Ιστορίες ερωτικού πάθους από την Αρχαία Ελλάδα

Ηρίππη

(Την ιστορία αφηγείται ο Αριστόδημος από τη Νύσα στο πρώτο βιβλίο των Ιστοριών του, πλην όμως αλλάζει τα ονόματα και αποκαλεί την Ηρίππη Ευθυμία και τον βάρβαρο τον ονομάζει Καυάρα[i]).

Κάποτε οι Γαλάτες[ii] έκαναν επιδρομή στην Ιωνία και εκπορθούσαν τις πόλεις της. Στη Μίλητο εορτάζονταν τότε τα Θεσμοφόρια[iii] και οι γυναίκες είχαν συγκεντρωθεί στο
ιερό, το οποίο απέχει λίγο από την πόλη. Ένα απόσπασμα του βαρβαρικού στρατού, λοιπόν, εισέβαλε στην επικράτεια της Μιλήτου και κάνοντας αιφνιδιαστική επιδρομή απήγαγε τις γυναίκες. Κατόπιν άλλες από αυτές οι Μιλήσιοι τις γλίτωσαν δίνοντας ως λύτρα πολύ ασήμι και χρυσάφι, άλλες όμως οι βάρβαροι τις ιδιοποιήθηκαν και τις πήραν μαζί τους. Ανάμεσά τους ήταν και η Ηρίππη, γυναίκα του Ξάνθου, ενός άνδρα πολύ σεβαστού στη Μίλητο και από πρώτης τάξεως οικογένεια. Πίσω της άφησε ένα παιδάκι δύο ετών. Ο Ξάνθος, που τη λαχταρούσε πολύ, εξαργύρωσε ένα μέρος της περιουσίας του και συγκέντρωσε δύο χιλιάδες χρυσά νομίσματα. Πρώτα πέρασε στην Ιταλία και από εδώ έφτασε με τη βοήθεια κάποιων προσωπικών φίλων στη Μασσαλία. Από εκεί πέρασε στη χώρα των Κελτών. Πλησίασε το σπίτι, όπου η γυναίκα του συζούσε με κάποιον άνδρα από τους πιο ξακουστούς μεταξύ των Κελτών, και παρακαλούσε για φιλοξενία.
Εκείνοι τον υποδέχτηκαν πρόθυμα και με φιλόξενη διάθεση. Μπαίνοντας μέσα στο σπίτι είδε τη γυναίκα του και εκείνη τον αγκάλιασε με τα χέρια της και τον τράβηξε κοντά της  με μεγάλη στοργή. Αμέσως ο Κέλτης ήρθε κοντά τους και η Ηρίππη του εξιστόρησε την περιπλάνηση του άντρα της και του είπε ότι είχε έρθει για χάρη της για να πληρώσει λύτρα.
Ο Κέλτης θαύμασε τον Ξάνθο για την ευψυχία του και αμέσως συγκέντρωσε τους πιο κοντινούς του φίλους και παρέθεσε γεύμα για χάρη του. Καθώς το συμπόσιο τραβούσε σε μάκρος, ο Κέλτης έβαλε τη γυναίκα να ξαπλώσει στο πλάι του και με τη βοήθεια διερμηνέα ρωτούσε τον Ξάνθο πόσα χρήματα είχε μαζί του συνολικά.
Ο Ξάνθος του απάντησε ότι είχε στο σύνολο χίλια χρυσά νομίσματα και ο βάρβαρος τον πρόσταξε να τα μοιράσει σε τέσσερα τμήματα και τα τρία από αυτά να τα κρατήσει για τον εαυτό του, τη γυναίκα και το παιδί του, ενώ το τέταρτό να το αφήσει ως λύτρα για τη γυναίκα του.
Όταν κάποια στιγμή πήγαν και ξάπλωσαν, η σύζυγος τον ονείδισε σκληρά, διότι υποσχέθηκε στο βάρβαρο τόσο μεγάλη ποσότητα χρυσού που δεν είχε στην κατοχή του. Θα κινδύνευε κι ο ίδιος, εάν δεν εκπλήρωνε την υπόσχεσή του.

Ο Ξάνθος της απάντησε ότι στα υποδήματα των δούλων του είχε κρύψει κι άλλα χίλια χρυσά νομίσματα, επειδή δεν ήλπιζε να συναντήσει έναν τόσο συγκαταβατικό βάρβαρο, αλλά νόμιζε ότι θα χρειαζόταν πολλά λύτρα.

Την επόμενη μέρα η γυναίκα αποκάλυψε στον Κέλτη το πλήθος του χρυσού και τον προέτρεπε να σκοτώσει τον Ξάνθο, λέγοντας ότι προτιμούσε πολύ περισσότερο εκείνον από ό,τι την πατρίδα και το παιδί της, ενώ τον Ξάνθο τον απεχθανόταν ολοκληρωτικά.



Όμως ο βάρβαρος δεν ευχαριστήθηκε με τα λεγόμενά της, αλλά σκέφτηκε να την τιμωρήσει. Όταν λοιπόν ο Ξάνθος έσπευδε προς αναχώρηση, ο Κέλτης τον προέπεμψε με μεγάλη εγκαρδιότητα, παίρνοντας μαζί και την Ηρίππη.

Όταν έφτασαν στα σύνορα της χώρας των Κελτών, ο βάρβαρος είπε ότι ήθελε να τελέσει θυσία πριν χωριστούν μεταξύ τους. Το σφάγιο έφτασε και ο Κέλτης παρακάλεσε την Ηρίππη να το κρατήσει.
 Την ώρα που εκείνη το κρατούσε, όπως και άλλες φορές συνήθιζε να κάνει, ύψωσε το ξίφος του και κατεβάζοντάς το την αποκεφάλισε.[iv] Τον Ξάνθο τον προέτρεψε να μη δυσανασχετεί, αφού του αποκάλυψε τη δολιότητά της, και του επέτρεψε να πάρει μαζί του όλο το χρυσάφι.

ΕΙΚΟΝΕΣ ΑΡΧΑΙΟΓΝΩΜΩΝ

ΓΙΑ ΝΑ ΔΕΙΤΕ ΚΑΝΟΝΙΚΑ ΤΗΝ ΕΙΚΟΝΑ ΣΤΟ ΚΙΝΗΤΟ ΚΛΙΚ ΕΠΑΝΩ ΤΗΣ