Η Ρωμέϊκη Μακεδονία από 1025 έως το 1430 μ.Χ.

ΤΑ ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΣΤΗΝ ΣΥΜΒΑΣΙΛΕΥΟΥΣΑ 

Λίγα χρόνια αργότερα, το 1071, η τραγική ήττα του Αυτοκράτορος Ρωμανού Δ΄ Διογένη στο Ματζικέρτ από τους Σελτζούκους του Αλπ-αρσλάν άφησε ελεύθερο το πεδίο για την εξάπλωση των Σελτζούκων στη Μικρά Ασία, ενώ στη Δύση οι Νορμανδοί του Ροβέρτου Γυισκάρδου κατέλαβαν το Μπάρι, την τελευταία βυζαντινή πόλη στην Κάτω Ιταλία. Στη Βαλκανική, μετά βίας καταστέλλονται επαναστάσεις Κροατών, Σέρβων και Βουλγάρων, ενώ οι Πετσενέγοι και οι Ούγγροι συνεχίζουν τις καταστροφικές επιδρομές τους.
Η οικονομική κρίση επί Μιχαήλ Ζ΄ Παραπινάκη εξαιτίας των οικονομικών μέτρων του ευνούχου Νικηφορίτζη και η εισαγωγή του κρατικού μονοπωλίου του σιταριού οδηγεί σε απόγνωση τους πληθυσμούς από την ακρίβεια. Εκδηλώνονται στασιαστικά κινήματα, όπως του Στρατηγού του Δυρραχίου Νικηφόρου Βρυέννιου, που διά της Εγνατίας Οδού έφθασε στην πατρίδα του την Αδριανούπολη, όπου ανακηρύχθηκε αυτοκράτορας τον Νοέμβριο του 1077 και του Στρατηγού Νικηφόρου Βοτανειάτη στην Ανατολή που, έχοντας υποστηρικτές και μέσα στην Κωνσταντινούπολη, κατέλαβε τον θρόνο...



Η Μακεδονία από 1025 έως το 1430
Η κρίση του ΙΑ΄ αιώνος

Ο θάνατος του Βασιλείου Β΄, τον Δεκέμβριο του 1025, του αυτοκράτορος που δαπάνησε σαράντα δύο χρόνια από τα πενήντα της βασιλείας του σε πολέμους εναντίον των Βουλγάρων του Σαμουήλ -εξ ου και η προσωνυμία του ως «Βουλγαροκτόνου»- στάθηκε μία καμπή στην ιστορία του Βυζαντίου. Η αυτοκρατορία είχε φθάσει στη μεγαλύτερή της έκταση και ακμή και η εξουσία της αποκαταστάθηκε στη Βαλκανική έως την Αδριατική και τον Δούναβη..

Την στιβαρή όμως ηγεσία του Βασιλείου διαδέχθηκε μία σειρά από ανίκανους αυτοκράτορες που, περιχαρακωμένοι στα τείχη της Βασιλευούσης, εθελοτυφλούν και επιδίδονται σε απολαύσεις και την ικανοποίηση προσωπικών φιλοδοξιών, σε άσκοπες οικοδομικές δραστηριότητες, σε απηνή φορολόγηση των καταπονημένων από τους συνεχείς πολέμους αγροτικών πληθυσμών, ανίκανοι να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά τους εξωτερικούς εχθρούς.
Ανατρέπεται η πολιτική του Βασιλείου του Β΄ κατά των μεγαλογαιοκτημόνων και καταστρέφονται οι μικροκαλλιεργητές, ενώ την θέση των θεματικών στρατιωτών παίρνουν ξένα μισθοφορικά στρατεύματα, λόγω και της νέας τακτικής του πολέμου. Έκδηλη είναι, επίσης, η ηθική κρίση του πνευματικού κόσμου. 


Εσωτερικοί και εξωτερικοί παράγοντες θα οδηγήσουν την αυτοκρατορία στην κρίση του ΙΑ΄ αιώνος και οι μεταβολές στην κοινωνική και στρατιωτική συγκρότηση θα προοιωνίσουν την φθίνουσα πορεία του Βυζαντίου τους επόμενους αιώνες.

Οι συνέπειες της πολιτικής των ιθυνόντων και των γραφειοκρατικών κύκλων της πρωτευούσης δεν άργησαν να εκδηλωθούν, είτε ως στασιαστικά κινήματα φιλόδοξων και αγανακτισμένων στρατηγών είτε ως επαναστάσεις αγροτικών πληθυσμών -Ελλήνων και ξένων- κατά της ταμιευτικής πολιτικής του κράτους, με ιδιαίτερες επιπτώσεις και στον χώρο της Μακεδονίας.

Μία από τις πιο επικίνδυνες συνέπειες υπήρξε η Βουλγαρική Επανάσταση του 1040. Αντίθετα προς την διορατική πολιτική του Βασιλείου του Β΄, ο οποίος είχε διατηρήσει τον φόρο σε είδος των αγροτικών πληθυσμών που ίσχυε και επί Σαμουήλ, ο αδελφός του Αυτοκράτορος Μιχαήλ του Δ΄ (1034-1041) Ιωάννης ο Ορφανοτρόφος, άνθρωπος ιδιοτελής και άπληστος που επινοούσε διαρκώς νέους φόρους, απαίτησε τους φόρους σε χρήμα.
Επιπλέον, μετά τον θάνατο του Βούλγαρου αρχιεπισκόπου Βουλγαρίας (Αχρίδος), διόρισε στη θέση του τον ελληνικής καταγωγής Χαρτοφύλακα της Αγίας Σοφίας Κωνσταντινουπόλεως, Λέοντα. Το 1040 ο Πέτρος Δολεάνος, που εμφανίσθηκε ως εγγονός του Σαμουήλ, κήρυξε στο Βελιγράδι επανάσταση κατά του Βυζαντίου, ενώ κατέβηκε νοτιότερα προς τη Ναϊσό και τα Σκόπια σκορπίζοντας τον θάνατο και την ερήμωση. 

Ο Αυτοκράτωρ Μιχαήλ ο Δ΄, που βρισκόταν στη Θεσσαλονίκη για να προσκυνήσει τον τάφο του Αγίου Δημητρίου καθώς έπασχε από επιληψία, επέστρεψε εσπευσμένα στην Κωνσταντινούπολη.
Ο Δολεάνος δεν κατευθύνθηκε εναντίον της Θεσσαλονίκης, προφανώς λόγω της οχυρώσεώς της. Ένας στρατηγός του όμως κατέλαβε το Δυρράχιο, ενώ άλλο τμήμα του στρατού του κατέβηκε προς τα νότια και κατέλαβε πρόσκαιρα την Δημητριάδα, ενώ συνάντησε σφοδρή αντίσταση στη Θήβα. Τελείως όμως απροσδόκητα στο Κίνημα του Δολεάνου προσχώρησαν οι κάτοικοι του Θέματος Νικοπόλεως στην Ήπειρο (εκτός από τη Ναύπακτο), όχι τόσο από συμπάθεια προς τον Βούλγαρο στασιαστή όσο γιατί ήταν αγανακτισμένοι από την βαριά φορολογία και την καταπίεση του υπευθύνου της εισπράξεως των φόρων, που είχε σταλεί από την Κωνσταντινούπολη.

Η Επανάσταση του Δολεάνου έλαβε άλλη τροπή, όταν εμφανίσθηκε στο προσκήνιο ο Αλουσιάνος, ανεψιός του Σαμουήλ, που είχε χρηματίσει πατρίκιος και στρατηγός Θεοδοσιουπόλεως στη Μικρά Ασία, κατηγορήθηκε όμως άδικα για προδοσία, φυλακίσθηκε και ο Ορφανοτρόφος του ζητούσε ένα υπέρογκο ποσό για να τον ελευθερώσει. Τελικά, ο Αλουσιάνος κατόρθωσε να διαφύγει από την Κωνσταντινούπολη και ήλθε στη Μακεδονία. Συνάντησε τον Δολεάνο στον Οστροβό, στη Δυτική Μακεδονία, ο οποίος, από φόβο μήπως οι Βούλγαροι προσχωρήσουν στον Αλουσιάνο, τον ονόμασε συμβασιλέα και του ανέθεσε μάλιστα να καταλάβει την Θεσσαλονίκη. Ο Αλουσιάνος με 40.000 στρατό πολιόρκησε την πόλη, η οποία αντέταξε σθεναρή άμυνα.

Ύστερα από έξι ημέρες πολιορκίας οι Θεσσαλονικείς, μετά από ολονύκτια δέηση στο Ναό του πολιούχου Αγίου Δημητρίου, επιχείρησαν έξοδο «του μάρτυρος προομαλίζοντος» και κατατρόπωσαν τους εχθρούς. Μάλιστα, πολλοί Βούλγαροι αιχμάλωτοι έλεγαν ότι είχαν δει «νεανίαν έφιππον… προηγούμενον της ρωμαϊκής φάλαγγος».
Ο Αλουσιάνος μετά την ήττα του, φοβούμενος μήπως κατηγορηθεί από τον Δολεάνο για προδοσία, παρέσυρε τον Δολεάνο και τον τύφλωσε και στη συνέχεια κατέφυγε στον αυτοκράτορα, στη Μοσυνόπολη της Θράκης. Σε αντάλλαγμα, έλαβε τον τιμητικό τίτλο του μαγίστρου. Ο Μιχαήλ έφθασε στη Θεσσαλονίκη και εξεστράτευσε εναντίον των Βουλγάρων ως τον Πρίλαπο, συνέλαβε τον στρατηγό τους Ιβάτζη και αφού αποκατέστησε την τάξη στη Μακεδονία, επέστρεψε μαζί με τον Δολεάνο και τον Ιβάτζη στη Βασιλεύουσα, όπου ετέλεσε θρίαμβο στον ιππόδρομο.

Τα πράγματα όμως χειροτέρευσαν για το Βυζάντιο, όταν στον θρόνο ανέβηκε ο Κωνσταντίνος Θ΄ ο Μονομάχος (1042-1055). Όπως γράφει ο ιστορικός Ιωάννης Σκυλίτζης, «εξ εκείνου του βασιλέως καί της εκείνου ασωτίας… τά Ρωμαίων ήρξατο φθίνειν πράγματα».

Τον Οκτώβριο του 1042 ο ικανότατος Στρατηγός Γεώργιος Μανιάκης, που είχε σημειώσει λαμπρές νίκες εναντίον των Αράβων και των Φράγκων στην Ιταλία και τη Σικελία, όταν ανακλήθηκε από τον αυτοκράτορα, φοβούμενος για την ζωή του, ανακηρύχθηκε αυτοκράτορας και πέρασε με τον στρατό του στο Δυρράχιο. καθ' οδόν όμως προς την Κωνσταντινούπολη, σε μάχη που έγινε κοντά στην Αμφίπολη με τα αυτοκρατορικά στρατεύματα, δέχθηκε θανατηφόρο κτύπημα και ο στρατός του διαλύθηκε.

Μετά την ανταρσία και την αποχώρηση από την Ιταλία του Γεωργίου Μανιάκη, βρήκαν πρόσφορο έδαφος οι Νορμανδοί, που μετά από επιδρομές εγκαταστάθηκαν στην Κάτω Ιταλία, ενώ μία σύμπραξη του Βυζαντίου με τον Πάπα κατά του κοινού αυτού εχθρού στην Ιταλία δεν κατέστη δυνατή, εξαιτίας του σχίσματος που εκδηλώθηκε το 1054 μεταξύ της Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως και του Πάπα. 

Και ενώ πύκνωναν οι απειλές από εξωτερικούς εχθρούς, τους Ούγγρους και τους Πετσενέγους από το Βορρά, τους Σελτζούκους Τούρκους στην Ανατολή και τους Νορμανδούς στη Δύση, οι αυτοκράτορες, ανίκανοι να αντιληφθούν τους σοβαρούς κινδύνους και να λάβουν τα απαραίτητα μέτρα, προσπαθούσαν με δωροδοκίες των βαρβάρων αρχηγών να απομακρύνουν τον κίνδυνο, παραμελώντας τον στρατό. Το γεγονός αυτό είχε ως αποτέλεσμα την αύξηση της δυνάμεως των εχθρών, την έλλειψη προστασίας των επαρχιακών πληθυσμών και την αποξένωσή τους από την πρωτεύουσα.

Το 1064 οι Ούγγροι κατέλαβαν το Βελιγράδι, ενώ οι Πετσενέγοι και οι Ούζοι πέρασαν τον Δούναβη. Οι Ούζοι επιδρομείς, περίπου 600.000 (αριθμός οπωσδήποτε υπερβολικός), κατανίκησαν στη Βόρεια Θράκη τους Βουλγάρους και τους Βυζαντινούς και έφθασαν έως την Θεσσαλονίκη και την Κεντρική Ελλάδα, αναγκάσθηκαν όμως να υποχωρήσουν στις εστίες τους λόγω του χειμώνος, ενώ επιδημία που ενέσκηψε, τους αποδεκάτισε. Όσοι επέζησαν, προσχώρησαν στους Βυζαντινούς και τους δόθηκαν γαίες για καλλιέργεια στη Βόρεια Θράκη.

Λίγα χρόνια αργότερα, το 1071, η τραγική ήττα του Αυτοκράτορος Ρωμανού Δ΄ Διογένη στο Ματζικέρτ από τους Σελτζούκους του Αλπ-αρσλάν άφησε ελεύθερο το πεδίο για την εξάπλωση των Σελτζούκων στη Μικρά Ασία, ενώ στη Δύση οι Νορμανδοί του Ροβέρτου Γυισκάρδου κατέλαβαν το Βάριον (Μπάρι), την τελευταία ρωμέϊκη πόλη στην Κάτω Ιταλία. Στη Βαλκανική, μετά βίας καταστέλλονται επαναστάσεις Κροατών, Σέρβων και Βουλγάρων, ενώ οι Πετσενέγοι και οι Ούγγροι συνεχίζουν τις καταστροφικές επιδρομές τους.
Η οικονομική κρίση επί Μιχαήλ Ζ΄ Παραπινάκη εξαιτίας των οικονομικών μέτρων του ευνούχου Νικηφορίτζη και η εισαγωγή του κρατικού μονοπωλίου του σιταριού οδηγεί σε απόγνωση τους πληθυσμούς από την ακρίβεια. Εκδηλώνονται στασιαστικά κινήματα, όπως του Στρατηγού του Δυρραχίου Νικηφόρου Βρυέννιου, που διά της Εγνατίας Οδού έφθασε στην πατρίδα του την Αδριανούπολη, όπου ανακηρύχθηκε αυτοκράτορας τον Νοέμβριο του 1077 και του Στρατηγού Νικηφόρου Βοτανειάτη στην Ανατολή που, έχοντας υποστηρικτές και μέσα στην Κωνσταντινούπολη, κατέλαβε τον θρόνο.



 Στο Δυρράχιο όμως στασίασε και ο Δούκας του Δυρραχίου, που διαδέχθηκε τον Νικηφόρο Βρυέννιο, ο Νικηφόρος Βασιλάκιος. Συγκέντρωσε στρατό από Έλληνες, Φράγκους, Βαράγγους, Βουλγάρους και Αρβανίτες και έφθασε στην Αχρίδα, όπου ήθελε να αναγορευθεί αυτοκράτωρ. εμποδίστηκε όμως από τον αρχιεπίσκοπο Αχρίδος. Όταν έφθασε στη Θεσσαλονίκη και πληροφορήθηκε την ανάρρηση στον θρόνο του Νικηφόρου Γ΄ Βοτανειάτη (1078-1081), έστειλε προς τον αυτοκράτορα γράμματα, με τα οποία δήλωνε την πίστη του στον νέο αυτοκράτορα, συγχρόνως όμως ήλθε σε συνεννοήσεις με τους Πετσενέγους.
Ο αυτοκράτορας, παρόλο που γνώριζε τις κινήσεις του, για να τον καθησυχάσει του έστειλε χρυσόβουλλο γράμμα και του απένειμε τον τίτλο του νωβελισσίμου. Ο ίδιος όμως δεν μετέβαλε τα σχέδιά του. Εναντίον του στάλθηκε ο Στρατηγός Αλέξιος Κομνηνός, που νίκησε τη Φρουρά του Βασιλάκιου στο Περιθεώριον (σημερινό Πόρτο-Λάγος) και στρατοπέδευσε έξω από την Θεσσαλονίκη, κοντά στον Αξιό. Ο Βασιλάκιος επιτέθηκε τη νύχτα, το σχέδιό του όμως είχε προδοθεί κι έτσι αναγκάσθηκε να καταφύγει στην ακρόπολη της Θεσσαλονίκης. Ο Αλέξιος, με τη σύμπραξη των Θεσσαλονικέων, τον συνέλαβε και τον έστειλε δέσμιο στην Κωνσταντινούπολη.

