωμωδίας, όπως ο Άλεξις ή ο Αριστοφών, περιγράφουν τους πυθαγόρειους ως αυστηρά χορτοφάγους: μάλιστα ορισμένοι περιορίζονταν μονάχα στην κατανάλωση ψωμιού και νερού. Ωστόσο, άλλα ρεύματα περιορίζονταν στην απαγόρευση συγκεκριμένων φυτικών τροφών όπως τα κουκιά [99] ή ιερών ζώων όπως ο λευκός κόκορας ή ακόμη συγκεκριμένων σημείων του σώματος των ζώων. Τέλος, ακόμη και οι
οπαδοί της χορτοφαγίας σε συγκεκριμένες θρησκευτικές περιστάσεις κατανάλωναν θυσιασμένα ζώα, κατά την άσκηση των θρησκευτικών τους καθηκόντων.[100]
Η χορτοφαγία και η ιδέα της αγνότητας παρέμειναν στενά συνδεδεμένες και ορισμένες φορές συνοδεύονταν κι από την αποχή από τη
σεξουαλική πράξη. Στο έργο του «Περί σαρκοφαγίας» ο Πλούταρχος (1ος - 2ος αιώνας μ.Χ.) αναβιώνει την αντίληψη πως η αιματοχυσία αποτελεί βάρβαρη πράξη και ζητά από τον άνθρωπο που καταναλώνει σάρκα να δικαιολογήσει την προτίμησή του.[101]
Ο νεοπλατωνικός Πορφύριος από την Τύρο (3ος αιώνας), στο έργο του «De abstinentia ab esu animalium» συνδέει τη χορτοφαγία με τα
κρητικά μυστήρια και παρέχει έναν κατάλογο με διάσημους χορτοφάγους του παρελθόντος, ξεκινώντας από τον Επιμενίδη. Για εκείνον, είναι ο ήρωας Τριπτόλεμος, που δέχτηκε από το θεά Δήμητρα ένα στάχυ ως δώρο, εκείνος που εισήγαγε τη χορτοφαγία. Οι τρεις εντολές του ήταν: «Τίμα τους γονείς σου», «Τίμα τους θεούς με καρπούς» και «Δείξε οίκτο στα ζώα».[102]


Διατροφή των ασθενών
Οι αρχαίοι Έλληνες ιατροί συμφωνούν για την αναγκαιότητα ιδιαίτερης διατροφής για τους αρρώστους, εντούτοις οι απόψεις τους για το ποια τρόφιμα πρέπει να περιλαμβάνει δεν συμφωνούν. Στο έργο του «Περί Διαίτης Οξέων» ο Ιπποκράτης αναφέρεται στις ευεργετικές ιδιότητες της πτισάνης, η οποία αφομοιώνεται εύκολα από τον οργανισμό και προκαλεί πτώση του πυρετού. Εντούτοις, άλλοι τη θεωρούν βαριά, καθώς εμπεριέχει σπόρους κριθαριού, ενώ άλλοι την συνιστούν με την προϋπόθεση να μην τοποθετούνται οι σπόροι αυτοί κατά την προετοιμασία της. Ορισμένοι ιατροί δεν επιτρέπουν παρά μόνο υγρές τροφές μέχρι και την έβδομη ημέρα, και μετά επιτρέπουν την πτισάνη. Τέλος μια μερίδα εξ αυτών υποστηρίζει πως δεν θα πρέπει να καταναλώνονται στερεές τροφές καθ' όλη τη διάρκεια της ασθένειας.[103]
Οι ίδιες οι μέθοδοι του Ιπποκράτη αποτελούν αντικείμενο διχογνωμίας ανάμεσα στους διάφορους ιατρούς: άλλοι κατηγορούν το μεγάλο ιατρό πως υποσιτίζει τους ασθενείς του, ενώ άλλοι πως τους τρέφει υπερβολικά. Κατά την ελληνιστική εποχή, ο Αλεξανδρινός Ερασίστρατος προσάπτει στον Ιπποκράτη ότι απαγόρευε στους αρρώστους να τρώνε οτιδήποτε παρά λίγο νερό, χωρίς να λαμβάνουν κανένα άλλο θρεπτικό στοιχείο: πρόκειται πράγματι για την πρακτική των μεθοδικών που δεν επέτρεπαν στους ασθενείς τη λήψη τροφής κατά το πρώτο 48ωρο. Αντίθετα, κάποιος Πετρονάς συνιστά την κατανάλωση χοιρινού και τη λήψη ανόθευτου οίνου.[104]