Η εσωτερική όμως κατάσταση της αυτοκρατορίας ολοένα χειροτέρευε. Η απώλεια του μεγαλυτέρου μέρους της Μικράς Ασίας στέρησε την αυτοκρατορία από φόρους ενώ δυσχέρειες αντιμετώπιζαν και οι δυτικές επαρχίες, με αποτέλεσμα να παρατηρηθεί μεγάλη έλλειψη χρημάτων στα ταμεία του κράτους. Τότε, ο αυτοκράτορας προχώρησε στην κιβδήλευση του νομίσματος: «των χρημάτων εκλελοιπότων τό νόμισμα εκεκιβδήλευτο», γράφει βυζαντινός ιστορικός. Έτσι ο σόλιδος, το χρυσό νόμισμα που είχε εισαγάγει ο Μέγας Κωνσταντίνος και που είχε διατηρήσει την αξία του επί τόσους αιώνες, νοθεύτηκε στα χρόνια του Νικηφόρου Γ΄ Βοτανειάτη, σύμπτωμα της φθίνουσας οικονομικής πορείας του κράτους.

Τον Απρίλιο του 1081 ο Νικηφόρος Γ΄ Βοτανειάτης ανατρέπεται από τον Αλέξιο Κομνηνό, γόνο στρατιωτικής οικογενείας, που αναδείχθηκε στην καταστολή των Στασιαστικών Κινημάτων του Νικηφόρου Βρυέννιου και του Νικηφόρου Βασιλάκιου, ο οποίος εισάγει μία νέα εποχή στην ιστορία του Βυζαντίου.



Η εποχή των Κομνηνών και των Αγγέλων, 1081-1204

Ο Αλέξιος ο Α΄ (1081-1118), γενναίος στρατηγός με ικανότητες διπλωματικές, ικανός να θέτει μεγάλους στόχους και να εκτελεί μεγάλα έργα (μεγαλόβουλος καί μεγαλουργός), αμέσως μετά την άνοδό του στον θρόνο έπρεπε να αντιμετωπίσει την απειλή από τους Νορμανδούς της Ιταλίας. Επιδόθηκε αμέσως στην ανασυγκρότηση του στρατού, στην ενίσχυση των πόλεων και των φρουρίων των δυτικών επαρχιών, ενώ συνήψε ειρήνη με τους Σελτζούκους. Τον Ιούνιο του 1081 υπέγραψε συνθήκη με τη Βενετία, της οποίας τα συμφέροντα θίγονταν από την παρουσία των Νορμανδών στην Κάτω Ιταλία και ήταν γι' αυτήν ζωτικής σημασίας η ελεύθερη ναυσιπλοΐα από τα Στενά του Οτράντο.
Αλέξιος Α΄ Κομνηνός
Τα επόμενα χρόνια, η Μακεδονία και η Ήπειρος γίνονται το θέατρο των πολεμικών συγκρούσεων μεταξύ των Νορμανδών και των Βυζαντινών. Στόχος των Νορμανδών δεν ήταν απλώς η λεηλασία και η κατάληψη των παρακτίων περιοχών και των νήσων του Ιονίου, αλλά η κατάλυση του βυζαντινού κράτους. «Της αρχής της των Ρωμαίων βασιλείας ιμειρόμενος», λέγει η Άννα Κομνηνή για τον Βασιλέα των Νορμανδών Ροβέρτο Γυισκάρδο. Στόχος του στάθηκε η κατάληψη της Ιλλυρίας και της Μακεδονίας και η πορεία μέσα από την βυζαντινή επικράτεια προς την Κωνσταντινούπολη.

Προπομπός ο μεγαλύτερος γιος του Ροβέρτου, Βοημούδος, κατέλαβε τα Κάνινα και τον Αυλώνα, ενώ ο ίδιος πλέοντας από το Βρινδήσιο προς το Δυρράχιο, κατέλαβε την Κέρκυρα και στις 17 Ιουνίου του 1081 έφθασε με στρατό και στόλο και πολιόρκησε το Δυρράχιο. Τον Δεκέμβριο του 1081 αναγκάσθηκε ο ίδιος ο αυτοκράτορας να εκστρατεύσει εναντίον των Νορμανδών. Έφθασε στη Θεσσαλονίκη και από εκεί στο Δυρράχιο, ο στρατός του όμως ηττήθηκε κατά κράτος και ο Αλέξιος κατέφυγε στην Αχρίδα και μετά στη Θεσσαλονίκη. Τον Φεβρουάριο του 1082, οι κάτοικοι του Δυρραχίου παρέδωσαν την πόλη.
Ο Αλέξιος αναγκάσθηκε να προχωρήσει ακόμη και στην εκποίηση των ιερών σκευών της Εκκλησίας για την εξεύρεση χρημάτων καθώς και στη στρατολόγηση νέων στρατιωτών, που εκγυμνάζονται στην περιοχή της Θεσσαλονίκης, ενώ εκχωρεί με χρυσόβουλλο λόγο εμπορικά προνόμια προς τη Βενετία για την βοήθειά της εναντίον των Νορμανδών. Τα προνόμια όμως αυτά θα αποτελέσουν την απαρχή της αναδείξεως της Βενετίας σε μεγάλη εμπορική δύναμη και θα συντελέσουν στην εμπορική και οικονομική παρακμή της αυτοκρατορίας.



Θέλοντας να δημιουργήσει αντιπερισπασμό, ο Αλέξιος ήλθε σε συνεννοήσεις με τον Ερρίκο της Γερμανίας, ο οποίος εισέβαλε στην Ιταλία, γεγονός που ανάγκασε τον Νορμανδό βασιλέα να επιστρέψει στην Απουλία. Τις επιχειρήσεις στον ελλαδικό χώρο συνέχισε ο Βοημούνδος. Έχοντας ως ορμητήριό του την Καστοριά κατέλαβε τα Ιωάννινα, όπου ηττήθηκε εκ νέου ο βυζαντινός στρατός και ο Αλέξιος αναγκάσθηκε να επιστρέψει στην Κωνσταντινούπολη. Οι Νορμανδοί στη συνέχεια προχώρησαν βορειότερα, κατέλαβαν τα Σκόπια, τα Μογλενά και τις Άσπρες Εκκλησιές στον Αξιό καθώς και την Πελαγονία (σημερινό Μοναστήρι). 

Δεν μπόρεσαν όμως να καταλάβουν την Αχρίδα, τον Οστροβό, τα Σέρβια και τη Βέροια. Ο Βοημούνδος πέρασε στη Θεσσαλία, κατέλαβε τα Τρίκαλα και στις 3 Απριλίου του 1083 άρχισε να πολιορκεί τη Λάρισα. Η πολιορκία κράτησε έξι μήνες, καθώς ο Στρατηγός Λέων Κεφαλάς αντέταξε ηρωική αντίσταση. Ο Αλέξιος έσπευσε στη Θεσσαλονίκη και παρακάμπτοντας τα Τέμπη, κατόρθωσε με τέχνασμα να νικήσει τους Νορμανδούς, οι οποίοι έλυσαν την πολιορκία και επέστρεψαν στην Καστοριά και από εκεί στον Αυλώνα. Το θέρος του 1083, ο Αλέξιος επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη. Το φθινόπωρο του ιδίου έτους επανήλθε στη Μακεδονία, συνέχισε τις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις και τον Οκτώβριο του 1083 κατέλαβε την Καστοριά, το κυριότερο έρεισμα των Νορμανδών στη Μακεδονία. 

Οι Νορμανδοί συνθηκολόγησαν, οι διαπραγματεύσεις μάλιστα έγιναν στη Θεσσαλονίκη. Παρ' όλα αυτά, οι πολεμικές επιχειρήσεις συνεχίσθηκαν από τον ίδιο τον Γυισκάρδο και τους γιους του, οι οποίοι όμως ηττήθηκαν από τον βυζαντινο-βενετικό στόλο κοντά στην Κέρκυρα, ενώ η επιδημία που ξέσπασε τον χειμώνα του 1083-84, εξολόθρευσε μεγάλο μέρος του στρατού των Νορμανδών. Ο ίδιος ο Γυισκάρδος κατέπλευσε στην Κεφαλληνία, όπου και πέθανε στις 17 Ιουλίου του 1085. Ο θάνατός του σήμανε και το τέλος του αιματηρού τετραετούς Νορμανδικού Πολέμου. Στάση που εκδηλώθηκε στο Δυρράχιο εναντίον των Νορμανδών, ύστερα από υποκίνηση του βυζαντινού αυτοκράτορος, οδήγησε στην επανάκτηση της πόλεως και έτσι έληξε η πρώτη μεγάλη εκστρατεία των Νορμανδών κατά του Βυζαντίου.

Τα σχέδια των Νορμανδών για την κατάλυση του Βυζαντίου αναζωπυρώθηκαν, είκοσι περίπου χρόνια αργότερα, από τον Βοημούνδο. Ως ένας από τους αρχηγούς της Α΄ Σταυροφορίας κατέλαβε, στις αρχές Ιουνίου του 1098, την Αντιόχεια της Συρίας, αρνήθηκε όμως να την επιστρέψει στους Βυζαντινούς, παρά τον όρκο που είχαν δώσει οι Σταυροφόροι στον αυτοκράτορα ότι όσες πόλεις ανακαταλάμβαναν, θα του τις παρέδιδαν. Στις 15 Ιουλίου του 1099, οι Σταυροφόροι κατέλαβαν την Ιερουσαλήμ.

Ρωμηοί στρατιώτες
 Ο Βοημούνδος ίδρυσε προσωπική ηγεμονία και προχώρησε στην κατάληψη και άλλων πόλεων από τους Τούρκους, της Λαοδίκειας και της Γερμανίκειας. Αιχμαλωτίσθηκε από τους Τούρκους τον Αύγουστο του 1100, εξαγοράσθηκε όμως το 1103 και διέφυγε στην Κέρκυρα και από εκεί στην Απουλία, απ' όπου έθεσε σε εφαρμογή το σχέδιο του πατέρα του ασκώντας συγχρόνως δυσφημιστική εκστρατεία κατά του Αυτοκράτορος Αλεξίου, κατηγορώντας τον ως σύμμαχο των απίστων και εχθρό των Χριστιανών: «πάσαν πόλιν καί χώραν περιιών καί παγάνον αυτόν λαμπρά τη φωνή ανακηρύττων καί τοις παγάνοις όλη γνώμη επαρήγοντα», αναφέρει η Άννα Κομνηνή. Πιθανόν στις ενέργειες αυτές του Βοημούνδου «να οφείλεται κατά μέγα μέρος η δημιουργία και η εξάπλωση του μύθου για την ελληνική δολιότητα (perfidia Graecorum), που θα καταστεί το σύνθημα των Δυτικών στις εναντίον του Βυζαντίου επιθέσεις τους».
Τον Οκτώβριο του 1107, ο Βοημούνδος αποβιβάσθηκε στον Αυλώνα και άρχισε να πολιορκεί το Δυρράχιο. Ο Αλέξιος ο Α΄ έφθασε στη Θεσσαλονίκη την άνοιξη του 1108, απέφυγε όμως να συγκρουσθεί μαζί του. αντίθετα, φρόντισε να ενισχύσει τις φρουρές στις κλεισούρες και να αποκόψει με τον βυζαντινό στόλο τον ανεφοδιασμό των αντιπάλων του από τη Νότιο Ιταλία. Ο Βοημούνδος αναγκάσθηκε να συνθηκολογήσει. 

Η συνάντηση των δύο αρχηγών έγινε στη Δεάβολη, όπου υπογράφηκε η λεγόμενη Συνθήκη της Δεαβόλεως, τον Σεπτέμβριο του 1108, την οποία περιέλαβε στο έργο της η Άννα Κομνηνή. Ο Βοημούνδος ορκίσθηκε πίστη στον αυτοκράτορα και ο Αλέξιος του παρεχώρησε ως φέουδο την Αντιόχεια και την περιοχή της. Λίγο αργότερα όμως, το 1111, ο Βοημούνδος πέθανε, ο δε ανεψιός του Ταγκρέδος, που τον είχε αφήσει διάδοχο στην Αντιόχεια, δεν ανεγνώρισε την συνθήκη. Οι μακροχρόνιοι όμως πόλεμοι οδήγησαν στη φτώχεια και την εξαθλίωση τους πληθυσμούς της Δυτικής Μακεδονίας, απ' όπου κραυγή αγωνίας στέλνει με επιστολές του προς τον αυτοκράτορα ο λόγιος Αρχιεπίσκοπος Αχρίδος, Θεοφύλακτος.
Σκηνή από κυνήγι Ρωμηών
Οι Νορμανδοί θα εκστρατεύσουν και πάλι εναντίον του Βυζαντίου αργότερα, το 1147, επί Ρογήρου του Β΄. Λεηλάτησαν την Κόρινθο και τη Θήβα, απ' όπου μετέφεραν στη Σικελία άνδρες και γυναίκες τεχνίτριες υφάντριες του μεταξιού.

Οι πολιτικές εξελίξεις στο Βυζάντιο, που ακολούθησαν μετά τον θάνατο του Μανουήλ Α΄ Κομνηνού το 1180, η σφαγή και οι διώξεις των Βενετών και των άλλων Λατίνων στην Κωνσταντινούπολη έδωσαν την ευκαιρία στους εξωτερικούς εχθρούς να επωφεληθούν και να εισβάλλουν στα βυζαντινά εδάφη. Οι Ούγγροι και οι Σέρβοι λεηλάτησαν και κατέστρεψαν πόλεις στη Δαλματία και σε περιοχές νοτίως του Δούναβη, ενώ ο Νορμανδός Βασιλιάς Γουλιέλμος ο Β΄ (1166-1189) ανέλαβε δράση εναντίον του Βυζαντίου. Τον Μάιο του 1185, στόλος από 200 πλοία με ναύαρχο τον περιβόητο κουρσάρο Μαργαριτόνε και 80.000 στρατός πολιόρκησαν το Δυρράχιο, το οποίο αναγκάσθηκε να παραδοθεί. Στη συνέχεια, οι πεζικές δυνάμεις κατευθύνθηκαν από την Εγνατία Οδό προς την Θεσσαλονίκη, ενώ ο στόλος παρέπλευσε την Πελοπόννησο και έφθασε στο λιμάνι της πόλεως στις 15 Αυγούστου.


23 Μιλιαρήσιου (αργυρό νόμισμα). 1081-1118. Ο Αλέξιος και ο Άγιος Δημήτριος κρατούν μεγάλο σταυρό - Επιγραφή Bοήθει Αλεξiω εν χ(ριστ)ώ Δεσπότη τω Κομνηνώ

Οι προσπάθειες των πολιορκητών επικεντρώθηκαν στο νότιο τμήμα του ανατολικού τείχους, που ήταν το πιο ευάλωτο. Τα πλοία δεν μπόρεσαν να πλησιάσουν, καθώς λόγω του θέρους τα νερά είχαν τραβηχθεί και ήταν αβαθή. Δυστυχώς όμως ο Διοικητής της πόλεως, Δαυίδ Κομνηνός, αποδείχθηκε κατώτερος των περιστάσεων και ενήργησε προδοτικά. Όχι μόνον διαμόρφωσε παραπλανητική εικόνα της καταστάσεως με επιστολές του προς τον αυτοκράτορα ότι όλα έβαιναν καλώς, αλλά επέτρεψε σε πλούσιους πολίτες να εγκαταλείψουν εγκαίρως την πόλη.

Η Κατάσταση το 1180 μ.Χ.
Επιπλέον, έδωσε διαταγή να εισρεύσει νερό από τον Χορτιάτη στη μεγάλη δεξαμενή της ακροπόλεως ενώ δεν είχαν περάσει οι απαιτούμενες ημέρες από τον καθαρισμό της, με αποτέλεσμα να παρασυρθούν τα κονιάματα και να αχρηστευθεί. Έτσι, δε μπορούσαν να καταφύγουν στην ακρόπολη οι κάτοικοι.
Στην πόλη έσπευσε σε βοήθεια στρατιωτική δύναμη από την Πελοπόννησο και Αλανοί μισθοφόροι, πολλοί από τους οποίους αυτομόλησαν στον εχθρό καθώς και στρατιωτικά σώματα από την Κωνσταντινούπολη, τα οποία όμως είχαν εντολή να παραμείνουν έξω από τα τείχη.
Οι κάτοικοι προέβαλαν σθεναρή αντίσταση. ακόμη και οι γυναίκες βοηθούσαν μεταφέροντας νερό, λίθους, τρόφιμα στους πολεμιστές ή και πολεμώντας οι ίδιες.
Τα ξημερώματα της ενάτης ημέρας της πολιορκίας, οι εχθροί εισέβαλαν από το ρήγμα που είχε προξενήσει η πετροβόλος μηχανή κοντά στον Πύργο του Χαμαιδράκοντος, στο ανατολικό τείχος. Στις 24 Αυγούστου, η πόλη πλημμύρισε από εχθρούς. Ακολούθησε άγρια σφαγή, λεηλασίες, βιασμοί. Η περιγραφή της πολιορκίας και της αλώσεως από την γραφίδα του Μητροπολίτου Ευσταθίου δίνει όλο το μέγεθος της καταστροφής. Η πόλη που ήταν γη μακάρων, γράφει, γέμισε από άταφα πτώματα ανδρών, γυναικών, παιδιών, γερόντων και αυτή που ήταν πανέμορφη, μεγαλούπολη  κατάντησε  έτσι «ως μη δέ λείψανον εναπομείναι παλαιάς καλλονής».

Οι Νορμανδοί εισέβαλαν και στο Ναό του Αγίου Δημητρίου και με πελέκεις κατακομμάτιασαν το κιβώριο του Αγίου, αφαιρώντας το ασήμι και το χρυσάφι. Κατέλαβαν τα αρχοντικά και τα σπίτια, ενώ οι Θεσσαλονικείς περιφέρονταν άστεγοι και πεινασμένοι στους δρόμους της πόλεως και συγκέντρωσαν τους αιχμαλώτους στο ναύσταθμο. Μαζί τους και ο Μητροπολίτης Ευστάθιος που, αν και μπορούσε να φύγει, παρέμεινε δίπλα στο ποίμνιό του εμψυχώνοντάς το και προσπαθώντας να μετριάσει τα δεινά της αλώσεως.


Η άλωση της δεύτερης πόλεως της αυτοκρατορίας γέμισε τους Βυζαντινούς οργή και αγανάκτηση. Ο Αυτοκράτωρ Ανδρόνικος Α΄ Κομνηνός εξαπέλυσε διώξεις εναντίον των συγγενών του Δαυίδ Κομνηνού στην Κωνσταντινούπολη και δημιούργησε ένα κλίμα τρομοκρατίας, καθώς απέδιδε την ήττα σε μυστική συμφωνία των αντιπάλων του με τους Νορμανδούς.
Οι Νορμανδοί άφησαν φρουρά στη Θεσσαλονίκη και κατευθύνθηκαν εναντίον της Κωνσταντινουπόλεως. Ένα τμήμα τους προχώρησε να καταλάβει τις Σέρρες, ενώ το κύριο τμήμα του στρατεύματος έφθασε στη Μοσυνόπολη της Θράκης. Ο νορμανδικός στόλος είχε ήδη φθάσει έξω από την Κωνσταντινούπολη.

Στις 15 Δεκεμβρίου του 1185, όμως, ένα τυχαίο γεγονός οδήγησε στην ανατροπή του Ανδρονίκου του Α΄ και στον φρικτό του θάνατο. Ο νέος Αυτοκράτωρ Ισαάκιος Β΄ Άγγελος, με τον οποίο εγκαινιάζεται η Δυναστεία των Αγγέλων, κατόρθωσε να συγκροτήσει αξιόμαχο στρατό, που με αρχηγό τον Στρατηγό Αλέξιο Βρανά επιτέθηκε εναντίον των Νορμανδών και κατέλαβε τη Μοσυνόπολη. Στις 7 Νοεμβρίου του 1185 οι Νορμανδοί ηττήθηκαν κατά κράτος ανατολικά του Στρυμόνα και αναγκάσθηκαν να εκκενώσουν την Θεσσαλονίκη, ενώ την άνοιξη του 1186 αποχώρησαν από το Δυρράχιο και την Κέρκυρα. Αλλά και ο στόλος των Νορμανδών κατά την υποχώρησή του είχε απώλειες από τις επιθέσεις του βυζαντινού ναυτικού, από τρικυμίες και αρρώστιες.

Μετά την απομάκρυνση των Νορμανδών, ο Ισαάκιος προσπάθησε να συνάψει συμμαχίες στη Βαλκανική. Έλαβε ως σύζυγο σε δεύτερο γάμο την θυγατέρα του Βασιλιά της Ουγγαρίας Βελά, την παιδούλα Μαργαρίτα, η επιβολή όμως εκτάκτων φόρων για τον εορτασμό των γάμων προκάλεσε τις αντιδράσεις κυρίως των Βουλγάρων και των Βλάχων της περιοχής του Αίμου, που επαναστάτησαν κατά του Βυζαντίου με αρχηγούς τους αδελφούς Ασέν. Επανειλημμένες εκστρατείες των Βυζαντινών κατά των Βουλγάρων δεν μπόρεσαν να καταστείλουν την εξέγερση και οι Βούλγαροι ίδρυσαν το δεύτερο βουλγαρικό κράτος με έδρα το Τέρνοβο, το 1187. Έκτισαν μάλιστα ναό προς τιμήν του Αγίου Δημητρίου, διακηρύσσοντας ότι ο Χριστομάρτυς Δημήτριος εγκατέλειψε την μητρόπολη της Θεσσαλονίκης και τον εκεί ναό του και ήλθε για να τους βοηθήσει να αποτινάξουν τον ζυγό των Ρωμαίων.

Μετά την ανατροπή του Ισαακίου Β΄ Αγγέλου, το 1195, από τον αδελφό του Αλέξιο τον Γ΄ (1195-1203), οι Βλαχοβούλγαροι επιχείρησαν επιδρομές στη Μακεδονία κοντά στις Σέρρες, ενώ ανεξαρτητοποιήθηκε και ο Βλάχος Ντομπρομίρ Χρύσος, Διοικητής της Στρούμιτζας, ο οποίος κατέλαβε τον Πρόσακο, απόρθητο φρούριο στον Αξιό και πρόσκαιρα την Πελαγονία και τον Πρίλαπο. Η κατάσταση έγινε πιο επικίνδυνη για το Βυζάντιο, όταν το 1197 δολοφονήθηκε ο Πέτρος Ασέν και τον διαδέχθηκε ο αδελφός του Ιωαννίτζης (Καλογιάν ή Σκυλοϊωάννης), που έθεσε ως στόχο την επέκταση του κράτους του εις βάρος του Βυζαντίου.

Η κακοδιοίκηση και η δυναστική κρίση του Βυζαντίου επί Αλεξίου του Γ΄ είχε ως αποτέλεσμα την εκτροπή της Δ΄ Σταυροφορίας και την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως από τους Φράγκους και τους Βενετούς, στις 13 Απριλίου του 1204. Ο Αλέξιος ο Γ΄ προέβαλε ελάχιστη αντίσταση και εγκατέλειψε ήδη την Πόλη τη νύχτα της 17ης Ιουλίου του 1203, παίρνοντας μαζί του και το βασιλικό θησαυροφυλάκιο, καταφεύγοντας στη Φιλιππούπολη και μετά στη Μοσυνόπολη της Θράκης.



Η Μακεδονία κατά τη διάρκεια της Λατινοκρατίας (1204 - 1261)

Το Λομβαρδικό Βασίλειο της Θεσσαλονίκης (1204-1224)

Η άλωση της Κωνσταντινουπόλεως από τους Σταυροφόρους, το 1204, αποτελεί τομή στην ιστορία του Βυζαντίου. Η αυτοκρατορία διαλύθηκε και την θέση της πήρε η Λατινική Αυτοκρατορία της Κωνσταντινουπόλεως, με Φράγκο αυτοκράτορα και Βενετό πατριάρχη. Τα υπόλοιπα εδάφη της επιδικάσθηκαν, με τη Σύμβαση για την διανομή του βυζαντινού κράτους του Μαρτίου 1204, στους άλλους αρχηγούς και βαρώνους και στη Βενετία. Ιδρύθηκαν ωστόσο και τρία ελληνικά κράτη: της Τραπεζούντας από τον Αλέξιο και τον Δαυίδ Κομνηνό, η Αυτοκρατορία της Νικαίας στη Βιθυνία από τον γαμπρό του Αλεξίου του Γ΄, Θεόδωρο Λάσκαρη και το κράτος της Ηπείρου από τον εξάδελφο του Αυτοκράτορος Μιχαήλ Δούκα, που στόχο είχαν την ανακατάληψη της Κωνσταντινουπόλεως και την ανασύσταση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.

Μανουήλ Α' Κομνηνός
Υποψήφιοι για το αξίωμα του αυτοκράτορος ήταν ο Βαλδουίνος της Φλάνδρας και ο Βονιφάτιος του Μονφερά της Λομβαρδίας. Με την υποστήριξη όμως του Δόγη της Βενετίας Ερρίκο Δάνδολο αναγορεύθηκε αυτοκράτορας ο Βαλδουίνος, που στέφθηκε στην Αγία Σοφία στις 16 Μαΐου του 1204. Στον Βονιφάτιο παραχωρήθηκε η Μικρά Ασία και η Πελοπόννησος. Ο ίδιος όμως διεκδίκησε την δεύτερη πόλη της αυτοκρατορίας, την Θεσσαλονίκη και την περιοχή της. Προέβαλε μάλιστα και κληρονομικά δικαιώματα, εφ' όσον οι πρόσοδοι της περιοχής είχαν δοθεί ως προίκα στον αδελφό του Ρενιέ, όταν νυμφεύθηκε την θυγατέρα του Αυτοκράτορος Μανουήλ Α΄ Κομνηνού, το 1179. Ο Βαλδουίνος δέχθηκε, η αντίδραση όμως των βαρώνων του προκάλεσε ρήξη μεταξύ των δύο πρωταγωνιστών. 

Ο Βαλδουίνος καταδιώκοντας τον Αυτοκράτορα Αλέξιο τον Γ΄, που από τη Μοσυνόπολη κατευθύνθηκε προς την Θεσσαλονίκη, ξεκίνησε από την Αδριανούπολη, έφθασε έξω από την Θεσσαλονίκη και ζήτησε την υποταγή της πόλεως. Όπως και με τις πόλεις της Θράκης, που δήλωσαν πίστη στον Φράγκο αυτοκράτορα για να αποφύγουν τις λεηλασίες και την καταστροφή, οι κάτοικοι της Θεσσαλονίκης συμφώνησαν να παραδοθούν με τον όρο να μην εισέλθει ο στρατός του στην πόλη και να αναγνωρισθούν τα προνόμιά της, που ίσχυαν από παλαιά. Ο Βαλδουίνος επικύρωσε πράγματι με χρυσόβουλλο λόγο τη συμφωνία: «τοις Θεσσαλονικεύσι προσέσχε καί γράμμα σφίσιν ερυθρόγραφον ενεχείρισε, πασι τοις εθίμοις τη πόλει τό έμπεδον χαριζόμενον».

Η κατάληψη της Αδριανουπόλεως -Ιωαν.Σκυλίτζη.

Η είσοδος του Βαλδουίνου στη Θεσσαλονίκη προκάλεσε την οργή του Βονιφατίου, ο οποίος έσπευσε να καταλάβει το Διδυμότειχο και να πολιορκήσει την Αδριανούπολη. Εξασφάλισε μάλιστα την αποδοχή των Ελλήνων, καθώς είχε νυμφευθεί την χήρα του Ισαακίου του Β΄ Μαργαρίτα-Μαρία και διεκήρυττε ότι θα έστεφε αυτοκράτορα τον πρωτότοκο γιο της Μανουήλ, τον οποίο επευφημούσαν βασιλέα των Ρωμαίων. Η εμφύλια σύρραξη αποφεύχθηκε χάρη στην παρέμβαση του Ερρίκου Δάνδολο, ο οποίος συγκάλεσε συμβούλιο στην Κωνσταντινούπολη, τον Οκτώβριο του 1204, το οποίο δικαίωσε τον Βονιφάτιο και τον αναγνώρισε ως βασιλέα της Θεσσαλονίκης. 

Τον Οκτώβριο του 1204 έγινε η διανομή της αυτοκρατορίας με βάση τη Σύμβαση του Μαρτίου του 1204, στο τελικό όμως έγγραφο, που είναι γνωστό ως Partitio Romaniae, ενώ περιλαμβάνονται όλες οι άλλες επαρχίες της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, δεν περιλαμβάνεται η Θεσσαλονίκη και οι περιοχές της Ανατολικής Μακεδονίας (Σέρρες, Χριστούπολη, Αμφίπολη, Φίλιπποι, Μελένικο) καθώς και μέρος της Θράκης έως τη Μοσυνόπολη, που είχαν περιέλθει στον Βονιφάτιο.

Αρχές του 1205, ο Βονιφάτιος εισήλθε στη Θεσσαλονίκη και στέφθηκε βασιλεύς. Μοίρασε τις πολυτελέστερες οικίες στους ιππότες της αυλής του και απέσπασε χρήματα και περιουσίες των Θεσσαλονικέων, γεγονός που προκάλεσε την δυσαρέσκεια και την απογοήτευση των κατοίκων. Αμέσως προχώρησε στην εκλογή Λατίνου αρχιεπισκόπου και εκχώρησε τους ναούς και τις προσόδους του Αγίου Δημητρίου και της Αγίας Σοφίας στον λατινικό κλήρο. Μητροπολιτικός ναός παρέμεινε ο ναός της Αγίας Σοφίας. Στους Λατίνους φαίνεται πως εκχωρήθηκαν και οι πρόσοδοι των Μονών Φιλοκάλου και Ακαπνίου. 

Ερείπια Ρωμέϊκου ναού στην Αμφίπολη

Αφού εδραίωσε την εξουσία του στη Θεσσαλονίκη, ο Βονιφάτιος ξεκίνησε με στρατό να κατακτήσει τη Νότιο Ελλάδα και την Πελοπόννησο και να μοιράσει τα εδάφη που θα κατακτούσε, ως φέουδα στους Σταυροφόρους. Στη Θεσσαλονίκη άφησε την αντιβασιλεία σε Λομβαρδούς ευγενείς, με επικεφαλής τη σύζυγό του Μαρία. Κατεβαίνοντας προς νότο κατέλαβε πόλεις και κάστρα όπως το Κίτρος, που το παρέδωσε στον Wirich von Daun και τον Πλαταμώνα στον Rolando Piscia. Φθάνοντας στις Θερμοπύλες, αντιμετώπισε αντίσταση από τον Άρχοντα του Άργους και του Ναυπλίου Λέοντα Σγουρό, ο οποίος είχε φθάσει έως τη Λάρισα και τελικά αναγκάσθηκε να υποχωρήσει στον Ακροκόρινθο.

Τα πράγματα όμως εξελίχθηκαν επικίνδυνα για τους Λατίνους στη Θράκη. Οι κάτοικοι των πόλεων της Θράκης, απογοητευμένοι από την καταπιεστική πολιτική των Φράγκων, επαναστάτησαν. Όταν ο Βαλδουίνος πολιόρκησε την Αδριανούπολη, οι κάτοικοί της ζήτησαν την βοήθεια του Τσάρου των Βουλγάρων Ιωαννίτζη, του οποίου το κύρος είχε αυξηθεί μετά τη στέψη του στο Τέρνοβο από εκπρόσωπο του Πάπα, τον Νοέμβριο του 1204. Ο Βούλγαρος τσάρος άδραξε την ευκαιρία και εισέβαλε στη Θράκη. Ο Βαλδουίνος, που πολιορκούσε την Αδριανούπολη, έπεσε σε ενέδρα των Βουλγάρων στις 13 Απριλίου, αιχμαλωτίσθηκε και αποκεφαλίσθηκε.
Ο τσάρος απαίτησε τότε από τους Αδριανουπολίτες να του παραδώσουν την πόλη, εκείνοι όμως αρνήθηκαν. τελικά, δεν μπόρεσε να την καταλάβει γιατί, όπως γράφει ο ιστορικός Γεώργιος Ακροπολίτης, «αφυείς παντελώς εις πολιορκίαν οιΒούλγαροι», καθώς δεν χρησιμοποιούσαν πολιορκητικές μηχανές. Τότε, μανιασμένοι οι Βούλγαροι, ξεχύθηκαν στη Θράκη και κατέσκαψαν πολλές πόλεις οδηγώντας χιλιάδες αιχμαλώτους στις περιοχές του Δούναβη.