Διατροφή των αθλητών
Αν θεωρήσουμε τον Αιλιανό αξιόπιστη πηγή, ο πρώτος αθλητής που ακολούθησε ποτέ ειδική διατροφή ήταν ο Ίκκος από τον Τάραντα, που έζησε κατά τον 5ο αιώνα π.Χ.[105] Ο Πλάτων επιβεβαιώνει πως ακολουθούσε πολύ πειθαρχημένο πρόγραμμα, με την έκφραση
«γεύμα του Ίκκου» να γίνεται παροιμιώδης.[106] Ωστόσο, ο Μίλων από τον Κρότωνα, ολυμπιονίκης της πάλης, κατείχε τη φήμη πως
κατανάλωνε 7,5 λίτρα κρασιού, 9 κιλά ψωμί και κάμποσο κρέας καθημερινά.[107] Πριν από αυτόν, οι αθλητές της κλασικής εποχής ακολουθούσαν δίαιτα στηριγμένη στις ξηρές τροφές (ξηροφαγία), όπως για παράδειγμα στα ξηρά σύκα, το τυρί και το ψωμί.[108] Ο Πυθαγόρας (είτε ο γνωστός φιλόσοφος είτε κάποιος προπονητής αθλητών) είναι ο πρώτος που συμβουλεύει τους αθλητές να καταναλώνουν κρέας.[109]
Ακολούθως, οι προπονητές συνιστούν μια προκαθορισμένη διατροφή: για να κατακτήσει κάποιος έναν ολυμπιακό τίτλο «πρέπει να
ακολουθεί ιδιαίτερη διατροφή, να μην τρώει επιδόρπια (…), να μην πίνει παγωμένο νερό και να μην καταναλώνει ποτήρια κρασιού όποτε του κάνει κέφι».[110] Η διατροφή αυτή πρέπει να είχε ως βάση το κρέας, πληροφορία που επιβεβαιώνει ο Παυσανίας.[111] Ο ιατρός Γαληνός αποδοκιμάζει τους συγχρόνους του αθλητές επειδή καταναλώνουν ωμό κρέας που ακόμη στάζει αίμα.[112] Θεωρεί πως η συνήθεια αυτή προκαλεί πύκνωση της σαρκικής μάζας εξαφανίζοντας την εσωτερική θερμότητα του σώματος, οδηγώντας σταδιακά τον αθλητή στο θάνατο.[113] Αντίθετα, υποστηρίζει πως η διατροφή πρέπει να προσαρμόζεται στις ιδιαίτερες ανάγκες του κάθε αθλητή και να βασίζεται στις συμβουλές εξειδικευμένου ιατρού.[114][115]


Πηγές για την αρχαιοελληνική διατροφή
Για τις τροφές και τις διατροφικές συνήθειες των Αρχαίων Ελλήνων, αντλούμε πληροφορίες από διαφορετικές πηγές, ανάλογα με την εκάστοτε εποχή. Ειδικά, για τις πρώτες χιλιετίες, σημαντική θεωρείται η συμβολή της αρχαιολογίας.[15] Έτσι, από πινακίδες της Πύλου και της Κνωσού, πληροφορούμαστε για τη διατροφή των Μυκηναίων και των Μινωιτών.[14] Για τη Γεωμετρική εποχή (1100-800 π.Χ.) χρησιμοποιούνται τα έπη του Ομήρου, τα οποία και απεικονίζουν την πραγματικότητα.[15] Αντίθετα, ωστόσο, με τις προηγούμενες περιόδους, για την Κλασική εποχή η σπουδαιότερη πηγή είναι η αρχαία ελληνική γραμματεία,[15] όπως οι κωμωδίες του Αριστοφάνη και τα έργα του Αθήναιου. Σε γενικές γραμμές, πάντως, πληροφορίες μας παρέχουν και τα αγγεία και τα αγαλματίδια.

ΑΡΧΑΙΟΓΝΩΜΩΝ 






Παραπομπές






1. ↑ Flacelière, σελ. 205.


2. ↑ Flacelière, σελ. 206.


3. ↑ Dalby, σελ. 5.


4. ↑ Dalby, σελ. 15.


5. ↑ Αριστοτέλης, «Πολιτικά», 1323a4.


6. ↑ Dalby, σελ. 13-14.


7. ↑ 7,0 7,1 7,2 Flacelière, σελ. 209.


8. ↑ 8,0 8,1 Sparkes, σελ. 132.


9. ↑ Αριστοφάνης, «Ιππείς», 413–16.


10. ↑ 10,0 10,1 Flacelière, σε . 212.


11. ↑ Flacelière, σελ. 213.


12. ↑ 12,0 12,1 Flacelière, σε . 215.


13. ↑ Levy, 2008.


14. ↑ 14,0 14,1 Δρακόπουλος & Ευθυμίου, σ. 21.