Επόμενος στόχος του Ιωαννίτζη ήταν η Θεσσαλονίκη. Ένας Βλάχος στρατηγός του, ο Ετζυϊσμένος (Σισμάν), διοικητής του Πρόσακου, ήλθε σε συνεννοήσεις με Θεσσαλονικείς, οι οποίοι στασίασαν, εισήλθε και ο ίδιος στην πόλη και από κοινού πολιόρκησαν την Βασίλισσα Μαρία στην ακρόπολη. Τότε, εσπευσμένα επέστρεψε ο Βονιφάτιος στη Θεσσαλονίκη και τιμώρησε τους πρωταιτίους. Ενδεχομένως στη συνωμοσία να μετείχε και ο Αυτοκράτωρ Αλέξιος ο Γ΄, που βρισκόταν στη Θεσσαλονίκη μαζί με την οικογένειά του και γι' αυτό εκδιώχθηκε. Ο Αλέξιος κατέβηκε νοτιότερα και συναντήθηκε με τον Λέοντα Σγουρό, ο οποίος νυμφεύθηκε την κόρη του αυτοκράτορος, Ευδοκία. 

Ο Ιωαννίτζης, που αυτοαποκαλούνταν «Ρωμαιοκτόνος» σε αντιστοιχία με το «Βουλγαροκτόνος» του Βασιλείου του Β΄, προήλασε προς τα δυτικά, κατέλαβε τις Σέρρες, όπου σφαγιάσθηκε η λατινική φρουρά και πλήθος λαού και έφθασε έως τη Βέροια καταλαμβάνοντας και άλλες πόλεις της Μακεδονίας. Οι βουλγαρικές επιδρομές προκάλεσαν σφαγές, αιχμαλωσίες και μετακινήσεις πληθυσμών σε ασφαλέστερες πόλεις-κάστρα.

Ο Βονιφάτιος δεν μπόρεσε να ανακαταλάβει τις Σέρρες, ήλθε όμως σε συνεννοήσεις με τον νέο Λατίνο αυτοκράτορα, τον αδελφό του Βαλδουίνου Ερρίκο της Φλάνδρας (1206-1216), για μία κοινή εκστρατεία εναντίον των Βουλγάρων. Ο Ερρίκος μάλιστα νυμφεύθηκε την κόρη του Βονιφατίου, Αγνή. Τον Σεπτέμβριο του 1207 ο Βονιφάτιος έπεσε σε ενέδρα των Βουλγάρων στη Ροδόπη και πέθανε από ακατάσχετη αιμορραγία.
Ο θάνατός του αποτέλεσε πλήγμα για τους Λατίνους και έδωσε την ευκαιρία στον Ιωαννίτζη να σπεύσει να καταλάβει την Θεσσαλονίκη. Κατά τη διάρκεια της πολιορκίας όμως δολοφονήθηκε στη σκηνή του και μάλιστα στις 26 Οκτωβρίου του 1207, την ημέρα της εορτής του Αγίου Δημητρίου. Οι Θεσσαλονικείς απέδωσαν την σωτηρία της πόλεως στον πολιούχο Άγιο, γι' αυτό σε πολλές εικόνες απεικονίζεται έφιππος ο Άγιος να λογχίζει τον Βούλγαρο Σκυλοϊωάννη. Ο θάνατος του Ιωαννίτζη προκάλεσε ανακούφιση τόσο στους Έλληνες όσο και στους Λατίνους, μετά τις τόσες καταστροφές που είχε επιφέρει.

Στη Θεσσαλονίκη, μετά τον θάνατο του Βονιφατίου επικράτησε σύγχυση και εμφύλια διαμάχη. Διάδοχος του θρόνου είχε ορισθεί ο ανήλικος τότε γιος του Βονιφατίου Δημήτριος και επίτροπος η μητέρα του Μαρία. Οι Λομβαρδοί βαρώνοι όμως, με επικεφαλής τον Κόμη Ουμβέρτο του Μπιαντράτε, ήθελαν να καλέσουν από την Ιταλία τον ετεροθαλή αδελφό του Δημητρίου Γουλιέλμο τον Μομφερρατικό, ως κληρονόμο του πατέρα του. Στη Θεσσαλονίκη έφθασε ο Αυτοκράτωρ Ερρίκος, τον Δεκέμβριο του 1208, και ήλθε σε κάποια συμφωνία με τον Μπιαντράτε στην Μονή Χορταΐτου (στον σημερινό Χορτιάτη). Οι Λομβαρδοί όμως ζητούσαν ολόκληρη την Ελλάδα, από το Δυρράχιο έως την Θράκη και από την Κόρινθο ως την Φιλιππούπολη.

Ο Ερρίκος, λαμβάνοντας υπόψη και τα αισθήματα του λαού της Θεσσαλονίκης και τη γνώμη της Βασιλίσσης Μαρίας, ακύρωσε τη συμφωνία και έστεψε τον Δημήτριο βασιλέα, την ημέρα των Θεοφανείων του 1209. Στη συνέχεια κατέλαβε -και με τη βοήθεια των Ελλήνων κατοίκων- τις Σέρρες και τη Χριστούπολη και εξεδίωξε τις φρουρές των Λομβαρδών, κατέβηκε στη Θεσσαλία και υποχρέωσε τους Λομβαρδούς να παραδώσουν τη Λάρισα και αργότερα τη Θήβα.
Ο Ερρίκος οδήγησε τον στρατό του έως την Αθήνα, όπου δέχθηκε την υποταγή και αναγνώρισε ως υποτελή του τον Γοδεφρείδο Βιλλεαρδουίνο, πρίγκηπα της Αχαΐας. Και ενώ επρόκειτο να στραφεί εναντίον της Ηπείρου, ο Ηγεμόνας Μιχαήλ Δούκας δήλωσε υποταγή και πρότεινε τον γάμο της κόρης του με τον αδελφό του Ερρίκου Ευστάθιο και προίκα το 1/3 της επικρατείας του. Ο Ερρίκος δέχθηκε και αναχώρησε για την Κωνσταντινούπολη αφήνοντας τον Ευστάθιο στη Θεσσαλονίκη, ως δεύτερο επίτροπο του Δημητρίου. 

Το 1212 αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης εκλέχθηκε ο Φλαμανδός Γκουερίνος, ο οποίος έλαβε τα προνόμια που είχε ο αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης ως λεγάτος του Πάπα πριν από την υπαγωγή του Ιλλυρικού στο Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, στα μέσα του Η΄ αιώνος. Στην αρχιεπισκοπή υπαγόταν ένδεκα επισκοπές: Κίτρους, Βεροίας, Καμπανίας, Βαρδάρη, Σερβίων, Πέτρας, Πλαταμώνος, Λαγκαδά, Αρδαμέρεως, Ιερισσού και Κασσανδρείας. Όπως μαρτυρείται σε συνοδική απόφαση του Αρχιεπισκόπου Αχρίδος Δημητρίου Χωματηνού (1236), διατηρήθηκαν οι Έλληνες επίσκοποι, οι οποίοι μάλιστα εκδίκαζαν διάφορες υποθέσεις με την παρουσία και του Δούκα Γεωργίου Φραγγόπουλου στο Ναό της Αχειροποιήτου. Τούτο οφείλονταν στην ανεκτική εκκλησιαστική πολιτική της Βασιλίσσης Μαρίας.

Το Λομβαρδικό Βασίλειο της Θεσσαλονίκης όμως, με ανήλικο βασιλέα και χωρίς ισχυρές στρατιωτικές δυνάμεις, άρχισε να συρρικνώνεται και να απειλείται ως υπόσταση από τις πολεμικές δραστηριότητες και τις φιλοδοξίες των ηγεμόνων της Ηπείρου, που είχαν θέσει ως στόχο τους την ανακατάληψη των βυζαντινών εδαφών και την ανασύσταση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.

Η κατάλυση του Λομβαρδικού Βασιλείου και η ίδρυση της Αυτοκρατορίας της Θεσσαλονίκης (1224-1246)

Τον αγώνα κατά των Βουλγάρων και των Λατίνων στον ελλαδικό χώρο αναλαμβάνει ο ιδρυτής του κράτους της Ηπείρου, Μιχαήλ Α΄ Δούκας. Εξάδελφος των Αυτοκρατόρων Ισαακίου του Β΄ και Αλεξίου του Γ΄, υπηρέτησε μετά την άλωση στον στρατό του Βονιφατίου του Μομφερρατικού, έσπευσε όμως στην Ήπειρο, όταν τον κάλεσε ο Διοικητής του Θέματος Νικοπόλεως Σεναχερείμ, για να αντιμετωπίσει μία στάση. Νυμφεύθηκε σε δεύτερο γάμο την θυγατέρα ή τη χήρα του Σεναχερείμ και με έδρα την Άρτα, ανέπτυξε μία φιλόδοξη ανεξάρτητη πολιτική. Πήρε μέρος στον αγώνα των Πελοποννησίων κατά των Φράγκων και με μία διπλωματική κίνηση το 1209 δήλωσε υποταγή στον Αυτοκράτορα Ερρίκο, ενώ το 1210 υπέγραψε συμφωνία με τη Βενετία. Γρήγορα όμως κατεπάτησε τις συμφωνίες και κατέλαβε το 1212 από τους Βενετούς το Δυρράχιο και το 1214 την Κέρκυρα.
Το 1212 ελευθέρωσε τη Λάρισα. Μετά την δολοφονία του Μιχαήλ, το 1214/15, το έργο του συνεχίζει ο αδελφός του Θεόδωρος Δούκας, έμπειρος και φιλόδοξος στρατηγός, που καταλαμβάνει εδάφη της Μακεδονίας και περισφίγγει τον κλοιό γύρω από την Θεσσαλονίκη.
Ανήσυχος για την κατάσταση στη Μακεδονία, καταφθάνει στην πόλη ο Αυτοκράτωρ Ερρίκος, όπου και πεθαίνει ξαφνικά τον Μάιο του 1216. Την επομένη χρονιά, ο Θεόδωρος Δούκας κατήγαγε θεαματική νίκη που του προσέδωσε ιδιαίτερο κύρος, όταν συνέλαβε στα βουνά της Αλβανίας τον νέο Λατίνο Αυτοκράτορα Πέτρο Courtenay, σύζυγο της αδελφής του Ερρίκου Γιολάνδας, που είχε στεφθεί στη Ρώμη από τον Πάπα Ονώριο τον Γ΄ τον Απρίλιο του 1217.
Ο Πέτρος με 160 ιππότες και 5.500 οπλίτες μεταφέρθηκε με βενετικά πλοία από το Βρινδήσιο στο Δυρράχιο, με σκοπό να καταλάβει το σημαντικό αυτό λιμάνι και να το αποδώσει στους Βενετούς, ενώ η σύζυγός του με την ακολουθία της ταξίδευσε με πλοίο για την Κωνσταντινούπολη.
Το Δυρράχιο όμως αντέταξε σθεναρή άμυνα και κατά την πορεία του μέσα από τα βουνά για να θέσει υπό την κατοχή του την Εγνατία Οδό, ο Κουρτεναί έπεσε σε ενέδρα και αιχμαλωτίσθηκε μαζί με τον εκπρόσωπο του Πάπα, Καρδινάλιο Ιωάννη Colonna. Ο Λατίνος αυτοκράτορας εξαφανίσθηκε, ενώ ο καρδινάλιος, ύστερα από πιέσεις του Πάπα, απελευθερώθηκε το 1218. 



Από το 1216 έως το 1219 ο Θεόδωρος ελευθέρωσε από τους Βουλγάρους την Αχρίδα, την Πελαγονία, τον Πρίλαπο, τον Πρόσακο, τους Σκούμπους  (τα Σκόπια), τη Στρώμνιτσα και μεταξύ των ετών 1217-18 απέσπασε από τους Λατίνους τις Νέες Πάτρες (Υπάτη), τη Λαμία, τα Γρεβενά, την Καστοριά, τον Πλαταμώνα, τη Βέροια, τις Σέρρες, τα Σέρβια και τη Χριστούπολη, απομονώνοντας την Θεσσαλονίκη και αποκόπτοντάς την από κάθε βοήθεια που θα μπορούσε να δεχθεί από τους Φράγκους της Κωνσταντινουπόλεως ή της Νότιας Ελλάδος.

Το 1222 ο νεαρός Βασιλιάς της Θεσσαλονίκης Δημήτριος μεταβαίνει στη Δύση, για να ζητήσει από τον Πάπα την οργάνωση σταυροφορίας για τη διάσωση της Θεσσαλονίκης. Αρχές του 1223, η Μαργαρίτα-Μαρία επιστρέφει στην πατρίδα της την Ουγγαρία, ενώ την άμυνα της Θεσσαλονίκης αναλαμβάνει ο Μαρκήσιος της Βονδονίτσας Γκυ Παλαβιτσίνο. Ο Πάπας Ονώριος ο Γ΄ προσπαθεί να κινητοποιήσει τις δυτικές δυνάμεις και να συγκεντρώσει χρήματα και στρατό για την σταυροφορία, αρχηγός της οποίας ορίσθηκε ο Γουλιέλμος ο Μομφερρατικός.
 Ο Θεόδωρος Δούκας πολιορκεί την Θεσσαλονίκη το 1223 και τον Δεκέμβριο του 1224 μπαίνει θριαμβευτής στην πόλη. Η σταυροφορία που είχε οργανώσει ο Πάπας, καθυστέρησε και τα σταυροφορικά στρατεύματα έφθασαν στον Πτελεό της Θεσσαλίας το θέρος του 1225, αποδεκατίσθηκαν όμως από δυσεντερία στην θεσσαλική πεδιάδα. Ο Γουλιέλμος πέθανε και αυτός και η σταυροφορία διαλύθηκε. 

Όταν αποσοβήθηκε ο κίνδυνος από τη Δύση και έχοντας προωθήσει τα στρατεύματά του στη Θράκη, ο Θεόδωρος Δούκας αναγορεύεται στη Θεσσαλονίκη το 1226 και πιθανότατα την ημέρα της Πεντηκοστής του 1227 «βασιλεύς και αυτοκράτωρ Ρωμαίων». Τη στέψη αρνήθηκε να τελέσει ο Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Κωνσταντίνος Μεσοποταμίτης, προφανώς γιατί ήθελε να μείνει πιστός στο Πατριαρχείο και τον αυτοκράτορα της Νικαίας και εγκατέλειψε την πόλη. Τ
η στέψη τέλεσε ο Αρχιεπίσκοπος Αχρίδος Δημήτριος Χωματηνός, γεγονός που προκάλεσε την έντονη αντίδραση του Πατριάρχου της Νικαίας, που με επιστολές του κατηγόρησε τον Δημήτριο Χωματηνό ότι διασπά την ενότητα της Πατριαρχίας. Υπήρχε έντονη η υποψία ότι μαζί με τη Βασιλεία (=αυτοκρατορία) θα δημιουργούνταν και Πατριαρχείο.
Η αναγόρευση και η στέψη του Θεοδώρου Δούκα θεωρήθηκαν από τη Νίκαια σφετερισμός της αυτοκρατορικής εξουσίας, καθώς έρχονταν σε αντίθεση με την πολιτική ιδεολογία των Βυζαντινών για την μοναδικότητα της αυτοκρατορίας.


Ελεφαντοδόντο- εγχάρακτη σκηνή με ρωμηούς σκουτάτους
 στρατιώτες και Βαράγγους σε μάχη 

Με την ανάκτησή της, η Θεσσαλονίκη αναδεικνύεται Βασιλεύουσα και το κράτος της Ηπείρου μετασχηματίζεται σε Αυτοκρατορία της Θεσσαλονίκης. Ο Θεόδωρος οργανώνει την αυλή του σύμφωνα με τα βυζαντινά πρότυπα και απονέμει τον τίτλο του δεσπότη στους δύο αδελφούς του και άλλους τιμητικούς τίτλους σε ανωτέρους αξιωματούχους. Στο νομισματοκοπείο της Θεσσαλονίκης κόβει νομίσματα, στα οποία εικονίζεται μαζί με τον πολιούχο Άγιο Δημήτριο.

Η εσωτερική οργάνωση του κράτους διαφωτίζεται κυρίως από τα αρχεία του Δημητρίου Χωματηνού και του Μητροπολίτη Ναυπάκτου, Ιωάννου Απόκαυκου. Με βάση και τον χρυσόβουλλο λόγο, που είχε απολύσει ο Αλέξιος ο Γ΄ το 1198 για τη Βενετία και στον οποίο παρατίθενται όλες οι επαρχίες του κράτους, όπου θα είχαν εμπορικές διευκολύνσεις και προνόμια οι Βενετοί έμποροι αλλά και τη Συμφωνία για την διανομή της αυτοκρατορίας (Partitio Romaniae) του 1204, μπορούμε να προσδιορίσουμε την διοικητική διαίρεση του κράτους του Θεοδώρου Δούκα. Το κράτος διαιρούνταν σε θέματα, μικρές δικαστικές και φορολογικές περιφέρειες υπό έναν δούκα. Αναφέρονται τα Θέματα Βαγενιτίας, Βεροίας, Δεαβόλεως, Ιωαννίνων, Κολωνείας, Νικοπόλεως, Σκούμπων (Σκοπίων), Στρωμνίτσης, Θεσσαλονίκης, Αχελώου, Δυρραχίου, Αχρίδος, Πρέσπας, Καστοριάς, Πελαγονίας και Σερβίων. 

Τόσο ο Μιχαήλ Δούκας όσο και ο Θεόδωρος αμέσως μόλις ανακατελάμβαναν τις πόλεις, αποκαθιστούσαν τους παλαιούς μητροπολίτες και επισκόπους και εφόσον εκείνοι είχαν πεθάνει, έδιναν εντολή για την εκλογή νέων, ζητώντας εκ των υστέρων την έγκριση του Πατριάρχου, γεγονός που προκάλεσε έντονες αντιδράσεις στη Νίκαια. Ένα μεγάλο εκκλησιαστικό ζήτημα που ανέκυψε κυρίως στη Δυτική Μακεδονία, ήταν το ζήτημα των πρεσβυτέρων και διακόνων που είχαν χειροτονηθεί από Βούλγαρους επισκόπους κατά τη διάρκεια της βουλγαρικής κατοχής.

Μία συγκαταβατική λύση στο θέμα έδωσε η Σύνοδος της Αρχιεπισκοπής Αχρίδος, το 1218: κήρυξε εκπτώτους τους Βούλγαρους επισκόπους χωρίς ελπίδα ανακλήσεως, αποκατέστησε τους νομίμους αρχιερείς που είχαν εκδιωχθεί και προκήρυξε τις έδρες εκείνων που είχαν πεθάνει. Διατήρησε όμως τους ιερείς που είχαν χειροτονηθεί, επιβάλλοντάς τους ορισμένα επιτίμια. Το ζήτημα των επισκόπων ήταν ιδιαίτερα σοβαρό, γιατί εκτός από την άσκηση του ποιμαντικού τους έργου, οι κατά τόπους σύνοδοι εκδίκαζαν και διάφορες υποθέσεις οικογενειακού δικαίου, περιουσιακών διαφορών κ.ά. Ιδιαίτερη ακτινοβολία άσκησε το Συνοδικό Δικαστήριο της Αρχιεπισκοπής Αχρίδος, κατά την ποιμαντορία του Δημητρίου Χωματηνού (1217-1236). 


Ο Δημήτριος Χωματηνός, «Αρχιεπίσκοπος Πρώτης Ιουστινιανής και πάσης Βουλγαρίας», όπως ήταν ο επίσημος τίτλος της Αρχιεπισκοπής Αχρίδος, διακρινόταν για την παιδεία και τη νομική του κατάρτιση και μέσα από το νομολογιακό του έργο αναδεικνύεται «ως ένας από τους μεγαλυτέρους νομικούς της εποχής του». Στο Συνοδικό Δικαστήριο της Αχρίδος κατέφευγαν ηγεμόνες όπως ο Στέφανος Νεμάνια της Σερβίας, ο Θεόδωρος Δούκας, αξιωματούχοι αλλά και απλοί άνθρωποι από διάφορα μέρη ακόμη και εκτός της δικαιοδοσίας της αρχιεπισκοπής, για να εκδικασθεί υπόθεσή τους ή για να ζητήσουν την γνωμοδότηση του Χωματηνού πριν ξεκινήσουν έναν δικαστικό αγώνα.

Μετά την ανάκτηση της Θεσσαλονίκης, ο Θεόδωρος Δούκας συνέχισε τις επιχειρήσεις προς τα ανατολικά και το 1228 έφθασε έξω από τα τείχη της Κωνσταντινουπόλεως. Έγιναν κάποιες αψιμαχίες, τελικά όμως υπέγραψε μία ετήσια ανακωχή με τους εκπροσώπους της Αντιβασιλείας της Κωνσταντινουπόλεως και εμπορική συμφωνία, την οποία επικύρωσε και η Γερουσία της Βενετίας. Την άνοιξη του 1230, ο αυτοκράτορας της Θεσσαλονίκης εξεστράτευσε και πάλι εναντίον της Κωνσταντινουπόλεως.
Θέλησε όμως να διασφαλίσει τα νώτα του και όταν έφθασε στον Έβρο, στράφηκε προς βορράν εναντίον του Ιωάννη Β΄ Ασέν. υπέστη όμως συντριπτική ήττα κοντά στο χωριό Κολοκοτινίτσα, στον Έβρο. Ο Θεόδωρος μαζί με πολλούς στρατηγούς και αξιωματούχους οδηγήθηκε αιχμάλωτος στο Τέρνοβο, όπου λίγο αργότερα κατηγορήθηκε για συνωμοσία και τυφλώθηκε. Ο Ασέν στη συνέχεια κατέλαβε πόλεις της Θράκης και της Μακεδονίας, όπου εγκατέστησε Βούλγαρους στρατηγούς και έστειλε φορολόγους να εισπράξουν τους φόρους. 

Την διοίκηση της συρρικνωμένης Αυτοκρατορίας της Θεσσαλονίκης ανέλαβε ο αδελφός του Θεοδώρου Δούκα, ο Δεσπότης Μανουήλ, που είχε νυμφευθεί μία νόθο κόρη του Ιωάννη Ασέν. Ο Μανουήλ προσπάθησε να συνάψει συμμαχίες, ακολουθώντας μία ανεξάρτητη εξωτερική πολιτική. Αποκατέστησε τις σχέσεις του με το Πατριαρχείο και τον αυτοκράτορα της Νικαίας, που είχαν διαταραχθεί με τη στέψη του Θεοδώρου Δούκα και έστειλε στην Ιταλία τον Μητροπολίτη Κερκύρας Γεώργιο Βαρδάνη, για συνομιλίες με τον Πάπα και τον Γερμανό Αυτοκράτορα της Σικελίας Φρειδερίκο Β΄ Hohenstaufen. 

Το  1237 ο χήρος Ιωάννης Β΄ Ασέν νυμφεύθηκε την Ειρήνη, θυγατέρα του Θεοδώρου Δούκα, που συνόδευε τον πατέρα της στην αιχμαλωσία. Ελευθέρωσε τον Θεόδωρο, ο οποίος επέστρεψε κρυφά στη Θεσσαλονίκη και πήρε την εξουσία, ενώ ο Μανουήλ κατέφυγε στην αυλή της Νικαίας.
Ο Θεόδωρος έστεψε βασιλέα τον γιο του Ιωάννη, στην πραγματικότητα όμως αυτός κινούσε τα νήματα της πολιτικής. Ο Μανουήλ έδωσε όρκο πίστεως στον Ιωάννη Γ΄  Βατατζή , ο οποίος τον εφοδίασε με έξι πλοία για να ανακαταλάβει την εξουσία.
Ο Μανουήλ το 1239 προσορμίσθηκε στη Δημητριάδα και κατέλαβε τα Φάρσαλα, τη Λάρισα και τον Πλαταμώνα. Τελικά όμως ήλθε σε συμφωνία με τον αδελφό του και η εμφύλια διαμάχη αποφεύχθηκε. Ο ίδιος ανέλαβε την διοίκηση της Θεσσαλίας, ενώ ο Θεόδωρος εγκαταστάθηκε στην Έδεσσα και είχε υπό τον έλεγχό του δύο κάστρα στη Δυτική Μακεδονία, τον Οστροβό και τα Σταρίδολα.

Το 1241 πεθαίνει ο Μανουήλ αλλά και ο Ιωάννης Β΄ Ασέν, με τον θάνατο του οποίου κλείνει ένα σημαντικό κεφάλαιο της ιστορίας της Βουλγαρίας. Τον διαδέχεται ο γιος του Καλιμάν. Η όλη πολιτική κατάσταση ευνοούσε τα σχέδια του αυτοκράτορος της Νικαίας, ο οποίος το 1242 εκστράτευσε εναντίον της Θεσσαλονίκης. Με τη μεσολάβηση του Θεοδώρου Δούκα, ο Ιωάννης παραιτήθηκε από το αυτοκρατορικό αξίωμα και συνέχισε να κυβερνά με τον τίτλο του δεσπότη. Μετά τον θάνατό του, το 1244, τον διαδέχθηκε ο αδελφός του Δημήτριος, στον οποίο ο αυτοκράτορας της Νικαίας απένειμε τον τίτλο του δεσπότη.
Την περίοδο αυτή ουσιαστικά η Θεσσαλονίκη βρίσκεται υπό την επικυριαρχία της Νικαίας. Το θέρος του 1246, ο Ιωάννης Γ΄ Βατατζής εκστρατεύει εναντίον της Βουλγαρίας, την οποία κυβερνά ο ανήλικος ετεροθαλής αδελφός του Καλιμάν Μιχαήλ, γιος της Ειρήνης. Καταλαμβάνει τις Σέρρες, την περιοχή από το Μελένικο έως το Βελεβούσδιο (Κουστεντίλ), το Στυπείον (Ιστίπ), τα Σκόπια, τα Βελεσά, τον Πρίλαπο, την Πελαγονία και τον Πρόσακο. Κατά την επιστροφή του και ενώ βρισκόταν στο Μελένικο, εκδηλώθηκε συνωμοσία στη Θεσσαλονίκη εναντίον του Δημητρίου, προφανώς από παράταξη που διέκειτο φιλικά προς τη Νίκαια.
Τέλη Νοεμβρίου, ο Βατατζής στρατοπέδευσε έξω από την Θεσσαλονίκη και κατέλαβε την πόλη. Ο Δημήτριος εξορίσθηκε και πέθανε στη Μικρά Ασία. Η εφήμερη Αυτοκρατορία της Θεσσαλονίκης καταλύθηκε και ολόκληρη η Μακεδονία κατέστη τμήμα της Αυτοκρατορίας της Νικαίας.


Αγώνες για την εδραίωση της κυριαρχίας της Νικαίας στη Μακεδονία (1246-1261)

Την διοίκηση της Θεσσαλονίκης και των νεοκατεκτημένων πόλεων της Μακεδονίας ανέλαβε ο Μέγας Δομέστικος Ανδρόνικος Παλαιολόγος, ενώ ο γιος του Μιχαήλ ανέλαβε την διοίκηση των Σερρών και του Μελενίκου. 

Τα συμφέροντα όμως της Νικαίας στη Μακεδονία θα έλθουν σε σύγκρουση με εκείνα του Ηγεμόνα της Ηπείρου Μιχαήλ Β΄ Δούκα, ο οποίος είχε επιστρέψει στην Άρτα από την Πελοπόννησο, όπου είχε καταφύγει μετά την δολοφονία του πατέρα του Μιχαήλ. Ο Μιχαήλ ο Β΄ εκμεταλλεύθηκε την αναρχία που επικράτησε στη Βουλγαρία μετά τον θάνατο του Ιωάννη Β΄ Ασέν, για να ξανακερδίσει τα εδάφη στις περιοχές του Δυρραχίου, της Αλβανίας και της Δυτικής Μακεδονίας. Το 1246 η Ήπειρος και η Νίκαια απέκτησαν για πρώτη φορά κοινά σύνορα στην περιοχή της Αχρίδος και του Πρίλαπου, ενώ ο Μιχαήλ ήλεγχε το μεγαλύτερο μέρος της Θεσσαλίας και της Ηπείρου και θεωρούσε τον εαυτό του τον μόνο επιζώντα διεκδικητή του αυτοκρατορικού θρόνου. 

Τα επόμενα χρόνια, η Μακεδονία θα καταστεί πεδίο των στρατιωτικών συγκρούσεων μεταξύ του Μιχαήλ του Β΄ και του αυτοκράτορος της Νικαίας. Το 1251 ο Μιχαήλ, μαζί με τον θείο του Θεόδωρο Δούκα, επεχείρησαν χωρίς επιτυχία να καταλάβουν την Θεσσαλονίκη. Την άνοιξη του 1252 ο Ιωάννης Βατατζής έφθασε στη Θεσσαλονίκη με μεγάλες στρατιωτικές δυνάμεις και κατέλαβε την Έδεσσα, την Καστοριά καθώς και το μεγαλύτερο μέρος της Αλβανίας. Ο Μιχαήλ αναγκάσθηκε να συνθηκολογήσει, παραδίδοντας ως ομήρους τον Θεόδωρο και τον γιο του Νικηφόρο. Ο Θεόδωρος οδηγήθηκε στη Νίκαια, όπου και πέθανε, ενώ ο Νικηφόρος που είχε ήδη από το 1249 μνηστευθεί την εγγονή του αυτοκράτορος, Μαρία, επέστρεψε στην Ήπειρο με τον τίτλο του δεσπότη. 

Μετά τον θάνατο του Ιωάννη Γ΄ Βατατζή, το 1254, ο Τσάρος των Βουλγάρων Μιχαήλ Α΄ Ασέν (1246-1257) κατέλαβε τις περιοχές από τον Αξιό έως και την Αλβανία, που είχε καταλάβει ο αυτοκράτορας της Νικαίας. Ο νέος Αυτοκράτωρ Θεόδωρος Β΄ Λάσκαρης (1254-1258) εκστρατεύει στη Θράκη και την Μακεδονία και αποκαθιστά την βυζαντινή κυριαρχία, ενώ τον Μάιο του 1256 ο Μιχαήλ Ασέν υπογράφει συνθήκη, με την οποία παραιτείται από τα εδάφη που είχε καταλάβει.

Η σαρωτική νίκη του αυτοκράτορος της Νικαίας ανέκοψε τα σχέδια του Μιχαήλ Β΄ της Ηπείρου. Με πρωτοβουλία της συζύγου του Θεοδώρας, η οποία ταξίδευσε μαζί με τον γιο της έως το στρατόπεδο του Λάσκαρη στον Έβρο, αποφασίσθηκε ο γάμος του Νικηφόρου με την θυγατέρα του Λάσκαρη, που τελέσθηκε στη Θεσσαλονίκη τον Οκτώβριο του 1256 από τον Πατριάρχη Αρσένιο και με την παρουσία του αυτοκράτορος και της Θεοδώρας. Ο Μιχαήλ αναγκάσθηκε να προσφέρει ως γαμήλια δωρεά του γαμπρού το Δυρράχιο και τα Σέρβια. Ο Λάσκαρης επέστρεψε στη Νίκαια, αφήνοντας γενικό διοικητή τον γνωστό ιστορικό Γεώργιο Ακροπολίτη. 

Ο Ακροπολίτης, τον Δεκέμβριο του 1256, ξεκίνησε από την Θεσσαλονίκη και περιόδευσε όλες τις περιοχές της Μακεδονίας φθάνοντας ως το Δυρράχιο και την Κρόια. Ο Μιχαήλ ο Β΄ όμως, που δεν συγχώρησε τον εκβιαστικό τρόπο με τον οποίο του αφαιρέθηκαν το Δυρράχιο και τα Σέρβια, σε συνεργασία με τους Σέρβους υποκίνησε επανάσταση στο Ελβασάν, κατέλαβε τη Βέροια και την Καστοριά και πολιόρκησε τον Γεώργιο Ακροπολίτη, που με μικρές δυνάμεις είχε καταφύγει στον Πρίλαπο. Μετά την άλωση του Πρίλαπου, ο Ακροπολίτης οδηγήθηκε αιχμάλωτος στην Άρτα ενώ πολλοί διοικητές πόλεων παραδόθηκαν, με αποτέλεσμα ολόκληρη η Δυτική Μακεδονία να περιέλθει στον έλεγχο του κράτους της Ηπείρου. Την Θεσσαλονίκη φρουρούσε ο Μιχαήλ Παλαιολόγος, ο οποίος όμως ανακλήθηκε στη Νίκαια γιατί κατηγορήθηκε για προδοσία.