15. ↑ 15,0 15,1 15,2 15,3 15,4 15,5 15,6 Δρακόπουλος & Ευθυμίου, σ. 23.


16. ↑ 16,0 16,1 Time-Life Παγκόσμια Ιστορία, σ. 81


17. ↑ Dalby, σελ. 90-91.


18. ↑ 18,0 18,1 Migeotte, σελ. 62.


19. ↑ 19,0 19,1 Dalby, σελ. 91.


20. ↑ Γαληνός, «De Alimentorum Facultatibus», I 10.


21. ↑ Sparkes, σελ. 127.


22. ↑ Sparkes, σελ. 128.


23. ↑ Flacelière, σελ. 207.


24. ↑ Αριστοφάνης, «Βάτραχοι», 858.


25. ↑ Αριστοφάνης, «Σφήκες», 238.


26. ↑ Αριστοφάνης, «Ειρήνη», 449.


27. ↑ Dalby, σελ. 22.


28. ↑ Αριστοφάνης, «Βάτραχοι», 62-63.


29. ↑ Dalby, σελ. 89.


30. ↑ Dalby, σελ. 23.


31. ↑ Flacelière, σελ. 208.


32. ↑ Αριστοφάνης, «Ειρήνη», 529.


33. ↑ Αριστοφάνης, «Ειρήνη», 1127-1129.


34. ↑ Αριστοφάνης, «Ειρήνη», 374.


35. ↑ Sparkes, σελ. 123.


36. ↑ Ησίοδος, «Έργα και Ημέραι», 588-593.


37. ↑ Davidson, σελ. 15.


38. ↑ Πλούταρχος, «Ηθικά», 642ef.


39. ↑ 39,0 39,1 Πλούταρχος, «Βίοι Παράλληλοι: Λυκούργος», 12


40. ↑ Αθήναιος, «Δειπνοσοφισταί», 138d.


41. ↑ Πλούταρχος, «Βίοι Παράλληλοι: Πελοπίδας», 1.3


42. ↑ Κλαύδιος Αιλιανός, «Ποικίλη Ιστορία», XIV, 7.


43. ↑ Davidson, σελ. 12-13.


44. ↑ Πλάτων, «Πολιτεία», 404b-405405a.


45. ↑ Όμηρος, «Οδύσσεια , Ραψωδία Μ, 329-332.


46. ↑ Corvisier, σελ. 232.


47. ↑ Corvisier, σελ. 231.


48. ↑ Dalby, σελ. 67.


49. ↑ 49,0 49,1 Dalby, σελ. 73.


50. ↑ Έριφος, «Μελίβοια», αναφορά από τον Αθήναιο, στους «Δειπνοσοφιστές», 302e.


51. ↑ Γαληνός, «De Alimentorum Facultatibus», III.32.2.


52. ↑ Dalby, σελ. 74.


53. ↑ Corvisier, σελ. 197.


54. ↑ Φακλάρης, Παναγιώτης Β. (18 Ιουλίου 1999). "«Αι αφύαι, ο θεόπαις λάβραξ και ο ορφώς»". Ιστοσελίδα εφημερίδας «Το Βήμα» (Δ.Ο.Λαμπράκη). Ανακτήθη ε στις 18 Απριλίου 2010.


55. ↑ Corvisier, σελ. 226.


56. ↑ Corvisier, σελ. 220.


57. ↑ Ο Επαίνετος και ο Η ακλείδης, αναφορά στους οποίους κάνει ο Αθήναιος στους «Δειπνοσοφιστές», 58b.


58. ↑ Dalby, σελ. 65.


59. ↑ Αθήναιος, «Δειπνοσοφιστές», 151b.


60. ↑ Γαληνός, «De Alimentorum Facultatibus», III.15.


61. ↑ Dalby, σελ. 66.


62. ↑ Αθήναιος, «Δειπνοσοφιστές», 325f.


63. ↑ σησαμίς, ίδος, ἡ, 1) = σησαμῆ, späterer Ausdruck nach Schol. Ar. Pax 834; Ath. XIV, 646 f ἐκ μέλιτος καὶ σησάμων πεφρυγμένων καὶ ἐλαίου σφαιροειδῆ πέμματα. Griechisch-deutsches Handwörterbu h.


Ανακτήθηκε στις 2011-01-22.


64. ↑ Ιδιωτικός βίος των αρχαίων. Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαιδεία (Δρανδάκη), τ. Ι. Πυρσός. 1934. σσ. 781. Ανακτήθηκε στις 2011-01-23.


65. ↑ Ησίοδος, «Έργα και Ημέραι», στ. 595.


66. ↑ Πίνδαρος, απ. 198 B4.


67. ↑ Αθήναιος, «Δειπνοσοφιστές», 43b-c.