Δραματικά γεγονότα εξελίχθηκαν στη Νίκαια. Τον Αύγουστο του 1258 πεθαίνει ο Θεόδωρος Β΄ Λάσκαρης, αφήνοντας τον θρόνο στον ανήλικο γιο του Ιωάννη Δ΄ Λάσκαρη. Κατά τα εννιάμερα, δολοφονείται ο Αντιβασιλέας Γεώργιος Μουζάλων από μέλη της αριστοκρατίας και αναλαμβάνει αντιβασιλεύς ο Μιχαήλ Παλαιολόγος.

Ο Μιχαήλ Δούκας, για να προωθήσει τα σχέδιά του, συνάπτει συμμαχία με τον Μανφρέδο της Σικελίας, ο οποίος με τον γάμο του με την κόρη του Μιχαήλ παίρνει ως προίκα τον Αυλώνα και άλλες πόλεις που είχε καταλάβει στην ηπειρωτική ακτή και με τον Γουλιέλμο Β΄ Βιλλεαρδουίνο, που νυμφεύεται την δεύτερη κόρη του Μιχαήλ. Οι συμμαχίες αυτές θορύβησαν τη Νίκαια. Στις 25 Δεκεμβρίου 1258, στέφεται αυτοκράτορας ο Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγος και συναυτοκράτορας ο ανήλικος Ιωάννης Δ΄ Λάσκαρης. 

Η αποφασιστική μάχη μεταξύ των δύο αντιπάλων δόθηκε το καλοκαίρι του 1259 στην πεδιάδα μεταξύ Πελαγονίας και Καστοριάς, όπου τα στρατεύματα του Μιχαήλ Δούκα, του Μανφρέδου και του Βιλλεαρδουίνου ηττήθηκαν κατά κράτος από τον στρατό της Νικαίας υπό την ηγεσία του αδελφού του Μιχαήλ Παλαιολόγου, του Σεβαστοκράτορος Ιωάννου. Μετά τη μάχη της Πελαγονίας το ένα μετά το άλλο τα κάστρα της Μακεδονίας, η Έδεσσα, ο Οστροβός, η Πρέσπα, η Καστοριά, ο Πρίλαπος, η Αχρίδα και η περιοχή έως το Δυρράχιο και το Βεράτι περιήλθαν στην εξουσία της Νικαίας. 

Η πολιτική κατάσταση ανατράπηκε τελείως, όταν στις 25 Ιουλίου του 1261 ο Στρατηγός της Νικαίας Αλέξιος Στρατηγόπουλος που επιτηρούσε τη Θράκη, ανακατέλαβε την Κωνσταντινούπολη, την οποία βρήκε σχεδόν αφύλακτη και στις 15 Αυγούστου εισήλθε θριαμβευτής στην Πόλη ο Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγος, που στέφθηκε στην Αγία Σοφία ως νέος Κωνσταντίνος, εγκαινιάζοντας στον θρόνο του Βυζαντίου τη Δυναστεία των Παλαιολόγων.



Η Μακεδονία στα χρόνια των Παλαιολόγων (1261-1430)

Με την ανακατάληψη της Βασιλευούσης, το 1261, ανασυστάθηκε η Βυζαντινή Αυτοκρατορία σε μία όμως ρημαγμένη πρωτεύουσα και με πλήθος εσωτερικά και εξωτερικά προβλήματα. Η αυτοκρατορία, εκτός από τα παράλια, είχε χάσει σχεδόν ολόκληρη τη Μικρά Ασία από τους Τούρκους και η απειλή υπήρχε πάντοτε από τη Δύση, καθώς οι Φράγκοι δεν έπαυσαν να διεκδικούν την Κωνσταντινούπολη. Η κυριαρχία στη θάλασσα των ιταλικών δημοκρατιών, της Βενετίας, της Γένουας και της Πίζας και τα προνόμια που τους είχαν εκχωρήσει οι βυζαντινοί αυτοκράτορες έπλητταν το βυζαντινό εμπόριο, που έπαψε να είναι ανταγωνιστικό. Η απώλεια των εύφορων περιοχών της Μικράς Ασίας οδήγησε στη μείωση των εσόδων και οι δαπάνες του στρατού είχαν αυξηθεί, καθώς η άμυνα εξαρτώταν από σώματα ξένων μισθοφόρων. Η εμφάνιση νέων εχθρών στη Βαλκανική και η προέλαση των Οθωμανών Τούρκων σταδιακά θα αποτελέσουν τα επόμενα χρόνια θανάσιμη απειλή για την αυτοκρατορία. 

Οι εχθροπραξίες όμως στη Μακεδονία δεν σταμάτησαν. Από το 1262 έως το 1264 ο Μιχαήλ Β΄ Δούκας, σε συμφωνία με τον Μανφρέδο, επιτέθηκε σε φρουρές των αυτοκρατορικών δυνάμεων παραβιάζοντας τις συνθήκες, ώσπου το 1265 αναγκάσθηκε να υπογράψει συμφωνία με τον Αυτοκράτορα Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγο και να παραχωρήσει τα Ιωάννινα. Η συνθήκη επισφραγίσθηκε με τον γάμο του γιου του, Δεσπότη Νικηφόρου, με την ανεψιά του αυτοκράτορος Άννα.

Μετά τον θάνατο του Μιχαήλ του Β΄ (μεταξύ των ετών 1267 και 1271), η επικράτειά του μοιράσθηκε στους δύο γιους του, τον Νικηφόρο που είχε έδρα την Άρτα και τον Ιωάννη που ήλεγχε την Θεσσαλία, με έδρα τις Νέες Πάτρες (Υπάτη). Ο Ιωάννης θα συμπράξει σε επιχειρήσεις εναντίον της Μακεδονίας με τον νέο δυναμικό εχθρό της αυτοκρατορίας, τον Ηγεμόνα των Σέρβων Στέφανο Ούρεση Β΄ Μιλούτιν (1282-1321).
Ο Μιλούτιν το 1282 κατέλαβε τα Σκόπια(Σκούμποι) , που έγιναν η πρωτεύουσα του κράτους του και στη συνέχεια τις περιοχές βόρεια της Αχρίδος, του Πρίλαπου και του Στυπείου (Istip), ενώ συνέχισε τις ληστρικές επιδρομές στη Μακεδονία. Το 1299, ο Αυτοκράτωρ Ανδρόνικος Β΄ Παλαιολόγος (1282-1328) αναγκάσθηκε να συνθηκολογήσει με τον Μιλούτιν και παρά τις αντιδράσεις της Εκκλησίας, να συμφωνήσει τον γάμο της πεντάχρονης θυγατέρας του Σιμωνίδας με τον σαραντάχρονο Μιλούτιν. Ο γάμος τελέσθηκε στη Θεσσαλονίκη από τον Αρχιεπίσκοπο Αχρίδος και ο Μιλούτιν έλαβε ως προίκα τα εδάφη που είχε καταλάβει.

Τον ΙΔ΄ αιώνα, στη Θεσσαλονίκη θα εγκατασταθούν γόνοι της αυτοκρατορικής οικογενείας, που θα κυβερνήσουν με τον τίτλο του δεσπότη. θα εκδηλωθούν όμως και αποσχιστικές τάσεις, που θα έχουν καταστροφικές συνέπειες για την Μακεδονία. Το 1303 η δεύτερη σύζυγος του Ανδρονίκου Β΄ Γιολάνδα-Ειρήνη, ήλθε σε διάσταση με τον σύζυγό της και εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλονίκη.

Η Γιολάνδα, κόρη του Μαρκησίου του Μομφερά, έλαβε από τον πατέρα της τον υψηλό τίτλο του βασιλέως της Θεσσαλονίκης, όταν το 1284 παντρεύθηκε τον Ανδρόνικο τον Β΄. Απαίτησε λοιπόν αργότερα από τον αυτοκράτορα να μοιράσει, σύμφωνα με τα δυτικά πρότυπα, την επικράτεια εκτός της Κωνσταντινουπόλεως στους τρεις γιους που είχαν αποκτήσει, αίτημα που απέρριψε ο αυτοκράτορας καθώς αντιστρατεύονταν στο δόγμα της μίας και ενιαίας αυτοκρατορίας. Η Γιολάνδα θύμωσε και ήλθε στη Θεσσαλονίκη, όπου έμεινε έως τον θάνατό της (συνέβη το 1217, στη Δράμα). Το 1305 πεθαίνει στη Θεσσαλονίκη ο γιος τους, Δεσπότης Ιωάννης, που είχε αναλάβει την διοίκηση της πόλεως. 

Τα επόμενα χρόνια, η Μακεδονία θα υποστεί τεράστιες καταστροφές από την Καταλανική Εταιρεία. Επαγγελματίες μισθοφόροι, οι Καταλανοί είχαν προσληφθεί από τον αυτοκράτορα για να πολεμήσουν εναντίον των Τούρκων στη Μικρά Ασία. Μετά την αδυναμία του όμως να συνεχίσει την καταβολή των μισθών τους, εκτράπηκαν σε λεηλασίες των μικρασιατικών επαρχιών και της Θράκης. Το 1307 εγκαταστάθηκαν στη Χαλκιδική και άρχισαν ληστρικές επιδρομές εναντίον των μονών του Αγίου Όρους και των γύρω περιοχών. Από τις 180 μονές που υπήρχαν τον ΙΑ΄ αιώνα, μόνον 25 διατηρήθηκαν τον ΙΔ΄ αιώνα. Το 1308 οι Καταλανοί επιτέθηκαν εναντίον της Θεσσαλονίκης, δεν μπόρεσαν όμως να την καταλάβουν εξαιτίας της οχυρώσεώς της. Στράφηκαν τότε προς τη Νότιο Ελλάδα και κατέλαβαν την Αθήνα. 

Καταστροφικές όμως επιπτώσεις στον μακεδονικό χώρο και την αυτοκρατορία γενικότερα είχαν οι εμφύλιες συρράξεις που ξέσπασαν το 1320 και το 1341, στις οποίες έλαβαν μέρος Σέρβοι, Βούλγαροι και Τούρκοι και συνετέλεσαν στην εγκατάσταση των Οθωμανών στην Ευρώπη. 



Αρχίγραμμα όμικρον ρωμέϊκου γραπτού 

Ο Πόλεμος των δύο Ανδρονίκων (1321-1328) και η διακυβέρνηση του Ανδρονίκου του Γ΄ (1328-1341)

Τον Οκτώβριο του 1320 πέθανε ξαφνικά στη Θεσσαλονίκη ο Μιχαήλ ο Θ΄, γιος και συναυτοκράτορας του Ανδρονίκου του Β΄, όταν πληροφορήθηκε τον θάνατο στην Ήπειρο της θυγατέρας του Βασιλίσσης Άννης και στην Κωνσταντινούπολη τη δολοφονία του μικρότερου γιου του, Μανουήλ. Υπαίτιος για τον φόνο του Μανουήλ θεωρήθηκε ο μεγαλύτερος αδελφός του Ανδρόνικος, ο οποίος ήδη από το 1316 είχε αναγορευθεί συναυτοκράτορας.

Ανδρόνικος ο Β΄,
 Ο Ανδρόνικος ο Β΄, ανησυχώντας και για τον άστατο βίο του εγγονού του, του αφήρεσε το αξίωμα και προσανατολιζόταν να ορίσει διάδοχό του τον νόθο γιο του γιου του, του Δεσπότη Κωνσταντίνου. Ο νεαρός Ανδρόνικος, πλαισιωμένος από πλουσίους φίλους του και ισχυρούς αξιωματούχους, αντέδρασε στα σχέδια του παππού του, με αποτέλεσμα να εκραγεί εμφύλιος πόλεμος που διήρκεσε επτά χρόνια και είναι γνωστός ως ο Πόλεμος των δύο Ανδρονίκων. Η πολεμική σύρραξη αποφεύχθηκε αρχικά, όταν με τη Συμφωνία του Ρηγίου, στις 6 Ιουνίου του 1321, εξασφαλίσθηκε η διαδοχή για τον εγγονό, ο οποίος ανέλαβε την διοίκηση των περιοχών από τη Σηλυμβρία έως τη Χριστούπολη, με έδρα την Αδριανούπολη.

Ο Ανδρόνικος ο Β΄ κράτησε τις περιοχές από την Κωνσταντινούπολη έως τη Σηλυμβρία και από τη Χριστούπολη ως το Δυρράχιο. Λίγο αργότερα όμως εκδηλώθηκαν βίαια επεισόδια στη Θεσσαλονίκη, όταν η μητέρα του Ανδρονίκου του Γ΄, η Μαρία-Ρίτα, που μόναζε πιθανώς στη Μονή της Αγίας Θεοδώρας, οδηγήθηκε διά της βίας στην Κωνσταντινούπολη. Ξέσπασε στάση και οι Θεσσαλονικείς ζήτησαν από τον νεαρό Ανδρόνικο να καταλάβει την πόλη.
Με νέα συμφωνία μεταξύ παππού και εγγονού, την διοίκηση και τα οικονομικά του κράτους κρατούσε ο Ανδρόνικος ο Β΄, ενώ επιτράπηκε στον εγγονό να διαθέτει μισθοφορικό στρατό και του δόθηκε φοροαπαλλαγή και ετήσια επιχορήγηση. Υπήρξε κάποια περίοδος συνεργασίας και ειρήνης. Τον Δεκέμβριο του 1327 όμως, ύστερα από πρόσκληση των Θεσσαλονικέων, ο Ανδρόνικος ο Γ΄ εισήλθε στη Θεσσαλονίκη και στη συνέχεια κατέλαβε την Έδεσσα, την Καστοριά και τη Βέροια.
Την 24η Μαΐου του 1328 έγινε κύριος της Κωνσταντινουπόλεως. Ο γηραιός Ανδρόνικος ο Β΄ παραιτήθηκε και δύο χρόνια αργότερα αποσύρθηκε στη Μονή του Λιβός, όπου και πέθανε το 1334 ως μοναχός Αντώνιος.


ο Ανδρόνικος ο Γ΄
Αμέσως μετά την ανάρρησή του στον θρόνο, ο Ανδρόνικος ο Γ΄ προσπάθησε να ενισχύσει την άμυνα της Μακεδονίας ιδρύοντας νέα κάστρα: στην κοιλάδα του Αξιού (κοντά στο Κιλκίς) το Γυναικόκαστρο, στην κοιλάδα του Στρυμόνα το Σιδηρόκαστρο και κοντά στις εκβολές του ποταμού, την Αμφίπολη. Μετά την ανατροπή του Στεφάνου Ούρεση Γ΄ από Σέρβους ευγενείς και την άνοδο στον θρόνο του γιου του Στεφάνου Δουσάν (1331-1355), οι Σέρβοι θα καταστούν ο πιο επικίνδυνος εχθρός του Βυζαντίου στη Βαλκανική, καθώς στόχο είχαν τη λεηλασία και την κατάκτηση των βυζαντινών εδαφών. Με τη σύμπραξη του έμπειρου Στρατηγού Συργιάννη Παλαιολόγου, που είχε χρηματίσει διοικητής της Θεσσαλονίκης και έπαιξε επαμφοτερίζοντα ρόλο κατά τον εμφύλιο πόλεμο των δύο Ανδρονίκων, τα σερβικά στρατεύματα κατέλαβαν το 1334 την Αχρίδα, τη Στρώμνιτσα και την Καστοριά και απείλησαν την Θεσσαλονίκη. Ο Ανδρόνικος ο Γ΄ έφθασε από το Διδυμότειχο στη Ρεντίνα, ενώ ο φίλος του Ιωάννης Καντακουζηνός ανάγκασε τουρκικά πειρατικά πλοία που λυμαίνονταν την Χαλκιδική, να αποχωρήσουν. Μετά την δολοφονία του Συργιάννη από ανθρώπους του Ανδρονίκου και καθώς το κράτος των Σέρβων απειλήθηκε από εισβολή των Ούγγρων, ο Δουσάν συναντήθηκε με τον αυτοκράτορα στον Γαλλικό Ποταμό και έκλεισαν ειρήνη, με τον όρο να επιστρέψει τις πόλεις και τα κάστρα που είχε καταλάβει. Από το 1334 έως και το 1341, επικρατεί σχετική ηρεμία. Μετά τον ξαφνικό θάνατο του Ανδρονίκου του Γ΄ όμως, στις 15 Ιουνίου του 1341, ξέσπασε νέος και πιο καταστροφικός εμφύλιος πόλεμος. Εκδηλώθηκαν θρησκευτικές και κοινωνικές αντιθέσεις, ενώ εμπλέχθηκαν σε αυτόν οι Σέρβοι, οι Βούλγαροι και οι Οθωμανοί Τούρκοι, αφαιρώντας και την τελευταία ικμάδα της αυτοκρατορίας. 