68. ↑ Αθήναιος, «Δειπνοσοφιστές», 44.


69. ↑ Πλούταρχος, «Βίοι Παράλληλοι: Λυκούργος», 9.7 έως 9.8


70. ↑ Αρχαία Αγγεία ~ Σχήματα και Χρήση. Ιστότοπος pantheon.20m.com. Ανακτήθηκε στις 18 Απριλίου 2010.


71. ↑ Πεδάνιος Διοσκουρίδης, «Materia Medica», V, 34.


72. ↑ Πεδάνιος Διοσκουρίδης, «Materia Medica», V, 39.


73. ↑ 73,0 73,1 Κλαύδιος Αιλιανός, «Ποικίλη Ιστορία», XII, 31.


74. ↑ Dalby, σελ. 150.


75. ↑ Αθήναιος, «Δειπνοσοφιστές», I, 31d.


76. ↑ Κλαύδιος Αιλιανός, «Ποικίλη Ιστορία», XIII, 6.


77. ↑ Κλαύδιος Αιλιανός, «Ποικίλη Ιστορία», II, 38.


78. ↑ Dalby, σελ. 88-89.


79. ↑ Όμηρος, «Ιλιάδα», Ραψωδία Ο, 638-641.


80. ↑ Όμηρος, «Οδύσσεια , Ραψωδία κ, 234.


81. ↑ Ομηρικοί Ύμνοι, «Δήμητρα», στ. 208.


82. ↑ Θεόφραστος, «Χαρακτήρες», IV, 2-3.


83. ↑ Αριστοφάνης, «Ειρήνη», στ. 712.


84. ↑ Jouanna, σελ. 236.


85. ↑ Ιπποκράτης, «Περί Διαίτης Οξέων», 4.


86. ↑ Αθήναιος, «Δειπνοσοφιστές», I, 8c.


87. ↑ Briant, σελ. 297-306.


88. ↑ Ηρόδοτος, «Ιστορίες», I, 133.


89. ↑ Αθήναιος, «Δειπνοσοφιστές», XII, 539b.


90. ↑ Στράβων, «Γεωγραφία», XV, 3, 22.


91. ↑ Αθήναιος, «Δειπνοσοφιστές», II, 67a.


92. ↑ Πλούταρχος, «Βίοι Παράλληλοι: Λυκούργος», 7.13.


93. ↑ Πολύαινος, «Στρατηγήματα», IV, 3, 32.


94. ↑ Πολύαινος, «Στρατηγήματα», IX, 82.


95. ↑ Πλάτων, «Γοργίας», 518b.


96. ↑ Σούδα, λήμμα ἀφὐα.


97. ↑ Dodds, σελ. 158-159.


98. ↑ Αριστοφάνης, «Βάτραχοι», στ. 1032.


99. ↑ Flint-Hamilton, σελ. 379–380.


100. ↑ Davidson, σελ. 17.


101. ↑ Πλούταρχος, «Ηθικά», XII, 68.


102. ↑ Πορφύριος, «De abstinentia ab esu animalium», IV, 22.


103. ↑ Ιπποκράτης, «Περί Διαίτης Οξέων», I 12 H.


104. ↑ Pietrobelli, σελ. 117.


105. ↑ Κλαύδιος Αιλιανός, «Ποικίλη Ιστορία», XI, 3.


106. ↑ Πλάτων, «Νόμοι», VIII, 839e-840a.


107. ↑ Θεόδωρος ο Ιεραπολίτης, «Περί αγώνων», αναφορά στους «Δειπνοσοφιστές» του Αθήναιου, 412e.


108. ↑ Αθήναιος, «Δειπνοσοφιστές», 205.


109. ↑ Διογένης Λαέρτιος, «Βίοι Φιλοσόφων», VIII, 12.


110. ↑ Επίκτητος, «Διατριβαί», XV, 2, 5.


111. ↑ Παυσανίας, «Ελλάδος περιήγησις», VI, 7-10.


112. ↑ Γαληνός, «Προτροπή για τη μελέτη της τέχνης της ιατρικής», 9.


113. ↑ Γαληνός, «Προτρεπτικός», XI, 1-8 et XII, 1.


114. ↑ Γαληνός, «Υγιεινή», VI, 164-166.


115. ↑ Felsenheld, σελ. 137





ΤΕΛΟΣ









ΕΙΚΟΝΕΣ ΑΡΧΑΙΟΓΝΩΜΩΝ

ΓΙΑ ΝΑ ΔΕΙΤΕ ΚΑΝΟΝΙΚΑ ΤΗΝ ΕΙΚΟΝΑ ΣΤΟ ΚΙΝΗΤΟ ΚΛΙΚ ΕΠΑΝΩ ΤΗΣ