Ἡ Πύλη τοῦ Θριάμβου ἀπό τὰ τείχη τῆς Ἀδριανουπόλεως-χαρακτικὸ τῶν μέσων τοῦ 19ου αἰῶνα, ἀπό τὸ ἀρχεῖο Δημητρίου Γκεντσίδη

Οι εμφύλιοι πόλεμοι, 1341-1354 και η οθωμανική κατάκτηση

Τον Ανδρόνικο τον Γ΄ διαδέχθηκε ο ανήλικος γιος του Ιωάννης Ε΄ Παλαιολόγος, με Επίτροπο την μητέρα του Άννα. Αμέσως, την διαχείριση των πραγμάτων ανέλαβε ο επιστήθιος φίλος του εκλιπόντος Ιωάννης Καντακουζηνός, ο οποίος είχε στηρίξει τον Ανδρόνικο σε όλους τους αγώνες του για την κατάκτηση της βασιλείας. Ο Ανδρόνικος δεν είχε ορίσει τα μέλη της αντιβασιλείας, γεγονός που οδήγησε σε εμφύλια σύρραξη, καθώς αξιώσεις στην αντιβασιλεία προέβαλαν ο Πατριάρχης Ιωάννης Καλέκας και ο Αλέξιος Απόκαυκος, οι οποίοι διέβαλαν τον Ιωάννη Καντακουζηνό στη βασιλομήτορα ότι εποφθαλμιούσε τον αυτοκρατορικό θρόνο.
Ο Καντακουζηνός κηρύχθηκε εχθρός του κράτους, δημεύθηκε η περιουσία του και οι οπαδοί του στην Κωνσταντινούπολη διώχθηκαν και φυλακίσθηκαν. Ύστερα από την τροπή που πήραν τα πράγματα και με την παρότρυνση των οπαδών του που διέφυγαν από την Κωνσταντινούπολη, ο Καντακουζηνός αναγορεύθηκε αυτοκράτορας στο Διδυμότειχο, στις 26 Οκτωβρίου του 1341. Πολλές πόλεις προσχώρησαν στον Καντακουζηνό. Στην Αδριανούπολη, όμως, άνθρωποι από κατώτερα κοινωνικά στρώματα επιτέθηκαν σε σπίτια αρχόντων και τα λεηλάτησαν, γεγονός που προσέδωσε έναν κοινωνικό χαρακτήρα στην αντίθεση προς τον Καντακουζηνό, που ήταν ένας από τους πλουσιοτέρους ανθρώπους του Βυζαντίου, με τεράστια κτηματική περιουσία κυρίως στην περιοχή των Σερρών.

Ο πόλεμος πήρε ανεξέλεγκτες διαστάσεις στη Θεσσαλονίκη, όταν την άνοιξη του 1342 ο Διοικητής της Θεσσαλονίκης Θεόδωρος Συναδηνός προσκάλεσε τον Καντακουζηνό να καταλάβει την πόλη. Οι κάτοικοι εξεγέρθηκαν και με επικεφαλής τους Ζηλωτές, που προέρχονταν κυρίως από τις λαϊκές τάξεις και τη Συντεχνία των Ναυτικών, στράφηκαν με ιδιαίτερη μανία κατά των πλουσίων και επιδόθηκαν σε σφαγές και λεηλασίες. Η Θεσσαλονίκη είχε την όψη κατεστραμμένης από εχθρούς πόλεως.
Οι Ζηλωτές κατέλαβαν την εξουσία, ενώ ο Καντακουζηνός ήλθε σε συμφωνία με τον Στέφανο Δουσάν, που προσπάθησε να επωφεληθεί και να επεκτείνει την κυριαρχία του στη Μακεδονία. Ξεκινώντας από τη Σερβία, ο Καντακουζηνός προσπάθησε να καταλάβει τις Σέρρες και να προχωρήσει προς τη Θράκη, αναγκάσθηκε όμως να επιστρέψει στη Σερβία, καθώς κυβερνητικές δυνάμεις και στόλος κατευθύνθηκαν προς την Θεσσαλονίκη.
Το 1343 κατέλαβε τη Βέροια, τα Σέρβια και τον Πλαταμώνα, ενώ στη Θεσσαλονίκη έφθασαν πλοία του συμμάχου του, του Σελτζούκου Εμίρη του Αϊδινίου Ουμούρ. Ένα μέρος του τουρκικού στόλου προσορμίσθηκε στην Πύδνα της Πιερίας και οι Τούρκοι εκτράπηκαν σε λεηλασίες έως έξω από τη Βέροια. Η Θεσσαλονίκη όμως δεν ήταν δυνατόν να καταληφθεί, όσο την εξουσία είχαν οι Ζηλωτές. Ο Καντακουζηνός επέστρεψε στη Θράκη, ο Δουσάν όμως κατέλαβε την Έδεσσα, την Καστοριά και τη Φλώρινα και τον Σεπτέμβριο του 1345 τις Σέρρες, όπου αναγορεύθηκε «αυτοκράτωρ Σερβίας και Ρωμανίας» και την άνοιξη του 1346 στέφθηκε στους Σκούμπους( Σκόπια).


Η ΜΑΧΗ ΤΟΥ ΔΗΜΗΤΡΙΤΣΙΟΥ

Ραγδαία και δραματική υπήρξε η εξέλιξη των γεγονότων στη Θεσσαλονίκη. Ο Διοικητής Ιωάννης Απόκαυκος είχε διατάξει την δολοφονία του επικεφαλής των Ζηλωτών και εξόρισε πολλούς από τους αρχηγούς τους. Όταν έφθασε η είδηση της δολοφονίας του πατέρα του Αλεξίου Απόκαυκου στην Κωνσταντινούπολη, ήταν έτοιμος να παραδώσει την πόλη στον Καντακουζηνό, εκδηλώθηκε όμως αντικίνημα από τον μέχρι τότε μετριοπαθή αρχηγό των Ζηλωτών, Ανδρέα Παλαιολόγο.

 Ο Απόκαυκος και όσοι ευγενείς κατέφυγαν στην ακρόπολη, κατακρημνίσθηκαν από τα τείχη και η πόλη παραδόθηκε στις λεηλασίες και στην καταστροφή από το μανιασμένο πλήθος. Οι Ζηλωτές έγιναν κύριοι της πόλεως και την κυβέρνησαν αυτόνομα από το 1345 έως το 1347, ακόμη και μετά την είσοδο του Καντακουζηνού στην Κωνσταντινούπολη και τη συμφιλίωσή του με τον Ιωάννη Ε΄ Παλαιολόγο, που είχε νυμφευθεί την κόρη του Ελένη.
 Δύο φορές μάλιστα αρνήθηκαν την είσοδο στην πόλη στον νέο Μητροπολίτη Γρηγόριο Παλαμά, τον κυριότερο εκπρόσωπο του Ησυχασμού, ενώ ζήτησαν τη βοήθεια των Σέρβων. Η ενέργεια αυτή θεωρήθηκε προδοτική και οι Θεσσαλονικείς το 1349 στράφηκαν εναντίον τους και επευφήμησαν αυτοκράτορα τον Καντακουζηνό, που το 1350 ήλθε στην πόλη μαζί με τον Ιωάννη τον Ε΄.

Το Διδυμότειχο
Έτσι, τέθηκε τέρμα στην Κυβέρνηση των Ζηλωτών, όχι όμως και στην εμφύλια διαμάχη. Ο Ιωάννης ο Ε΄ που είχε παραμείνει στη Θεσσαλονίκη, θεωρώντας τον εαυτό του παραγκωνισμένο στην επαρχία, ήλθε σε συνεννοήσεις με τον Δουσάν, τη συμφωνία όμως απέτρεψε η μητέρα του Άννα Παλαιολογίνα, που έσπευσε από την Κωνσταντινούπολη. Το φθινόπωρο του 1352, ο Ιωάννης ο Ε΄ συγκρούσθηκε στη Θράκη με τον γιο του Καντακουζηνού Ματθαίο, ηττήθηκε όμως κοντά στο Διδυμότειχο. Μετά την αποτυχία του να καταλάβει την Κωνσταντινούπολη επέστρεψε στη Θεσσαλονίκη, όπου την διοίκηση ασκούσε η μητέρα του Άννα Παλαιολογίνα.
Τον Φεβρουάριο του 1354, ο Καντακουζηνός έστεψε συναυτοκράτορα τον γιο του Ματθαίο και απαγόρευσε να μνημονεύεται στις επευφημίες ο Ιωάννης ο Ε΄. Τον Μάρτιο του ιδίου έτους, οι σύμμαχοί του Τούρκοι κατέλαβαν την εγκαταλελειμμένη από τους κατοίκους της λόγω των σεισμών Καλλίπολη, την πιο σημαντική από στρατηγικής απόψεως πόλη στον Ελλήσποντο, που αποτέλεσε εφ' εξής το ορμητήριο για την εξάπλωση των Οθωμανών στην Ευρώπη.

Τον Νοέμβριο του 1354 ο Ιωάννης ο Ε΄, με τη βοήθεια του Γενουάτη Φραγκίσκου Gattiluzi, εισήλθε κρυφά στην Κωνσταντινούπολη και έγινε κύριος της πόλεως. Λίγες ημέρες αργότερα, ο Ιωάννης ο Στ΄ Καντακουζηνός παραιτήθηκε και αποσύρθηκε σε μονή, όπου έζησε άλλα τριάντα χρόνια ως μοναχός Ιωάσαφ. 

Μετά τον θάνατο του Στεφάνου Δουσάν, τον Δεκέμβριο του 1355 και τον κατακερματισμό του σερβικού κράτους, Έλληνες, Βούλγαροι και Σέρβοι δεν μπόρεσαν να συμπράξουν κατά του κοινού εχθρού, των Τούρκων. Μετά την ήττα των Σέρβων στο Τσίρμεν του Έβρου, τον Σεπτέμβριο του 1371, Σέρβοι και Βούλγαροι έγιναν φόρου υποτελείς στον σουλτάνο.

ΙΣΌΜΕΡΟ ΑΠΟ ΤΑ ΤΕΙΧΙΑ ΤΗΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ 2011

Μοναδική εστία αντιστάσεως ήταν η Θεσσαλονίκη. Ο διοικητής της, ο μικρότερος γιος του Ιωάννου του Ε΄ Δεσπότης Μανουήλ Παλαιολόγος, ανακαταλαμβάνει τον Νοέμβριο του 1371 τις Σέρρες και οργανώνει την άμυνα κατά των Τούρκων.
Απαλλοτριώνει κτήματα του Αγίου Όρους και τα μοιράζει στους στρατιώτες. Οι Τούρκοι, ωστόσο, προελαύνουν. Το 1383 καταλαμβάνουν τις Σέρρες και πολιορκούν την Θεσσαλονίκη. Τέσσερα χρόνια κράτησε ο αποκλεισμός της πόλεως.
Η ηττοπάθεια όμως των Θεσσαλονικέων, που είχαν καταπονηθεί από τις κακουχίες και την πείνα, αναγκάζει τον Μανουήλ να εγκαταλείψει την πόλη και να καταφύγει στην Προύσα, όπου ταπεινωμένος έγινε δεκτός στην αυλή του σουλτάνου. Το 1387 η Θεσσαλονίκη, ύστερα από συμφωνία, παραδίδεται στους Τούρκους και γίνεται φόρου υποτελής.

Ο Μανουήλ με πικρία έγραφε αργότερα στον Καβάσιλα: «στην πατρίδα σου συνέχεια πολεμούσα τους εχθρούς της πίστης. Κι αυτοί για τους οποίους νύχτα και μέρα προτιμούσα να δώσω τη ζωή μου… αυτοί βρίσκονταν σε συνεννοήσεις με τους εχθρούς». Όταν το 1391 πέθανε ο Ιωάννης ο Ε΄, ο Μανουήλ δραπέτευσε από την Προύσα και στέφθηκε αυτοκράτορας στην Κωνσταντινούπολη (1391-1425). Την ίδια χρονιά κατέλαβε την Θεσσαλονίκη ο Βαγιαζίτ ο Α΄, μετά την ήττα του όμως στη μάχη της Αγκύρας από τον Ταμερλάνο, το 1402, η πόλη πέρασε και πάλι στους Βυζαντινούς. Από το 1403 έως το 1423 την κυβερνούν διαδοχικά γόνοι της αυτοκρατορικής οικογενείας, ώσπου ο Ανδρόνικος Παλαιολόγος, γιος του Αυτοκράτορος Μανουήλ του Β΄, μπροστά στον τουρκικό κίνδυνο παρέδωσε την Θεσσαλονίκη στους Βενετούς, με τον όρο να σεβασθούν τα προνόμια της Κοινότητος και της Εκκλησίας. Και οι Βενετοί όμως δεν μπόρεσαν να κρατήσουν την πόλη. Στις 29 Μαρτίου του 1430, η πολυύμνητος Θεσσαλονίκη έπεφτε στα χέρια των Τούρκων.

Η ΜΑΧΗ ΤΟΥ ΔΗΜΗΤΡΙΤΣΙΟΥ ΣΧ. ΑΡΧΙΑΟΓΝΩΜΩΝ

Στα τέλη του 12ου αιώνα η Βυζαντινή αυτοκρατορία δέχτηκε ένα από τα πιο ισχυρά πλήγματα. Οι Νορμανδοί της Σικελίας οργάνωσαν μια επίθεση εναντίον της με απώτερο στόχο την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης και την άνοδο στο θρόνο του βασιλιά τους Γουλιέλμου του Β΄. Αφού συγκρότησαν ισχυρό στρατό 80.000 ανάμεσα στους οποίους υπήρχαν και 5.000 ιππείς υπό τους κόμητες Ριτζάρδο και Αλδουίνο και στόλο από 200 πλοία, αποβιβάστηκαν και κατέλαβαν το Δυρράχιο και στη συνέχεια ο στρατός κατευθύνθηκε μέσα από την Αλβανία, την Ήπειρο και τη Μακεδονία προς τη Θεσσαλονίκη. 
Ο στόλος αφού κατέλαβε τα νησιά Κέρκυρα, Κεφαλληνία και Ζάκυνθο, έφτασε στις 15 Αυγούστου του 1185 στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης και άρχισε η πολιορκία από ξηρά και θάλασσα.
Ο ανεφοδιασμός όμως της πόλης δεν ήταν επαρκής, ο διοικητής της Δαυίδ Κομνηνός δεν ήταν ικανός να οργανώσει κατάλληλα την άμυνα, εγκατέλειψε τους αμυνόμενους και οι ενισχύσεις από την Κωνσταντινούπολη έφτασαν πολύ αργά. Έτσι οι Νορμανδοί, μέσα σε λίγες μέρες, (24 Αυγ. 1185) αφού έχασαν 3.000 στρατιώτες, κατέλαβαν τη Θεσσαλονίκη, παρά την ηρωική άμυνα των κατοίκων και τη λεηλάτησαν με τον πιο απάνθρωπο τρόπο, θανατώνοντας 7.000 από τους κατοίκους της, σύμφωνα με όσα μας αναφέρει ο Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Ευστάθιος στο έργο του «Ιστορία της αλώσεως της Θεσσαλονίκης υπό των Νορμανδών»


Η αγγελία της άλωσης της δεύτερης πόλης της αυτοκρατορίας ήταν επόμενο να προκαλέσει πανικό και λαϊκές εξεγέρσεις στην Κωνσταντινούπολη που είχαν  ως αποτέλεσμα την ανατροπή, τη σύλληψη και το θάνατο του αυτοκράτορα Ανδρόνικου του Α΄ του Κομνηνού και την άνοδο   στο θρόνο του Ισαάκιου του Β΄ μέλους της οικογένειας των Αγγέλων, που είχαν πρωτοστατήσει σ' αυτά τα γεγονότα. 
Ο νέος αυτοκράτορας αν και δεν είχε τόσες ικανότητες, είχε όμως την ευτυχή συγκυρία να περιστοιχίζεται από ικανούς ανθρώπους, όπως ο στρατηγός Αλέξιος Βρανάς, που καταγόταν από αριστοκρατική στρατιωτική οικογένεια της Αδριανούπολης. 

Ο Αλέξιος Βρανάς κατόρθωσε να ανασυγκροτήσει τα βυζαντινά στρατεύματα χάρη στη μεγάλη πείρα που διέθετε και, μετά τις ενισχύσεις που του έστειλε ο Ισαάκιος, να οργανώσει έναν ισχυρό, καλά εξοπλισμένο και αξιόμαχο στρατό. 



Οι Νορμανδοί μετά την κατάληψη της Θεσσαλονίκης χωρίστηκαν σε 3 τμήματα. Το ένα τμήμα παρέμεινε για τη φρούρηση της Θεσσαλονίκης, το άλλο κατευθύνθηκε προς την περιοχή των Σερρών, όπου προξενούσε πολλές καταστροφές και από το τρίτο τμήμα ένα μέρος εγκαταστάθηκε στο Στρυμόνα καταστρέφοντας την περιοχή της Αμφίπολης και το άλλο μέρος κατευθύνθηκε προς την Κωνσταντινούπολη και στρατοπέδευσε στη Μοσυνόπολη, ενώ ο νορμανδικός στόλος είχε πλησιάσει στην Κωνσταντινούπολη.

 Οι Νορμανδοί, βλέποντας ότι δεν υπάρχει άμεση απειλή, είχαν χωριστεί σε πολλά αποσπάσματα και είχαν τραπεί σε λεηλασίες, πράγμα το οποίο του είχε αποδυναμώσει σε σημαντικό βαθμό. Τότε ο Αλέξιος Βρανάς, αφού διαπίστωσε την κατάσταση των Νορμανδών, οδήγησε το στρατό την κατάλληλη στιγμή, επιτέθηκε στα μεμονωμένα τμήματα που βρίσκονταν γύρω από τη Μοσυνόπολη και τα έτρεψε σε φυγή. Στη συνέχεια ο βυζαντινός στρατός επιτέθηκε στους Νορμανδούς που βρίσκονταν μέσα στη Μοσυνόπολη και επειδή είχαν αφήσει αφρούρητες τις πύλες, οι Βυζαντινοί εκμεταλλεύτηκαν την ολιγωρία τους, έβαλαν φωτιά και έσφαξαν πολλούς, παίρνοντας τα άλογα και τον οπλισμό τους. Κατόπιν επιτέθηκαν σε όσους βρίσκονταν στην περιοχή της Αμφίπολης και ο Αλέξιος Βρανάς οδήγησε το στρατό στην περιοχή του Στρυμόνα, όπου είχε κατασκηνώσει το άλλο τμήμα των Νορμανδών έχοντας στόχο να δώσει το τελειωτικό χτύπημα και να απομακρύνει οριστικά τον κίνδυνο για την αυτοκρατορία. 

Τελικά, τα δύο αντίπαλα στρατεύματα παρατάχθηκαν στον τόπο «τον λεγόμενον του Δημητρίτζη», όπως ακριβώς αναφέρει ο Ν. Χωνιάτης και ο Θεόδωρος Σκουταριώτης. Τότε οι Νορμανδοί εκδήλωσαν το φόβο τους, άρχισαν να μιλούν για συνθήκη και έστειλαν κήρυκες για διαπραγματεύσεις στον Αλέξιο Βρανά. 

Όταν όμως οι Βυζαντινοί κατάλαβαν ότι υπάρχει δόλος στις προθέσεις των Νορμανδών και διαπίστωσαν το φόβο τους, τότε χωρίς να περιμένουν το σύνθημα της μάχης τον ήχο της σάλπιγγας ή κάποιο παράγγελμα που έδιναν οι στρατηγοί πριν από τις συμπλοκές, τράβηξαν τα σπαθιά τους και επιτέθηκαν στους εχθρούς. 

  Πύργοι κοντά στην Αμφίπολη  στον Στρυμόνα
 Στην αρχή οι Νορμανδοί αντιμετώπισαν με θάρρος την επίθεση και η μάχη είχε αρκετές διακυμάνσεις, αλλά στο τέλος υποχώρησαν μπροστά στην υπερβολική ανδρεία του βυζαντινού στρατού και τράπηκαν σε φυγή. Οι βυζαντινοί συνέλαβαν και σκότωσαν πολλούς, άλλους τους έσυραν βίαια στο Στρυμόνα και πήραν αρκετά λάφυρα.
Τα γεγονότα αυτά, σύμφωνα πάντα με το Νικήτα Χωνιάτη και το Θεόδωρο Σκουταριώτη συνέβησαν το απόγευμα της 17ης Νοεμβρίου του 1185. 



Στη μάχη του Δημητριτσίου οι Ρωμιοί (Βυζαντινοί ) συνέλαβαν και τους δύο στρατηγούς του στρατεύματος, τον Ριτζάρδο, που ήταν αδελφός της γυναίκας του Ταγκρέ, αρχηγού του στόλου των Νορμανδών και τον Αλδουίνο Κόντο παρομοίαζε τον εαυτό του με το Μέγα Αλέξανδρο. Επίσης στη μάχη αυτή συνέλαβαν και τιμώρησαν με τύφλωση τον ανεψιό του Μανουήλ Αλέξιο Κομνηνό που είχε υποκινήσει την επιδρομή των Νορμανδών κατά του Βυζαντίου.

Η συντριπτική ήττα των Νορμανδών στο Δημητρίτσι σήμανε και την οριστική τους κατάρρευση.  Η προφορική παράδοση αναφέρει ότι στη μάχη έπεσε ο στρατηγός της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας   Δημητρίστας.

Η νίκη του βυζαντινού στρατού των Ρωμιών στο Δημητρίτσι απομάκρυνε οριστικά των κίνδυνο των Νορμανδών, ενίσχυσε σε σημαντικό βαθμό το ηθικό των Βυζαντινών και στερέωσε στο θρόνο τον αυτοκράτορα Ισαάκιο Άγγελο. Ανέστειλε την κινητοποίηση των Τούρκων του Ικονίου, οι οποίοι εκμεταλλεύτηκαν την πτώση και το θάνατο του Ανδρόνικου του Α΄ και το φθινόπωρο του 1185 έκαναν επιδρομή στο θέμα των Θρακησίων. Τέλος, απέδειξε ότι το Βυζαντινό Κράτος ήταν ακόμα σε θέση να αντιμετωπίσει τις οποιεσδήποτε προκλήσεις διαθέτοντας και ικανότατους ανθρώπους και αρκετούς οικονομικούς πόρους. Δυστυχώς, τα γεγονότα που ακολούθησαν και οι κακοί χειρισμοί τόσο στην εσωτερική όσο και στην εξωτερική πολιτική οδήγησαν στην κατάρρευση του Βυζαντίου και στην άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους το 1204.


 



ΠΗΓΕΣ
-Αλκμήνη Σταυρίδου-Ζαφράκα -ΙΔΡΥΜΑ ΜΟΥΣΕΙΟΥ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΥ ΑΓΩΝΑ -ΠΑΝΟΡΑΜΙΟΝ-ΚΩΣΤΑΣ ΣΙΝΤ. Φωτ. -«ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ» ΕΚΔ ΑΘΗΝΩΝ 1992 Σημειώσεις Ιωάννης Σκυλίτζης 412.67-76. Ιωάννης Σκυλίτζης 411.51-412.3. Ιωάννης Σκυλίτζης 413.21. Ιωάννης Σκυλίτζης 413.22 Ιωάννης Σκυλίτζης 476.55 Μιχαήλ Ατταλειάτης 83.10-85.22 Συνέχεια Ιωάννου Σκυλίτζη 182.15-183.28 Βλ. Γ. Θεοχαρίδης, Ιστορία της Μακεδονίας κατά τους μέσους χρόνους 285 -1354, Θεσσαλονίκη 1980, σ.281 κε. Ι. Καραγιαννόπουλος, Ιστορία του βυζαντινού κράτους, τόμ.2, σ. 588 κε. Νικηφόρος Βρυέννιος 129.10. Πβλ. Καραγιαννόπουλος, Ιστορία, τόμ.2, σ. 590. Θεόδωρος Σκουταριώτης, εκδ. Κ. Σάθας, Μεσαιωνική Βιβλιοθήκη 7 (1894), 185. Αλεξιάς 121.29-34, 146.59 κε. (=Leib I.144, II.10.8 κε.). Αλεξιάς 143.7 κε. (=Leib II.10.8 κε.). Αλεξιάς 153.69, 161.28 (=Leib II.22.6-24.1, 24.1-32.23). Αλεξιάς 176.51-180.73 (=Leib II.51.18-56.23). Αλεξιάς 361.70-72 (=Leib IΙΙ.56.1-4). Ι. Καραγιαννόπουλος, Ιστορία, τόμ.3, σσ. 80-81. Αλεξιάς 413.90-422.30 (=Leib IΙΙ.125.10-138.13). Βλ. Β. Νεράντζη-Βαρμάζη, «Πληροφορίες του Θεοφύλακτου Αχρίδας και του Δημητρίου Χωματιανού για τον δυτικομακεδονικό χώρο», Διεθνές Συμπόσιο Βυζαντινή Μακεδονία σσ. 231-238. Ευστάθιος Θεσσαλονίκης 74.10, 68.24, 76.19-78.15. Ευστάθιος Θεσσαλονίκης 88.23 κε., 90.1 κε. Ευστάθιος Θεσσαλονίκης 100.12 κε., 146.2-10. Νικήτας Χωνιάτης 368.47 κε., 371.23 κε. Καραγιαννόπουλος, Ιστορία, τόμ.3, σ. 288 κε. Νικήτας Χωνιάτης 546.72 κε. Καραγιαννόπουλος, Ιστορία, τόμ.3, σ. 348 κε. Νικήτας Χωνιάτης 599.39-40. Γ. Θεοχαρίδης, Ιστορία Μακεδονίας, σ. 310 κε. Βλ. Β. Hendrickx, Οι πολιτικοί και στρατιωτικοί θεσμοί της Λατινικής αυτοκρατορίας της Κωνσταντινουπόλεως κατά τους πρώτους χρόνους της υπάρξεώς της, Θεσσαλονίκη 1970, σσ. 54-57. Νικήτας Χωνιάτης 600.50-57. Η Αγία Σοφία ήταν από την ίδρυσή της ο μητροπολιτικός ναός και όχι η Rotonda, όπως είχε υποστηρίξει ο Γ. Θεοχαρίδης. Βλ. Αλκμήνη Σταυρίδου-Ζαφράκα, «Η Αγία Σοφία ως μητροπολιτικός ναός και το επισκοπείο», Αφιέρωμα στη μνήμη του Σωτήρη Κίσσα, Θεσσαλονίκη 2001, σσ. 549-560. Θεοχαρίδης, Ιστορία της Μακεδονίας, σσ. 314-315. Νικήτας Χωνιάτης 615-617, Γεώργιος Ακροπολίτης 22.26-28. Νικήτας Χωνιάτης 619.44-620.70. Γεώργιος Ακροπολίτης 23.16-19. Νικήτας Χωνιάτης 620.71-83, Γεώργιος Ακροπολίτης 23.1-16. Γεώργιος Ακροπολίτης 23.19-24.4. Θεοχαρίδης, Ιστορία Μακεδονίας, σσ. 320-322. Δημήτριος Χωματηνός αρ.106.144-152. Γεώργιος Ακροπολίτης 24.12-26.9. D. Nicol, TheDespotateofEpiros, Οξφόρδη 1957, σσ. 48-59. J. Longnon, «La reprise de Salonique par les Grecs en 1224», Actes du VIe Congrès International d' Études Byzantines I, Παρίσι 1950, σσ. 141-146. Γεώργιος Ακροπολίτης 33.15-34.16. Για τη χρονολόγηση της αναγόρευσης και στέψης βλ. Αλκμήνη Σταυρίδου-Ζαφράκα «Συμβολή στο ζήτημα της αναγόρευσης του Θεοδώρου Δούκα», Αφιέρωμα στον Εμμανουήλ Κριαρά, Κέντρο Βυζαντινών Ερευνών, Θεσσαλονίκη 1988, 37-62, Ελένη Βέη-Σεφερλή, «Ο χρόνος στέψεως του Θεοδώρου Δούκα ως προσδιορίζεται εξ ανεκδότων γραμμάτων Ιωάννου του Αποκαύκου», BNJ, 21 (1971/76) 272-279. Βλ. Αλμήνη Σταυρίδου-Ζαφράκα, Νίκαια και Ήπειρος τον 13ο αιώνα. Ιδεολογική αντιπαράθεση στην προσπάθειά τους να ανακτήσουν την αυτοκρατορία, Θεσσαλονίκη 1990, F. Bredenkamp, TheByzantineEmpireofThessaloniki (1224-1242), Θεσσαλονίκη 1996 G. Prinzing, Studien I, II. A. Karpozilos, «The Ecclesiastical Controversy between the Kingdom of Nicaea and the Principality of Epiros (1217-1233)», ΒυζαντινάΚείμενακαιΜελέται, 7, Θεσσαλονίκη 1973. Δημήτριος Χωματηνός, αρ.8 και 146. Αλμήνη Σταυρίδου-Ζαφράκα, «Η αρχιεπισκοπή Αχρίδος και η αυτοκρατορία της Θεσσαλονίκης», Χριστιανική Μακεδονία, 407-421. Σπ. Τρωιάνος, Οι πηγές του Βυζαντινού Δικαίου, Αθήνα-Κομοτηνή 1986, σ. 172. Γεώργιος Ακροπολίτης 38.21-43.19. Θεοχαρίδης, Ιστορία Μακεδονίας, σ. 328 κε., Αλκμήνη Σταυρίδου-Ζαφράκα, Νίκαια και Ήπειρος, σσ. 67-84. Γεώργιος Ακροπολίτης 43.19 κε., 60.10-62.16. Γεώργιος Ακροπολίτης 65.4-67.25, 70.13 κε.,79.16-84.22, Θεοχαρίδης, Ιστορία Μακεδονίας 332-344. Αλκμήνη Σταυρίδου-Ζαφράκα , Νίκαια και Ήπειρος, σσ. 84-87. Γεώργιος Ακροπολίτης 88.15-92.14, 107 κε. Γεώργιος Ακροπολίτης 132 κε., 139 κε., 150 κε. Γεώργιος Ακροπολίτης 167-170. Γεώργιος Παχυμέρης εκδ. J. Failler, Ι.117-121. Γεώργιος Ακροπολίτης 181-185. Γεώργιος Παχυμέρης Ι.233.24 κε. Βλ. Θεοχαρίδης, Ιστορία Μακεδονίας, σ. 370. Νικηφόρος Γρηγοράς Ι 233-235. H. Constantinidi-Bibicou, «Yolande de Montferrat, impératrice de Byzance», L' Hellénisme contemporain, 4,6 (1950) σσ. 425-442. K. Setton, Catalan Domination of Athens (1311-1388), Κέμπριτζ Μασσαχουσέτη 1948, σ. 286. A. Laiou, Constantinople and the Latins The Foreign Policy of Andonicus II (1282-1328), Κέμπριτζ Μασσαχουσέτη, σσ. 220-226. F. Ostrogorsky, Ιστορία, τόμ.3, σ. 191 κε., Θεοχαρίδης, Ιστορία Μακεδονίας, σ. 374 κε. 383 κε. Θεοχαρίδης, Ιστορία Μακεδονίας, σσ. 386-389, 393-399. Θεοχαρίδης, Ιστορία Μακεδονίας, σσ. 403-405. Θεοχαρίδης, Ιστορία Μακεδονίας, σσ. 405-413. Μανουήλ Β΄ επιστολή 67 (εκδ. G. T. Dennis) σ. 187. G. T. Dennis, The Reign of Manuel II Palaeologus in Thessaloniki 1282-1387, Ρώμη 1960, σ. 77 κε. Την άλωση περιγράφει ο Ιωάννης Αναγνώστης, Διήγησις περί της τελευταίας αλώσεως της Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 1958.


  • ΦΩΤ ΑΡΧΕΙΟ ΑΡΧΑΙΟΓΝΩΜΩΝ








ΕΙΚΟΝΕΣ ΑΡΧΑΙΟΓΝΩΜΩΝ

ΓΙΑ ΝΑ ΔΕΙΤΕ ΚΑΝΟΝΙΚΑ ΤΗΝ ΕΙΚΟΝΑ ΣΤΟ ΚΙΝΗΤΟ ΚΛΙΚ ΕΠΑΝΩ ΤΗΣ